Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

 Πρώτη αντιστασιακή ομάδα στην Στερεά .


Αποτελούνταν από τους :
1ο Χρήστο Παριανό,
2ο Νικόλαο Κοντό (Ζαΐμης),
3ο Σωτήρη Μπέγνη,
4ο Ιωάννη Καρανίκα,
5ο Σπύρο Ιωάν. Κατσικονούρη,
6ο Αρμακά,
7ο Τσάκωνα,
8ο Διαμαντάρα,
9ο Ευάγγελο Ντζανή.
Εκτός από τους τρεις πρώτους που ήταν ηλικιωμένοι και εμπειροπόλεμοι, οι άλλοι και κυρίως οι πέντε τελευταίοι ήταν νεαρά παιδιά,(15-21 ετών ) άπειρα από ντουφέκι και λίγο άψητα από κακουχίες, αλλά γεμάτα Ελλάδα και αισθήματα Ελευθερίας.
Τους πέρασαν στρατοδικείο στη Λαμία στις 4 Αυγούστου 1942 ημέρα Κυριακή, και εκεί στο στρατοδικείο στάθηκαν ψύχραιμοι, ανέλαβαν την ευθύνη για όλα, για το χτύπημα του αυτοκινήτου στη Χαλκωμάτα. για τη δολοφονία του Ιταλοπροδότη Ντζώρτζη στο χωριό Αυλάκι .
Το στρατοδικείο τους καταδίκασε όλους σε θάνατο πλην του Ευάγγελου Ντζανή που ήταν ο μικρότερος σε ηλικία, δεκαπέντε ετών και σύμφωνα με το νόμο δεν είχαν το δικαίωμα να τον δικάσουν σε θάνατο. Αυτόν τον καταδίκασαν σε ισόβια τον μετέφεραν σε φυλακές στην Ιταλία και με τη συνθηκολόγηση το Σεπτέμβριο του 1943 τον παρέδωσαν οι Ιταλοί όπως και πολλούς άλλους στους Εγγλέζους.
Αυτός επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση το Νοέμβριο του 1944 και είναι ο αυθεντικός πληροφοριοδότης αυτών των ντοκουμέντων.
Οι υπόλοιποι στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα 6/8 /1942 στο γήπεδο της Λαμίας .
Η ομάδα
εφοδιάστικε με δυο όπλα, ένα ατομικό εγγλέζικο και ένα αυτόματο τόμσον με αρκετές σφαίρες, που είχε περιμαζέψει από τα λάφυρα τα εγκαταλελειμμένα των υποχωρούντων Εγγλέζων το Μάη του 1941.
Κινήθηκε την νύχτα πάνω από τα Θερμοπύλια, λημέριασαν εκεί σε ένα δασωμένο μέρος για να ξεκουραστούν και την επομένη αφού έκαναν αναγνώριση του εδάφους ο Κατσικονούρης, Ο Παριανός και ο Ζαΐμης σαν πιο έμπειροι το γιόμα κατευθύνθηκαν στο μοναστήρι της Δαμάστας για να δώσουν τον καθιερωμένο όρκο.
Ο μπάρμπα Γιώργης ο Γιαταγάνας έστειλε το σημείωμα στον Κατσικονούρη που τους ορμήνευε πώς θα περάσουν απέναντι στο Μώλο, με ποιο μέσον, πού θα συναντήσουν το σύνδεσμο Καραγιώργο, το δρομολόγιο του ιταλικού αυτοκινήτου που θα χτύπαγαν στη Χαλκωμάτα και τον όρκο γραπτό λέξη προς λέξη που θα τους διάβαζε ο ηγούμενος Δαμάστας σαν άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός να ορκιστούν εκδίκηση στους κατακτητές.
