Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

 Οδοιπορικό σε χώρους ιστορικής μνήμης-ΠΛΑΤΥΣΤΟΜΟ

Το Πλατύστομο επισκεφτήκαν μέλη του Σωματείου «Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης» όπου είχαν την ευκαιρία για μια ενδιαφέρουσα ξενάγηση από τον «Πολιτιστικό Σύλλογο Πλατυστόμου Φθιώτιδας «Πηλέα» σε χώρους ιστορικής μνήμης.
Παράλληλα είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά την αξιοθαύμαστη δράση ενός δραστήριου τοπικού συλλόγου που τα μέλη του με ζήλο, μεράκι και όραμα για τον τόπο τους, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια θαυμαστή εστία πολιτισμού, προσφοράς και αλληλεγγύης στη μικρή τους κοινωνία.
H επίσκεψη άρχισε από το παλιό νερόμυλο ο οποίος τα χρόνια της κατοχής χρησιμοποιούνταν ως τόπος συνάντησης και κρησφύγετο του Άρη Βελουχιώτη και ανταρτών καθώς και το σπίτι όπου έμενε ο Άρης όταν ήρθε για πρώτη φορά στο χωριό μεταμφιεσμένος σε μαυραγορίτη για να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα και το κτίριο όπου στεγάζονταν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ.

Ο νερόμυλος λίγο έξω από το Πλατύστομο, σύμφωνα με τις αναφορές των ντόπιων, χρησιμοποιήθηκε σαν χώρος Στρατηγείου λίγο πριν το επίσημο ξεκίνημα του ένοπλου Απελευθερωτικού Αγώνα από την καλύβα Στεφανή τον Μάη του ’42. Εκεί, στον Μύλο, ο Άρης και οι άντρες του πέρασαν μερόνυχτα, οργανώνοντας τον αγώνα τους.
Ακόμη και 3 χρόνια μετά, το 1945, όταν μετά τη «συνθήκη της Βάρκιζας» ο Βελουχιώτης δεν ακολούθησε τα υπόλοιπα στελέχη του ΕΑΜ στην Αθήνα, αποχαιρέτησε την οικογένεια του στη Λαμία και εγκαταστάθηκε μαζί με τον αδερφό του Μπάμπη Κλάρα και τους Μαυροσκούφηδες στον νερόμυλο, προκειμένου να οργανώσει ξανά από το ίδιο σημείο τον αγώνα κατά της νέας κατοχής των Άγγλων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι εκεί, στον νερόμυλο του Πλατυστόμου, γράφτηκαν οι προκηρύξεις του Μ.Ε.Α και του ΕΛΑΣ-Ν.
Σήμερα ο ιστορικός νερόμυλος είναι εγκαταλειμμένος και μισογκρεμισμένος. Ο «Πηλέας» ζητά από τη δημοτική αρχή να αγοραστεί η έκταση, να επισκευαστεί το κτίριο και να δημιουργηθεί ένας επισκέψιμος χώρος με μουσείο υδροκίνησης και μουσείο ιστορικής μνήμης της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.
Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε τα γραφεία του πολιτιστικού συλλόγου. Τα μέλη του «Πηλέα» έχοντας αφήσει πίσω τους την περιπέτεια εκδίωξης από το στέκι τους, κατάφεραν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να μετατρέψουν έναν μικρό χώρο που τους παραχωρήθηκε τελικά απ’ το Δήμο Μακρακώμης, από αποθήκη σε καλαίσθητο Χώρο Πολιτισμού με δανειστική βιβλιοθήκη!
Ακόμη, με προσωπική εργασία και δικούς τους πόρους τα μέλη του «Πηλέα «μετέτρεψαν το παλιό πετρόκτιστο δημοτικό σχολείο σε έναν καλαίσθητο χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων με όμορφο κήπο όπου γίνονται συναυλίες και λειτουργεί κινηματογραφική λέσχη με ελεύθερη είσοδο. Πραγματικά μας εντυπωσίασε!
Η βραδιά έκλεισε με κρασί στην πλατεία του χωριού με την Πλατυστομίτισσα Γιώτα Βέη στην παρέα μας να μας συγκινεί τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια όπου οι ήρωες του 21 παίρουν τη σκυτάλη του αγώνα και σμίγουν με τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης…..
το Δ.Σ

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

 «Το Λιδωρίκι θυμάται, το Λιδωρίκι τιμά» – Το Ολοκαύτωμα της 29ης Αυγούστου 1944

Ήταν το «Σύνταγμα 18 των Ορεινών Κυνηγών της Αστυνομίας» των ναζί» (POLIZEI – GEBIRGSJAGERN – REGIMENT 18) που έκανε την 29η Αυγούστου 1944 να μείνει στην ιστορία σαν η μέρα του Ολοκαυτώματος στο Λιδωρίκι. Γενικά η ευρύτερη περιοχή είχε μεγάλη συνεισφορά στον αγώνα κατά των κατακτητών και την Εθνική Αντίσταση.
Ήταν έδρα της 5ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Συντ/ρχη ΡΗΓΟ Γεώργιο ή Φεραίο. Λίγες ημέρες πριν το ολοκαύτωμα οι Γερμανοί είχαν ηττηθεί στις 5 Αυγούστου 1944 στη Μάχη των Καρουτών, που βρίσκονται στην ίδια περιοχή.
Παρασυρμένοι από το πλιάτσικο και αφήνοντας την προσοχή τους από τα μέτρα ασφαλείας, υπέστησαν πανωλεθρία αφού στην επίθεση των ανταρτών, 203 Γερμανοί έπεσαν νεκροί, αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν και μόνο πέντε κατάφεραν να ξεφύγουν. Από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ έπεσαν 30 και τραυματίστηκαν 60.
Θέλοντας να εκδικηθούν και γνωρίζοντας ότι ο τοπικός πληθυσμός στήριζε τις δυνάμεις των ανταρτών (δυστυχώς με ελάχιστες εξαιρέσεις συνεργατών των ναζί, που όμως έπαιξαν το ρόλο τους), οργάνωσαν την κατάληψη και την πυρπόληση του Λιδωρικιού.
Μία ημέρα πριν στις 28 Αυγούστου ξεκίνησε η επιχείρηση, που εκδηλώθηκε με την είσοδο της βασικής επιθετικής δύναμης από τα υψώματα του χωριού Μαλανδρίνο και ένα άλλο τμήμα από το δρόμο ‘Ελατος -Καρούτες.
Βασικό στοιχείο της επιτυχίας των Γερμανών ήταν η χρήση αναγνωριστικών αεροπλάνων που καθοδηγούσαν τα πυρά του πυροβολικού, δεν επέτρεψαν στις δυνάμεις των ανταρτών να οργανώσουν την απαιτούμενη άμυνα, με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσουν. Ταυτόχρονα δόθηκα διαταγή να φύγουν και οι άμαχοι από το χωριό.
Αρκετοί κάτοικοι πρόλαβαν και διέφυγαν σε άλλες περιοχές, αλλά πέντε ηλικιωμένοι που παρέμειναν νομίζοντας πως οι Γερμανοί θα τους σεβαστούν, έπεσαν θύματα της δολοφονικής τους μανίας. Όταν αποχώρησαν οι Γερμανοί και επέστρεψαν οι Λιδωρικιώτες στο χωριό, βρήκαν τους ηλικιωμένους ξεκοιλιασμένους. Ήταν οι: Τσίγκας Αθανάσιος, Λατσούδη Ευθυμία, Παπαδόπουλος Δημήτριος, Πουρνιά Μαρία, Παπαπαναγιώτου Βασίλειος
Επίσης πυρπολήθηκαν 489 κτίρια (320 σπίτια και 169 αχυρώνες και στάβλοι).
Το ειδικά εκπαιδευμένο σύνταγμα των Γερμανών, μέσα στις στάχτες του Λιδωρικιού, επιδόθηκε σε πλιάτσικο. Το Λιδωρίκι, οι Καρούτες, το Αιγίτιο, η Βραΐλα και η Σκαλούλα, αποτελώντας σύμβολα του αγώνα και της αντίστασης στους Γερμανούς εισβολείς, έχουν χαρακτηρισθεί Μαρτυρικά Χωριά με αντίστοιχα Προεδρικά Διατάγματα και ο Δήμος Λιδορικίου (σήμερα είναι ο Καλλικρατικός Δήμος Δωρίδας) συμμετέχει στο Δίκτυο Μαρτυρικών πόλεων και χωριών, ενώ η 29η Αυγούστου έχει ανακηρυχθεί σε ημέρα μνήμης και τοπικής αργίας.
Η περιοχή μετά τον πόλεμο ξαναστήθηκε στα πόδια της σε πείσμα των δολοφόνων – πλιατσικολόγων, με σκληρή και συλλογική δουλειά των κατοίκων της και οι εκδηλώσεις που γίνονται περνάνε τη διάσωση της ιστορικής μνήμης από γενιά σε γενιά.
*ΕΡΤ.
Επιμέλεια αφιερώματος: Νάσος Μπράτσος

Πάρης Φούντας, Λεωνίδας Κωστόπουλος και 34 ακόμη
1 σχόλιο

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

 Σαν σήμερα , στις 27 Αυγούστου 1905, γεννήθηκε ένας ακόμη Ήρωας στην πρωτεύουσα της Ρούμελης, τη Λαμία, ο Θανάσης Κλάρας.



Γνωστός με το όνομα Άρης Βελουχιώτης ήταν πρωτοπόρος της Εθνικής Αντίστασης, πρωταγωνιστής της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου και πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ.
Έζησε και πέθανε ως επαναστάτης.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

 «Αύγουστος 1944: Η γερμανική επιχείρηση «Kreuzotter»



Τα SS αντιμέτωπα με τον ΕΛΑΣ στην κεντρική Ρούμελη

Η γερμανική εκκαθαριστική επιχείρηση «Kreuzotter» (Έχιδνα), που εκδηλώθηκε αρχές Αυγούστου 1944 στην ορεινή κεντρική Ρούμελη, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα των κατοχικών στρατευμάτων σε μια ύστατη προσπάθεια να ανοίξει ένας ασφαλής διάδρομος διαφυγής προς βορρά λόγω της επικείμενης ταχείας σοβιετικής προέλασης στα Βαλκάνια και του κινδύνου περικύκλωσης των αξονικών δυνάμεων στην Ελλάδα, που αυτή εγκυμονούσε.
Το ένοπλο αντιστασιακό κίνημα αναδείχθηκε μέσα από τις συγκρούσεις ένας εξαιρετικά υπολογίσιμος αντίπαλος και οι μονάδες του ΕΛΑΣ υπήρξαν επί της ουσίας ο αναμφισβήτητος νικητής μιας μάχης 26 ημερών που απείλησε σοβαρά την καρδιά της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης της «Ελεύθερης Ελλάδας του βουνού» και κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις νίκες του Σοβιετικού Στρατού στη Ρουμανία.