Αφού πήγε την επομένη στο μοναστήρι και σε σύντομη τελετουργία ορκίστηκαν, αποσύρθηκαν προς τις στροφές της Χαλκωμάτας να ερευνήσουν το μέρος για την ενέδρα που θα χτύπαγαν το ιταλικό αμάξι που θα έφερνε το ταχυδρομείο από τη Λειβαδιά στη Λαμία. Όπως μου διηγούνταν ο Ζαιμης, ο Παριανός κι αυτός έπιασαν τις πιο επίκαιρες θέσεις σαν πιο εμπειροπόλεμοι που ήταν κι ο Ζαΐμης είχε και το πιο αξιόμαχο όπλο το αυτόματο Τόμσον με αρκετές σφαίρες. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα μέσα στο λιοπύρι δίψασε και ζήτησε να τον αντικαταστήσει κάποιος για να πάει πιο κάτω σε ένα ρεματάκι, που ακούγονταν να τρέχει νερό, να γεμίσει το παγούρι να πιει να ξεκολλήσει το στόμα του από τη δίψα. Ο Κατσικονούρης όμως που τον άκουσε τον μάλωσε και του είπε αυστηρά «συναγωνιστή μην κουνηθείς, είναι η ώρα να περάσει το αμάξι και στα χέρια σου και στο όπλο που κρατάς στηρίζουμε την επιτυχία αυτής της επιχείρησης» και είχε δίκιο.
Σε δέκα λεπτά ακούστηκε αμάξι να κατεβαίνει αργά και σε λίγο έφτασε στην ενέδρα. Ήταν πράγματι αυτό που περίμεναν. Με μια μπαταρία το ακινητοποίησαν, τρύπησαν ένα μπροστινό και ένα πισινό λάστιχο και αυτό κοκάλωσε. Οι Ιταλοί προσπάθησαν με τα πιστόλια να αμυνθούν αλλά ο Κατσικονούρης, ο Ζαΐμης και ο Παριανός τους ακινητοποίησαν. Ο σοφέρ ήταν τραυματισμένος στο αριστερό χέρι, τους έδεσαν τα μάτια, έδεσαν πρόχειρα και τον τραυματία, ερεύνησαν το αμάξι, πήραν το σάκο του ταχυδρομείου και έβαλαν φωτιά στο αμάξι που κάηκε αμέσως. Αυτοί απομακρύνθηκαν αμέσως γιατί και άλλα αμάξια βούιζαν από τη μια και την άλλη κατεύθυνση του δρόμου. Γρήγορα κρύφτηκαν σε μια ρεματιά πάνω από το χωριό Δαμάστα έως το σούρουπο και μετά ροβόλησαν στον κάμπο κατά τη Μύρπη (Άνθηλη). Είχαν κουραστεί και ξελιγωθεί από την πείνα. Ο Κατσικονούρης και ο Παριανός πήγαν στα ορεινά σπίτια του χωριού και προμηθεύτηκαν λίγα τρόφιμα και λημέριασαν στο βάλτο όλη την ημέρα, τους λίμνασαν τα κουνούπια και όταν σουρούπωσε πια ήταν όλοι ζαλισμένοι από τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Η κατεύθυνση τους ήταν το χωριό Αυλάκι.
Για την πραγματοποίηση του τρίτου σκοπού της σύλληψης και δολοφονίας του Ιταλοπροδότη Ντζώρτζη. Ο σύνδεσμος που τους βρήκε στο βάλτο της Μύρπης τους έφερε την ευχάριστη είδηση πως ο Ντζώρτζης ήταν στο Αυλάκι και κατά πάσα πιθανότητα θα 'μενε και το βράδυ. Εκεί το κατάλυμα ήταν πια γνωστό στο σπίτι του παπά Γιαννόπουλου. Μόλις έμαθαν την είδηση από το σύνδεσμο άρχισαν να τρίβουν τα χέρια τους. Ο Κατσικονούρης και ο Παριανός είπαν στους άλλους «γερό μεζέ έχουμε το βράδυ παιδιά, πρέπει να τον πιάσουμε, τον έχουμε στη φάκα τον τυφλοπόντικα. Αν τον πετύχουμε συναγωνιστές και τον συλλάβουμε θα γλιτώσουμε πολλούς δικούς μας από τις καταδώσεις που κάνει στους Ιταλούς τώρα πιστά τόσον καιρό».
Για να μάθουν όμως αν πράγματι έμεινε εκείνο το βράδυ στο χωριό στο γνωστό στέκι έστειλαν ένα τσοπανούδι που φύλαγε τα πρόβατα του Ηλία Καλλιώρα να πάει δήθεν να πάρει ψωμί ισχυριζόμενο πως του το 'φαγαν τα σκυλιά και έμεινε νηστικό. Για να μην κινήσει την υποψία αυτός ο τσοπανάκος δεν ήταν άλλος αλλά ο πανέξυπνος Αργύρης Καρασαντές από το Νεοχώρι Δομοκού που όταν ξερογιάστηκε τέλη Οκτωβρίου το 1942, δηλαδή την ίδια χρονιά το παράτησε το τσοπανιλίκι και έτρεξε να καταταγεί στην ανταρτοομάδα. Ήταν πιστός, καλός και πολύ φιλότιμος αγωνιστής. Υπηρέτησε πιστά την εθνική αντίσταση τόσο την πρώτη 1941-45 όσο και στο δημοκρατικό στρατό. Ζει τώρα πρόσφυγας στις Ανατολικές χώρες. Αυτός ανύποπτος αφού πήρε ψωμί και τυρί πέρασε από το σπίτι του παπά, είδε το Ντζώρτζη να σουλατσάρει στην αυλή του σπιτιού με την κουμπούρα και έφυγε ολοταχώς να πάει το χαμπέρι στην ομάδα που περίμενε με αγωνία λίγο έξω απ' το χωριό.
Έφτασε, τους είπε τα καθέκαστα, τους έδωσε και το ψωμοτύρι να κολατσίσουν και αφού άφησαν να ησυχάσει ο κόσμος τέσσερις απ' την ομάδα ο Κατσικονούρης, ο Παριανός, ο Ζαΐμης και ο Μπέγνης μπήκαν στο χωριό με προφύλαξη, έφτασαν στο σπίτι του παπά, κάθισαν οι δυο απ' έξω για κάθε ενδεχόμενο και ο Κατσικονούρης με το Ζαΐμη μπήκαν μέσα, ακινητοποίησαν την οικογένεια και αστραπιαία μπήκαν στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Ντζώρτζης τον βρήκαν στο πρωτούπνι, τον εκτέλεσαν αμέσως χωρίς διαδικασία, άρπαξαν την κουμπούρα και τα χαρτιά που είχε στις τσέπες του και του κόλλησαν ένα σημείωμα που έγραφε πως οι προδότες έτσι τιμωρούνται από τους αγωνιστές της λευτεριάς.
Έφυγαν ολοταχώς και ξημέρωσαν στο μοναστήρι του Αγίου Βλασίου πάνω από τη Στυλίδα. Εκεί τους περίμενε άλλος σύνδεσμος ο Γιώργος Σπανός (ή Σαίτης). Αυτός τους έφερε τρόφιμα και αυτός θα παραλάμβανε και την κατάσταση που βρισκόταν στις τσέπες του Ντζώρτζη . Η κατάσταση είχε 64 ονόματα Ελλήνων που τους θεωρούσε ύποπτους ο Ντζώρτζης και είχε σκοπό να τη δώσει στους Ιταλούς για να τους συλλάβουν ως ύποπτους ανατρεπτικών ενεργειών και τα επακόλουθα ήταν πια γνωστά, ξύλο στα κρατητήρια της Φενάτσας, φυλακή ή στο στρατόπεδο στη Λάρισα,
Τον Τσάκωνα που ήταν άρρωστος με πυρετό και τα πόδια του ήταν πρησμένα από τη συνεχή πορεία αλλά και την ξυπολυσιά, διότι του είχαν φύγει οι σόλες από τα παπούτσια του και πάταγε η πατούσα στ' αγκάθια και στις καλαμιές γυμνή και ήταν και λίγο άμαθος από πορεία, τον πήρε ο Κατσικονούρης και τον κατέβασε στη Στυλίδα να πάει στο σπίτι του, να τον περιποιηθούν να συνέλθει. Αυτός φρόντισε να μάθει τις ενέργειες των Ιταλών για τα δυο επεισόδια της Χαλκωμάτας και την εκτέλεση του Ντζώρτζη. Πώς θα αντιδρούσαν οι Ιταλοί; Την ομάδα την είχε λημεριάσει στα κονάκια στη θέση Παππού να ξεκουραστούν.