Το καλοκαίρι του 1944 επρόκειτο να είναι το τέταρτο και τελευταίο της σκληρής κατοχής που επεβλήθη στον ελληνικό λαό από τις δυνάμεις του άξονα τον Απρίλιο του 1941. Η προέλαση από τα δυτικά, Αμερικανών και Βρετανών, μετά από την απόβαση στη Νορμανδία (6 Ιουνίου 1944) και η ταυτόχρονη σοβιετική αντεπίθεση από τα ανατολικά (επιχείρηση «Bagration» 22 Ιουνίου - 19 Αυγούστου 1944) είχαν εξουθενώσει τη Γερμανία που διεξήγαγε πλέον έναν ανελέητο διμέτωπο αγώνα.
Τα κατοχικά στρατεύματα στην Ελλάδα αρχές Αυγούστου ανέρχονταν σε περίπου 302.000 άνδρες υπαγόμενα στην Ε Ομάδα Στρατιών (ΟΣ)(Heeresgruppe E) υπό τον πτέραρχο Αλεξάντερ Λερ και αποτελούσαν τμήμα της Στρατιωτικής Διοίκησης Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης με την ονομασία F Ομάδα Στρατιών (ΟΣ)(Heeresgruppe F) υπό τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάιξ. Οι Γερμανοί διέθεταν συνολικά 210.000 (165.000 στρατό, εκ των οποίων οι 65.000 στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, 33.000 ναυτικό και 12.000 αεροπορία). Οι Βούλγαροι διέθεταν 55.000 στη Θράκη και την ανατολικά του Αξιού Μακεδονία, ενώ υπήρχαν και 6.000 Σενεγαλέζοι, Μαροκινοί, Τάταροι, Τσετσένοι και Ουκρανοί σύμμαχοι των Γερμανών. Επιπλέον 31.000 Ιταλοί παρέμειναν στο πλευρό του άξονα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (Σεπτέμβριος 1943)(βλέπε πίνακα 1). Τις δυνάμεις αυτές πλαισίωναν περίπου 23.500 δοσίλογοι (με πυρήνα τα τάγματα Ασφαλείας της κυβέρνησης Ι. Ράλλη) συνεπικουρούμενοι από 3.000 σλαβόφωνους φιλοβούλγαρους της οργάνωσης «Οχράνα» του Άντον Κάλτσεφ στη δυτική Μακεδονία και 300 Αλβανούς Τσάμηδες της οργάνωσης «Ξίλια» στη Θεσπρωτία υπό τον Νούρι Ντίνο (βλέπε πίνακα 2). Όλοι αυτοί είχαν εξαπολύσει το τελευταίο διάστημα αιματηρά αντίποινα με συλλήψεις, μπλόκα, εκτελέσεις, εμπρησμούς, λεηλασίες και ομαδικά εγκλήματα, για να κάμψουν την αντίσταση του ελληνικού λαού στις πόλεις και τα βουνά.
Παράλληλα όμως και η δράση της ένοπλης εθνικής αντίστασης αυξανόταν με πολυάριθμα σαμποτάζ σε γέφυρες, αποθήκες και αμαξοστοιχίες, ενέδρες, μάχες σε ορεινές διαβάσεις, οδικούς άξονες, σιδηροδρομικούς σταθμούς αλλά και επιθέσεις σε αστικά κέντρα. Από την άνοιξη του 1944 το μεγαλύτερο μέρος της ορεινής Ελλάδας ήταν ελεύθερο. Η δύναμη του μόνιμου ΕΛΑΣ αυξανόταν διαρκώς σε άνδρες και αξιωματικούς. Από τις 12.500 άνδρες την εποχή της ίδρυσης του Γενικού Στρατηγείου (ΓΣ)(Μάιος 1943), έφτασε τις 20.000 τον Σεπτέμβριο την εποχή της ιταλικής συνθηκολόγησης, όταν ενισχύθηκε σημαντικά σε υλικό, εφόδια και οπλισμό ιδίως μετά από την παράδοση στον ΕΛΑΣ της ιταλικής 24ης Μεραρχίας «Pinerolo» στη Θεσσαλία. Αρχές καλοκαιριού του 1944 η δύναμή του ανερχόταν στις 34.000 άνδρες παράλληλα με τις περίπου 40.000 του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής). Το ΕΑΜ διέθετε εκείνη την περίοδο σχεδόν 1.520.000 οργανωμένα μέλη σε όλη την Ελλάδα (από αυτά τα 170.000 στη Στερεά, χωρίς να υπολογίζεται η περιοχή Αθηνών-Πειραιώς)(βλέπε πίνακα 3). Επιπλέον ο αντάρτικος στρατός ενισχύονταν ικανοποιητικά σε υλικό από τις μάχες με τον κατακτητή, αποκτώντας παράλληλα πρωτόγνωρες τακτικές δυνατότητες για τη διεξαγωγή όλο και πιο σύνθετων επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με πλούσια εμπειρία και αυτοπεποίθηση.
Αντίστοιχα και ο ΕΔΕΣ είχε προσεγγίσει τέλη Ιουλίου τις 5.000 άνδρες και αποτελούσε υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή της Ηπείρου. Μάλιστα από τις 27 Ιουνίου είχε απελευθερώσει την Παραμυθιά Θεσπρωτίας, συγκρουόμενος με δυνάμεις Γερμανών και Τσάμηδων, αλλά και μια παραλιακή ζώνη νότια της Πάργας στον κόλπο Φαναρίου στις 29 Ιουνίου.
Στις 10 Μαρτίου ιδρύθηκε από το ΕΑΜ, η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), που άρχισε στα μέσα του μήνα επαφές με την κυβέρνηση στο Κάιρο για τη συγκρότηση κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Παράλληλα οργανώθηκαν εκλογές (23 Απριλίου) στην ελεύθερη ορεινή Ελλάδα για τη δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου, που συνεδρίασε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας την περίοδο 14-28 Μαΐου. Είχε προηγηθεί το φιλο-ΕΑΜικό κίνημα του στρατού και του στόλου στη Μέση Ανατολή και η βίαιη καταστολή του από την κυβέρνηση και τους Βρετανούς (31 Μαρτίου-29 Απριλίου). Την ίδια περίοδο (17 Απριλίου) ο ΕΛΑΣ διέλυσε στη Φωκίδα με αιματηρό τρόπο το 5/42 Σύνταγμα της ΕΚΚΑ ενώ ο αρχηγός της, συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός δολοφονήθηκε, γεγονός που βάρυνε εξαιρετικά το πολιτικό κλίμα και ενίσχυσε το αντι-ΕΑΜικό στρατόπεδο ενόψει των επικείμενων εργασιών του Λιβάνου. Εκεί μεταξύ 17-20 Μαΐου, διεξήχθησαν επαφές ανάμεσα στα ελληνικά αστικά κόμματα και αντιπροσωπεία των ΕΑΜ-ΠΕΕΑ-ΚΚΕ για τη συγκρότηση Εθνικής Κυβέρνησης υπό τον νέο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Το ΕΑΜ τελικά δεν αποδέχτηκε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, έθεσε νέους όρους που δεν έγιναν αποδεκτοί και απαίτησε την αλλαγή του Παπανδρέου. Η άφιξη όμως της σοβιετικής αποστολής στη Νεράιδα Καρδίτσας (28 Ιουλίου), οι επαφές της με την ΠΕΕΑ και η πίεση που ασκήθηκε, οδήγησαν το ΕΑΜ στην αποδοχή της συμμετοχής του στην κυβέρνηση στις 29 Ιουλίου, ενώ το ίδιο αποφάσισε και η ΚΕ του ΚΚΕ στο Πετρίλο Καρδίτσας την 2α Αυγούστου. Το ζήτημα όμως της μη αλλαγής του πρωθυπουργού παρέμενε, λόγω των έντονων αντιδράσεων της Βρετανίας.
Παράλληλα με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, δεν έλειπαν και οι ένοπλες συγκρούσεις του ΕΔΕΣ με τον ΕΛΑΣ. Αρχές Ιουλίου λόγω «συνοριακών» επεισοδίων στην περιοχή Πάργας-Πρεβέζης-Ζαλόγγου την περίοδο 19-29 Ιουνίου και την υποχώρηση του ΕΛΑΣ ανατολικά του Αράχθου ποταμού προς Ξηρόμερο, αποφασίστηκε η επίθεση εναντίον του ΕΔΕΣ, που όμως ανεστάλη λόγω των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη δυτική Μακεδονία και τη βόρεια Πίνδο. Nέες συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ 21 Ιουλίου - 5 Αυγούστου στις Φιλιάτες Θεσπρωτίας και στους Καλαρρύτες Ιωαννίνων, γεγονός που οδήγησε την ΠΕΕΑ στην απόφαση για ένοπλη διάλυση του ΕΔΕΣ (σχετικές διαταγές εστάλησαν στο ΓΣ του ΕΛΑΣ στις 2-3 Αυγούστου). Οι πληροφορίες όμως για επικείμενη σφοδρή γερμανική εκκαθαριστική επιχείρηση στην Ευρυτανία ακύρωσαν τα σχέδια.
Όλο το προηγούμενο διάστημα του Ιουλίου στην περιοχή της κεντρικής Στερεάς, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει μέσα στον Αύγουστο το πεδίο σφοδρής σύγκρουσης μεταξύ των Γερμανών και του ΕΛΑΣ, αυξήθηκαν οι επιθέσεις απέναντι σε πιο δύσκολους και καλά φυλασσομένους στόχους, που περιελάμβαναν και αστικά κέντρα. Την 1-2 Ιουλίου διενεργήθηκε συντονισμένη νυχτερινή επίθεση ενάντια στην πόλη της Άμφισσας ενώ ταυτόχρονα χτυπήθηκαν για αντιπερισπασμό η Ιτέα, η Ναύπακτος, η Γραβιά, οι Δελφοί και η Αράχωβα. Ο ΕΛΑΣ όμως υπέστη βαριές απώλειες στις 15ωρες οδομαχίες της Άμφισσας (44 νεκροί και 100 τραυματίες) αγγίζοντας σε μεγάλο βαθμό τα όρια των επιχειρησιακών του δυνατοτήτων. Στις 13-14 Ιουλίου έλαβε χώρα η επιτυχημένη επίθεση εναντίον της Αμφιλοχίας, που αποτέλεσε και την πιο μεγάλη τακτική μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στην κατοχή. Ο μήνας έκλεισε με μια επίθεση ενάντια στη Στυλίδα (16/7), ανατινάξεις τραίνων στη γραμμή Λιανοκλάδι-Μπράλλος (24-31/7), 3μερες συγκρούσεις στον όρμο Βαθύκοιλου-Γλύφας στην ανατολική Φθιώτιδα κατά τη γερμανική επίθεση εναντίον βάσεων του ΕΛΑΝ Μαλιακού καθώς και πολύνεκρες ενέδρες στο Μόδι Λοκρίδος (2/8) και στο 16ο χιλιόμετρο Λαμίας-Δομοκού (4/8). Παράλληλα σημειώθηκαν και σημαντικά περιφερειακά χτυπήματα στο Κόκκινο Θήβας και τα Τοπόλια (Κάστρο) Βοιωτίας ενάντια σε βάσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας (12-19/7), τη Ναύπακτο (29/7), το Αγρίνο (30/7) αλλά και τη Θεσσαλία, στα Κάτω Λεχώνια Βόλου (7/7), την Καρδίτσα (17/7) και το Βελεστίνο (1/8).

Η αντίδραση των Γερμανών και το σχέδιο «Kreuzotter»

Τέλη Ιουλίου του 1944, ο σοβιετικός στρατός προελαύνοντας νικηφόρα προς τα Βαλκάνια, προσέγγιζε επικίνδυνα τη Ρουμανία και ο κίνδυνος εγκλωβισμού των γερμανικών μεραρχιών στην Ελλάδα καθίστατο πλέον ορατός. Προκειμένου να διατηρήσει τον οδικό και σιδηροδρομικό άξονα Αθηνών-Θεσσαλονίκης ανοιχτό για μια ασφαλή διαφυγή προς Γιουγκοσλαβία, το γερμανικό επιτελείο, επεξεργάστηκε τον Αύγουστο μια ευρεία εκκαθαριστική επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Kreuzotter» (Έχιδνα), με στόχο τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στον κεντρικό ορεινό όγκο της Ρούμελης. Αρχές Ιουλίου (3-13 Ιουλίου) είχε διεξαχθεί με το ίδιο σκεπτικό μια παρόμοια, ιδιαίτερα σφοδρή επιχείρηση, στην περιοχή δυτικής Μακεδονίας-βόρειας Πίνδου με τον κωδικό «Steinadler» (Σταυραετός) και μια αντίστοιχη την περίοδο 15-21 Ιουλίου στην περιοχή Χασίων-Αντιχασίων με την επωνυμία «Bussard» (Κίρκος). Ειδικά η Ευρυτανία θεωρούνταν σύμφωνα με γερμανικούς επιτελικούς κύκλους «το προγεφύρωμα του μπολσεβικισμού στην Ελλάδα» με δεδομένο ότι αποτελούσε την πραγματική πρωτεύουσα της ελεύθερης ορεινής Ελλάδας: η ΠΕΕΑ στη Βίνιανη, το Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες, το ΓΣ του ΕΛΑΣ στο Κερασοχώρι και η ΧΙΙΙ Μεραρχία Ρούμελης στο Καρπενήσι.
Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Γερμανών και Ιταλών προς τη δυτική Φθιώτιδα-Ευρυτανία είχαν φυσικά διεξαχθεί όλο το προηγούμενο διάστημα: μεταξύ 5-13 Απριλίου 1943 εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής Λαμίας-Δομοκού και προς Μακρακώμη-Σπερχειάδα και τέλη Μαΐου στην περιοχή Παρνασσού – Γκιώνας – Βαρδουσίων - δυτικής Φθιώτιδας. Στις 6 Οκτωβρίου 1943, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, διεξήχθη η νικηφόρα για τον ΕΛΑΣ μάχη της Μακρακώμης, ενώ στις 6-13 Νοεμβρίου 1943, στα πλαίσια της επιχείρησης «Hubertus», γερμανικά τμήματα 2.100 ανδρών, από το Αγρίνιο και τη Λαμία, έφτασαν έως το Καρπενήσι, πυρπολώντας το, δολοφονώντας 30 αμάχους και εξοντώνοντας 206 αντάρτες, με απώλειες 8 Γερμανών νεκρών, σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία. Την περίοδο Μαΐου-Ιουνίου 1944 την καταστροφή στην περιοχή έσπειραν μονάδες του 7ου Συντάγματος Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων SS (ΣΓΠα)(SS-Panzergrenadier-Regiment 7), υπό τον συνταγματάρχη Καρλ Σύμερς, που είχε μετακινηθεί στον χώρο μεταξύ Λαμίας-Άμφισσας-Λιβαδειάς-Θηβών αντικαθιστώντας το 18ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών Αστυνομίας SS το οποίο εστάλη στην Πελοπόννησο. Στις 17 Ιουνίου υπέστη ολική καταστροφή η Υπάτη με 28 νεκρούς και την επομένη μέρα (18 Ιουνίου) πυρπολήθηκε ολοσχερώς αυτή τη φορά η Σπερχειάδα με 489 καμένα σπίτια, 2 Ιερούς Ναούς κατεστραμμένους και 32 νεκρούς.
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι 2 βασικοί άξονες προέλασης των Γερμανών από Λαμία και Αγρίνιο, όπως και στην επιχείρηση «Hubertus» 9 μήνες πριν, θα συνέκλιναν εντός 4-5 ημερών στο Καρπενήσι και από εκεί θα προωθούνταν βόρεια προς Βίνιανη-Κερασοχώρι-Άγραφα. Παράλληλα οι δυνάμεις από την Άμφισσα θα εκκαθάριζαν τον ορεινό όγκο Γκιώνας-Βαρδουσίων με κατεύθυνση προς Λιδωρίκι, ενισχύοντας τη συνολική επιχείρηση από το νότο.
Ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου μήκους 111 χλμ, καθώς και αυτός Λαμίας-Καρπενησίου μήκους 72 χλμ, διαμέσου της κοιλάδας του Σπερχειού ποταμού, ήταν ουσιαστικά το μόνο αξιόλογο οδικό δίκτυο που ένωνε τα σημεία εκκίνησης της επίθεσης, από δυτικά και ανατολικά αντίστοιχα, με την κεντρική Ευρυτανία. Η εδαφική διαμόρφωση και το ορεινό τοπίο ήταν οι πλέον βασικοί σύμμαχοι των ανταρτών έναντι ενός υπέρτερου και καλύτερα εξοπλισμένου αντιπάλου. Το πεδίο μάχης οριοθετούνταν, δυτικά από τους ορεινούς όγκους του Παναιτωλικού (υψόμετρο 1.922 μ.), της Χελιδώνας (1.974 μ.), της Καλιακούδας (2.099 μ.), των νοτίων Αγράφων (2.184 μ.) και του Τυμφρηστού (2.313 μ.). Νότια δέσποζε η οροσειρά των Κραββάρων (1.832 μ.), της Οξυάς (1.923 μ.), των Βαρδουσίων (2.495 μ.) και του Λιδωρικίου (1.550 μ.). Τέλος από ανατολικά βρίσκονταν τα όρη του Γουλινά (1.467 μ.), της Οίτης (2.152 μ.), της Γκιώνας (2.510 μ.) και βόρεια η οροσειρά της Όθρυος (1.726 μ.).
Στη ζώνη των επιχειρήσεων, που αποτελούσαν οι περιοχές Ευρυτανίας, Φωκίδας και δυτικής Φθιώτιδας, ζούσαν 163.304 κάτοικοι (σύμφωνα με την απογραφή της 16ης Οκτωβρίου 1940), σε 241 χωριά και κωμοπόλεις, στην πλειοψηφία τους υποστηρικτές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η περιοχή της Ευρυτανίας είχε εκείνη την εποχή 55.718 κατοίκους με 86 χωριά, η Φωκίδα 66.766 πληθυσμό με 93 χωριά και η δυτική Φθιώτιδα 40.820 κατοίκους με 62 χωριά. Η Άμφισσα με πληθυσμό 5.360 κατοίκων, το Καρπενήσι με 3.755 και το Λιδωρίκι με 1.604 αποτελούσαν τα μεγαλύτερα πληθυσμιακά κέντρα. Στη δυτική Φθιώτιδα υπήρχαν οι μεγάλες κωμοπόλεις της Υπάτης, με 2.145 κατοίκους, της Σπερχειάδας (1.965 κάτοικοι) και της Μακρακώμης (1.737 κάτοικοι). Ας σημειωθεί ότι από τα 62 χωριά και κωμοπόλεις της περιοχής τα 22 είχαν πληθυσμό άνω των 700 κατοίκων, με πιο μεγάλα το Γαρδίκι (1.336) και την Παλαιοβράχα (1.107).
Ταυτόχρονα με τις επιχειρήσεις στα πλαίσια του σχεδίου «Kreuzotter» εναντίον του ΕΛΑΣ στην ορεινή κεντρική Ρούμελη, τα κατοχικά στρατεύματα θα διεξήγαγαν επιχειρήσεις και στην Ήπειρο, βόρεια της Άρτας έως τον ποταμό Καλαμά, εναντίον των δυνάμεων του ΕΔΕΣ, αποσκοπώντας στον έλεγχο της παραλιακής ζώνης από Ηγουμενίτσα μέχρι Πρέβεζα, προς αποτροπή ενδεχόμενων βρετανικών αποβάσεων και δημιουργίας συμμαχικού προγεφυρώματος στη δυτική Ελλάδα. Την ίδια περίοδο (20 Ιουλίου-10 Αυγούστου) εξελισσόταν η παράλληλη εκκαθαριστική επιχείρηση «Θεομηνία» στην Πάρνηθα και τον παλιό δρόμο Αθηνών-Θηβών, από την Ελευσίνα και τη Μαλακάσα έως τις Ερυθρές (Κριεκούκι), ενώ το 34ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ είχε έγκαιρα απαγκιστρωθεί υποχωρώντας προς τον Κιθαιρώνα και τον Ελικώνα.
Οι γερμανικές δυνάμεις εισβολής

Για τις ανάγκες των επιχειρήσεων, διατέθηκε από το γερμανικό 68ο Σώμα Στρατού (ΣΣ)(LXVIII. Armeekorps) της Αθήνας, υπό τον στρατηγό Χέλμουτ Φέλμυ, για την κατεύθυνση από Λαμία προς Καρπενήσι και Άμφισσα προς Λιδωρίκι, ως κύρια αιχμή εισβολής, το ισχυρότατο 18ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών Αστυνομίας SS (ΣΚ)(SS-Polizei-Gebirgsjäger-Regiment 18), δυνάμεως 4.800 ανδρών, με διοικητή τον Χανς Χοσλ.
Το σύνταγμα είχε συγκροτηθεί τον Μάιο του 1942 από 3 πρώην τάγματα αστυνομίας (Polizei-Gebirgsjäger-Bataillon), δυνάμεως 1.200 ανδρών έκαστο, με διοικητή τον Χέρμαν Φραντς, με καθήκοντα αστυνόμευσης και αντι-αντάρτικου αγώνα στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Εστάλη στη Σλοβενία προς αντιμετώπιση των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, ενώ τον Δεκέμβριο του 1942 μετακινήθηκε στο μέτωπο της Φινλανδίας εναντίον των Σοβιετικών όπου πολέμησε μέχρι τον Ιούλιο του 1943. Στην Ελλάδα έφτασε μέσα Αυγούστου 1943 για να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν με την επικείμενη κατάρρευση της Ιταλίας. Ο διοικητής του, που υπηρέτησε στην Πολωνία και την Ουκρανία, διαπράττοντας εγκλήματα πολέμου, ανέλαβε τη διοίκηση των SS και της στρατιωτικής αστυνομίας σε όλη την Ελλάδα.
Ανασυγκροτούμενο στο Λιανοκλάδι Λαμίας ανέλαβε δράση έχοντας ως περιοχή ευθύνης την ανατολική Στερεά. Θεωρούνταν ίσως το πιο επίλεκτο και καλύτερα εκπαιδευμένο γερμανικό τμήμα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Στη δύναμή του (ουσιαστικά επιπέδου ταξιαρχίας) περιελάμβανε 3 τάγματα Κυνηγών, επιλαρχία ιππικού, μοίρα πυροβολικού με 12 ορεινά πυροβόλα των 75mm και μονάδες υποστήριξης. Είχε μόλις επιστρέψει στη Στερεά από την Πελοπόννησο, όπου είχε σταλεί το διάστημα 30 Μαΐου - 15 Ιουλίου, διεξάγοντας επιχειρήσεις ενάντια στην ΙΙΙ Μεραρχία Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ. Με την επιστροφή του, αντικατέστησε το 7ο ΣΓΠα SS που θα επιχειρούσε πιο βόρεια στην περιοχή της Άρτας εναντίον του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ Ηπείρου. Το 18ο ΣΚ SS, θα δρούσε συνεπικουρούμενο από τμήματα του 21ου Συντάγματος Κυνηγών (ΣΚ)(Jäger-Regiment 21) της 11ης Μεραρχίας Εδάφους Luftwaffe (11. Luftwaffen-Feld-Division) που έδρευε στην Αθήνα υπό τον στρατηγό Βίλχελμ Κόλερ, το 273ο τάγμα Ιταλών εθελοντών, καθώς και το 845ο γερμανο-αραβικό τάγμα, αποτελούμενο από Μαροκινούς και Σενεγαλέζους.
Τις επιχειρήσεις από την πλευρά του Αγρινίου και της Άρτας θα αναλάμβανε η 4η Μεραρχία Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων Αστυνομίας SS (ΜΓΠα)(4. SS-Polizei-Panzergrenadier-Division), που ήδρευε στη Λάρισα με επικεφαλής από τις 22 Ιουλίου τον Καρλ Σύμερς, διοικητή του 7ου ΣΓΠα SS, που αντικατέστησε τον προηγούμενο, αποβιώσαντα σε τροχαίο ατύχημα, Χέρμπερτ-Ερνστ Βαλ. Η μεραρχία είχε πολεμήσει στην Πολωνία και τη Γαλλία, ενώ πήρε μέρος στην εισβολή εναντίον της ΕΣΣΔ. Συμμετείχε στην πολιορκία του Λένινγκραντ από τον Σεπτέμβριο του 1941 έως τον Μάιο του 1943 και κατόπιν υπηρέτησε στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία με καθήκοντα αστυνόμευσης. Με την παράδοση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 μετακινήθηκε στη Λάρισα και τον Δεκέμβριο του 1943 στη Θεσσαλονίκη, λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις μετέπειτα μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη δυτική και κεντρική Μακεδονία, την Ήπειρο, την ορεινή Θεσσαλία και την κεντρική Στερεά. Θεωρείτο απολύτως εμπειροπόλεμη, λίαν αξιόμαχη και με μεγάλες επιχειρησιακές δυνατότητες. Ήταν όμως γνωστή για τη σκληρότητά της αφού βαρύνονταν με τα εγκλήματα της μεταφοράς των 1.850 Εβραίων των Ιωαννίνων από τη Λάρισα στο Άουσβιτς (25 Μαρτίου), των σφαγών της Κλεισούρας Καστοριάς (5 Απριλίου) με 277 νεκρούς, των Πύργων Εορδαίας και Μεσόβουνου Κοζάνης (22-26 Απριλίου) με 550 νεκρούς, του Διστόμου και των γύρω χωριών (10 Ιουνίου) με 296 νεκρούς καθώς και της Υπάτης και της Σπερχειάδας (17-18 Ιουνίου).
Η μεραρχία αποτελούνταν από 2 κύρια συγκροτήματα μάχης, ήτοι το 7ο και το 8ο Συντάγματα Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων SS (ΣΓΠα)(SS-Panzergrenadier-Regiment), ουσιαστικά επιπέδου ταξιαρχίας, δυνάμεως έκαστο 5.000 ανδρών, το 4ο Σύνταγμα Πυροβολικού (ΣΠΒ), επιλαρχία αρμάτων, τάγμα Κυνηγών, μοίρα αντιαεροπορικού πυροβολικού και λοιπές μονάδες υποστήριξης. Η δύναμή της ανερχόταν σε 16.000 άνδρες και θα τελούσε υπό τις διαταγές του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού (ΣΣ) (XXII. Gebirgs-Armeekorps) των Ιωαννίνων με διοικητή τον στρατηγό Χούμπερτ Λαντς.
Aπό την πλευρά του Αγρινίου με κατεύθυνση το Καρπενήσι θα ενεργούσαν οι δυνάμεις του 8ου ΣΓΠα SS, δυνάμεως 5.000 ανδρών, με διοικητή τον ικανότατο Χέλμουτ Ντέρνερ, γνωστό για τις θηριωδίες κατά αμάχων στην επιχείρηση «Steinadler» με 200 δολοφονηθέντες αμάχους. Από την Αιτωλοακαρνανία την επιχείρηση «Kreuzotter» θα ενίσχυαν τμήματα της 104ης Μεραρχίας Ορεινών Κυνηγών (ΜΚ)(Jäger-Division), υπό τον στρατηγό Χάρτβινγκ φον Λούντβινγκερ υπαγόμενης στο 22ο ΣΣ. H μεραρχία αυτή, αφού πήρε μέρος σε αντι-ανταρτικές επιχειρήσεις στη Βοσνία (Απρίλιος-Ιούνιος 1943), έφτασε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1943. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Κεφαλονιάς με το Ι/724 τάγμα και στη μαζική εξόντωση των 10.000 Ιταλών της 33ης Μεραρχίας «Acqui» μεταξύ 15-26 Σεπτεμβρίου 1943. Στη σύνθεσή της περιελάμβανε τα 724ο (Ηπείρου) και 734ο (Δ. Στερεάς) Συντάγματα Κυνηγών (ΣΚ) και το 654ο Σύνταγμα Πυροβολικού (ΣΠΒ), συνολικής δύναμης 14.000 ανδρών.
Αιχμή του δόρατος της επίθεσης στην περιοχή Άρτας και Θεσπρωτίας, αποτελούσε το 7ο ΣΓΠα SS, με νέο διοικητή από 23 Ιουλίου τον Χανς Τράουπε, δυνάμεως 5.000 ανδρών, συνεπικουρούμενο από 300 Αλβανούς Τσάμηδες της Θεσπρωτίας ως τμήμα του Ι/724 τάγματος της 104ης ΜΚ του Αγρινίου.

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην κεντρική Ρούμελη

Απέναντι στις αξιόμαχες, εμπειροπόλεμες, καλά διοικούμενες, επαρκέστατα εξοπλισμένες και εφοδιασμένες γερμανικές δυνάμεις, από την πλευρά του ΕΛΑΣ, διατέθηκαν μονάδες κυρίως της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Ρούμελης που ήλεγχε τον κεντρικό κορμό της Στερεάς Ελλάδας. Η Μεραρχία, δυνάμεως περίπου 3.800 ανδρών εκείνη την περίοδο, είχε διοικητή τον συνταγματάρχη Ιππικού Ιωάννη Παπαθανασίου (ο πρώην διοικητής της, συνταγματάρχης (ΠΖ) Κωνσταντίνος Τσαμάκος έγινε τον Απρίλιο γενικός διευθυντής της Γραμματείας Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ υπό τον στρατηγό Εμμανουήλ Μάντακα), καπετάνιο τον Βαγγέλη Παπαδάκη (Τάσο Λευτεριά) και επιτελάρχη τον ταγματάρχη (ΠΖ) Κωνσταντίνο Παπαοικονόμου.
Η μεραρχία αποτελούνταν από τις παρακάτω μονάδες:
- το 42ο Σύνταγμα δυτικής Φθιώτιδας-Δομοκού (3 τάγματα) με διοικητή τον λοχαγό Φοίβο Γρηγοριάδη (Βερμαίο) και καπετάνιο τον Γεώργιο Χουλιάρα (Περικλή), προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση Αγρινίου-Θέρμου (1.000 άνδρες).
- το 36ο Σύνταγμα Λοκρίδας-βόρειας Φωκίδας-Δωρίδας-Ναυπακτίας (3 τάγματα) με διοικητή τον ταγματάρχη (ΜΧ) Ευθύμιο Ζούλα και καπετάνιο τον Λουκά Καθούλη (Αριστείδη Θηβαίο).
- τον ανεξάρτητο στολίσκο Μαλιακού του ΕΛΑΝ με διοικητή τον ανθυποπλοίαρχο (ΒΝ) Σόλωνα Γρηγοριάδη και καπετάνιο τον Σωτήρη Μπεγνή (που δεν έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις).
Η Μεραρχία διέθετε μια ορεινή πυροβολαρχία 4 πρώην ιταλικών πυροβόλων των 75mm, 18 όλμους και 54 πολυβόλα, λόχο στρατηγείου, λόχο διαβιβάσεων, λόχο μηχανικού, ίλη ιππικού καθώς και πλήθος βοηθητικών υπηρεσιών, γραφεία, αποθήκες και δύο ορεινά νοσοκομεία. Τη δύναμή της συμπλήρωναν, το Σύνταγμα δυτικής Φθιώτιδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ υπό τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Αθανάσιο Παπαγυαλιά, καθώς και το Σύνταγμα Λοκρίδας (εφεδρικό) με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Ιωάννη Σταυρόπουλο (Λιάκουρα). Τα ανωτέρω συντάγματα τελούσαν υπό την εφεδρική ΧΙΙΙ Μεραρχία, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Πέτρο Σαρακηνό και καπετάνιο τον Τάκη Σαρρή (Θησέα).
Υπό τη διοίκηση της ΧΙΙΙ Μεραρχίας βρισκόταν από τον Ιούλιο και η XVI Ταξιαρχία ανατολικής Θεσσαλίας με 2.000 άνδρες και διοικητή τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Αθανάσιο Κατσαρό, καπετάνιο τον υπολοχαγό Θεόδωρο Καλλίνο (Αμάρμπεη) και επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Αθανάσιο Παπαθανασίου. Η ανωτέρω ταξιαρχία, όλο το προηγούμενο διάστημα διεξήγαγε επιτυχημένα εκτός από τις καθαυτό στρατιωτικές επιχειρήσεις και τη «μάχη της σοδειάς» που αφορούσε την περισυλλογή των σιτηρών του θεσσαλικού κάμπου (Ιούνιος-Ιούλιος 1944). Σε επίπεδο βαρέων όπλων διέθετε 12 όλμους και 36 πολυβόλα και περιελάμβανε:
- το 52ο Σύνταγμα ανατολικής Φθιώτιδας (3 τάγματα) με διοικητή τον ταγματάρχη (ΠΖ) Δημήτριο Κασλά, ήρωα του αλβανικού μετώπου στις μάχες του υψώματος 731 και καπετάνιο τον Αριστείδη Λαδιά. Στην επικείμενη σύγκρουση διατέθηκε το Ι/52 τάγμα με 400 άνδρες στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού.
- το 54ο Σύνταγμα Βόλου (3 τάγματα) με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Κωνσταντίνο Μαλλιαρό και καπετάνιο τον Αθανάσιο Κουφοδήμο (Πηλιορείτη) που διέθεσε για τις ανάγκες των επιχειρήσεων το Ι/54 τάγμα (400 άνδρες).
Στην περιοχή της Παρνασσίδας έδρευε η εμπειροπόλεμη V Ταξιαρχία Αττικοβοιωτίας-Εύβοιας (2.000 άνδρες)(5 τάγματα) με έδρα το Λιδωρίκι, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Γεώργιο Ρήγο (Φεραίο), καπετάνιο τον Ηλία Καρρά (Ηρακλή), που μετά τα μέσα Αυγούστου αντικαταστάθηκε από τον Ανδρέα Μούντριχα (Ορέστη) και επιτελάρχη τον λοχαγό Γιώργο Σαμαρίδη (Λογοθέτη). Η ταξιαρχία διέθετε 10 όλμους και 30 πολυβόλα και θα συμμετείχε στην επιχείρηση με δύο τάγματα (800 άνδρες), ήτοι το 5ο ανεξάρτητο και το ΙΙ/34 Παρνασσίδας. Στη διπλανή ζώνη της Αττικο-Βοιωτίας διατίθονταν ακόμη δύο τάγματα του 34ου Συντάγματος (διοικητής ο ταγματάρχης (ΠΖ) Χρήστος Νταλιάνης και καπετάνιος ο Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής): το Ι/34 Αττικής και το ΙΙΙ/34 Λιβαδειάς-Ελικώνα που όπως και το 7ο τάγμα Ευβοίας δεν πήραν μέρος στην κύρια επιχείρηση.
Την άμυνα θα ενίσχυαν επιπλέον λόγω της επικείμενης γερμανικής επίθεσης, η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών από τη Ρεντίνα με δύο τάγματα (600 άνδρες) υπό τον συνταγματάρχη (ΠΖ) Δημήτριο Ματσούκα (Οπούντιο) και καπετάνιο τον Δημήτριο Βαμβακά (Αστέρη), το τάγμα του Γενικού Στρατηγείου (300 άνδρες) καθώς και τάγμα του 2/39 Συντάγματος δυτικής Στερεάς της VIII Μεραρχίας Ηπείρου από την πλευρά της Ευρυτανίας.
Σύμφωνα με τον διευθυντή του 3ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΣ, ταγματάρχη (ΠΖ) Θεόδωρο Μακρίδη (Έκτορα), για την αντιμετώπιση της Γερμανικής επίθεσης, ενεπλάκησαν συνολικά 14 τάγματα του ΕΛΑΣ με 5.200 άνδρες. Συγκεκριμένα τα 6 τάγματα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, το τάγμα του Γενικού Στρατηγείου, τα δύο τάγματα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, δύο τάγματα της V Ταξιαρχίας (5ο και ΙΙ/34), το τάγμα του 2/39 Συντάγματος και τα Ι/52 και Ι/54 τάγματα από τη XVI Ταξιαρχία. Τους ίδιους εξάλλου αριθμούς αποδέχεται και ο στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στέφανος Σαράφης (14 τάγματα με 5.500 μαχητές).
Ας σημειωθεί ότι ο καπετάνιος του ΓΣ, Άρης Βελουχιώτης βρισκόταν από τις 22 Απριλίου στην Πελοπόννησο για να συντονίσει τη δράση της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ ο Σαράφης έλειπε από τις 3 Αυγούστου στη δυτική Μακεδονία σε περιοδεία επιθεώρησης των εκεί μονάδων. Έτσι το βάρος του επιτελικού σχεδιασμού και του συντονισμού της άμυνας απέναντι στην επικείμενη γερμανική επίθεση ανέλαβαν ο επιτελάρχης του ΓΣ, συνταγματάρχης (ΠΒ) Νίκος Παπασταματιάδης (μπαρμπα-Νίκος) και ο διευθυντής του 3ου Γραφείου, Θ. Μακρίδης. Οι κατευθύνσεις του ΓΣ, που είχε πληροφορίες από τέλη Ιουλίου για ενδεχόμενη γερμανική εκκαθαριστική επιχείρηση στην κεντρική Στερεά, συμπυκνώνονταν στην παρακάτω διαταγή: «Εις περίπτωσιν σοβαρών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εχθρού και προ σημαντικών υπερτέρων δυνάμεών του, τα άνω αποσπάσματα μαχόμενα συνεχώς θα συμπτυχθούν προς τας ορεινάς διαβάσεις προσβάλλοντα τον εχθρό κυρίως εις τας υποχρεωτικάς διαβάσεις του από την πεδιάδα προς τας ορεινάς βάσεις μας. Εις τον κάμπον θα παραμείνουν οπωσδήποτε και εις οιανδήποτε περίπτωσιν ισχυραί ομάδες κρούσεως αι οποίαι αποκρυβόμεναι προσωρινώς εις κατάλληλα σημεία θα παρενοχλούν και προσβάλουν εξ ενέδρας και αποφασιστικώς τα νώτα του εχθρού δρώντα κυρίως επί των οδών κινήσεως του».