Η νέα κατεύθυνση που θα ακολουθούσε η ομάδα ήταν προς την Παλιονίκοβα. Κίνησαν νύχτα και ξημέρωσαν στη θέση αυτή. Αφού είχαν προμηθευτεί από τη Στυλίδα αρκετά τρόφιμα, έφτασαν νύχτα και λημέριασαν κοντά σε μια βρυσούλα. Αφού κοιμήθηκαν και ξεκουράστηκαν όλη την ημέρα κρυμμένοι σε μια δασωμένη πλαγιά, το απόγιομα ο Κατσικονούρης και ο Διαμαντάρας αποφάσισαν να κατέβουν στη Στυλίδα για πληροφορίες και τρόφιμα και να μάθουν και τις κινήσεις των Ιταλών. Όπως προανέφερα πιο πάνω η ομάδα ήθελε να έχει συνεχή επαφή με την οργάνωση Ε.Α.Μ. Λαμίας και για τούτο ήταν αναγκαίο να βρεθεί άνθρωπος ανύποπτος για να κρατάει τη σύνδεση. Σαν τέτοιο βρήκαν το Γιώργο Σαΐτη, χτίστη στο επάγγελμα, μεγαλοοικογενειάρχης που με μια σούστα (κάρο) έκανε τον αγωγιάτη Στυλίδα - Λαμία, μετέφερε και κάνα επιβάτη αλλά και ψώνια για τα μαγαζιά κάθε μέρα. Αυτός ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος και ήταν κι οργανωμένος.
Η ομάδα κατευθύνθηκαν προς την Αγία Παρασκευή Νίκοβας και εκεί διαπίστωσαν πως ο Καρανίκας τους είχε προδώσει, γιατί η αστυνομία νύχτα είχε κινηθεί με ενίσχυση Ιταλών και είχε κυκλώσει το γνωστό στέκι που λημέριαζε η ομάδα αυτές τις ημέρες.
Προσπάθησαν να αποφύγουν τη συμπλοκή σύμφωνα με την εντολή που είχαν από την οργάνωση και στην ανάγκη να μπαίνουν στην πόλη με τα πολιτικά άοπλοι για παραπλάνηση των καταδιωκτικών αρχών και μόνο οι τρεις καταζητούμενοι Παριανός, Ζαΐμης και Μπέγνης δε θα μπορούσαν να κάνουν αυτοί τη δουλειά. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη συμπλοκή και αναγκάστηκαν να δώσουν σύντομη μάχη. Ελίχθηκαν όμως σ' άλλο σημείο και απέφυγαν τον εντοπισμό. Τότε ο Κατσικονούρης και ο Διαμαντάρας άφησαν στους άλλους τα όπλα τους και αποφάσισαν να κατέβουν στη Στυλίδα για να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να πάρουν τρόφιμα, που τους είχαν τελειώσει.