Η έναρξη της εκκαθαριστικής επιχείρησης

Οι Γερμανικές φάλαγγες, δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών, με κύρια αιχμή το ΙΙ/18 τάγμα Κυνηγών SS, ξεκίνησαν από τη Λαμία στις 7 Αυγούστου κινούμενες δυτικά κατά μήκος του άξονα Λαμίας-Αγ. Γεωργίου. Το βόρειο τμήμα ακολούθησε την κατεύθυνση Λαμία – Μακρακώμη – Βίτωλη - Πύργος (Πτελέα) – Άγιος Γεώργιος, και το νότιο την πορεία Λαμία – Σπερχειάδα – Παλαιοβράχα – Λευκάδα – Πίτσι - Άγιος Γεώργιος. Ο ΕΛΑΣ με 1.500 άνδρες (4 τάγματα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, του 36ου και του 52ου Συντάγματος) αντέταξε ελαστική άμυνα βόρεια και νότια του Σπερχειού, στην πρώτη ουσιαστικά γραμμή ανάσχεσης και όπως ήταν αναμενόμενο συμπτύχθηκε δυτικότερα, με δεδομένη τη σφοδρότητα της επίθεσης. Στις 7 Αυγούστου οι Γερμανοί πυρπόλησαν τη Μακρακώμη και εκτέλεσαν 16 αμάχους. Στις 8 του μήνα έκαψαν στη Σπερχειάδα ό,τι είχε απομείνει από την επιδρομή της 18ης Ιουνίου, ενώ οι κάτοικοί της πρόλαβαν να διαφύγουν. Τα δύο γερμανικά τμήματα ενώθηκαν στον Άγιο Γεώργιο την άλλη μέρα και αφού κατέστρεψαν το χωριό του Τυμφρηστού, διέσπασαν τη δεύτερη αμυντική τοποθεσία του ΕΛΑΣ στην περιοχή Ράχες Τυμφρηστού-Κρίκελλο, υφιστάμενα όμως σοβαρές απώλειες (ιδίως το ΙΙ/18 τάγμα SS). Στις 9 Αυγούστου εισήλθαν στο Καρπενήσι, πυρπολώντας 984 σπίτια από τα περίπου 1.000 (!) και δολοφονώντας 25 κατοίκους στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή. Το σχέδιο προέβλεπε ένωση στις 10 του μήνα στο χωριό Καλεσμένο, δυτικά της ευρυτανικής πρωτεύουσας, με τη φάλαγγα που κινούνταν από Αγρίνιο βορειοανατολικά προς Καρπενήσι.
Πράγματι οι περίπου 5.000 Γερμανοί του 8ου ΣΓΠα SS μαζί με τμήματα της 104ης ΜΚ, εκκίνησαν από το Αγρίνιο στις 5 Αυγούστου με πορεία προς Καρπενήσι σε 3 άξονες: Το πιο ανατολικό τμήμα μέσω Θέρμου έφτασε έως τον Πλάτανο της ορεινής Ναυπακτίας με κατεύθυνση προς Δομνίστα – Κρίκελλο - Καρπενήσι, αλλά αναχαιτίστηκε σε εκείνο το σημείο και υποχώρησε. Δυτικότερα άλλο τμήμα μέσω Θέρμου-Αετόπετρας κινήθηκε προς Προυσό-Μεγάλο Χωριό-Καρπενήσι. Μεγάλο μέρος από το ιστορικό μοναστήρι του Προυσού πυρπολήθηκε μαζί με έγγραφα και κειμήλια ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας. Το τρίτο τμήμα, όντας το ισχυρότερο, συγκρουόμενο σκληρά, προωθήθηκε στις 6 Αυγούστου προς Άγιο Βλάση (τον οποίον πυρπόλησε) και Χούνη-Σιδέρα. Αφού έκαψε την ανατολική και δυτική Φραγκίστα, μέσω Μαραθιά έφτασε στο Καλεσμένο στις 10 του μήνα όπου, σύμφωνα με το σχέδιο, ενώθηκε με τις δυνάμεις που έρχονταν από τη Λαμία. Από εκεί ένα τμήμα προωθήθηκε προς Μεγάλο και Μικρό Χωριό – Βουτύρο – Νόστιμο καταστρέφοντάς τα ολοσχερώς.
Οι αντάρτικες δυνάμεις υποχώρησαν πιεζόμενες προς Βίνιανη-Κερασοχώρι, διενεργώντας όπου ήταν εφικτό τοπικές αντεπιθέσεις. Μαχόμενες σκληρά κατά μήκος όλης της διαδρομής Αγρίνιο-Καρπενήσι-Λαμία και αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την ισχύ πυρός των Γερμανών, διεξήγαγαν ουσιαστικά μάχες επιβράδυνσης της εχθρικής προέλασης, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να κερδίσουν τον απαραίτητο χρόνο ώστε να προωθηθούν οι άμαχοι σε ασφαλείς τοποθεσίες στο εσωτερικό της βόρειας Ευρυτανίας και της ορεινής Ναυπακτίας.
Από το Καλεσμένο τα δύο Συντάγματα SS (8ο ΣΓΠα και 18ο ΣΚ) κατέλαβαν τη Βίνιανη στις 11 Αυγούστου ενώ την επομένη έφτασαν στο ανώτατο σημείο προώθησης και απείλησαν την έδρα του ΓΣ του ΕΛΑΣ στο Κερασοχώρι. Αντιμετωπίζοντας πλέον τη σφοδρή αντίσταση των ανταρτών, ανακόπηκαν και μετά τις 12 του μήνα άρχισε η σταδιακή υποχώρησή τους προς τις αρχικές βάσεις εκκίνησης. Οι μονάδες από το Αγρίνιο επέστρεψαν στην έδρα τους έως τις 14 Αυγούστου, ενώ οι μονάδες από τη Λαμία άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν ανατολικότερα προς Λιανοκλάδι μέχρι τις 16 του μήνα, μαχόμενες διαρκώς. Στις 14 Αυγούστου το ΓΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή για γενική αντεπίθεση εναντίον των υποχωρούντων γερμανικών μονάδων. Η παρουσία όμως περίπου 300 Γερμανών στην περιοχή Νευρόπολης-Μολόχας Καρδίτσας και ο φόβος σοβαρού αντιπερισπασμού στην περιοχή Φουρνά Ευρυτανίας, βόρεια του Καρπενησίου, ανησύχησε τη γραμματεία στρατιωτικών της ΠΕΕΑ. Σύμφωνα μάλιστα με την «Έκθεση Μακρίδη» του 1946, προκλήθηκαν σοβαρές τριβές ανάμεσα στους Γιώργη Σιάντο (γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ) και τον στρατηγό Μάντακα (γραμματέα Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ) με τους επιτελείς του ΓΣ (Παπασταματιάδη-Μακρίδη) για την πορεία σχεδιασμού των επιχειρήσεων. Ο στρατηγός Σαράφης, όπως αναφέρει ο ίδιος, και ενώ βρισκόταν στη Δεσκάτη Γρεβενών, 200 χιλιόμετρα μακριά από την περιοχή των επιχειρήσεων, ενημερώθηκε μόλις στις 14 Αυγούστου (!) για την επιχείρηση «Kreuzotter», μέσω του ασυρμάτου από τον στρατηγό Μάντακα, που τον καλούσε να διακόψει την επιθεώρηση των μονάδων της Μακεδονίας και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ευρυτανία, κάτι που συνέβη στις 21 του μήνα.
Για να αναχαιτίσει ή τουλάχιστον να επιβραδύνει τη γερμανική προέλαση προς Καρπενήσι αλλά και να ανακουφίσει τα μαχόμενα τμήματα στην κεντρική Ευρυτανία, ο ΕΛΑΣ, όλο αυτό το διάστημα, διενήργησε πολλαπλές κρούσεις αντιπερισπασμού κατά μήκος της γραμμής προώθησης και ανεφοδιασμού του εχθρού, φθείροντάς τον διαρκώς. Έτσι στις 8 Αυγούστου έγινε επιδρομή στη Στυλίδα σε στρατώνες, αποθήκες και το λιμάνι. Κατά μήκος του δρόμου Λαμίας-Αγίου Γεωργίου και κάθετα στον οδικό αυτό άξονα από τον βορρά, οι αντάρτες έπληξαν τις εχθρικές γραμμές στο ύψος της Βίτωλης στις 10 του μήνα, κοντά στην Πτελέα-Νεοχωράκι στις 12, νότια από την περιοχή του Διλόφου στις 13 και μετωπικά προς Πλατύστομο – Μάκρη - Καστρί στις 15 Αυγούστου. Οι Γερμανοί κάνοντας τοπικές αντεπιθέσεις για να αντιμετωπίσουν τη δράση των ανταρτών στα μετόπισθέν τους, προέβησαν σε ποικίλες αγριότητες κατά του άμαχου πληθυσμού όπως η σύλληψη 32 κατοίκων του χωριού Κλωνί Σπερχειάδος στις 12 Αυγούστου, που μεταφέρθηκαν στις γερμανικές φυλακές της Λαμίας ως όμηροι. Στις 14 του μήνα, οι γερμανικές υποχωρούσες μονάδες, προωθήθηκαν από την περιοχή της Τσούκας έως τις 15 μέχρι τη Γιαννιτσού, βόρεια του οδικού άξονα Λαμίας-Καρπενησίου. Ταυτόχρονα από το χωριό της Λευκάδας διενήργησαν επιδρομές στις 14 του μήνα νότια προς Γαρδίκι αλλά και ανατολικά προς Παλαιοβράχα, καταστρέφοντας ολοσχερώς το χωριό, καίγοντας σχεδόν 180 σπίτια και δολοφονώντας 9 κατοίκους.

Οι παράλληλες συγκρούσεις στην περιοχή της Φωκίδας

Την ίδια περίοδο στο μέτωπο της Φωκίδας διεξαγόταν σφοδρός αγώνας από την εκεί V Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ. Στόχος των 2.000 περίπου Γερμανών ήταν το άνοιγμα του δρόμου Άμφισσας-Λιδωρικίου και ο έλεγχος του ορεινού όγκου Γκιώνας-Βαρδουσίων. Στις 5 Αυγούστου, κατά την έναρξη της επιχείρησης «Kreuzotter», γερμανικός λόχος του ΙΙΙ/18 τάγματος Κυνηγών SS, δυνάμεως 211 ανδρών, κινούμενος από Άμφισσα προς Λιδωρίκι, εγκλωβίστηκε στο χωριό Καρούτες Γκιώνας και εξοντώθηκε ολοσχερώς μετά από 5ωρη μάχη με 400 αντάρτες (4 λόχοι του 5ου ανεξάρτητου και ΙΙ/34 ταγμάτων της Παρνασσίδας, καθώς και του εφεδρικού ΕΛΑΣ). Το τίμημα για τους επιδρομείς ήταν εξαιρετικά βαρύ: 97 νεκροί και 105 αιχμάλωτοι Γερμανοί. Μόλις 9 κατάφεραν να διαφύγουν. Από τον ΕΛΑΣ 38 αντάρτες χάθηκαν και σχεδόν διπλάσιοι τραυματίστηκαν. Με απόφαση της ΠΕΕΑ της 29ης Αυγούστου, ο διοικητής της V Ταξιαρχίας Αττικο-Βοιωτίας, Γεώργιος Ρήγος, προήχθη σε συνταγματάρχη.
Η επίθεση από Άμφισσα προς Καρούτες αλλά και Γραβιά, επαναλήφθηκε στις 8-9 Αυγούστου από γερμανικό τμήμα 500 ανδρών που αναχαιτίστηκε ξανά υφιστάμενο απώλειες. Στις 15 του μήνα δυνάμεις του ΕΛΑΣ Ελικώνα (ΙΙΙ/34 τάγμα) χτύπησαν για αντιπερισπασμό το λιμάνι της Ιτέας, ενώ τις επόμενες μέρες (17-19 Αυγούστου) γερμανικές δυνάμεις (τα Ι/18 και ΙΙΙ/18 τάγματα Κυνηγών SS, μονάδες του 21ου ΣΚ Αεροπορίας και του 845ου γερμανο-αραβικού τάγματος) κινήθηκαν από Άμφισσα προς Μαυρολιθάρι-Βαρδούσια-Λιδωρίκι στα πλαίσια προσπάθειας εκκαθάρισης της ορεινής Δωρίδας. Στις 19 Αυγούστου το χωριό Μαυρολιθάρι καταστράφηκε ενώ στις 21 ο ΕΛΑΣ υπέστη σοβαρές απώλειες στη διπλανή Καλοσκοπή (Κουκουβίστα).
Ενώ στα μέσα Αυγούστου οι εχθρικές λαβίδες από Αγρίνιο και Λαμία είχαν ήδη επιστρέψει από την Ευρυτανία στις βάσεις τους, την τελευταία εβδομάδα του μήνα στο μέτωπο της δυτικής Φωκίδας η δραστηριότητα των κατοχικών δυνάμεων, αυξανόταν. Στις 26 Αυγούστου, περίπου 3.000 Γερμανοί, επιτέθηκαν ταυτόχρονα στο Λιδωρίκι, από βόρεια (διαμέσου Γκιώνας-Βαρδουσίων), από ανατολικά (από Καρούτες) και από νότια (προς Μαλανδρίνο). Η σφοδρότητα της επίθεσης ήταν τέτοια που η πεισματική αντίσταση της V Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, λόγω των μεγάλων ελλείψεων σε πυρομαχικά, κάμφθηκε. Ήδη από τις 10 Αυγούστου μάλιστα υπήρξε, εις μάτην, έκκληση της ΠΕΕΑ προς τη Συμμαχική στρατιωτική αποστολή αλλά και προς τη Σοβιετική αντιπροσωπεία για ενίσχυση του ΕΛΑΣ σε εφόδια. Τελικά και οι δύο κωμοπόλεις κατελήφθηκαν: το Μαλανδρίνο στις 27 του μήνα ενώ το Λιδωρίκι πυρπολήθηκε στις 29, με τους επιδρομείς να επιστρέφουν στις 31 Αυγούστου οριστικά στην Άμφισσα.
Την ίδια περίοδο ο ΕΛΑΣ εξαπέλυσε τις τελευταίες επιθέσεις του στα πλαίσια πολλαπλών αντιπερισπασμών, έξω από τον κυρίως κλοιό των γερμανικών δυνάμεων που περικύκλωσαν τη Φωκίδα, για να ανακουφίσει τα εκεί τμήματα που μάχονταν απεγνωσμένα να αναχαιτίσουν τον επικίνδυνο αντίπαλο. Έτσι τις τελευταίες 4 μέρες του Αυγούστου χτυπήθηκαν επιτυχώς αμαξοστοιχίες και σταθμοί της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης, στα Στύρφακα, το Λιανοκλάδι, την Αμφίκλεια, την Τιθορέα και τη Λυγαριά καθώς και η περιοχή περιμετρικά της Ναυπάκτου (28/8). Τέλος τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας 3 Σεπτεμβρίου, δυνάμεις του 52ου Συντάγματος, εκκινώντας από την Οίτη χτύπησαν αιφνιδιαστικά τη γερμανική φρουρά στον σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου, δυνάμεως 120 ανδρών. Η κρούση διήρκεσε 5 ώρες και ήταν απολύτως επιτυχής αφού η εχθρική δύναμη εξοντώθηκε, ενώ ένα πυροβόλο των 75mm αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Υπάτη. Οι απώλειες όμως για τον ΕΛΑΣ ήταν βαρύτατες και ανήλθαν σε 14 νεκρούς και 28 τραυματίες.

Η κατάσταση στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια το Φθινόπωρο του 1944

Η λήξη της επιχείρησης «Kreuzotter» συσχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο μέτωπο των Βαλκανίων. Στις 20 Αυγούστου 1944 ο σοβιετικός στρατός εξαπέλυσε τη γιγαντιαία επιχείρηση «Jassy-Kishinev» (Ιασίου-Κίσινεφ) στα σύνορα με τη Ρουμανία με στόχο την προώθησή του στα Βαλκάνια. Το 2ο Ουκρανικό Μέτωπο (επιπέδου Ομάδας Στρατιών) με επικεφαλής τον στρατάρχη Ροντιόν Μαλινόφσκυ αποτελούμενο από 7 Στρατιές είχε κατεύθυνση τη βόρεια Ρουμανία προς Σερβία. Το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο υπό τη διοίκηση του στρατάρχη Φιοντόρ Τολμπούχιν, δυνάμεως 4 Στρατιών, κινήθηκε στην περιοχή του Κάτω Δούναβη προς Βουλγαρία.
Στις 23 Αυγούστου οι 11 σοβιετικές στρατιές συνέτριψαν τα γερμανικά και ρουμανικά στρατεύματα και εισήλθαν θριαμβευτικά στη Ρουμανία, η κυβέρνηση της οποίας υπό τον φιλοναζί Ίον Αντωνέσκου κατέρρευσε. Οι Γερμανοί άρχισαν την υποχώρηση προς τη Γιουγκοσλαβία, ενώ η Ρουμανία με νέο πρωθυπουργό τον Κονσταντίν Σανατέσκου εγκατέλειψε το στρατόπεδο του άξονα και τάχθηκε στο πλευρό των Συμμάχων. Έως τις 31 Αυγούστου Σοβιετικοί και Ρουμάνοι είχαν ήδη εκκαθαρίσει τη χώρα από τη γερμανική παρουσία.
Αρχές Σεπτεμβρίου το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο του Τολμπούχιν προσέγγισε τα βόρεια σύνορα της Βουλγαρίας. Από τις 26 Αυγούστου η μόλις 3 μηνών κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ιβάν Μπαγκριάνοφ διακήρυξε την ουδετερότητα της Βουλγαρίας αλλά στις 2 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε. Η νέα κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίν Μουράβιεφ αμφιταλαντευόταν μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών και φαινόταν εξαιρετικά αδύναμη. Την 5η Σεπτεμβρίου η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία και στις 8 του μήνα εισέβαλε στο βουλγαρικό έδαφος. Η βαλκανική χώρα, πρώην σύμμαχος του άξονα, άλλαζε τώρα στρατόπεδο και με νέα κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Κίμων Γκεοργκίεφ κήρυξε στις 9 Σεπτεμβρίου με τη σειρά της τον πόλεμο στη Γερμανία προσβάλλοντας τα ναζιστικά στρατεύματα μέσα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, στη Νις και τα Σκόπια.
Η ώρα της ελευθερίας πλησίαζε και για την πολύπαθη Ελλάδα, με δεδομένο ότι η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων προς βορρά ήταν απλά θέμα χρόνου. Ήδη από τα τέλη Αύγουστου είχαν εκπονηθεί γερμανικά σχέδια για αντιμετώπιση ενδεχόμενης βουλγαρικής παρασπονδίας λόγω της έκτακτης κατάστασης που διαμορφωνόταν, πλάνα που περιελάμβαναν αποστολή μονάδων από την Ελλάδα, κάποιες από τις οποίες εμπλέκονταν και στην εν εξελίξει επιχείρηση «Kreuzotter». Στα πλαίσια του σχεδίου «Treubruch» (Παρασπονδία) σχεδιαζόταν η κατάληψη των Σκοπίων και ο έλεγχος της σιδηροδρομικής γραμμής Σκοπίων-Θεσσαλονίκης εναντίον τoυ 5ου βουλγαρικού ΣΣ. Σύμφωνα με το άλλο σχέδιο «Hundes Sohn» (Γιος Σκύλας), η 4η ΜΓΠα Αστυνομίας SS θα αποστέλλονταν στη Σόφια (συγκεκριμένα έφτασε λόγω των ραγδαίων εξελίξεων στα Σκόπια στις 11 Σεπτεμβρίου). Παράλληλα η 11η Μεραρχία Εδάφους Luftwaffe, θα επιφορτίζονταν με την επιπλέον επιτήρηση του σιδηροδρομικού άξονα Θεσσαλονίκης-Αθηνών, ενώ εκπονούνταν σχέδιο μαζικού αφοπλισμού του 2ου βουλγαρικού ΣΣ στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη με την κωδική ονομασία «Judas» (Ιούδας), λόγος για τον οποίο μετακινήθηκε από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη η 22η Μεραρχία Γρεναδιέρων. Ήδη από τις 30 Αυγούστου η γερμανική αεροπορία και το ναυτικό είχαν μεταφέρει από τα νησιά του Αιγαίου στην ηπειρωτική Ελλάδα 68.000 άνδρες ενώ απέμεναν ακόμα 33.000 Γερμανοί και Ιταλοί στα 12νησα, τη Μήλο και την Κρήτη. Αποχωρούντων των Γερμανών, η περιοχή του Έβρου ήταν η πρώτη που απελευθερώθηκε από τον ΕΛΑΣ μεταξύ 28-31 Αυγούστου, όπως και η Καρδίτσα στις 2 Σεπτεμβρίου.

Κρίσεις-συμπεράσματα

Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στα πλαίσια του φιλόδοξου σχεδίου «Kreuzotter», διάρκειας 26 ημερών, με το οποίο τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής φιλοδοξούσαν να εκκαθαρίσουν μέσω μιας βαθιάς διείσδυσης στην καρδιά της «ελεύθερης Ελλάδας», τους ορεινούς όγκους της κεντρικής Στερεάς, ολοκληρώθηκαν χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα λόγω και των ραγδαίων εξελίξεων που διαμορφώθηκαν στη βαλκανική με την προέλαση των Σοβιετικών στη Ρουμανία. Παράλληλα κατέρρευσαν οι προσπάθειές τους να πλήξουν επαρκώς την κεντρική πολιτική και στρατιωτική δομή του ΕΛΑΣ και να εξουδετερώσουν πλήρως τις επιχειρησιακές του δυνατότητες αλλά και την αντιστασιακή διάθεση του πληθυσμού, εξασφαλίζοντας μια ασφαλή υποχώρηση από την Ελλάδα στις αρχές Φθινοπώρου.
Παρά την αδυναμία από την πλευρά του ΕΛΑΣ να προβλέψει τόσο το χρόνο όσο και την έκταση της επίθεσης, τα λάθη στον τακτικό σχεδιασμό, την αναποτελεσματικότητα πολλών μονάδων και των κλιμακίων διοίκησής τους, αλλά και την κατά τόπους μειωμένη μαχητική διάθεση (σύμφωνα και με την κριτική του Θ. Μακρίδη), λαμβανομένης και της δραματικής έλλειψης πυρομαχικών, το γερμανικό σχέδιο απέτυχε παταγωδώς, τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο με βαριές απώλειες για τον κατακτητή. Η επιχείρηση είχε ουσιαστικά αποτύχει όσον αφορά και το σκέλος των επιχειρήσεων στην περιοχή Άρτας-Θεσπρωτίας (μάλιστα στις 18 Αυγούστου σκοτώθηκε από νάρκη στην περιοχή της Άρτας και ο διοικητής της 4ης ΜΓΠα SS, Καρλ Σύμερς). Τελειώνοντας ο Αύγουστος και λίγο πριν την οριστική σύμπτυξη των Γερμανών από την Ήπειρο, ο ΕΔΕΣ, ειδικά μετά τη μεγάλη του νίκη στη Μενίνα (Νεράιδα Θεσπρωτίας) στις 17-18 Αυγούστου και παρά τις συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ ακόμη και το διάστημα εκδήλωσης της γερμανικής επιχείρησης στις 7-12 Αυγούστου (!), ήλεγχε όλη την ορεινή Θεσπρωτία στη γραμμή Μενίνα-Παραμυθιά-Μαργαρίτι-Πάργα.
Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία του γερμανικού στρατού οι νεκροί από τις μάχες στην επιχείρηση «Kreuzotter» ανήλθαν σε 23, οι τραυματίες σε 112 και οι αγνοούμενοι σε 203 (συμπεριλαμβανομένων και αυτών στις Καρούτες). Στις απώλειες αθροίζονται και αυτές εναντίον του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο (20 νεκροί, 112 τραυματίες και 1 αγνοούμενος) με αποτέλεσμα οι Γερμανοί, εξαιρουμένων των 202 απωλειών στις Καρούτες να παραδέχονται μόλις 3 (!) νεκρούς για το σύνολο των επιχειρήσεων στον ορεινό όγκο της κεντρικής Στερεάς. Ο στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του «ο ΕΛΑΣ» αναφέρει τον υπερβολικό αριθμό των 700 νεκρών και 1.500 τραυματιών για τους Γερμανούς, ενώ για τις μονάδες των ανταρτών πάνω από 300 απώλειες.
Στην πραγματικότητα ο ΕΛΑΣ εξήλθε της σύγκρουσης ισχυρότερος, εμπειρότερος, με αυξημένη αυτοπεποίθηση και πίστη στην τελική νίκη. Πολέμησε σε γενικές γραμμές γενναία, πειθαρχημένα και συντεταγμένα απέναντι σε εξαιρετικά επίλεκτες μονάδες, απολύτως αξιόμαχες, άρτια εκπαιδευμένες, εμπειροπόλεμες και αποφασισμένες. Τέλη Αυγούστου οι δυνάμεις των Ελλήνων ανταρτών (ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ) διέθεταν πλέον τόσες δυνατότητες, που συζητούσαν μέσω του Βρετανού ταξιάρχου Μπάνφιλντ, το ενδεχόμενο μιας από κοινού επιχείρησης, στα πλαίσια του σχεδίου «Arc» (Κιβωτός), εναντίον των Ιωαννίνων που θα κινητοποιούσε 15.000 άνδρες του ΕΛΑΣ και 5.000 του ΕΔΕΣ !
Παράλληλα και οι πολιτικές εξελίξεις επιταχύνθηκαν αφού μετά από βρετανικές και σοβιετικές παρασκηνιακές πιέσεις (9-14 Αυγούστου), το ΕΑΜ αποδέχθηκε στις 15 Αυγούστου την είσοδό του στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου και στις 24 του μήνα αναχώρησαν οι 6 υπουργοί για το Κάιρο, όπου ορκίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου.
Μέσα όμως από τη φωτιά της μάχης και τις αγριότητες των επιδρομέων, αναδείχθηκε για άλλη μια φορά ο ηρωικός χαρακτήρας του ανυπότακτου πληθυσμού της ορεινής κεντρικής Ρούμελης. Η τρομοκρατία τον Αύγουστο του 1944, για όσους από τους κατοίκους δεν μπόρεσαν να διαφύγουν προς την ορεινή Ναυπακτία και τη βόρεια Ευρυτανία, ήταν αφόρητη: εμπρησμοί, βασανισμοί, λεηλασίες, εκτελέσεις. Στη διάρκεια της επιχείρησης «Kreuzotter» πάνω από 100 άμαχοι εκτελέστηκαν, δεκάδες χωριά κάηκαν, χιλιάδες κατοικίες καταστράφηκαν, ζώα αρπάχθηκαν και περιουσίες λεηλατήθηκαν από τα ναζιστικά στρατεύματα. Οι πληθυσμοί όμως της περιοχής με αξιοθαύμαστη αντοχή, αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια, στήριξαν τις αντάρτικες δυνάμεις σε επίπεδο επάνδρωσης και εφοδιασμού, διατρανώνοντας έτσι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, τη θέλησή τους να αντισταθούν και να κερδίσουν την ελευθερία τους.

ΧΡΟΝΗΣ ΒΑΡΣΟΣ
Φιλόλογος-Ιστορικός ερευνητής


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) «ΛΕΥΚΩΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ», Αθήνα, 1995 (επανέκδοση του 1944).
(2) Γιάννη Χατζηπαναγιώτου (καπετάν Θωμά), Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΆΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1975.
(3) Γρηγόρη Φαράκου, Ο ΕΛΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ, τόμοι Α-Β, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000.
(4) Στέφανου Σαράφη, Ο ΕΛΑΣ, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 1980 (επανέκδοση του 1946).
(5) Ιάσονα Χανδρινού, ΕΛΑΣ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, τόμοι Α-Β, Μονογραφίες, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Γνώμων Εκδοτική, Αθήνα, 2011.
(6) Ιάσονα Χανδρινού, Η ΜΑΧΗ ΣΤΙΣ ΚΑΡΟΥΤΕΣ, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 149, εκδόσεις Γνώμων Εκδοτική, Αθήνα, Ιανουάριος 2009.
(7) Βασιλείου Κανέλλου, Η ΣΠΕΡΧΕΙΑΔΑ, Σπερχειάδα, 1997.
(8) Δημητρίου Κάιλα, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2005.
(9) Υπουργείο Στρατιωτικών ΗΠΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (1941-1944), μετάφραση αντιστρατήγου ε.α Γεωργίου Τσουμή, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, 1999.
(10) Βαγγέλη Παπαδάκη (καπετάν Λευτεριά), ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΞΑΡΕ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ, εκδόσεις Θυμέλη, Αθήνα, 1999.
(11) Δημητρίου Δημητρίου (καπετάν Νικηφόρου), ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ, τόμοι Α-Γ, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα, 2015.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

 Τα «θαμμένα τετράδια» των 5.000 εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι (1948 – 1953)


Τα «θαμμένα τετράδια», είναι μαρτυρίες εξόριστων γυναικών κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων που κρατούνταν στο νησί Τρίκερι Μαγνησίας, καθώς επίσης στη Μακρόνησο και τη Χίο. Τις μαρτυρίες αυτές για την εξοντωτική ζωή στην εξορία, κατάφεραν οι εξόριστες να τις σώσουν, κρύβοντάς τες στις κουφάλες των δέντρων του μικρού νησιού.

Το υλικό περιέσωσε και συγκέντρωσε η ποιήτρια Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε η Βικτωρία Θεοδώρου. Από αυτό το υλικό είναι το κείμενο της Βικτωρίας Θεοδώρου που ακολουθεί και ανήκει στην ενότητα Τρίκερι Α’.
Η Βικτωρία Θεοδώρου, ποιήτρια της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς, γεννήθηκε το 1926 στα Χανιά. Δεκαέξι χρονών εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Το 1947, φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, την συνέλαβαν και μετά από τρίμηνη κράτηση στην Ασφάλεια την εξόρισαν αρχικά στη Χίο, μετά στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο. Οι εμπειρίες της από την εξορία έχουν αποδοθεί ποιητικά. Υπάρχουν όμως και οι γραπτές της μαρτυρίες από το Στρατόπεδο Γυναικών του Τρίκερι.
Είναι το πρώτο κείμενο της ενότητας και φέρει τον τίτλο «Βρήκαμε εξόριστες στο Μοναστήρι του Τρίκερι». Η γραφή της λιτή και συγχρόνως συνταρακτική παρουσιάζει το νησί και τις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες ζωής των εξόριστων και κυρίως των γυναικών στο Στρατόπεδο Γυναικών Πολιτικών Εξορίστων στο Τρίκερι.

Ένα σχεδόν ακατοίκητο νησί στην άκρη του Πηλίου
«Το Τρίκερι είναι ένα σχεδόν ακατοίκητο νησί στην άκρη του Πηλίου, δεξιά μόλις μπαίνουμε στον Παγασητικό κόλπο. Απομονωμένο καθώς είναι – το περιτριγυρίζουν από τα δυτικά τα βουνά της Ρούμελης, από τα νότια της Εύβοιας οι κορφές κι από τα βόρεια κι ανατολικά ο κορμός του Πηλίου – κρίθηκε κατάλληλο για την ίδρυση στρατοπέδου συγκέντρωσης εξορίστων.
Είναι τόσο μικρό που δεν χρειάζεται περισσότερο από τρεις ώρες πεζοπορία για να κάμεις το γύρο του. Κατάφυτο από λιόδενδρα κι αειθαλείς θάμνους, ήσυχο και υγρό. Βροχές ορμητικές πέφτουν όλο το χρόνο ακόμα και στη μέση του καλοκαιριού, γιατί πάντα είναι σκεπασμένο με υδρατμούς. Τους μήνες του χειμώνα, ο γραίγος το δέρνει και το χιονίζει.

Στρατόπεδο ανδρών εξόριστων αρχικά
Από το καλοκαίρι του 1947 άρχισαν να μαζεύουν τους άντρες που έπιασαν από τους διάφορους τόπους, χωριά και πόλεις της κεντρικής Ελλάδας, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος. Έτσι ιδρύθηκε το στρατόπεδο των αντρών, που έφτασε τις τρεις ως τέσσερις χιλιάδες κρατούμενους, και που το Μάρτη του 1949 μεταφέρθηκε στο Μακρονήσι. Τον ίδιο χρόνο μαζί με τους άντρες έφερναν «προληπτικά» και γυναίκες από τις οικογένειες των ανταρτών και τις μάντρωναν στο μεγάλο Μοναστήρι του νησιού. Όλες σχεδόν ήταν αγρότισσες κάθε ηλικίας και δεν είχαν παρά μονάχα τα ρούχα που φορούσαν, ενώ πολλές απ’ αυτές κρατούσαν τα μωρά στην αγκαλιά τους. Ο αριθμός τους δεν ήταν σταθερός.
Μερικές έφευγαν με «δηλώσεις μετανοίας», που αναγκάζονταν να κάνουν κάτω από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, τις αρρώστιες και την πείνα, ενώ άλλες έφταναν με νέες αποστολές. Το 1948 έφτασαν τις πεντακόσιες, μα το Φλεβάρη του 1949 είχαν μείνει ενενήντα τρεις. Το στρατόπεδο για τις "προληπτικές" κράτησε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη του 1949. Κατά το φθινόπωρο άρχισαν να φεύγουν τσακισμένες, απελπισμένες. Κι όταν το Γενάρη μας πήγαν στη Μακρόνησο μας ακολούθησαν δεκαέξι.



Το στρατόπεδο για τις "προληπτικές"

Μεγάλο γεγονός για το στρατόπεδο των «προληπτικών» ήταν ο ερχομός στο Τρίκερι των γυναικών του στρατοπέδου της Χίου τις πρώτες μέρες του Απρίλη του 1949. Οι καινούριες στεγαστήκαμε στις άδειες σκηνές του στρατοπέδου των ανδρών, ενώ οι «προληπτικές» έμεναν ακόμα στα κελιά και σε σκηνές γύρω από το Μοναστήρι. Αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα του στρατοπέδου. Σύντομα οι χίλιες διακόσιες γυναίκες της Χίου ενώθηκαν με τις εξόριστες του Μοναστηριού, κι όταν το Μάη ήρθαν οι Σλαβομακεδόνισσες και οι Ηπειρώτισσες έφθασαν συνολικά τις τρεισίμισι χιλιάδες. Το Σεπτέμβριο του 1949 όλες μαζί με τα παιδιά ήμασταν τέσσερις χιλιάδες επτακόσιες γυναίκες απ’ όλη την Ελλάδα.
Οι αποστολές αποτελούνταν από γυναίκες κάθε περιοχής χωριστά. Στις 23 του Φλεβάρη έφτασε στο νησί μια καραβιά από διακόσιες περίπου Θεσσαλές. Το Μάρτη του ίδιου χρόνου είχαν έρθει οι Ηπειρώτισσες και στις 24 του Μάη μια μεγάλη αποστολή με το αρματαγωγό από χίλιες πεντακόσιες γυναίκες και παιδιά, που τις είχαν μαζέψει από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Ρούμελη.
Το Μάη του 1949 άρχισαν επίσης να’ ρχονται οι Σλαβομακεδόνισσες, κοπαδιαστά, πεντακόσιες τόσες σε κάθε αποστολή, και το καλοκαίρι μαζεύτηκαν χίλιες επτακόσιες με δύο χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.

Το Μοναστήρι του Τρίκερι

Το Μοναστήρι του Τρίκερι χτίστηκε το 1841 στο ψηλότερο μέρος του νησιού. Στη μέση μιας πλακόστρωτης αυλής βρίσκεται η εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το ωραίο τέμπλο της το είχε ανακαινίσει ένας εξόριστος καλλιτέχνης που αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε.
Ολόγυρα τα κελιά σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο. Τα ισόγεια των κελιών τα χρησιμοποιούσαν για αποθήκες, στάβλους, μαγειρειά, λουτρά κλπ. γιατί ήταν ακατάλληλα για να κατοικηθούν. Αργότερα κατοικήθηκαν κι αυτά. Τα πατώματά τους είναι γκρεμισμένα, δεν έχουν πόρτες μήτε παραθυρόφυλλα. Ήλιος ποτέ δεν μπήκε στο εσωτερικό τους, είναι υγρά και μουχλιασμένα. Από την άνοιξη του 1948 έβαλαν τις γυναίκες σε μικρά ατομικά αντίσκηνα γύρω από το Μοναστήρι, όταν όμως το φθινόπωρο άρχισαν οι βροχές κι η παγωνιά η Διοίκηση αποφάσισε να τις στριμώξει μέσα στα κελιά και στα υπόγεια. Από τις 23 του Φλεβάρη που έφταναν οι μεγάλες αποστολές δεν υπήρχε τόπος να στεγαστούν. Τις άφηναν μέρες κάτω απ’ τα υπόστεγα του Μοναστηριού καταγής, να κοιμούνται μαζί με τα μωρά τους. Μα σαν οι βροχές έγιναν πιο συχνές, έστησαν στο λασπωμένο χώμα επτά μεγάλες αμερικάνικες σκηνές, που κανονικά χωρούν είκοσι ανθρώπους η κάθε μία. Εκεί μέσα, όμως έριξαν πενήντα με πενήντα πέντε γυναίκες.

Χωρίς στρώματα και ρούχα

Στρώματα δεν είχαν ούτε ρούχα. Έτσι έμειναν για πολλά βράδια όσο να μαζέψουν και να στρώσουν κλαδιά, στέκονταν όρθιες βαστώντας τα μωρά στην αγκαλιά τους ή κάθονταν σε κάποια στεγνή πέτρα.
Οι σκηνές αυτές έγιναν τα σπιτικά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της εξορίας. Συχνά με τους αγέρηδες και τις θύελλες ξεριζώνονταν οι πάσσαλοι, χαλάρωναν τα σκοινιά και οι τέντες ανέμιζαν λασπωμένες πάνω απ’ τα κορμιά τους.
Μ’ όλο που ο αριθμός των γυναικών ολοένα αυξανόταν, η Διοίκηση αδιαφορούσε και δεν έστηνε καινούριες σκηνές. Κι υπήρχαν ακόμα πολλά υπόγεια κελιά κλειδωμένα, με την πρόφαση πως ήταν αποθήκες της εκκλησίας.
Μια πτέρυγα και μισή, από τα επάνω κελιά που ήταν πιο γερά, τη χρησιμοποιούσε η Διοίκηση για γραφεία.

Κάτω από τέντες τρύπιες και κατεστραμμένες
Όταν την άνοιξη του 1949 μαζεύτηκαν τρεις χιλιάδες περίπου γυναίκες στο νησί, έστησαν και μικρά ατομικά λιόφυτα του Μοναστηριού. Όλες αυτές οι μικρές τέντες ήταν τρύπιες και καταστραμμένες και μόλις έβρεχε έσταζαν και μούσκευαν τα στρώματα ή τα ξερά χόρτα που πάνω κει πλάγιαζαν οι εξόριστες με τα μωρά τους. Ήταν τόσο χαμηλές, που έπρεπε να διπλώσεις το κορμί σου για να μπεις μέσα και να βρίσκεσαι συνεχώς καμπουριασμένη. Όταν έπεφταν οι μεγάλες βροχές τα πάντα πλημμύριζαν με λάσπη και νερά και τα μικρά έκλαιγαν αντάμα με τις μάνες και τις γιαγιάδες τους.
Όλο το διάστημα από το 1947 έως το 1949 Διοικητής στο στρατόπεδο του Τρίκερι ήταν ο συνταγματάρχης Ι.Κ., άνθρωπος πολύ αυστηρός και σκληρός. Ύστερα από πολλά διαβήματα, οι εξόριστες κατάφεραν να συνεννοούνται μαζί του για τα καθημερινά τους προβλήματα και προπάντων για την καντίνα. Τη φρουρά την αποτελούσαν στρατιώτες «ανανήψαντες» της Μακρονήσου και άλλοι.

Στόχος ο εξευτελισμός των εξόριστων γυναικών

Σκοπός της Διοίκησης ήταν ν’ αχρηστέψει πολιτικά όσο μπορούσε περισσότερες εξόριστες και να εξευτελίσει στα μάτια τους το δίκαιο αγώνα που συνέχιζαν οι δικοί τους. Με διάφορα σωματικά βάσανα, με ψυχολογικά μέσα μελετημένα για να σπάνε το ηθικό, με την αδιαφορία στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, την απαγόρευση κάθε μέσου μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ξεκούρασης επιδίωκαν να τους αποσπάσουν μια υπογραφή κάτω από μια «δήλωση μετανοίας».
Επέβαλαν στη ζωή τους στρατιωτική πειθαρχία. Δύο φορές την ημέρα, με βροχή και με χιόνι, τις ανάγκαζαν να βγαίνουν για το προσκλητήριο το πρωί οκτώ με εννιά και το βράδυ τέσσερις με πέντε. Εκεί τις είχαν να στέκονται ώρες, πεινασμένες και εξαντλημένες, έχοντας αφήσει τα μωρά τους μόνα μέσα στ’ αντίσκηνα.

Νηστικές και διψασμένες

Μόλις τελείωνε το προσκλητήριο, κατά τη διάρκεια του οποίου στέκονταν νηστικές από το προηγούμενο βράδυ γιατί έδιναν πρωινό ρόφημα, έτρεχαν στην ουρά για νερό πέρα στα πηγάδια. Και στις δώδεκα το μεσημέρι βιάζονταν να τρέξουν σ’ άλλη σειρά για το συσσίτιο, που μοιραζόταν κατά το στρατιωτικό σύστημα. Μετά το μεσημέρι έφτανε το καΐκι με τα εφόδια, που έπρεπε να το ξεφορτώσουν. Στις τέσσερις το απόγευμα όλες μαζεύονταν πάλι στην πλατεία για το βραδινό προσκλητήριο, κι αμέσως μετά για τη διανομή του δεύτερου συσσιτίου της μέρας. Στις οκτώ το βράδυ δεν έπρεπε να φαίνεται φως στις σκηνές και κάθε κυκλοφορία σταματούσε.
Κάθε μέρα στο πρωινό προσκλητήριο ο στρατοπεδάρχης διάβαζε το δελτίο ειδήσεων της ημέρα, για να τις πληροφορήσει πως ο αγώνας ολοένα εξασθενίζει και πως οι αντάρτες «καθημερινά παραδίδονται στα χέρια του νικηφόρου στρατού».
Το Φλεβάρη του 1948 η Διοίκηση διαίρεσε τις γυναίκες σε δεκατέσσερις διμοιρίες, που αποτελούσαν ένα λόχο κι έβαλε τη δικηγορίνα Θ.Ξ. από τη Λάρισα να τις αντιπροσωπεύει. Οι στρατιώτες της φρουράς φύλαγαν τα στρατόπεδα των αντρών και των γυναικών. Είχαν εγκαταστήσει σκοπιές στα κοντινά ακρωτήρια του νησιού, όπως και στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Οι περισσότεροι ήταν άλλοτε αγωνιστές της Αντίστασης, που κάτω από τη μακρονησιώτικη βία αποκήρυξαν το Δημοκρατικό Στρατό και υπηρετούσαν από φόβο τους βασανιστές τους. Υπήρχαν μερικοί που έδειχναν ανθρωπιά και φέρονταν καλά στους κρατούμενους. Οι γυναίκες, όμως, διηγούνταν πως κάποτε οι φρουροί χτύπησαν τις κοπέλες που είχαν φέρει από μια περιοχή που γίνονταν μάχες. Τις γυναίκες αυτές, που ήταν αντάρτισσες, τις μάντρωσαν με συρματόπλεγμα ξέχωρα από τις άλλες.

Μωρομάνες και γερόντισσες

Η σκληρότητα και η απονιά των φρουρών ήταν απερίγραπτη. Εκτός από τις καθημερινές αγγαρείες έβαζαν τις γυναίκες, που οι περισσότερες ήταν μωρομάνες ή γερόντισσες, να τους κουβαλούν νερό, να τους πλένουν τα ρούχα και να τους καθαρίζουν τα κελιά που έμεναν. Κι όπως δεν έβρισκαν καμιά αντίδραση απ’ αυτές, τις έβαζαν να τους κουβαλούν και τα μπαούλα τους ακόμα από το λιμανάκι. Έτσι τις εξευτέλιζαν καθημερινά.
Το κράτος έδινε για τις εξόριστες 2.700 δρχ. την ημέρα για το συσσίτιο των γυναικών. Το μαγείρευαν οι ίδιες σε μεγάλα καζάνια, κι επειδή η δουλειά του μαγειρείου ήταν πολύ σκληρή άλλαζαν κάθε δύο μήνες. Το φαγητό ήταν λιγοστό και φτωχό. Τα γυφτοφάσουλα, τ’ άσπρα φασόλια και τα ρεβύθια ήταν τα πιο συνηθισμένα γεύματα. Σπάνια μαγείρευαν ζυμαρικά, πατάτες ή λαχανικά, και κρέας μαγείρευαν μία ή δύο φορές το μήνα.
Πρωινό ρόφημα δεν έδιναν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι έμεναν νηστικές οι γυναίκες από τ’ απόγευμα της μια μέρας ως το μεσημέρι της άλλης. Τα 80 δράμια ψωμί δεν έφταναν παρά μονάχα για το μεσημεριανό γεύμα, γιατί απ’ αυτό έπρεπε να φάνε και τα παιδάκια, που δεν συμπεριλαμβάνονταν στον αριθμό των κρατουμένων. Έτσι τα διακόσια είκοσι τέσσερα παιδάκια, που ολοένα πλήθαιναν, τρέφονταν από το φαΐ που έδιναν στις μάνες τους.
Ποτέ δεν έδωσαν λάδι ή φωτιστικό πετρέλαιο για ν’ ανάβουν ένα φως μέσα στις σκηνές και οι γυναίκες αναγκάζονταν να φτιάχνουν μικρά καντηλάκια με τα 4 -5 δράμια λάδι που τους έδιναν για τις βραστές πατάτες. Για το μαγείρεμα του συσσιτίου κουβαλούσαν νερό από το μοναδικό με τρόμπα πηγάδι και έφερναν τα τρόφιμα από την αποθήκη που βρισκόταν κοντά στο λιμανάκι του νησιού, καμιά εφτακοσαριά μέτρα ανηφορικού δρόμου ως το Μοναστήρι.

Η τραχιά ζωή των γυναικών

Κουβαλούσαν ακόμα και τα ξύλα για τη φωτιά από μακριά, γιατί δεν υπήρχαν ζώα ή κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο. Η αγγαρεία αυτή γινόταν πιο σκληρή τις μέρες του χειμώνα, που το καΐκι δεν μπορούσε να φέρει τα ξύλα του στρατοπέδου από τα χωριά του Πηλίου.
Η τραχιά ζωή των γυναικών γινόταν χίλιες φορές πιο ανυπόφορη εξαιτίας της ανυδρίας του νησιού. Αν και υπήρχαν τέσσερα πηγάδια, τα οποία οι εξόριστοι είχαν ανοίξει το 1947, το νερό δεν μπορούσε να διατηρηθεί καθαρό μήτε ν’ ανέβει εύκολα γιατί δεν είχαν τρόμπες.
Υπήρχε μία τρόμπα στο πηγάδι κοντά στο «χωριό», απ’ όπου έπαιρναν νερό οι γυναίκες , κι άλλη μία σ’ εκείνο που βρισκόταν έξω από το μαγειρείο των αντρών. Αργότερα όμως διόρθωσαν τις παλιές τρόμπες και εφοδίασαν μ’ αυτές ακόμα δύο πηγάδια, που’ ναι κοντά στον όρμο του Αϊ – Γιώργη.
Κάθε μέρα στις εννιά ένας στρατιώτης οδηγούσε στη γραμμή τις εξόριστες για να γεμίσουν τα κανάτια τους κι άλλοι δύο τις επέβλεπαν. Μα την άνοιξη του 1949, που οι γυναίκες πολλαπλασιάστηκαν γιατί συνεχώς έφταναν νέες αποστολές, η ανυδρία που χρόνια βασάνιζε τους εξόριστους άρχισε από το Πάσχα.

5.000 εξόριστες ξεδιψούσαν από τρία πηγάδια

Όλο το πλήθος , πέντε χιλιάδες περίπου γυναίκες, έπρεπε να πιεί, να μαγειρέψει και να πλυθεί απ’ το νερό τριών πηγαδιών. ΄Ετσι αναγκάζονταν να ξεκινήσουν πριν χαράξει, για να γεμίσουν τους κουβάδες του συσσιτίου ή τα κανάτια τους. Οι τρόμπες απέδιδαν στην αρχή, μετά όμως αγκομαχούσαν ανεβάζοντας λάσπη. Δεν άκουγες όλη μέρα τίποτα άλλο παρά μόνο εκείνον τον κουφό κρότο που μεγάλωνε την απελπισία.
Πριν φύγουν οι εξόριστοι για το Μακρονήσι οι βαριές αγγαρείες – όπως το ξεφόρτωμα του καϊκιού ή το κουβάλημα των ξύλων – ήταν αποκλειστικά δουλειά των αντρών. Οι γυναίκες κατέβαιναν στην αποθήκη και κουβαλούσαν από κει ως το Μοναστήρι τα τρόφιμα και τ’ άλλα εφόδια.
Μετά το Μάρτη του 1948 που έφυγαν οι άντρες, μονάχες τους ξεφόρτωναν οκάδες από τρόφιμα, ξύλα, τσιμέντα, ασβέστη, εφόδια για τέσσερις και πέντε χιλιάδες ψυχές και τ’ ανέβαζαν από ένα μαρτυρικό ανήφορο στην αποθήκη. Η δουλειά αυτή γινόταν καθημερινά από τρεις διμοιρίες και κρατούσε συχνά τέσσερις ώρες.
Μα η πιο εξαντλητική κι άσκοπη αγγαρεία, που θύμιζε το κάτεργο του Μακρονησιού, ήταν να κουβαλούν από το γιαλό βότσαλα, άμμο και νερό της θάλασσας για να φτιάξουν ένα πελώριο στέμμα σε μια πλαγιά του νησιού, ώστε να φαίνεται από τη θάλασσα απ’ όπου περνούσαν τα πλοία.

Βάρβαρες αγγαρείες

Όταν διέταξαν τους εξόριστους να επισκευάσουν τα γκρεμισμένα κελιά του Μοναστηριού, οι γυναίκες μονάχες τους κουβαλούσαν από το λιμανάκι τσιμέντα, τούβλα, ασβέστη, ξυλεία και θαλασσινό νερό. Οι αγγαρείες αυτές κρατούσαν μήνες ολάκερους και ήταν οι πιο βαριές και βάρβαρες.
Για το μαρτύριο του νερού μιλήσαμε και πρωτύτερα. Καθημερινά για το μαγείρεμα του συσσιτίου και για το καθάρισμα της αυλής και των άλλων χώρων του Μοναστηριού, οι εξόριστες κατέβαιναν χαράματα κι έστεκαν ώρες περιμένοντας να μαζευτεί νερό στα ξεροπήγαδα.
Επειδή για πολύ καιρό αποχωρητήρια δεν υπήρχαν στο στρατόπεδο, οι εξόριστες αναγκάζονταν να αποπατούν στα γύρω χωράφια και στα λιόφυτα και κάθε βδομάδα να βγαίνουν με κασμάδες, φτυάρια ή ξύλα για να σκεπάσουν τις ακαθαρσίες, να κάψουν τα σκουπίδια και να ραντίσουν με ασβέστη τα χώματα. Μα και πάλι τα κοράκια κι οι κάργιες, που σμήνη πετούσαν στο νησί, ξέθαβαν τις ακαθαρσίες και σκορπούσαν τα ματωμένα κουρέλια.

Η βασανισμένη ζωή του σκλάβου...

Βλέποντας οι διάφοροι αξιωματικοί της φρουράς ή οι απλοί χωροφύλακες πως δούλευαν αδιαμαρτύρητα, καθημερινά τις φόρτωναν και τα δικά τους τρόφιμα ή τα μπαγκάζια από τα καΐκια για να τ’ ανεβάσουν από τον ανήφορο του Μοναστηριού κι αυτοί ακολουθούσαν πίσω τους με αδειανά τα χέρια χασκογελώντας και πειράζοντάς τες.
Όλη αυτή η βασανισμένη ζωή του σκλάβου, που καθημερινά γινόταν όλο και πιο βαριά, έκανε όσες είχαν παιδιά να τα παραμελούν μοιρολατρικά. Αδιάκοπα έκλαιγαν τα σπυριασμένα και ακάθαρτα εκείνα παιδάκια, ζητιανεύοντας και γυρεύοντας τις μάνες τους στα χωράφια. Όσο για τις ίδιες όσο περνούσαν οι μέρες τσακίζονταν από τις κακουχίες, χλώμιαζαν από την πείνα και κουρελιαζόταν η μοναδική τους φορεσιά και τα παπούτσια τους. Πάνω στα πρόσωπά τους ήταν φανερή η αγωνία για τους δικούς τους, που καιρό τώρα πολεμούσαν στα βουνά και είχαν χάσει τα ίχνη τους.
Γράμματα, επιταγές, εφημερίδες και λιγοστά δέματα έρχονταν μια φορά τη βδομάδα με το καΐκι του στρατοπέδου. Όλα τα λογόκριναν πολύ αυστηρά πριν τα δώσουν στις εξόριστες, καθυστερούσαν τα λίγα χρήματα από τις επιταγές κι έσβηναν ή έκοβαν ένα μέρος από το περιεχόμενο των γραμμάτων.

Βασανιστήριο και με το ταχυδρομείο

Συνηθισμένο ήταν να τα κρατούν, θέλοντας να τιμωρήσουν ορισμένες γυναίκες επειδή βαρυγκόμησαν την ώρα της αγγαρείας ή για να τις κρατούν σε αγωνία. Η στέρηση αυτή από τα γράμματα και τα μηνύματα ήταν η πιο πρόχειρη τιμωρία στα χέρια της Διοίκησης.
Το ταχυδρομείο το μοίραζε ο ίδιος ο Διοικητής στο πρωινό προσκλητήριο, όπου οι γυναίκες στέκονταν στη σειρά. Αν καμιά αργούσε να τρέξει μόλις φώναζε το όνομά της, κρατούσε το γράμμα και της το’ δινε ύστερα από μέρες, ενώ τα γράμματα που έρχονταν να φέρουν το μήνυμα για το θάνατο κανενός αντάρτη τα φύλαγε τελευταία και τα διάβαζε άπονα μπροστά στη δύστυχη μάνα, αδερφή ή σύζυγο. λέγοντάς της αμέσως να κάνει δήλωση γιατί λόγος πια δεν υπάρχει να βρίσκεται εκεί. Οι εξόριστες έγραφαν ένα γράμμα τη βδομάδα, που κι αυτό το λογόκριναν το ίδιο αυστηρά, και συχνά όλα τα μαζί τα έκαιγαν για να μην πάνε στον προορισμό τους. Τις εφημερίδες, που πριν έρχονταν, τις απαγόρεψαν μόλις το στρατόπεδο των αντρών έφυγε για το Μακρονήσι.
Μέχρι το Φλεβάρη του 1948, που οι γυναίκες ήταν πολύ λιγότερες, πήγαιναν σχεδόν ελεύθερα στο στρατόπεδο των αντρών για να ψωνίσουν από την καντίνα και για να πάρουν τα τρόφιμα όταν ερχόταν το καΐκι.

Με άδεια του Διοικητή

Στις μεγάλες γιορτές ( Πάσχα, Χριστούγεννα, Ευαγγελισμού) έτρωγαν όλοι μαζί. Όταν όμως έφτασαν οι μεγάλες καραβιές και το Μοναστήρι γέμισε από εξόριστες η επικοινωνία απαγορεύτηκε. Ο Διοικητής έδινε άδεια κάθε φορά μόνο σ’ έναν ορισμένο αριθμό γυναικών και για ορισμένη ώρα για τα ψώνια τους.
Οι άντρες εκτός από την καντίνα είχαν παπουτσάδικο, μαραγκούδικο, ένα συνεργείο που διόρθωνε τα διάφορα σκεύη τους, έφτιαχναν σκάφες, σκαμνιά και άλλα εργαλεία. Είχαν και ραφτάδικο με δική τους ραπτομηχανή.
Με άδεια μονάχα μονάχα μπορούσαν οι γυναίκες να περάσουν από τη σκοπιά για να πάνε τα παπούτσια τους στον μπαλωματή ή στ’ άλλα συνεργεία.
Στην καντίνα μπορούσες να βρεις τα πιο απαραίτητα πράγματα, από χαρτοφάκελλα, γραμματόσημα, κλωστές και βελόνες, μέχρι κονσέρβες και ψωμί. Όλα αυτά τα είδη τα πουλούσαν οι εξόριστοι σε πολύ χαμηλότερες τιμές από το μαγαζάκι του χωριού.
Η καντίνα αυτή, που τόσο εξυπηρετούσε τον εξόριστο κόσμο του Τρίκερι, έγινε ύστερα από αδιάκοπες αιτήσεις και διαβήματα στο Διοικητή.
Ένα μέρος από τα κέρδη, όπως μας είπαν, τα κρατούσε η Διοίκηση και το υπόλοιπο 7%, το διέθεταν για συμπληρωματικό λάδι στο καζάνι του γενικού συσσιτίου, για τις διάφορες ανάγκες των συνεργείων και για τους εντελώς άπορους εξόριστους άντρες ή γυναίκες.
Το Φλεβάρη, που οι άντρες έφυγαν για το Μακρονήσι, παρέδωσαν τα είδη της καντίνας σε δυο τρεις γυναίκες να τα διαχειριστούν και να τα πουλήσουν και έδωσαν εντολή για όσα πράγματα δεν πουληθούν να μοιραστούν στις μικρομάνες.
Από διάφορες οικονομίες τους οι άντρες είχαν αγοράσει μια ραπτομηχανή που την άφησαν κι αυτή στο στρατόπεδο γυναικών και που όταν το Γενάρη του 1950 μας μπάρκαραν για το Μακρονήσι, μέσα στη γενική τρομοκρατία και σύγχυση, επωφελήθηκαν και μας την πήραν με τη δικαιολογία πως οι εξόριστοι την έκαναν δώρο στην εκκλησία.

O χώρος των εξόριστων γυναικών του Τρίκερι σήμερα

Το στήριγμα των εγκαταλειμμένων γυναικών
Οι εξόριστοι άντρες ήταν ηθικό στήριγμα στις εγκαταλειμμένες εκείνες γυναίκες, που ίσως πρώτη φορά έβγαιναν από τα σπίτια τους κι αντιμετώπιζαν τη σκληρότητα και τη στρατιωτική πειθαρχία. Εκτός απ’ την πρακτική και ηθική βοήθεια που πρόσφεραν φρόντιζαν να παίρνουν μέρος και εκείνες στις εκδηλώσεις ψυχαγωγίας – γιατί είχαν θέατρο, χορωδία και καλό γήπεδο γυμναστικής. Αλλά ας ξαναγυρίοσυμε στις δύστυχες συνεξόριστες.
Η ελονοσία ήταν καθημερινή αρρώστια στο στρατόπεδο. Πολλές γυναίκες και παιδάκια είχαν την ωχρότητα που τη χαρακτηρίζει. Οι θέρμες και τα ρίγη τις έριχναν συχνά χάμω στο στρώμα, τις έλουζαν στον ιδρώτα, τις έλιωναν, κι ύστερα έφευγαν όπως ήρθαν δίχως φάρμακα και νοσηλεία.
Την άλλη μέρα, μετά από την κρίση ή και με πυρετό ακόμη, πήγαιναν στις αγγαρείες.
Η ελονοσία πρώτη, κι ύστερα η φυματίωση. Για τις φυματικές δεν υπήρχε καμιά ξεχωριστή έγνοια. Κοιμόνταν μέσα στ’ αντίσκηνα μαζί με τις άλλες, πλάι πλάι με τα μωρά. Εκεί αιμόπτυαν, εκεί έβηχαν κι αγκομαχούσαν.
Η Παρασκευή Κριμέκη, μια νέα εξόριστη γυναίκα, μόλις έφτασε στο Τρίκερι ύστερα από τις ταλαιπωρίες άρχισε να χλωμιάζει και να λιώνει. Αργότερα έκανε συνεχείς αιμοπτύσεις μέσα στη σκηνή της μπροστά στις τρομοκρατημένες γυναίκες. Σε λίγο καιρό, εξαντλημένη καθώς ήταν κι απελπισμένη υπέγραψε δήλωση κι έφυγε με το φορείο. Έζησε άραγε;
Η Βαγγελίτσα Εργάτη, μια μικρή χωριατοπούλα 18 χρονών, πέθανε από φυματίωση λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο στρατόπεδο. Την έθαψαν εκεί σαν ζώο, αλλά εγώ δεν πρέπει να την ξεχάσω…
Ήταν λίγες εκείνες, προπάντων οι ηλικιωμένες, που δεν βογκούσαν από την κούραση και την υγρασία, που δεν είχαν πόνους στα σπλάχνα τους χωρίς να ξέρουν την αιτία και τη γιατρειά τους. Εκείνο που τις έλιωνε περισσότερο δεν ήταν η βαριά δουλειά, γιατί ήταν μαθημένες στη σκληρή αγροτική ζωή, όσο η παγωνιά, η πείνα, το στρίμωγμα στις σκηνές, οι γκρίνιες, τα κλάματα, η κλεισούρα και η απλυσιά.

Δυσεντερία και τύφος

Μαύρα σμήνη από μύγες έφευγαν από τους λάκκους και τις ακάλυπτες ακαθαρσίες κι έβοσκαν πάνω στο ψωμί, στο φαΐ, κάθονταν επίμονα γύρω απ’ το στόμα και τα ματάκια των παιδιών. Οι μύγες μετέδιδαν τα μικρόβια της δυσεντερίας και του πονόματου, τις δυο πληγές του Τρίκερι. Η δυσεντερία ήταν η πιο συχνή κι η χειρότερη απ’ τις αρρώστιες στο στρατόπεδο. Έριχνε κάτω διμοιρίες ολάκερες, και συχνά απλωνόταν γρήγορα σ’ όλο το λόχο γιατί δεν υπήρχαν αποχωρητήρια και φάρμακα. Σιγά σιγά η ελεεινή αυτή αρρώστια γινόταν χρόνια, γιατί έβρισκε εξαντλημένους οργανισμούς. Ήταν σαν ένα είδος χολέρας που έφερνε αφυδάτωση, ωχρότητα και μελαγχολία.
Μα δεν έλειψε και ο τύφος, που ερχόταν από τα θολά νερά των πηγαδιών κι από τα κακοπλυμένα λαχανικά. Τα προσωπάκια των παιδιών ήταν πληγιασμένα από σπυριά, που τα βασάνιζαν και τα έκαναν γκρινιάρικα κι ενοχλητικά. Η σταφυλοκοκκίαση κι η ψώρα ήταν πολύ διαδεδομένες στις εξόριστες και πιο βασανιστικές και από τους ίδιους τους βασανιστές τους.
Γι’ αυτές τις φοβερές επιδημίες η Διοίκηση δεν έδινε ρύζι, ζάχαρη, λεμόνια, ούτε καν φάρμακα. Το συσσίτιο με τα όσπρια το πετούσαν στη θάλασσα να παχαίνουν τα ψάρια, γιατί οι πιο πολλές δεν μπορούσαν να το φάνε κι άλλες πάλι που το έτρωγαν γίνονταν χειρότερα.
Αν και υπήρχαν αρκετοί εξόριστοι γιατροί στο στρατόπεδο των αντρών, δεν τους επέτρεπαν να περιθάλψουν τις άρρωστες. Ο γιατρός του στρατοπέδου είχε το ιατρείο του σ’ ένα κελί του Μοναστηριού και δίπλα υπήρχε ένα δωμάτιο, το «αναρρωτήριο», που είχε τρία τέσσερα στρώματα για τις βαριά άρρωστες.
Από τα φάρμακα του Ερυθρού Σταυρού δεν έφταναν σε μας παρά μονάχα ασπιρίνη, ιώδιο, και ελάχιστο κινίνο για την ελονοσία. Δεν υπήρχε μήτε ψωραλοιφή ούτε αλοιφές με σουλφαμίδες για τα σπυριά των παιδιών.

Μαζί με τις εξόριστες και τα παιδιά τους

Πολλές από τις «προληπτικές» εξόριστες κρατούσαν μαζί τους τα παιδιά τους, βρέφη, νήπια ή μεγαλύτερα, από 6 έως 12 χρονών. Το καλοκαίρι του 1949 ήταν περίπου εκατόν ογδόντα παιδιά. Γι’ όλα αυτά τα παιδάκια δεν έδιναν το επίδομα των 2.700 δρχ., που το κράτος διέθετε για κάθε εξόριστο, ούτε καμία άλλη βοήθεια. Έτσι δεν είχαν μερίδα ψωμιού ή φαγητού και θα έμεναν τελείως νηστικά αν δεν τρέφονταν από τα 80 δράμια ψωμί που έδιναν στις μάνες τους.
Από το μεγάλο καζάνι του συσσίτιου φρόντιζαν πάντα οι γυναίκες να βγάλουν το φαγητό των παιδιών, κρυφά απ’ τη Διοίκηση, ελαττώνοντας έτσι τη γενική μερίδα. Το πρόβλημα όμως του ψωμιού έμενε άλυτο γιατί δεν έφτανε για κανέναν, κι αυτό που έφερναν από το κάτω στρατόπεδο, που είχε λιγότερα παιδιά, ήταν ασήμαντο μπροστά στη φοβερή έλλειψη.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ποτέ δεν ενίσχυσε αυτά τα παιδιά ούτε τα αναγνώριζε σαν κρατούμενους. Τα κρατούσαν εκεί ως αντίποινα για το «παιδομάζωμα» των ανταρτών.
Επειδή το σαπούνι και το νερό ήταν τόσο σπάνια κι ακριβά έμεναν λερωμένα, κουρελιασμένα, χλωμά και γεμάτα σπυριά. Σκιές, όμοιες με φαντάσματα παιδιών. Γι’ αυτά τα παιδιά προπάντων πολλές μάνες έκαναν δήλωση και έφυγαν από το καταραμένο νησί.
Μπροστά σ’ αυτή τη δυστυχία είναι περιττό ν’ αναφέρουμε πως τα μεγάλα παιδιά έμεναν δίχως καμιά εκπαίδευση ή παιδαγωγική φροντίδα, κι όλη μέρα τριγύριζαν στα χωράφια και στις απότομες ακρογιαλιές ή έμεναν ζαρωμένα μέσα στα μουχλιασμένα κελιά και στις σκοτεινές σκηνές χωρίς να παίζουν.

Χωρίς γάλα για τα βρέφη

Τα βρέφη υπέφεραν περισσότερο γιατί γάλα δεν υπήρχε, κι αν ακόμα οι μητέρες τους είχαν να τα θηλάσουν οι καθημερινές αγγαρείες δεν τια άφηναν.
Οι κρατούμενες έγκυες γυναίκες – και υπήρχαν αρκετές σ’ αυτή την κατάσταση – με τρόμο αντίκριζαν τη δύσκολη ώρα της γέννας. Δεν υπήρχε καμία φροντίδα για τις λεχώνες και τα μικρά. Μήτε σπάργανα για να τα τυλίξουν και να τα προφυλάξουν από την παγωνιά.
Το χειμώνα του 1948 πέθανε ένα νεογέννητο αμέσως μετά τη γέννησή του. Το Σεπτέμβριο του 1949 μια Σλαβομακεδόνισσα γέννησε δίδυμα. Μέχρι τις τελευταίες μέρες της εγκυμοσύνης της έτρεχε στις αγγαρείες και κουβαλούσε με μια παράξενη περηφάνια την ανημπόρια της. Γέννησε δίδυμα πάνω στο χωματένιο πάτωμα ενός υπογείου του Μοναστηριού, χωρίς κανένας σχεδόν να το ξέρει. Το ένα μωρό πέθανε σε δυο μέρες και τ’ άλλο το βάφτισαν Ελευθερία μερικές κοπέλες από το κάτω στρατόπεδο. Πέθανε κι αυτό μια βδομάδα αργότερα.

Το μικρό νεκροταφείο για τους κατάδικους

Έξω από το Μοναστήρι, λίγα μέτρα από την κεντρική πύλη, είναι το μικρό νεκροταφείο για τους κατάδικους του Τρίκερι. Δεν έχει τίποτα που να μοιάζει με τα νεκροταφεία που ξέρουμε. Είναι ένας μικρός τετράγωνος χώρος με πέντε έξι φρέσκα μνήματα, που με τα πρωτοβρόχια πρασίνιζε όπως τα γύρω χωράφια.
Κάποιοι παλιοί εξόριστοι φύτεψαν σ’ εκείνο το μέρος μια πικροδάφνη και στερέωσαν μέσα στη γη ένα ξυλόγλυπτο σταυρό από ελιά. Άλλοι μικρότεροι σταυροί είναι σπαρμένοι τριγύρω, σάπιοι από τις βροχές και τον ήλιο, και πάνω τους μόλις που ξεχωρίζουν κάτι αχνά γράμματα με το όνομα και την πατρίδα των νεκρών.
Οι τάφοι των μικρών παιδιών δεν ξεχωρίζουν καθόλου. Τα νερά της βροχής μονάχα λιμνάζουν στις μικρές λακκουβίτσες τους και την άνοιξη πρωτοφυτρώνουν εκεί οι παπαρούνες και τα χαμομήλια.
Δυο βήματα από τους ανώνυμους αυτούς τάφους, που μόνο εμείς τους ξέρουμε, είναι τ’ αντίσκηνα. Εκεί στο πλάι πηγαινοέρχονται οι γυναίκες και κάποτε παίζοντας τα παιδάκια πάνε και κρύβονται πίσω απ’ τη φουντωτή πικροδάφνη και το μεγάλο ξύλινο σταυρό.
Είναι όλοι τους τόσο κοντά στα μνήματα, που η καθημερινή γειτονιά τους με τους πεθαμένους δεν τους κάνει καμία εντύπωση. Ίσως επειδή ύστερα από μια βαριά κρίση ελονοσίας, μια πνευμονία, μια φυματίωση, μια γρίπη, ή ακόμα κι ένα γρατζούνισμα πάνω στα φαρμακερά σύρματα, μπορεί κι αυτές να βρεθούν κάτω από το αρμυρό χώμα.

Τρίκερι, Οκτώβρης 1950
Βικτωρία Θεοδώρου»

Πηγή: Το κείμενο αυτό μαζί με τα υπόλοιπα και φωτογραφικό υλικό βρίσκονται στο βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών. Χίος – Τρίκερι – Μακρόνησος – Αϊ – Στράτης 1948 – 1954» που εξέδωσαν ο Σύλλογος Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών και οι εκδόσεις Αλφειός το 2006
*https://farosthermaikou.blogspot.com/