Ροβόλησαν από ανύποπτα μονοπάτια και έφτασαν το απόγευμα στον ελαιώνα της Στυλίδας, ανακατεύτηκαν με τους αγρότες που δούλευαν έξω στα κτήματα, και σίγουροι πως ήταν καλυμμένοι και δε θα τους υποπτεύονταν κανένας, ροβόλησαν και έφτασαν στα ακρινά σπίτια από το δρόμο του Αγίου Κωνσταντίνου. Είχαν και αυτοί πάρει στον ώμο από ένα τσαπί δήθεν πως πότιζαν και ανύποπτοι ακολούθησαν τους άλλους εργάτες. Η αστυνομία όμως με 3-4 Ιταλούς Καραμπινιέρους είχε στήσει ενέδρα και άφηνε τον κόσμο να περνάει μέχρι που έφτασαν στα παιδιά. Τότε πετάχτηκαν, τους ακινητοποίησαν προτάσσοντας τα όπλα και χωρίς μεγάλη διαδικασία τους πέρασαν τις χειροπέδες και τους πήγαν κατευθείαν στο τμήμα. Φαίνεται ότι προδότης τους το υπέδειξε και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Μαζί με τα παιδιά τον Κατσικονούρη και το Διαμαντάρα, κατά σύμπτωση συνέλαβαν και το Χρήστο Καμάρα που είχε στο ζώο του ένα μονόκανο κυνηγετικό. Φαίνεται φύλαγε καρτέρι το προηγούμενο βράδυ για κάνα λαγό. Αυτός όμως ήταν άσχετος, ανοργάνωτος και μόνο επειδή τον συνέλαβαν με όπλο τον πήραν κρατούμενο. Πέρασε κι αυτός στρατοδικείο ασφαλώς για παράνομη κατοχή κυνηγετικού όπλου και όχι για ανατρεπτική δράση όπως τα παιδιά της ομάδας.
Τώρα ποιος ήταν προδότης δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Ίσως ο Καρανίκας που είχε δραπετεύσει από την ομάδα και τέθηκε υπό την προστασία της αστυνομίας, ίσως και ένας
πρώτος εξάδελφος του Σπύρου Κατσικονούρη, ο Δημήτριος Αθ, Κατσικονούρης, γαμπρός από τη μεγαλύτερη κόρη του Ι. Καρκαλή. Ο Σπύρος Κατσικονούρης από αφέλεια ίσως να είχε
την εντύπωση πως δε θα τον πήγαιναν στρατοδικείο οι Ιταλοί, μα τον προδοτικό ρόλο έπαιξε η αστυνομία και ειδικότερα ο υπονοματάρχης Πλιμένος που είχε ταχθεί στην
υπηρεσία των Ιταλών. Να ήταν σύμπτωση αποκλείεται, γιατί δε σταμάτησαν τους προηγούμενους και μόνον όταν έφτασαν τα παιδιά αυτοί σηκώθηκαν και τους ακινητοποίησαν.
Έτσι τους οδήγησαν σιδηροδέσμιους στο τμήμα της προδοτικής αστυνομίας και την επομένη τους μετέφεραν στη Λαμία με ισχυρή συνοδεία Καραμπινιέρων. Ο υπονοματάρχης Νικ. Πλιμένος έτρεξε να συλλάβει και τον Τσάκωνα που ήταν άρρωστος με πυρετό στο σπίτι του. Τον πήρε και αυτόν και μαζί με τους άλλους τους πήγαν στην Καραμπινιαρία Λαμίας.
Οι Ιταλοί πάντα με την ενίσχυση
της αστυνομίας κινήθηκαν αμέσως και με συνοδό τον Καρανίκα που πέρασε πια στην υπηρεσία τους, πήγαν και κύκλωσαν το γνωστό στέκι της ανταρτοομάδας στην Παλιονίκοβα.
Αυτοί όμως τους αντιλήφθηκαν και σε σύντομη μάχη ξέφυγαν από τον κλοιό που τους είχαν κάνει, τραυματίστηκε ο Άρμακας ελαφριά και καταδιώκοντας τον συνέλαβαν, αποκόπηκε, ξεχάσθηκε από τους άλλους ο Ευάγγ. Ντζανής και αφού περιπλανήθηκε αρκετά ψάχνοντας να τους βρει δεν μπόρεσε και κατέβηκε και αυτός στη Στυλίδα να μπορέσει να πάρει σύνδεση, Στη Στυλίδα τον πήρε σύνδεσμος ο Γιώργος Χαλάτσης και τον έβαλε στο λεωφορείο να πάει στην Ομβριακή Δομοκού. Εκεί θα τον κατεύθυνε άλλος σύνδεσμος σε σημείο που θα συναντούσε άλλους καταδιωκόμένους, αλλά προτού να φτάσει στον προορισμό του, στην Ομβριακή τον συνέλαβαν. Κάποιος φαίνεται τον παρακολούθησε από τη Στυλίδα.
Στις 4 Αυγούστου 1942 τους πέρασαν σε έκτακτο στρατοδικείο και τους δίκασαν σε θάνατο όλους τους άλλους εκτός το Βαγγέλη Ντζανή που ήταν ανήλικος και απαγορεύονταν από τον ιταλικό νόμο να δικάσουν εις θάνατο και να εκτελέσουν κάποιον κάτω των 15 ετών. Έτσι αυτόν τον καταδίκασαν ισόβια και τον μετέφεραν στην Ιταλία να εκτίσει την ποινή του μαζί με άλλους όπως και τον Καμάρα που δικάστηκε 10 χρόνια φυλακή για κατοχή κυνηγετικού όπλου.
Τους τέσσερις που δίκασαν εις θάνατο την μεθεπόμενη, στις 6 Αυγούστου 1942 ημέρα Κυριακή, τους εκτέλεσαν στο γήπεδο Λαμίας. Το δε Ντζανή αφού τον μετέφεραν στην Ιταλία να εκτίσει την ποινή του το Σεπτέμβριο του 1943 με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τον παρέλαβαν οι Εγγλέζοι, τον μετέφεραν στη Μέση Ανατολή και με την απελευθέρωση τηςΕλλάδας τον Οκτώβριο του 1944 ήλθε στην Ελλάδα. Αυτός ως γνώστης των γεγονότων τα διηγήθηκε λεπτομερώς και ότι είχε πει ο Γιαταγάνας και με τα λίγα που θυμόταν η αδελφή του Τσάκωνα, κυρία Πλατή, μπόρεσαν και γράφτηκε αυτό το ιστορικό με πλήρη και αυθεντικά στοιχεία για να καταγραφεί στην ιστορία της εθνικής μας αντίστασης.
Η Στυλίδα όπως ανάφερα έχει ένα μεγάλο μέρισμα σε θύματα τόσο στον αγώνα 1941-44 όσο και στον εμφύλιο. Θα αρχίσω με τους εκτελεσθέντες της πρώτης ανταρτοομάδας.
1.Σπύρος Κατσικονούρης
2.Χρήστος Διαμαντάρας
3.Βαγγέλης Αρμακάς
4.Ηλίας Τσάκωνας
Τα παιδιά αυτά μέλη της πρώτης ανταρτομάδας καταδικάστηκαν από έκτακτο στρατοδικείο στη Λαμίας στις 4 Αυγούστου 1942 και στις 6 Αυγούστου 1942 στους εκτέλεσαν στο γήπεδο Λαμίας.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ Σ ΑΥΤΟΎΣ ΠΟΥ ΟΡΙΣΑΝ ΤΟΝ ΕΎΑΤΟ ΤΟΥΣ ΝΑ ΦΥΛΑΤΤΟΥΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη στον θείο μου Χρήστο Διαμαντάρα και σ' αυτά τα νέα παιδιά που πολέμησαν , για μια Ελεύθερη πατρίδα, απέναντι στο φασισμό και κάθε υποδούλωση χωρίς να υπολογίσουν ούτε αυτή την ζωή τους.
*απο ανάρτηση Διαμαντάρα Αλέξανδρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου