Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί στην Αθήνα - Η παράδοση της πόλης σε καφενείο


Ηταν Κυριακή, 27 Απριλίου 1941. Οι γερμανικές δυνάμεις μπαίνουν στην Αθήνα και σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους περίμεναν τους εισβολείς οι τέσσερις άνδρες που ανέλαβαν το θλιβερό καθήκον της παράδοσης της πόλεως των Αθηνών.
Ήταν ο φρούραρχος Αθηνών υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κ. Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιώς Αμ¬βρόσιος Πλυτάς και Μιχ. Μανούσκος.
Το καφενείο στους Αμπελόκηπους ονομαζόταν «Λουξ» – άλλοι έγραψαν «Παρθενών» –, ανήκε στον κτηματία Ανδρέα Γλεντζάκη και βρισκόταν στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι δήλωσαν πως η Αθήνα ήταν μια ανοχύρωτη πόλη που δεν είχε την πρόθεση να προβάλει αντίσταση. Ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης Φον Σέιμπεν όρισε ουσιαστικά πολιτικούς διοικητές των Αθηνών και του Πειραιά τους δύο δημάρχους, ενώ κατέστησε αιχμάλωτο πολέμου και υπεύθυνο για τυχόν εχθρικές πράξεις τον υποστράτηγο Καβράκο.
Στην επιτροπή προβλεπόταν ως πρόεδρος ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (πρώην μητροπολίτης Τραπεζούντας [1913-1938] σε δύσκολη στιγμή του Ελληνισμού), ο οποίος αρνήθηκε όμως να παραστεί μη αντέχοντας να συναντήσει τους εισβολείς, κάτι βέβαια που δεν πέρασε απαρατήρητο.

«Στο καφενείο μας παραδόθηκε η Αθήνα»
Τίποτε σήμερα δεν είναι ίδιο στο σημείο όπου υπεγράφη η παράδοση της πόλης στους Γερμανούς. Ωστόσο δύο δεκάχρονοι τότε «μάρτυρες» της ιστορικής στιγμής θυμούνται ακόμη πολλά...
Η σκόνη που απλωνόταν εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Απρίλη επάνω από τη λεωφόρο Κηφισιάς δεν οφειλόταν στον άνεμο ούτε προμήνυε κάτι καλό. Στα αφτιά δύο μικρών παιδιών, που στέκονταν αντικριστά, στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισιάς και Αλεξάνδρας, έφτανε ο θόρυβος από τις ερπύστριες και τις μηχανές αρμάτων μάχης και μοτοσικλετών. Μέσα από τη σκόνη, και μπροστά από την Αγία Τριάδα, ξεπρόβαλαν οι πρώτες φιγούρες: στρατιώτες και αξιωματικοί πάνω σε μοτοσικλέτες και τεθωρακισμένα οχήματα. Την ίδια ώρα, στο καφενείο απέναντι από την έπαυλη Θων, κατέφτανε η αντιπροσωπεία των αξιωματούχων της πρωτεύουσας. Σε λιγότερο από δύο ώρες η Αθήνα κηρυσσόταν «ανοχύρωτη πόλη» και παραδιδόταν στους γερμανούς κατακτητές.
Εχουν περάσει 69 χρόνια από την 27η Απριλίου του 1941, όταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι του μεταξικού καθεστώτος, ο φρούραρχος και στρατιωτικός διοικητής της πόλης υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, συνάντησαν σε εκείνο το καφενείο με την επωνυμία «Παρθενών» τους αξιωματικούς των χιτλερικών ορδών και τους παρέδωσαν τα «κλειδιά» της Αθήνας. Για τον κ. Μάρκο Γλεντζάκη και τον κ. Νίκο Παραδείση όμως, τα δύο μικρά παιδιά εκείνου του «φυλλοβόλου Απρίλη», το πέρασμα κοντά επτά δεκαετιών δεν έχει σβήσει τις θύμησες, τις εικόνες, τη στενοχώρια, την έκπληξη αλλά και την οργή των στιγμών. Ειδικά για τον πρώτο, που ήταν τότε 10 ετών και γιος του ιδιοκτήτη του «Παρθενώνα» Ανδρέα Γλεντζάκη, ενός αψίκορου Κρητικού από την Ασή Γωνιά Χανίων, βετεράνου του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών και των χαρακωμάτων του Βερντέν, στον «Μεγάλο Πόλεμο».
Σπίτια και καταστήματα κλειστά
«Από τα χαράματαο πατέρας μου τριγύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί μέσα στο σπίτι, ως τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Την προηγούμενη ημέρα είχε εκδοθεί διαταγή από το Φρουραρχείο να μείνουν καταστήματα και σπίτια κλειστά. Σήκωσε το ακουστικό, του είπαν να κατέβει στο καφενείο, να το ανοίξει, ήταν προσωπική διαταγή του Καβράκου, θα συνέβαινε κάτι σημαντικό» διηγείται ο κ. Γλεντζάκης ενθυμούμενος εκείνη την ημέρα.
Ο Ανδρέας Γλεντζάκης κατέβηκε. Τον είχαν όμως ζώσει τα φίδια. «Ούτε πρόσεξε που τον ακολούθησα ούτε τον ένοιαξε. Ανοιξε το καφενείο, έβαλε φωτιά για τη χόβολη, τακτοποίησε τα μαρμάρινα τραπεζάκια. Περίμενε». Οπως περίμενε, με κρατημένη την ανάσα της, όλη η Αθήνα. Στις 8 το πρωί οι πρώτοι μοτοσικλετιστές με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό της Βέρμαχτ Φριτς Ντίρφλιγκ σταματούσαν μπροστά από το καφενείο. Οι Καβράκος και Πλυτάς συνοδευόμενοι από τον δήμαρχο Πειραιά Μιχάλη Μανούσκο, τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο Πετζόπουλο και τον γερμανομαθή συνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλο, που ανέλαβε χρέη μεταφραστή, τον υποδέχθηκαν και του υπέβαλαν το αίτημα παράδοσης. Ο Ντίρφλιγκ δήλωσε αναρμοδιότητα και έστειλε αγγελιαφόρο να ειδοποιήσει τον διοικητή του, συνταγματάρχη Χέρμαν φον Σέφεν, που βρισκόταν ακόμη στο Μπογιάτι, τον σημερινό Αγιο Στέφανο.
Με το βλέμμα ενός παιδιού
Την ώρα που η μακρά φάλαγγα οχημάτων, υποζυγίων και ανθρώπων έφθανε σε μπουλούκια στους Αμπελοκήπους, ο οκτάχρονος τότε Νίκος Παραδείσης το είχε σκάσει από το σπίτι του και παρατηρούσε, με δέος, φόβο και έκπληξη, από το πεζοδρόμιο της Θων, τους εκπροσώπους της ναζιστικής τάξης πραγμάτων. «Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά, οι πόρτες κλειστές, τα παντζούρια μανταλωμένα. Ελάχιστοι ήμασταν στους δρόμους. Οι στολές των Γερμανών είχαν γίνει άσπρες από τη σκόνη, κατέβαιναν από τις μοτοσικλέτες και τα φορτηγά, τινάζονταν, χτυπούσαν τις μπότες τους στο κράσπεδο. Οι οδηγοί έβγαζαν τα αεροπορικά γυαλιά. Μόνο τα ζυγωματικά τους ήταν στο χρώμα του δέρματος. Κατέβαιναν από τα πλαϊνά κουβούκλια των μηχανών, έστριβαν τσιγάρα, λεηλατούσαν τις νεραντζιές και έτρωγαν τους στυφούς καρπούς». Στο βλέμμα του κ. Γλεντζάκη αστράφτει ακόμη η σπίθα της έκπληξης. «Περιεργαζόμουν τα τεθωρακισμένα οχήματα, τριγυρνούσα ανάμεσα στους στρατιώτες, 10 χρονών παιδί, με αγνοούσαν. Κάποιοι ήταν πολύ αδύνατοι, άλλοι φαίνονταν καταπονημένοι. Αναρωτιόμουν αν αυτά ήταν τα θηρία του πολέμου, αυτοί οι άνθρωποι που πνίγονταν από τη σκόνη και έτρωγαν λαίμαργα φρούτα και κουταλιές ζάχαρης». Οι Γερμανοί αρνήθηκαν τους καφέδες που παρήγγειλε ο Καβράκος και ετοίμασε ο πατέρας Γλεντζάκης. Ο υποστράτηγος κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, γεγονός που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των γερμανικών αρχείων. Οταν έφθασε ο Φον Σέφεν, η διαδικασία επιταχύνθηκε. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπεγράφη πάνω σε ένα από τα μαρμάρινα τραπεζάκια του καφενείου, δίπλα στο μεγάλο μπιλιάρδο. Η αντιπροσωπεία των ελλήνων αξιωματούχων, συνοδευόμενη από γερμανούς μοτοσικλετιστές και τον Φον Σέφεν, επιβιβάστηκε στα τεθωρακισμένα οχήματά της και πήρε τον δρόμο για το Σύνταγμα. Μέσα στην επόμενη ώρα οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν τα κύρια δημόσια κτίρια, θα εγκαθιστούσαν, προσωρινά, την Ανώτατη Διοίκηση στη «Μεγάλη Βρεταννία» και θα ύψωναν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Η Αθήνα ήταν κατεχόμενη, αλλά όχι υπόδουλη.
Το κτίριο και οι μνήμες της Κατοχής
Το κτίριο στο οποίο, στο ισόγειο, στεγαζόταν ο «Παρθενών» και αποτελούσε παράλληλα και κατοικία της οικογένειας Γλεντζάκη υπάρχει ακόμη στον αριθμό «6» της λεωφόρου Κηφισιάς. Σήμερα στον ίδιο χώρο στεγάζεται ένα υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας γρήγορων γευμάτων. Δεν είναι όμως το μοναδικό σημείο των Αμπελοκήπων φορτισμένο από την ιστορία της Κατοχής.
Οπως μνημονεύει ο κ. Παραδείσης, «οι Φυλακές Αβέρωφ ήταν τα δεσμωτήρια των αντιστασιακών, στα Κουντουριώτικα στήνονταν τα συσσίτια, με χυλό και πλιγούρι, στην Ακαρνανίας, μπροστά από το δημοτικό σχολείο “Καρανίκα”, είχαν σκοτωθεί από έκρηξη εγκαταλειμμένης χειροβομβίδας δύο συνομήλικοί μας και δύο άλλοι είχαν χάσει την όρασή τους».
Ανάμεσα σε αυτά, το κάρο του δήμου «κατηφόριζε την Κηφισιάς και την Αλεξάνδρας καιμάζευε τους σκελετωμένους, αποστεωμένους νεκρούς από τα πεζοδρόμιατον χειμώνα τηςπείνας». Υπήρχαν και οι στιγμές ανάτασης, ελπίδας και αντίστασης. «Τα χωνιά, τα συνθήματα στους τοίχους, οι προκηρύξεις, οι κρυφές μαζώξεις να ακούσουν οι μεγάλοι τα νέα από το ραδιόφωνο, από το Λονδίνο ή τη Μόσχα, ή η διάδοση από στόμα σε στόμα ότι κατέβηκε η σβάστικα από την Ακρόπολη, όταν την κουρέλιασαν ο Γλέζος και ο Σάντας».
(ΤΟ ΒΗΜΑ)

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

24 Απριλίου 1915 ξεκινά η Γενοκτονία των Αρμενίων


Σαν σήμερα 250 διανοούμενοι Αρμένιοι δολοφονούνται από τους Τούρκους για να καταστραφεί ο πυρήνας της αρμένικης κουλτούρας . Το 1915 οι ηγέτες της Τουρκίας έθεσαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο για να «εξαφανίσουν» τον πληθυσμό των Αρμένιων που ζούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και οι αριθμοί ποικίλλουν, οι περισσότερες πηγές συμφωνούν ότι υπήρχαν περίπου 2 εκατομμύρια Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη στιγμή της σφαγής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν οι σφαγές και ο εκτοπισμός ολοκληρώθηκαν, 1,5 εκατομμύριο Αρμένιοι της Τουρκίας ήταν νεκροί και πολλοί περισσότεροι απομακρύνθηκαν βίαια από τη χώρα. Σήμερα, οι περισσότεροι ιστορικοί αποκαλούν το συμβάν γενοκτονία, μια προμελετημένη και συστηματική εκστρατεία για την εξόντωση ενός ολόκληρου λαού. Ωστόσο, η τουρκική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει το τεράστιο μέγεθος αυτών των γεγονότων. Παρά την πίεση από τους Αρμένιους και τους υποστηρικτές της κοινωνικής δικαιοσύνης σε όλο τον κόσμο, εξακολουθεί να είναι παράνομη στην Τουρκία οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από τα γεγονότα αυτής της εποχής. Χιλιάδες Αρμένιοι τότε πνίγηκαν σε ποτάμια, έπεσαν από γκρεμούς, σταυρώθηκαν και κάηκαν ζωντανοί. Για ένα χρονικό διάστημα μάλιστα, η τουρκική ύπαιθρος ήταν γεμάτη με πτώματα Αρμενίων.
Οι ρίζες της Γενοκτονίας - Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
Οι Αρμένιοι ζούσαν ειρηνικά στην περιοχή του Καυκάσου της Ευρασίας για περισσότερα από 3.000 χρόνια. Το βασίλειο της Αρμενίας ήταν αρχικά μια ανεξάρτητη οντότητα (στην αρχή του 4ου αιώνα μ.Χ. είχε γίνει η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε τον χριστιανισμό επίσημη θρησκεία), αλλά ως επί το πλείστον, ο έλεγχος της περιοχής πήγαινε από τη μία αυτοκρατορία στην άλλη. Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, η Αρμενία άρχισε να απορροφάται από την πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί άρχοντες, όπως και οι περισσότεροι από τους υπηκόους τους, ήταν μουσουλμάνοι. Επέτρεπαν σε θρησκευτικές μειονότητες, όπως οι Αρμένιοι να διατηρήσουν κάποια αυτονομία, ωστόσο τους θεωρούσαν «άπιστους», ενώ η μεταχείρισή τους ήταν άνιση και άδικη. Για παράδειγμα, οι χριστιανοί έπρεπε να πληρώνουν υψηλότερους φόρους από τους μουσουλμάνους, ενώ είχαν πολύ λίγα πολιτικά και νομικά δικαιώματα.
2.9.2016 Όπισθεν Γερμανίας στο θέμα της Γενοκτονίας των Αρμενίων:
Μη δεσμευτική η απόφαση αναγνώρισης Παρά τα εμπόδια όμως, η αρμένικη κοινότητα άνθισε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Είχαν την τάση οι Αρμένιοι να είναι πιο μορφωμένοι και πλουσιότεροι από τους Τούρκους γείτονες τους, οι οποίοι με τη σειρά τους, δυσανασχετούσαν με αυτή την ευημερία τους. Αυτή η δυσαρέσκεια άρχισε να επιδεινώνεται από τις υποψίες ότι οι χριστιανοί Αρμένιοι θα είναι πιο πιστοί στις χριστιανικές κυβερνήσεις (δηλαδή στους Ρώσους, οι οποίοι μοιράζονταν τα ασταθή σύνορα με την Τουρκία), από ό, τι θα ήταν στο Οθωμανικό χαλιφάτο. Η καχυποψία των Τούρκων προς τους Αρμένιους αυξήθηκε περισσότερο όταν κατέρρευσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο δεσποτικός Τούρκος Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ ο δεύτερος -ο οποίος είχε εμμονή με την πίστη πάνω απ 'όλα, ενώ είχε εξαγριωθεί και από την εκκολαπτόμενη εκστρατεία των Αρμενίων για να κερδίσουν βασικά πολιτικά δικαιώματα- δήλωσε ότι θα λύσει το «αρμενικό ζήτημα» άπαξ και δια παντός. «Θα τους τακτοποιήσω σύντομα αυτούς τους Αρμένιους», είπε σε έναν δημοσιογράφο το 1890. «Θα τους δώσω τέτοιο χαστούκι, που θα τους κάνει να... παραιτηθούν από τις επαναστατικές φιλοδοξίες τους.»
Το 1922, όταν η γενοκτονία ολοκληρώθηκε, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν επιβιώσει μόλις 388.000 Αρμένιοι. Η πρώτη σφαγή των Αρμενίων Μεταξύ 1894 και 1896, αυτό το «χαστούκι» πήρε τη μορφή ενός κράτους με κυρώσεις τύπου πογκρόμ. Σε απάντηση της μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίας των Αρμενίων, τουρκικά στρατιωτικά στελέχη, στρατιώτες και απλοί άνδρες λεηλάτησαν τα χωριά και τις πόλεις των Αρμενίων και έσφαξαν τους πολίτες τους. Εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι δολοφονήθηκαν τότε. Η άνοδος των Νεότουρκων Το 1908, μια νέα κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία στην Τουρκία. Μια ομάδα μεταρρυθμιστών (η τριανδρία των Ταλαάτ Πασά, Εμβέρ Πασά και Τζεμάλ Πασά) που αποκαλούνταν «Νεότουρκοι» ανέτρεψαν τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ καθιερώνοντας μια πιο σύγχρονη συνταγματική κυβέρνηση.
Αρχικά, οι Αρμένιοι ήταν αισιόδοξοι ότι θα έχουν ίση θέση και μεταχείριση στη νέα τάξη πραγμάτων, ωστόσο σύντομα έμαθαν ότι οι Νεότουρκοι ήταν ακόμη πιο εθνικιστές από τον Χαμίντ, και στόχος τους ήταν ο «εκτουρκισμός» της αυτοκρατορίας. Ο νέος τρόπος σκέψης, ήθελε τους μη-Τούρκους και ιδιαίτερα τους χριστιανούς μη-Τούρκους να αποτελούν σοβαρή απειλή για τη νέα κατάσταση Τούρκος αξιωματούχος χλευάζει τα πεινασμένα παδιά των Αρμένιων κουνώντας τους ένα κομμάτι ψωμί Α 'Παγκόσμιος Πόλεμος Το 1914, οι Τούρκοι μπήκαν στον Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας. (Ταυτόχρονα, οι οθωμανικές θρησκευτικές αρχές δήλωσαν τζιχάντ, ή ιερό πόλεμο εναντίον όλων των χριστιανών, εκτός από τους συμμάχους τους). Οι στρατιωτικοί ηγέτες άρχισαν να υποστηρίζουν ότι οι Αρμένιοι ήταν προδότες, αφού θεωρούσαν ότι ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν για τον εχθρό. Καθώς ο πόλεμος εντάθηκε, οργανωμένα εθελοντικά τάγματα των Αρμενίων συντάχθηκαν με το ρωσικό στρατό στον αγώνα κατά των Τούρκων στην περιοχή του Καυκάσου. Αυτά τα γεγονότα, και γενικά η τουρκική καχυποψία προς τον αρμένικο λαό, οδήγησε την τουρκική κυβέρνηση να πιέσει για την «απομάκρυνση» των Αρμενίων από τις εμπόλεμες ζώνες κατά μήκος του Ανατολικού Μετώπου.
Η αρχή της Γενοκτονίας Στις 24 Απριλίου του 1915, μια μέρα σαν σήμερα, ξεκίνησε η γενοκτονία των Αρμενίων. Εκείνη την ημέρα, η τουρκική κυβέρνηση συνέλαβε, βασάνισε και εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες, περίπου 250 Αρμένιους διανοούμενους, για να σημάνει με την κίνηση αυτή την αρχή του τέλους ενός ολόκληρου λαού. Μετά από αυτό, άρχισε ο διωγμός των Αρμενίων σε πορείες θανάτου μέσω της Μεσοποταμίας, στην έρημο χωρίς τροφή ή νερό. Συχνά, οι άνθρωποι αυτοί υποβάλλονταν σε βασανιστήρια και αναγκάζονταν να περπατήσουν γυμνοί κάτω από τον καυτό ήλιο μέχρι να πέσουν νεκροί. Όσοι σταματούσαν για να ξεκουραστούν, πυροβολούνταν. Την ίδια στιγμή, οι Νεότουρκοι δημιούργησαν μια «Ειδική Οργάνωση», η οποία οργάνωνε «διμοιρίες θανάτου» ή «τάγματα σφαγής» και έπρεπε να πραγματοποιήσει, όπως το έθεσε ένας αξιωματούχος, «εκκαθάριση των χριστιανικών στοιχείων». Αυτές οι ομάδες αποτελούνταν από δολοφόνους και άλλους πρώην κατάδικους. Χιλιάδες Αρμένιοι τότε πνίγηκαν σε ποτάμια, έπεσαν από γκρεμούς, σταυρώθηκαν και κάηκαν ζωντανοί. Για ένα χρονικό διάστημα μάλιστα, η τουρκική ύπαιθρος ήταν γεμάτη με πτώματα Αρμενίων. Τα αρχεία δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια αυτής της κυβερνητικής εκστρατείας «τουρκοποίησης», οι ομάδες αυτές απήγαγαν αρκετά παιδιά Αρμενίων, τα προσηλύτισαν στο Ισλάμ και τα έδωσαν σε τουρκικές οικογένειες. Σε άλλες περιπτώσεις, βίασαν γυναίκες και τις ανάγκασαν να ενταχθούν σε τουρκικά «χαρέμια» ή τις χρησιμοποίησαν ως σκλάβες. Μουσουλμανικές οικογένειες μετακινήθηκαν στα σπίτια Αρμενίων, αφού αυτοί είχαν απελαθεί και τα περιουσιακά στοιχεία τους είχαν κατασχεθεί. Το 1922, όταν η γενοκτονία ολοκληρώθηκε, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν επιβιώσει μόλις 388.000 Αρμένιοι. Η "εκκαθάριση των χριστιανικών στοιχείων" Η Γενοκτονία των Αρμενίων σήμερα Μετά την παράδοση των Οθωμανών το 1918, οι ηγέτες των Νεότουρκων κατέφυγαν στη Γερμανία, η οποία υποσχέθηκε να μην ασκήσει δίωξη για την γενοκτονία. Ωστόσο, μια ομάδα Αρμενίων εθνικιστών επινόησε ένα σχέδιο, γνωστό ως «Επιχείρηση Νέμεσις», ώστε να εντοπίσει και να δολοφονήσει τους ηγέτες της γενοκτονίας. Έκτοτε, η τουρκική κυβέρνηση αρνείται ότι συνέβη η γενοκτονία. Οι Αρμένιοι ήταν μια εχθρική δύναμη, υποστηρίζουν, και η σφαγή τους, ήταν ένα αναγκαίο μέτρο του πολέμου.
2.8.2016 Η Ευρώπη ενάντια στις γενοκτονίες και στους αρνητές της Ιστορίας Σήμερα, η Τουρκία αποτελεί σημαντικό σύμμαχο των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών, και έτσι οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών είναι απρόθυμες να καταδικάσουν την εξόντωση των Αρμένιων. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα αμερικανικά ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν χρησιμοποιούσαν για πάρα πολλά χρόνια τη λέξη «γενοκτονία» για να περιγράψουν τα εγκλήματα της Τουρκίας. Η φράση «γενοκτονία Αρμενίων» εμφανίζεται στην εφημερίδα τον New York Times, μόλις το 2004.
Τον Μάρτιο του 2010, μια ομάδα του Κογκρέσου των ΗΠΑ (αν και αργά), ψήφισε για την αναγνώριση της γενοκτονίας. Μόλις στις 16 Απριλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα ψήφισμα που χαρακτηρίζει γενοκτονία τη σφαγή έως και 1,5 εκατομμυρίων Αρμενίων πριν 100 χρόνια, λίγες ημέρες αφότου ο Πάπας Φραγκίσκος χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο. Παρά το γεγονός ότι το ψήφισμα επαναλάμβανε τον όρο που είχε υιοθετηθεί από το Κοινοβούλιο το 1987, ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πριν την έναρξη της ψηφοφορίας ότι θα αγνοήσει το αποτέλεσμά της. «Ό,τι απόφαση κι αν λάβουν, θα μπει από το ένα αφτί και θα βγει από το άλλο», είχε δηλώσει νωρίτερα στο αεροδρόμιο της Άγκυρας προτού αναχωρήσει για επίσημη επίσκεψη στο Καζακστάν. Ένας πατέρας με τα παιδιά του νεκροί Ψηφίζοντας με ανάταση των χεριών, οι ευρωβουλευτες ενέκριναν το ψήφισμα που αναφέρει πως «τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ 1915 – 1917 εναντίον των Αρμενίων στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούν μια γενοκτονία». Μετά το ψήφισμα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε το Κοινοβούλιο ότι επιχειρεί να ξαναγράψει την Ιστορία. Στη δήλωση τόνισε πως οι νομοθέτες που υποστήριξαν το ψήφισμα ήταν σε συνεργασία με «όσους δεν έχουν καμία σχέση με τις ευρωπαϊκές αξίες και θρέφουν το μίσος, την εκδίκηση και την κουλτούρα των συγκρούσεων». Η Τουρκία συμφωνεί ότι χριστιανοί Αρμένιοι σκοτώθηκαν σε μάχες με Οθωμανούς στρατιώτες που ξεκίνησαν στις 15 Απριλίου 1915, όταν οι Αρμένιοι ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά αρνείται ότι ο αριθμός των νεκρών είναι τόσο υψηλός για να χρησιμοποιηθεί ο όρος γενοκτονία.
Πηγή: www.lifo.gr
Αυτή είναι μια ανατριχιαστική φωτογραφία από την Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915.
Η λεζάντα κάτω, γράφει: «Σταυρωμένες Αρμένισες γυναίκες στην περιοχή του Der-es-Zor (Ντέιρ αλ-Ζορ, σήμερα ανήκει στην Συρία). Συνολικά, ήταν 16 γυναίκες.
Οι Τούρκοι τις ξεγύμνωσαν, τις βασάνισαν και τις σταύρωσαν. Μερικές σώθηκαν από Άραβες Βεδουίνους που τις κατέβασαν από τους σταυρούς.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Οι πρώτες εκλογές στην ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ


Για πρώτη φορά ψηφίζουν και οι γυναίκες.


Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 23 και 30 Απριλίου 1944. Στο έδαφος της Ελεύθερης Ελλάδας οι εκλογές «θα διεξάγονταν με κάλπες και καθολική μυστική ψηφοφορία για την εκλογή των αντιπροσώπων από κάθε δήμο και κοινότητα»19 ενώ στις κατεχόμενες περιοχές «η ψηφοφορία θα διεξάγονταν ανάλογα με τις συνθήκες» το οποίο σήμαινε ότι αν δεν ήταν δυνατή η μυστική ψηφοφορία με κάλπες «η εκλογή γίνεται ύστερα από τη συνεδρίαση και τις κοινές αποφάσεις των κατοίκων ή των αντιπροσώπων τους»20. Σύμφωνα με εαμικές πηγές πάνω από ενάμιση εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες – που ψήφιζαν για πρώτη φορά- περισσότεροι από αυτούς που έλαβαν μέρος στις εκλογές το 1936- ψήφισαν για να εκλέξουν το Εθνικό Συμβούλιο.
Τελικά, εκλέχθηκαν 206 αντιπρόσωποι. Σε αυτούς προστέθηκαν 22 μέλη της Βουλής τα οποία είχαν εκλεγεί πριν την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και είχαν επιλέξει να υποστηρίξουν το ΕΑΜ. Ανάμεσά τους υπήρχαν καθηγητές πανεπιστημίου, στρατηγοί καθώς και δημόσιοι υπάλληλοι, παπάδες, δάσκαλοι και εργάτες, γεγονός το οποίο υποδήλωνε τη δυνατότητα του ΕΑΜ να στρατολογεί ανθρώπους από ποικίλα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα.
Σύμφωνα με τον Γιώργη Σιάντο, γραμματέα του ΚΚΕ και γραμματέα των Εσωτερικών της ΠΕΕΑ: «Με τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, οι μετρημένοι ψήφοι είναι 1.025.000. Λείπουν τα 4/5 απ' τα εκλογικά στοιχεία της Πελοποννήσου, τα περισσότερα στοιχεία της Μακεδονίας, αρκετά στοιχεία απ' τη Θεσσαλία, την Αττικοβοιωτία και την Ηπειρο. Κατά τις βεβαιώσεις των εθνοσυμβούλων το λιγότερο ψήφισαν 1.500.000 ως 1.800.000, χωρίς να λογαριάζουμε την Κρήτη και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Πάρτε υπόψη σας ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 και προηγούμενα ψήφιζαν γύρω από το εκατομμύριο. Οι εκλογές μας είναι μαχητικό δημοψήφισμα εθνικής ενότητας, ένας συναγερμός αγώνα, για την εθνική απελευθέρωση και τη λαοκρατία.
Η συμμετοχή των γυναικών ήταν πολύ μεγάλη(...) Αυτά δείχνουν ότι η γυναίκα κατάχτησε τα δικαιώματά της με την αξία της, με τον αγώνα της.
(...)Με την επιτυχία αυτή, βάλαμε ένα μεγάλο αγκωνάρι για τη θεμελίωση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Τα στοιχεία που σας διάβασα δείχνουν ότι ξεπεράστηκαν και οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί. Η θέληση του λαού ν' αποχτήσει λαοκρατικούς θεσμούς, η θέλησή του να κυβερνήσει ξεπέρασε κάθε αισιόδοξη πρόβλεψη»21.
Ωστόσο αυτό το νέο μόρφωμα, το Εθνικό Συμβούλιο, είχε σύντομη ζωή. Αδράνησε ύστερα από τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους του ΕΑΜ και την εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο, οι οποίες οδήγησαν στη συγκρότηση της Κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ύστερα από το Μάιο 1944, το Συμβούλιο δεν συνεδρίασε ξανά και επίσημα διαλύθηκε τον Νοέμβριο 1944. Αντί να αποτελέσει το θεμέλιο για ένα νέο πολιτικό σύστημα, αποτέλεσε ένα διαπραγματευτικό όπλο του ΕΑΜ στις διαπραγματεύσεις με τους πολιτικούς στο Κάιρο.
Της Βασιλικής Λάζου, διδάκτορος Ιστορίας ΑΠΘ

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει την κορυφογραμμή της Πίνδου


Με τη μάχη στο Ανθοχώρι Μετσόβου (22/4/1943) ολοκληρώνεται η κατάληψη της κορυφογραμμής και εξασφαλίζεται ο έλεγχος των διαβάσεων της Πίνδου. Από τα βόρεια σύνορα μέχρι σχεδόν τον Κορινθιακό σχηματίζεται η «Γεωγραφική» αλλά και διοικητική οντότητα, που θα περάσει στην ιστορία ως η «Ελεύθερη Ελλάδα» της Κατοχής.
Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του '43 η Δυτική Μακεδονία και η ορεινή Δυτική Θεσσαλία βρίσκονταν σε κατάσταση ανοιχτής εξέγερσης. Η Μεραρχία Pinerolo [1] δέχεται απανωτά χτυπήματα στο Σνίχοβο (Δεσπότης Γρεβενών), στη Μερίτσα (Οξύνεια, βόρεια της Καλαμπάκας), με αποκορύφωμα τον θρίαμβο του Φαρδύκαμπου όπου ο ταγματάρχης Perrone και σύσσωμο το τάγμα του (Ι/13 με έδρα τα Γρεβενά) θα παρελάσουν αιχμάλωτοι στα πλακόστρωτα σοκάκια της Σιάτιστας.
Η Pinerolo οργάνωσε μεγάλη επιχείρηση καταστολής του αντάρτικου (αρχές Μάρτιου-μέσα Απριλίου) και έστειλε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής της με σκοπό να ανακαταλάβει τις εξεγερμένες περιοχές.
Και ενώ η Pinerolo αναλισκόταν να ανεβοκατεβαίνει, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, τους σκονισμένους δρόμους της Δυτικής Μακεδονίας, το Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλίας [2], σε συνεργασία με το νεοσυσταθέν Αρχηγείο Ανταρτών Δυτικής Θεσσαλίας [3] του ΕΛΑΣ, προβαίνει σε μια ενέργεια, όχι τόσο εντυπωσιακή όσο οι παραπάνω μάχες, αλλά ιδιοφυής και εξόχως μεγάλης στρατηγικής σημασίας.

Από τις αρχές Απριλίου, δηλαδή απ’ όταν άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια, ξεκινά τη συστηματική κατάληψη της κεντρικής ραχοκοκαλιάς της οροσειράς της Πίνδου. Πρώτο βήμα για αυτό ήταν να εκκαθαριστούν οι Αυτονομιστές Λεγεωνάριοι [4] και οι διάφορες ληστοσυμμορίες που καταδυνάστευαν τους χωρικούς.
Το εγχείρημα ανέλαβε να εκτελέσει το ειδικό απόσπασμα του Υπαρχηγείου Κόζιακα.[5] Αποτελούνταν από 160 αντάρτες από Ολυμπο, Οξυά και Κίσσαβο, ομοιόμορφα ντυμένους στο χακί, καλά οπλισμένους και επαρκώς εφοδιασμένους. Τη διοίκηση είχαν: στρατιωτικός ο Κ. Οικονόμου (Τσαπουρνιάς), καπετάνιος ο Δ. Σαρακατσάνης (Μακεδόνας) και πολιτικός ο Θ. Πάλλας, (που σύντομα θα πάρει και το προσωνύμιο «Κόζιακας»). Σε βοήθεια έρχεται και το Υπαρχηγείο Χασίων (Ζαραλής - Καφαντάρης). Τα δύο αποσπάσματα με συγχρονισμένες κινήσεις λαβίδας σύντομα καταλύουν το βασίλειο του «Αρχιλεγεωνάριου» Βαζούρα.
Οι συνεργάτες των Ιταλών «Λεγεωνάριοι» είχαν καταστεί η μάστιγα της υπαίθρου. Ομάδες τους, ενισχυμένες ενίοτε και από Ιταλούς μελανοχίτωνες ή καραμπινιέρους, με πρόσχημα την ανακάλυψη κρυμμένων όπλων λεηλατούσαν απροκάλυπτα τα χωριά. Με τέχνασμα του Ζαραλή [6] ο Βαζούρας συλλαμβάνεται και εκτελείται. Οι δε ληστές (Κλαρίτες), που λυμαίνονταν από χρόνια τα περάσματα και τους δρόμους της Δυτικής Θεσσαλίας, Νικολάου, Μοτίτσιος, Στούμπης, Παύλης, Βήκας και Μανάβας οδηγούνται δέσμιοι στο ανταρτοδικείο. Ο δρόμος πλέον και για την εκδίωξη και των Ιταλών από την Πίνδο είναι ανοιχτός.
Η αποφασιστική κίνηση γίνεται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου. Ενεργοποιείται πάλι το απόσπασμα «Κόζιακα» (Αρσένιου τΑ, σελ. 221). Σε αυτό εντάχτηκαν και οι υπολοχαγοί Κ. Πατσιατζής και Γ. Μάης καθώς και αρκετοί νέοι αντάρτες.
Το απόσπασμα κινήθηκε σε τμήματα που ανέβηκαν στα Τρία Ποτάμια, προχώρησαν στο Χαλίκι, ανηφόρισαν στον αυχένα Μάντρα Χότζια, κατηφόρισαν στο Ανήλιο και κατέλαβαν θέσεις γύρω από το Ανθοχώρι Μετσόβου. Με αυτές τις κινήσεις έθεσαν κάτω από τον έλεγχό τους τις δύο διαβάσεις, Ζυγό και Μάνδρα Χότζια, που ενώνουν την Ηπειρο με τη Θεσσαλία. Παράλληλα άλλο τμήμα 100 ανταρτών από τον Ολυμπο, με τους Κηπουρό - Ζαραλή, ξεκινούν από τα Χάσια και καταλαμβάνουν θέσεις στη Μηλιά, στον Αώο.
Η κορυφογραμμή της Πίνδου, από τα Ζαγοροχώρια μέχρι τον Ασπροπόταμο, βρίσκεται πλέον στα χέρια του ΕΛΑΣ. Αυτό που απέμεινε να γίνει ήταν η κατάληψη και του ίδιου του Μετσόβου.
H ηπειρώτικη κωμόπολη νιώθει τον αντάρτικο κλοιό, ο οποίος σιγά σιγά σχηματίζεται τριγύρω της από τις μαχητικές ομάδες που συρρέουν από όλα τα τριγύρω χωριά. Αυτές τις τοπικές δυνάμεις έρχονται να ενισχύσουν οι Θεσσαλοί που θα αποτελέσουν και την αιχμή του δόρατος των «Πολιορκητών». Εγχείρημα όμως όχι και τόσο απλό, μια που το Μέτσοβο φυλάσσεται από ουκ ευκαταφρόνητες ιταλικές δυνάμεις.
Από τις αρχές του '43 βρίσκεται εκεί σταθμευμένος λόχος επίλεκτων χιονοδρόμων μαζί με την «κλασική» φρουρά της Μεραρχίας Modena. [7] Και μπορεί από τα τέλη Μαρτίου, στο πλαίσιο της απόσυρσης των ιταλικών μονάδων από τις απομακρυσμένες και ευάλωτες στις αντάρτικες επιθέσεις φρουρές, ο ιταλικός στρατός να απομακρύνεται από χωριά και πόλεις, στις 10 Απριλίου όμως, στο μεγάλης στρατηγικής σημασίας Μέτσοβο, καταφτάνει ως ενίσχυση ολόκληρο το τάγμα Αλπινιστών Val Leogra. [8]
Καθόλου τυχαία επιλογή. Αποτελείται από σκληραγωγημένους Αλπινιστές με εμπειρία που αποκόμισαν στο Μαυροβούνιο κατά τη διάρκεια αντι-αντάρτικων επιχειρήσεων κόντρα στους παρτιζάνους τού Τίτο. Το μέγεθος της ιταλικής φρουράς, πάνω από 1.200 άντρες, καθιστά απαγορευτική μια κατά μέτωπο επίθεση. Ετσι το απόσπασμα Κόζιακα παίρνει θέσεις στα νότια του Μετσόβου και περιμένει, το απόσπασμα των Χασίων που έρχεται από τα ανατολικά.
Ταυτόχρονα από τα δυτικά, λίγο πιο πάνω από τη Χρυσοβίτσα, συγκεντρώνονται οι «ντόπιες δυνάμεις του ΕΛΑΣ», [9] που κάθε μέρα που περνά ενισχύονται με όλο και περισσότερους «εφεδρικούς» της ευρύτερης περιοχής. Οι δε φήμες για αποχώρηση των Ιταλών όλο και θεριεύουν.
Από την άλλη μεριά οι Ιταλοί γίνονται δέκτες διογκωμένων πληροφοριών για τις δυνάμεις των «Ribelli», που όλο και σφίγγουν τον κλοιό γύρω από το Μέτσοβο.
Αν και η φρουρά που υπάρχει καθιστά μια πιθανή επίθεση παρακινδυνευμένη, ο κίνδυνος του αποκλεισμού και της διαφαινόμενης πολιορκίας του κρίνεται από τον Regio Esercito πολύ πιθανός. Για να αποφευχθεί μια νέα καταστροφή αποφασίζεται τελικά η εκκένωση. Οσο «προσωπικό» της Modena έχει μείνει αποσύρεται και φτάνουμε στις 21 Απριλίου όπου η τελευταία φάλαγγα φορτηγών με εξοπλισμό και άντρες εγκαταλείπει το Μέτσοβο στις 15.00 ακριβώς.
Στην κωμόπολη μένει πλέον μόνο, ως οπισθοφυλακή, το Val Leogra (περίπου 1.000 άντρες) και ο ειδικός λόχος των χιονοδρόμων της Modena (ακριβώς 60 άντρες). Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι παραμένοντες Ιταλοί διαπιστώνουν ότι οι Ελληνες μεταφραστές, οι διάφοροι έμπιστοι υπάλληλοι και οι χωροφύλακες έχουν «εξαφανιστεί». Οι μόνοι που παραμένουν στο πόστο τους είναι οι «Λεγεωνάριοι του Πριγκιπάτου», που πανικόβλητοι πληροφορούν τους Ιταλούς ότι οι αντάρτες βρίσκονται ήδη στο ύψωμα Μηλιές, νοτιοδυτικά από το κοντινό Ανθοχώρι.

Και φτάνουμε πλέον στα χαράματα της 22ης Απριλίου, όπου στις 5 το πρωί η φάλαγγα της οπισθοφυλακής εγκαταλείπει το Μέτσοβο με προορισμό τα Γιάννενα. Κινούνται προσεκτικά με όλες τις προφυλάξεις και μόλις προσπερνούν το Ανθοχώρι ο 259ος Λόχος κατευθύνεται να πιάσει θέση στο ύψωμα του Προφήτη Ελισαίου, απέναντι από τις Μηλιές, ώστε να οργανώσει από εκεί μια επίθεση ενάντια στους απέναντι ευρισκόμενους αντάρτες.
Η ώρα είναι λίγο μετά τις 7 και είναι η ώρα που αλλάζουν οι σκοποί. Ο αντάρτης που θα αναλάμβανε υπηρεσία πέφτει κυριολεκτικά πάνω στους προπορευόμενους Ιταλούς ανιχνευτές. [10] Λίγα μέτρα πιο μακριά οι αντάρτες κοιμούνταν αμέριμνοι γύρω από ένα μικρό εκκλησάκι. [11] Ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος. Ο σκοπός όμως, ψύχραιμος, αρχίζει να πυροβολεί δίνοντας το σήμα του συναγερμού και οι αντάρτες πετάγονται από τον ύπνο τους αλαφιασμένοι.
Οι Ιταλοί είναι και αυτοί ξαφνιασμένοι. Περίμεναν τους αντάρτες να είναι στις διπλανές Μηλιές και όχι στο ύψωμα του Προφήτη Ελισαίου.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο είναι που φαίνονται οι πραγματικοί ηγέτες.
Ο καπεταν Κόζιακας τρέχει στην πρώτη γραμμή και με φωνές προσπαθεί να συνεφέρει και να δώσει κουράγιο στους μουδιασμένους άντρες του. Δίπλα του ο υπολοχαγός Κ. Πατσιατζής [12], έμπειρος στρατιωτικός, με κοφτές διαταγές αρχίζει να οργανώνει μια στοιχειώδη αμυντική γραμμή. Ο υπολοχαγός Μάης, λίγο πιο πίσω, βάζει μπρος έναν όλμο ώστε να καλύψει τους αμυνόμενους.
Από την άλλη μεριά ο διοικητής τού Val Leogra, λοχαγός Arnaldo Adami [13], ψύχραιμα, ρίχνει στη μάχη τον προπορευόμενο 259ο Λόχο. Επικεφαλής του λόχου είναι ο νεαρός υπολοχαγός Bruno Rispoli. Μόλις στήνονται οι πρώτοι όλμοι αρχίζει την επίθεση παρακινώντας τους άντρες του φωνάζοντας: «Forza ragazzi! Teniamo duro!» [14]
Η μάχη φουντώνει με τον ιταλικό λόχο [15] να ξεδιπλώνεται και να ελίσσεται προσεκτικά απέναντι στην ανταρτική άμυνα. Από την άλλη μεριά οι περίπου 65 αντάρτες [16] αρχίζουν σιγά σιγά να ενισχύονται από το κύριο τμήμα στις Μηλιές. Οι Ιταλοί επιτίθενται με πείσμα, αλλά και οι αντάρτες αποκρούουν τις επιθέσεις εξίσου πεισματικά.
Η σύγκρουση διαρκεί κάνα δίωρο και μοιραία οδηγείται σε αδιέξοδο. Ο Adami βλέποντας το πράγμα να βαλτώνει στέλνει τον 260ο Λόχο να καταλάβει τη γέφυρα νότια από το Βοτονόσι και δίνει διαταγές για συντεταγμένη σταδιακή απεμπλοκή όλης της φάλαγγας. Ετσι και γίνεται. Στις 10.00 η γέφυρα έχει «διασφαλιστεί» και στις 14.00 όλο το τάγμα έχει συμπτυχτεί μέσα στο χωριό.
Κάτοχοι του πεδίου της μάχης οι αντάρτες μετρούν τις απώλειές τους. Ο απολογισμός είναι 4 νεκροί, οι περισσότεροι «έπεσαν» τα πρώτα λεπτά του αιφνιδιασμού. Ανάμεσά τους ο υπολοχαγός Κ. Πατσιατζής (από την Καλαμπάκα), ο Χ. Χριστογιάννης (από τον Τύρναβο), ο Χρήστος (με το ψευδώνυμο Κύκλωπας, από τη Βεντίστα) και ο Βαγγέλης (από την Μπάνιστα). Εχουν επίσης 5 βαριά τραυματισμένους. [17]
Οι Ιταλοί μετρούν 6 νεκρούς. Τον υπολοχαγό Bruno Rispoli, τον υποδιοικητή της διμοιρίας ανιχνευτών λοχία Lerdi Calatino, τον cap.magg [18] της ομάδας πολυβόλων Gildo Dell’Igna και τρεις Αλπινιστές. Επίσης έχουν 5 τραυματίες. Στους αντάρτες το κλίμα είναι βαρύ, θάβουν με οδύνη τους νεκρούς τους και τις επόμενες μέρες θα ασκηθεί έντονη κριτική για τον αιφνιδιασμό [19] που υπέστησαν. Σε αντίποινα θα εκτελέσουν στο Μέτσοβο όσους λεγεωνάριους έπεσαν στα χέρια τους. [20]
Εξαλλοι γίνονται και οι «Χασιώτες» μόλις μαθαίνουν τα νέα και ξεχύνονται πίσω από τους Ιταλούς, στο Βοτονόσι, για να πάρουν εκδίκηση. Πρώτα «πιάνουν» το ύψωμα «Καλιγωμένο Αλώνι», έξω από το χωριό. Ο Adami, βλέποντας ότι κινδυνεύει να περικυκλωθεί, εφαρμόζει το εξής στρατήγημα [21]: βάζει τους άντρες του να στήσουν τις σκηνές τους, ώστε να πείσουν τους αντάρτες ότι θα διανυκτερεύσουν στο χωριό, ενώ αντίθετα πραγματοποιεί απογευματινή έξοδο. Βαλλόμενος από τα γύρω υψώματα κάνει 2 ώρες να διανύσει τα πρώτα 400 μέτρα, [22]
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες κατορθώνει να φτάσει, στις 19.30, στον δρόμο κάτω από τη Χρυσοβίτσα. Στις 22.45 η φάλαγγα φτάνει στη γέφυρα της Μπάτζας. Και τα ξημερώματα, στις 3.30 της 23ης Απριλίου, ξεκινά για τα Γιάννενα, όπου και εισέρχεται στις 18.30. Ολη η επαρχία του Μετσόβου είναι πλέον κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.
Ηδη από τις 5 Απριλίου τμήμα του ΕΛΑΣ Γρεβενών διέσχισε νύχτα το χιονισμένο πέρασμα Αβδέλα-Περιβόλι, χτύπησε τον σταθμό της Καραμπινιερίας και κατέλαβε τη Βωβούσα, στο ανατολικό Ζαγόρι. Ο δρόμος που ενώνει τα Γρεβενά με τα Γιάννενα [23] βρίσκονταν και αυτός στα χέρια του ΕΛΑΣ.
Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται στις 28 Απριλίου. Οι Ιταλοί αποσύρονται από το Καρπενήσι. Η οροσειρά της Πίνδου, από τα σύνορα έως την Γκιώνα και τον Παρνασσό, είναι πια ελεύθερη. Η Pinerolo (Μακεδονία-Θεσσαλία) μπορεί να επικοινωνήσει με τη Μοdena (Ηπειρο) μόνο μέσω Κορινθιακού πλέον!
Επεξηγήσεις:
1. 24η Μεραρχία πεζικού Pinerolo. Ζώνη ευθύνης της, το 1943, η Δυτική Μακεδονία, η Θεσσαλία και ένα μικρό κομμάτι της Φθιώτιδας.
2. Ιδρύεται στις αρχές Ιανουαρίου 1943. Τη διοίκησή του αναλαμβάνουν οι: Κώστας Γυφτοδημος (Καραγιώργης ) και ο υπολοχαγός Ιερώνυμος Τρωιάνος (Καρατζάς). Αργότερα την τριμερή διοίκηση θα συμπληρώσει και ο ταγματάρχης Δημήτριος Μπαλλής.
3. Στις 4/2/1943 στη Συνδιάσκεψη της Σκαμνιάς ιδρύθηκε το Αρχηγείο Δυτικής Θεσσαλίας. Με τη Β' Συνδιασκεψη στη Σκλαταινα (2/4/43) τη διοίκηση στελέχωσαν οι: Σωτήρης Μίχος (Ζαχαρίας), Μήτσος Σακελλαρίου (Καναλιώτης), Θωμάς Πάλλας (Κόζιακας), Μίμης Τάσος (Μπουκουβάλας) και Κώστας Καφαντάρης (Νικηταράς).
4. Η «Λεγεώνα» Ιδρύεται τον Ιούλιο του '41 από τους Ιταλούς. Σκοπός της, η δημιουργία Αυτόνομου Βλάχικου Κράτους στην Πίνδο ως προτεκτοράτο των Ιταλών.
5. Εδώ με τη γεωγραφική έννοια, όπως ήταν το όνομα του τοπικού υπαρχηγείου. Σύντομα την ίδια επωνυμία θα πάρει και ο Θωμάς Πάλλας, που θα μείνει στην ιστορία με το προσωνύμιο Κόζιακας.
6. Βλέπε Αρσένιου Λ. (τόμος Α', σελ 220).
7. 37η Μεραρχία πεζικού Modena. Ζώνη ευθύνης της, το 1943, η Hπειρος.
8. Οι μονάδες των Αλπινιστών (Alpini) ήταν επίλεκτες μονάδες εκπαιδευμένες για δράση σε ορεινά εδάφη. Επανδρώνονταν συνήθως από σκληραγωγημένους κατοίκους της περιοχής των Αλπεων.
9. Πρόκειται για τις ντόπιες «μαχητικές ομάδες» και τους πυρήνες «μόνιμων» ανταρτών που το καλοκαίρι του '43 θα σχηματίσουν το 85ο Σύνταγμα της VIII Mεραρχίας του ΕΛΑΣ.
10. Βλέπε Κ. Μιχαλάκης, σελ 57.
11. Βλέπε Α. Σεβαστάκης, σελ 45.
12. Προσφάτως προσχωρήσας στον ΕΛΑΣ από το διαλυθέν τμήμα Κωστόπουλου.
13. Στη μεταπολεμική Ιταλία ο Adami έφτασε στον βαθμό του στρατηγού.
14. Μετάφραση: «Εμπρός παιδιά, γερά».
15. Ο γράφων εκτιμά τη δύναμη του συγκεκριμένου λόχου σε 250-280 άντρες.
16. Βλέπε «Αυλός» (τόμος Β', σελ. 742).
17. Βλέπε «Αυλός» (τόμος Β', σελ. 742).
18. Θα μπορούσε να αποδοθεί ως αρχιδεκανέας. Δεν υπάρχει αντίστοιχος βαθμός στον Ελληνικό Στρατό.
19. Βλέπε Αρσένιου Λ. (τόμος Α', σελ 222).
20. Βλέπε Α. Σεβαστάκης, σελ 46.
21. Βλέπε Manuel Grotto, σελ. 324, 330.
22. Εγγραφο Aναφοράς Arnaldo Adami στο Ufficio Storico για τα πεπραγμένα του τάγματος Val Leogra στην Ελλάδα.
23. Δηλαδή ουσιαστικά ο δρόμος που ενώνει την Ηπειρο με τη Μακεδονία.
Βιβλιογραφία:
1. Λάζαρος Αρσενίου: «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση» (δύο τόμοι).
2. Αλέξης Σεβαστάκης: «Καπετάν Μπουκουβάλας, Το Ανταρτικό Ιππικό της Θεσσαλίας».
3. Κώστας Μιχαλάκης: «Καπετάν Κόζιακας».
4. Αυλός: «Ιστορία της Αντίστασης» (6 τόμοι).
5. Μanuel Grotto: «Alpini del BTG Val Leogra».
6. Franco Brunello: «Battaglione Alpini Val Leogra».
7. Aναφορά Arnaldo Adami στο Ufficio Storico για τα πεπραγμένα του τάγματος Val Leogra στην Ελλάδα
*Μηνάς Λάγγαρης - efsyn

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Γρηγόρης Λαμπράκης: Η «άλλη» 21η Απριλίου


Σήμερα συμπληρώνονται 57 χρόνια από την «άλλη» 21η Απρίλη. Την 21η Απριλίου του 1963, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη πορεία Ειρήνης, με τον Γρηγόρη Λαμπράκη να ξεδιπλώνει το λάβαρο από τον Τύμβο του Μαραθώνα.
21 ΑΠΡΙΛΗ 1963, η ώρα είναι 8 το πρωί: Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο βουλευτής της Αριστεράς, ξεδιπλώνει το λάβαρο της ειρήνης και ξεκινά από τον Τύμβο του Μαραθώνα. Παντού η περιοχή είναι «σπαρμένη» με ασφαλίτες και χωροφύλακες για τη διαφύλαξη «του νόμου και της τάξης». Σύμφωνα με το «νόμο», όπως τον έχει υπαγορεύει η κυβέρνηση Καραμανλή, η μαραθώνια πορεία ειρήνης είναι «παράνομη» και η τέλεσή της έχει απαγορευτεί. Ρητά…
ΤΡΑΜΠΟΥΚΟΙ και παρακρατικοί με πολιτικά έχουν φτάσει στη στροφή της Ραφήνας, για να προστεθούν στις τάξεις των χωροφυλάκων. Εκεί ακριβώς ο Λαμπράκης δέχεται το πρώτο χτύπημα. Τραμπούκοι και ένστολοι πέφτουν επάνω του με λύσσα. Ο Λαμπράκης συνεχίζει. Ξεδιπλώνει την αφίσα με το σύνθημα «42 χιλιόμετρα Μαραθώνας – Αθήνα». Και προχωρά…
ΣΤΟ ΠΙΚΕΡΜΙ, ο Λαμπράκης και οι μαραθωνοδρόμοι που τον συνοδεύουν, αποτίουν φόρο τιμής στον τάφο των πατριωτών που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Οι χωροφύλακες επιτίθενται στους δημοσιογράφους που καλύπτουν την πορεία. Ο Λαμπράκης συνεχίζει…
ΩΡΑ 10 π.μ.: Οι χωροφύλακες συλλαμβάνουν τους μαραθωνοδρόμους που πορεύονται μαζί με τον Λαμπράκη. Ο βουλευτής συνεχίζει μόνος του. Στο 14ο χιλιόμετρο, 30 χωροφύλακες ορμούν επάνω του. Ο εισαγγελέας αποφαίνεται: «Η πορεία ειρήνης συνιστά αδίκημα εις βαθμόν πλημμελήματος, διωκόμενον επ’ αυτοφώρω»! Ο βουλευτής της ΕΔΑ, ο εκλεγμένος εκπρόσωπος του λαού, πέφτει θύμα απαγωγής από ασφαλίτες!
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΩΡΕΣ περιπλάνησης οι απαγωγείς του Λαμπράκη τον αφήνουν κάπου στη Ν. Ιωνία. Το τηλεγράφημα που αποστέλλει ο βουλευτής προς τις εφημερίδες ξεκινά ως εξής: «Πόθος δημοκρατικού λαού μας διά πορείαν Ειρήνης “Μαραθών – Αθήναι” επραγματοποιήθη». Το τηλεγράφημα: «Δυστυχώς διεπίστωσα ότι δημοκρατία δεν υπάρχει εις την Ελλάδα, όταν εκλεκτοί του λαού κυριολεκτικώς καταρρακώνονται».
Ο ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ, μετά και από εκείνη την ημέρα, είναι πια εξαιρετικά «ενοχλητικός» για το αμερικανόδουλο μετεμφυλιακό κράτος. Η συνέχεια θα δοθεί ένα μήνα αργότερα.
22 ΜΑΗ 1963: Η επιτροπή Θεσσαλονίκης για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη οργανώνει εκδήλωση στις 7.30 μ.μ. Ομιλητής ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Η τρομοκρατία ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Τραμπούκοι και αστυνομία προσπαθούν να ματαιώσουν την εκδήλωση.
ΩΡΑ 8.20 μ.μ. Ο Λαμπράκης ξεκινά από το ξενοδοχείο που διαμένει για να φτάσει στο χώρο της εκδήλωσης. Στη διαδρομή, σε μια απόσταση μόλις 80 μέτρων, δέχεται επίθεση από παρακρατικούς. Οι χωροφύλακες παρακολουθούν…
Ο ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ εισέρχεται στο χώρο της εκδήλωσης. Παρακρατικοί και τραμπούκοι λιθοβολούν το χώρο της συγκέντρωσης. Η αστυνομία παρακολουθεί…
Ο ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ διακόπτει την ομιλία του. Καταγγέλλει «σχέδιο δολοφονικής απόπειρας» εναντίον του. Καθιστά υπεύθυνη την κυβέρνηση και τις αρχές. Η Αστυνομία παρακολουθεί…
ΩΡΑ 10.15 μ.μ. Ο Λαμπράκης κατεβαίνει από την αίθουσα της συγκέντρωσης. Η κυκλοφορία στο δρόμο έχει απαγορευτεί. Παντού ασφαλίτες και χωροφύλακες. Κινείται προς το ξενοδοχείο. Απόσταση 80 μέτρα. Σε απόσταση 8 μέτρων από το βουλευτή ακούγεται το μαρσάρισμα μοτοσικλέτας. Ο οδηγός του τρίκυκλου με σκεπασμένο τον αριθμό, πέφτει πάνω στον Λαμπράκη. Ο συνεργός του στην καρότσα χτυπά το βουλευτή στο κεφάλι. Τον ρίχνουν στην άσφαλτο. Στο σημείο σχηματίζεται μια λίμνη αίματος…
27 ΜΑΗ 1963: Μετά από άνιση μάχη που κράτησε 5 μέρες στην εντατική, , στη 1.22 τα ξημερώματα, ο υφηγητής της Ιατρικής, ο πρωταθλητής στους στίβους, ο μάρτυρας της Ειρήνης και της Δημοκρατίας, ο βουλευτής της Αριστεράς, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, αφήνει την τελευταία του πνοή.
Το κράτος που είχε δολοφονήσει τον Λαμπράκη, το κράτος που είχε στηθεί πάνω στις βόμβες ναπάλμ, που έχτιζε «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, που στις εκλογές του ψήφιζαν και τα «δέντρα», τέσσερα χρόνια αργότερα, ανήμερα της πρώτης πορείας Ειρήνης, θα παραχωρούσε την διαχείριση των υποθέσεων των προυχόντων του στους Παττακούς, στους Παπαδόπουλους και στους Μάλλιους…
imerodromos.

Η Ελλάδα μπαίνει στο «γύψο».Μεγάλη Παρασκευή 21 Απρίλη του 1967


Πριν 53 χρόνια οι κάτοικοι της Αθήνας «ξύπνησαν» με στρατιωτικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια και τα πρώτα "Αποφασίζομεν και Διατάζομεν" Σε όλα τα κεντρικά σημεία της πόλης ήταν σταθμευμένα τεθωρακισμένα και τανκς, (Βουλή, Υπουργεία, ΕΙΡ, ΟΤΕ, Ανάκτορα).
Οι πραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλας Μακαρέζος με συμμετοχή και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς κατέλαβαν την εξουσία ονομάζοντας την επιβολή της Δικτατορίας, «εθνοσωτήριο επανάσταση, ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου.
Την ίδια ώρα, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυε πιστές στο κίνημα δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Οι πραξικοπηματίες έβαλαν σε εφαρμογή το ΝΑΤΟικό σχέδιο «Προμηθεύς», για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα να κινηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Μεγάλη ήταν η συμβολή του διοικητή της Σχολής Ευελπίδων, Δημήτρη Ιωαννίδη, ο οποίος κινητοποίησε το τάγμα της σχολής και τη Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ).
Η κατάλυση της Δημοκρατίας κρίθηκε απαραίτητη από τους χουντικούς πρωτεργάτες της προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες υποστηρίζοντας ότι έχουν τρανταχτές αποδείξεις, τις οποίες όμως ποτέ δεν παρουσίασαν.
Στα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν» των δικτατόρων ήταν η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας ανεστάλησαν οι διατάξεις του Συντάγματος και ματαιώθηκαν οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.
Η «Αυγή», η μία από τις δύο εφημερίδες (και η Καθημερινή) που πρόλαβαν την είδηση στο Πρωτοσέλιδο, σημείωνε πάνω από τον τίτλο της: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».
Η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο «γύψο», κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες.
Την ίδια μέρα άρχισαν και οι συλλήψεις απλών πολιτών, ενώ είχαμε και τα πρώτα θύματα. Τα όργανα της Χούντας δολοφονούν στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, το στέλεχος της ΕΔΑ Παναγιώτη Ελή, ενώ ένας στρατιώτης πυροβολεί τη 24χρονη Μαρία Καλαυρά γιατί «μούτζωσε» τα τανκς που παρέλαυναν στην οδό Πατησίων. Την ίδια μέρα, την ημέρα της επιβολής της δικτατορίας έπεφτε νεκρός και ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής. Βρισκόταν ανάμεσα σε αρκετό κόσμο που είχε μαζευτεί στην πλατεία Αττικής για να μάθει τι συνέβαινε θορυβημένος από την παρέλαση των τανκς στο κέντρο της πόλης. Δέχθηκε ευθεία βολή από τον δολοφόνο του, λοχία Λυμπέρη Ανδρικόπουλο.
Δέκα ημέρες αργότερα, η χούντα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 6509 άτομα, στη συντριπτική τους πλειονότητα αριστερών πεποιθήσεων. Χιλιάδες εξόριστοι, στην πλειονότητά τους αριστεροί, μεταφέρθηκαν στη Γυάρο.
Ακολούθησαν πολλοί άλλοι με τους δηλωμένους νεκρούς της χούντας μαζί με τους νεκρούς του Πολυτεχνείου να φτάνουν τους 88. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ως κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα συνετέλεσε σημαντικά στη φθορά της χούντας.
Στις 23 Ιουλίου 1974, η ξαφνική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ανάγκασε το καθεστώς της Χούντας του Ιωαννίδη ο οποίος είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει την εξουσία. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα.
*avgi.

Μεγάλη Παρασκευή βομβάρδισαν,ξημερώνοντας Δευτέρα του ΠΑΣΧΑ εισέβαλαν στη ΛΑΜΙΑ


Συμπληρώνονται 79 χρόνια από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λαμία,βράδυ 20ης προς 21η Απριλίου 1941.
Η 5η Μεραρχία Τεθωρακισμένων εισέρχεται ανήμερα το Πάσχα, βραδινές ώρες, στην κατεστραμμένη Λαμία. Η πόλη είχε βομβαρδιστεί στις 18 Απριλίου με αποτέλεσμα εκτεταμένες καταστροφές και 11 νεκρούς. Η εικόνα της ήταν πραγματικά αποκαρδιωτική. Τις προηγούμενες ημέρες μετά την κατάρρευση των βρετανικών αμυντικών γραμμών σε Βόλο και Δομοκό το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα (Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί) είχε υποχωρήσει και συμπτυχθεί στην περιοχή των Θερμοπυλών και του περάσματος του Μπράλου με σκοπό την καθυστέρηση των γερμανικών δυνάμεων που κατευθύνονταν στην Αθήνα. Ο βομβαρδισμός της πόλης πιθανότατα οφείλεται στο πέρασμα αυτών των συμμαχικών δυνάμεων που πήγαιναν στις Θερμοπύλες, αλλά και την εγκατάσταση κάποιων σε αυτή. 
Οι υποχωρούντες Βρετανοί είχαν κάνει μεγάλες καταστροφές σε όλο το μήκος του οδικού δικτύου Δομοκού - Λαμίας και Βόλου - Στυλίδας. Είχαν ανατινάξει μία γέφυρα στην Πελασγία και είχαν βυθίσει κάθε πλωτό μέσο σε όλο το μήκος της ακτής από Βόλο μέχρι το λιμάνι της Στυλίδας. Σε όλον τον δρόμο της υποχώρησης η γερμανική αεροπορία δεν σταμάτησε να τους χτυπά. Ως περιοχή των Θερμοπυλών ορίζεται η περιοχή από Ασωπό μέχρι Μώλο. Σε όλη αυτή την περιοχή είχαν εγκατασταθεί στρατεύματα που είχαν υποχωρήσει από Καλαμπάκα, Τέμπη, Ελασσόνα, Λάρισα, Πηνειό, Βόλο και Δομοκό. Μεγάλη δύναμη πεζικού διάσπαρτη, πυροβολικό σε αμυντικές και καμουφλαρισμένες θέσεις για να καλύπτει τον δρόμο από Λαμία και πλήθος αντιαρματικά όπλα σε όλο το μήκος του δρόμου Θερμοπυλών - Μώλου. Κύρια σημεία της άμυνας ήταν ο Μώλος, η όχθη του Σπερχειού, η Αγία Τριάδα, όλο το μήκος της ακτής του Μαλιακού κόλπου, οι Θερμοπύλες, όλο το μήκος του οδικού δικτύου στην περιοχή, η Σκάρφεια και οι πρόποδες των ορεινών όγκων, καθώς και το στενό ανηφορικό πέρασμα του Μπράλου. Το πρωί της 21ης Απριλίου οι Νεοζηλανδοί ανατίναξαν την γέφυρα του Σπερχειού και το απόγευμα από τις συμμαχικές θέσεις ήταν ορατά εκατοντάδες φώτα από τα γερμανικά οχήματα που κατηφόριζαν από τον Δομοκό προς Λαμία, ενώ τα πρώτα οχήματα με κατεύθυνση την Αθήνα έκαναν την εμφάνιση τους στον δρόμο με το πυροβολικό να πραγματοποιεί τις πρώτες βολές. Τα Γερμανικά οχήματα ήταν τόσα πολλά που από την Λάρισα μέχρι την Λαμία είχε δημιουργηθεί μποτιλιάρισμα που κράτησε μέχρι τις 23 Απριλίου. Οι Γερμανικές δυνάμεις συνέχισαν να συγκεντρώνονται στην πόλη (2η Μεραρχία Τεθωρακισμένων, κ.α.)και τις επόμενες μέρες με οχήματα, αλλά και αεροπλάνα που προσγειώνονταν στον κάμπο της. Στις 23 Απριλίου έφτασε στην πόλη και ο διοικητής του ΧΧΧΧ Σ.Σ στρατηγός Georg Stumme ο οποίος αποφάσισε να επιτεθεί. Στις 24 Απριλίου 7:30 ξεκίνησε η επίθεση με βομβαρδισμό των συμμαχικών θέσεων από τα γερμανικά στούκας και έπειτα επιτέθηκε η 5η Μεραρχία Τεθωρακισμένων με στόχο το πέρασμα του Μπράλου, αλλά οι συμμαχικές δυνάμεις αποδείχθηκαν σκληροί αντίπαλοι και υποχώρησαν μόνο υπό τον φόβο κυκλώσεως. Η σκληρή μάχη στις Θερμοπύλες κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα της 24ης προς 25ης Απριλίου όταν και όλες οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει νότια προς Αθήνα. Η περιγραφή της μάχης από την αναφορά του Ι/31 Συντάγματος αρμάτων είναι άκρως κατατοπιστική:
19 τεθωρακισμένα επιτέθηκαν εφ ενός ζυγού κατά μήκος του κιτρινωπού (από το θειάφι) επαρχιακού δρόμου ....
 Εμπρός
από εμάς έσκαγαν οι πρώτες οβίδες στο δρόμο. Λευκά σύννεφα σκόνης εκτοξεύθηκαν και
αναμίχθηκαν με μαύρο καπνό πυρίτιδας και μεταφέρθηκαν γρήγορα από τον άνεμο. Δεν μπορούσαμε να αναπτυχθούμε. Στα δεξιά μας οι λόφοι υψώνονταν 800 μέτρα και στα αριστερά μας απλωνόταν ο φοβερός βάλτος των Θερμοπυλών. Έπρεπε να προωθήθουμε, προχωρήστε, κάντε οτιδήποτε εκτός από το να σταματήσετε.... Κατόπιν η σκόνη υψώθηκε ακριβώς μπροστά από τα οχήματα ... Ξαφνικά δεχθήκαμε πυρά από 6 ή 8 όπλα. Χωρίς να σταματήσουμε
στρέψαμε τους πυργίσκους μας προς τα δεξιά και ανταποδώσαμε
με επιτυχία... Κινούμασταν ακόμα. Έπρεπε να περάσουμε. Αλλά στην επόμενη στροφή ξέσπασε η κόλαση. Οι οβίδες έπεφταν από όλες τις πλευρές και τα πολυβόλα έριχναν ασταμάτητα. Ένα βαρύ άρμα δέχτηκε ευθύ πλήγμα... Στο μέσο του δρόμου άλλα τρία άρματα καίγονταν...
Οι Γερμανοί μετά το τέλος της μάχης μετρούσαν 26 νεκρούς και 77 τραυματίες, 12 κατεστραμμένα τεθωρακισμένα και 6 με σοβαρές ζημιές.
Ακολουθούν φωτογραφίες και βίντεο με πλάνα από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λαμία, πλάνα της μάχης στις Θερμοπύλες και το πέρασμα των στρατευμάτων από την περιοχή με κατεύθυνση την Αθήνα.
*Panos Sotiriou

      Η Ελλάδα μπαίνει στο «γύψο».Μεγάλη Παρασκευή 21 Απρίλη του 1967


Πριν 53 χρόνια οι κάτοικοι της Αθήνας «ξύπνησαν» με στρατιωτικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια και τα πρώτα "Αποφασίζομεν και Διατάζομεν" Σε όλα τα κεντρικά σημεία της πόλης ήταν σταθμευμένα τεθωρακισμένα και τανκς, (Βουλή, Υπουργεία, ΕΙΡ, ΟΤΕ, Ανάκτορα).
Οι πραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλας Μακαρέζος με συμμετοχή και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς κατέλαβαν την εξουσία ονομάζοντας την επιβολή της Δικτατορίας, «εθνοσωτήριο επανάσταση, ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου.
Την ίδια ώρα, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυε πιστές στο κίνημα δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Οι πραξικοπηματίες έβαλαν σε εφαρμογή το ΝΑΤΟικό σχέδιο «Προμηθεύς», για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα να κινηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Μεγάλη ήταν η συμβολή του διοικητή της Σχολής Ευελπίδων, Δημήτρη Ιωαννίδη, ο οποίος κινητοποίησε το τάγμα της σχολής και τη Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ).
Η κατάλυση της Δημοκρατίας κρίθηκε απαραίτητη από τους χουντικούς πρωτεργάτες της προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες υποστηρίζοντας ότι έχουν τρανταχτές αποδείξεις, τις οποίες όμως ποτέ δεν παρουσίασαν.
Στα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν» των δικτατόρων ήταν η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας ανεστάλησαν οι διατάξεις του Συντάγματος και ματαιώθηκαν οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.
Η «Αυγή», η μία από τις δύο εφημερίδες (και η Καθημερινή) που πρόλαβαν την είδηση στο Πρωτοσέλιδο, σημείωνε πάνω από τον τίτλο της: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».
Η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο «γύψο», κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες.
Την ίδια μέρα άρχισαν και οι συλλήψεις απλών πολιτών, ενώ είχαμε και τα πρώτα θύματα. Τα όργανα της Χούντας δολοφονούν στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, το στέλεχος της ΕΔΑ Παναγιώτη Ελή, ενώ ένας στρατιώτης πυροβολεί τη 24χρονη Μαρία Καλαυρά γιατί «μούτζωσε» τα τανκς που παρέλαυναν στην οδό Πατησίων. Την ίδια μέρα, την ημέρα της επιβολής της δικτατορίας έπεφτε νεκρός και ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής. Βρισκόταν ανάμεσα σε αρκετό κόσμο που είχε μαζευτεί στην πλατεία Αττικής για να μάθει τι συνέβαινε θορυβημένος από την παρέλαση των τανκς στο κέντρο της πόλης. Δέχθηκε ευθεία βολή από τον δολοφόνο του, λοχία Λυμπέρη Ανδρικόπουλο.
Δέκα ημέρες αργότερα, η χούντα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 6509 άτομα, στη συντριπτική τους πλειονότητα αριστερών πεποιθήσεων. Χιλιάδες εξόριστοι, στην πλειονότητά τους αριστεροί, μεταφέρθηκαν στη Γυάρο.
Ακολούθησαν πολλοί άλλοι με τους δηλωμένους νεκρούς της χούντας μαζί με τους νεκρούς του Πολυτεχνείου να φτάνουν τους 88. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ως κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα συνετέλεσε σημαντικά στη φθορά της χούντας.
Στις 23 Ιουλίου 1974, η ξαφνική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ανάγκασε το καθεστώς της Χούντας του Ιωαννίδη ο οποίος είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει την εξουσία. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα.
*avgi.

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Πως γιορτάστηκε το πρώτο ελεύθερο Πάσχα μετά την Κατοχή


Ήταν 6 Μαίου 1945. Η Θεσσαλονίκη, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, γιορτάζει χαρμόσυνα το πρώτο ελεύθερο Πάσχα, μετά την αποτίναξη της γερμανικής σκλαβιάς ύστερα από τρεισήμισι μαύρα χρόνια ναζιστικού ολέθρου και συμφοράς. Παντού, σε όλες τις πόλεις, τις συνοικίες τους και τα χωριά, εκδηλώσεις χαράς και αγαλλίασης, έστω κι αν αυτές γίνονταν λιτά από τους περισσότερους, καθώς έλειπαν βασικά είδη διατροφής και ο οβελίας ήταν απλησίαστος. Μόνιμη έγνοια για την ομαλή λειτουργία της πόλης, ήταν η εξεύρεση καύσιμης ύλης, κυρίως καυσόξυλων και κάρβουνων, για να μπορούν να λειτουργούν οι φούρνοι, παράγοντας ψωμί.
Εκτός από την Ανάσταση του Χριστού, εκείνο το σημαδιακό Πάσχα, οι πολίτες, πανηγυρίζουν και για τη συντριβή του Χιτλερικού τέρατος το οποίο εκείνες τις ημέρες σπαρταρούσε πριν το οριστικό τέλος του. Δεδομένου ότι οι σοβιετικές στρατιές του Κόκκινου Στρατού, υπό τον στρατάρχη Ζούκοφ, είχαν κυκλώσει το Βερολίνο, ενώ τα στρατεύματα Αμερικανών και Βρετανών υπό τον στρατηγό Μοντγκόμερι, διαβαίνοντας τον Έλβα, βάδιζαν τάχιστα κατά της γερμανικής πρωτεύουσας στην οποία ο παράφρονας Αδόλφος Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει από τις 30 Απριλίου μαζί με την αγαπημένη του Εύα Μπράουν.
Τα πρώτα μαύρα σύννεφα
Εκείνο το Πάσχα, στο εσωτερικό της Ελλάδος είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται απειλητικά τα σύννεφα του εμφυλίου πολέμου, καθώς αφοπλισμένες οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης, μετά την ολέθρια Συμφωνία της Βάρκιζας, είχαν αρχίσει να δέχονται τις λυσσαλέες επιθέσεις κρατικών οργάνων και φασιστικών παρακρατικών συμμοριών, ενώ πάνω από 7.000 δημοκρατικοί πολίτες είχαν περάσει το Πάσχα στις φυλακές όλης της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, οι οργανώσεις του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (ΕΑΜ, ΕΠΟΝ και Εθνική Αλληλεγγύη) και οι δυνάμεις των κομμάτων της Αριστεράς, όχι μόνο δεν πτοήθηκαν, αλλά γιόρτασαν εκείνο το Πάσχα περήφανα και αγωνιστικά. Με αντάρτικα τραγούδια και θεατρικά σκετς, δίνοντας και το αληθινό νόημα της Ανάστασης, όπως την προσδοκούσε ο ελληνικός λαός στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς.
Παραθέτουμε στη συνέχεια το ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του ΕΑΜ Μακεδονίας «Ελευθερία», στις 8 Μαίου 1945, μετά τη διήμερη αργία, με ενδιαφέροντα στοιχεία για τον εορτασμό της Ανάστασης και του Πάσχα στις διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης.
Έγραφε η εφημερίδα:
Θεατρική παράσταση στην Αθήνα το Πάσχα 1945
Το δημοσίευμα της «Ελευθερίας»
«Η πρώτη Ανάσταση μετά την απελευθέρωση, γιορτάστηκε σε όλη την πόλη της Θεσσαλονίκης και τις λαϊκές συνοικίες, παλλαϊκή και πηγαία, όπως ξέρει να γιορτάζει ο λαός, γιατί συμβολίζει και την εθνική του Ανάσταση και απολύτρωση από τη φασιστική σκλαβιά.
Στα σπίτια και στα καφενεία, στις πλατείες και στους δρόμους των συνοικιών αντηχούσαν βροντερά αντάρτικα τραγούδια και ανταλλάσσονταν ευχές για την εξαφάνιση και των τελευταίων υπολειμμάτων της φασιστικής αντίδρασης στη χώρα μας.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, αμέσως μετά την Ανάσταση, το συμβούλιο της ΕΠΟΝ Πόλης Θεσσαλονίκης έδωσε χορό στην αίθουσα «Μοσκώφ» που κράτησε μέχρι το πρωί. Το γλέντι άρχισε με το σερβίρισμα της πατροπαράδοτης μαγειρίτσας.
Οι εφημερίδες μας «Ελευθερία» και «Λαϊκή Φωνή» που εκδόθηκαν εκείνο το βράδυ, έγιναν ανάρπαστες.
Την Κυριακή του Πάσχα, η Εθνική Αλληλεγγύη Πανεπιστημίου, οργάνωσε γιορτή στην οποία απαγγέλθηκαν με μεγάλη επιτυχία το ποίημα «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις» από τη μικρή Σουλιώτου, το σατυρικό ποίημα «Έρχεται» του φοιτητού Γ.Καραγιαννίδη και παίχθηκαν διάφορα σκετς.
Στο Τσινάρι, στο φρούριο αυτό του αντιφασιστικού αγώνα, ο ενθουσιασμός και η χαρά του λαού για την συντριβή του φασισμού, ήταν απερίγραπτη. Στα σπίτια και στα καφενεία, αντηχούσαν τα αντάρτικα τραγούδια, το εμβατήριο «Μιας νέας Ανάστασης χτυπάει η καμπάνα» και πολλά άλλα.
Στην ωραία Βάρνα, στις Συκιές, στη Νεάπολη, στην Ξηροκρήνη, κυριαρχούσε ο ίδιος φλογερός λαϊκός ενθουσιασμός.
Στην Καλαμαριά σε διάφορα σπίτια οργανώθηκαν γλέντια στα οποία απαγγέλθηκαν ποιήματα και παίχθηκαν διασκεδαστικά σκετς.
Όσο για την ηρωϊκή Τούμπα, αυτή ξεπέρασε σε χαρά και ενθουσιασμό κάθε προηγούμενο και ο δημοκρατικός και αντιφασιστικός λαός της, πρωτοστάτησε στις εκδηλώσεις για τη συντριβή του φασισμού, τη νίκη των δημοκρατικών συμμαχικών δυνάμεων και την επικράτηση της ειρήνης στην πολυβασανισμένη Ευρώπη.
Οι λαϊκές αυτές εκδηλώσεις και τα εθνικά δημοκρατικά και λαϊκά τραγούδια, κράτησαν μέχρι αργά τη νύχτα. Στο γήπεδο της ΜΕΝΤ, χιλιάδες λαού με θερμές δημοκρατικές αντιφασιστικές εκδηλώσεις, παρακολούθησαν συνάντηση των ποδοσφαιρικών ομάδων Άνω και Κάτω Τούμπας και καταχειροκρότησαν τους παίκτες των δύο ομάδων της ΕΠΟΝ Τούμπας. Τη νύχτα, δόθηκε εξαιρετικά επιτυχημένη γιορτή της ΕΠΟΝ Κάτω Τούμπας, όπου επικράτησε αφάνταστος ενθουσιασμός και θερμές εκδηλώσεις υπέρ του ΕΑΜ και της δημοκρατίας.
Πρέπει να σημειωθεί ιδιαιτέρως πως ο γιορτασμός παντού έγινε πολιτισμένα με παραδειγματική τάξη», κατέληγε το δημοσίευμα της εφημερίδας "Ελευθερία".
*του Σπύρου Κουζινόπουλοu farosthermaikou.blogspot.com

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

"Πάσχα πλατύ, Πάσχα τρανό σαν την καρδιά μας, Πάσχα για οχτρούς, Πάσχα για φίλους, Πάσχα για όλους. Τι ένα σφαχτό μπορεί να φτάσει σε χιλιάδες, σαν οι καρδιές μονιάσουν όλες στην Αλήθεια".    Άγγελος Σικελιανός  





Το Δ.Σ του σωματείου «Φίλοι  Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης» σας εύχεται Χρόνια Πολλά και καλό Πάσχα με υγεία, ειρήνη, αλληλεγγύη.

Ο βομβαρδισμός της Λαμίας στις 18 Απριλίου 1941.


Το πρωινό της 18ης Απριλίου 1941, ημέρα της Μεγάλης
Παρασκευής, στη Λαμία έμοιαζε ήσυχο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, όμως η πόλη είχε αδειάσει από τον κόσμο της. Πολλοί είχαν φύγει για τα χωριά τους• άλλοι για να γιορτάσουν το Πάσχα κι άλλοι για να προφυλαχθούν από τη γερμανική προέλαση.
Ο Γιώργος και η γυναίκα του η Βασιλική κατηφόρισαν από το σπίτι τους της οδού Έσλιν προς το μαγαζί στο τέρμα της Βύρωνος, από όπου αναχωρούσε το λεωφορείο, που θα τους πήγαινε ως τον Αη Γιώργη Τυμφρηστού. Κι από εκεί, είτε με κάποιο από τα σπάνια διερχόμενα αυτοκίνητα, είτε με μουλάρια θα έφταναν στο χωριό τους, τη Μεγάλη Κάψη, για να γιορτάσουν το Πάσχα. Τα παιδιά τους, η Ελένη, 13 χρονών, ο Σπύρος, 10 χρονών και ο επτάχρονος Μάκης ήταν ήδη εκεί, μαζί με τη θειά τους τη Μαρία και τον “μπάρμπα” τον Λεωνίδα –όπως τον φώναζαν όλοι– δυό από τα έξι αδέλφια της Βασιλικής.
Δεν είχαν περάσει ούτε δυό εβδομάδες από τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, όταν ο Γερμανός πρέσβης Βίκτορ Έρμπαχ επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Κορυζή τελεσίγραφο για την επικείμενη επίθεση για να ακούσει το δεύτερο ΟΧΙ. Λίγη ώρα μετά, στις 05:15 το πρωί, ξεκίνησε η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας, 45 λεπτά πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου.
Η 12η Στρατιά της Wehrmacht, υπό τον στρατηγό WilhelmList, με 4 τεθωρακισμένες μεραρχίες και 11 μεραρχίες μηχανοκινήτου πεζικού (680.000 άνδρες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα) ξεκίνησε τη διμέτωπη επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Η γερμανική επίθεση με την κωδική ονομασία “Μαρίτα” είχε διπλό αντικειμενικό σκοπό: να βοηθήσει τον Μουσολίνι που ήταν στριμωγμένος από τις ελληνικές δυνάμεις στην Αλβανία και να εξασφαλίσει τα νώτα των δυνάμεων του Άξονα, ενόψει της επικείμενης επίθεσής τους στην ΕΣΣΔ.
Δύο γερμανικά Σώματα Στρατού εισέβαλαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά στην Ανατολική Μακεδονία και στα μεμονωμένα οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας, στη Θράκη. Την ίδια ημέρα, γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τον Πειραιά και τις ακτές του έως το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, προκαλώντας βαριές ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες ζημιές.
Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού συνεχίζει να μάχεται τους Ιταλούς στην Αλβανία. Ανάμεσα τους, ο δεύτερος αδελφός της Βασιλικής, ο Ζάχος Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Πλατανιάς, που θα παντρευόταν αργότερα τη Μαρία.
Οι υπερασπιστές των οχυρών (Ρούπελ, Ιστίμπεη, Νυμφαία, Εχίνος, Λίσε, Περιθώρι, Πυραμιδοειδές, Παληουριώνες κ.ά.) αμύνθηκαν σθεναρά στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των υπερτέρων γερμανικών δυνάμεων. Οι Άγγλοι και οι Νεοζηλανδοί, που είχαν σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας, έλεγχαν μεν τον άξονα Τεμπών-Βερμίου, όμως το κέντρο του μετώπου ήταν ιδιαίτερα αδύναμο και η Θεσσαλονίκη ανοχύρωτη πόλη.

Η Γιουγκοσλαβία δεν άντεξε, ούτε δύο ημέρες. Το νότιο γιουγκοσλαβικό μέτωπο κατέρρευσε, επιτρέποντας στις γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες να εισδύσουν στα Σκόπια και –μέσω της κοιλάδας του Αξιού– να περάσουν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8 Απριλίου, υπερφαλαγγίζοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη. Στις 10 Απριλίου, περικυκλωμένοι πλέον, παραδίνονται οι ηρωικοί υπερασπιστές της Γραμμής Μεταξά.
Τις επόμενες ημέρες καταλαμβάνονται η Βέροια, η Κατερίνη, η Κοζάνη, τα Γρεβενά και η Καστοριά, με αποτέλεσμα να αρχίσει η ραγδαία υποχώρηση του κυρίου όγκου των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Αλβανία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά φυγής. Η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει τον Πειραιά, τα Τρίκαλα, τη Σπάρτη και την Κυπαρισσία.
Στη Λαμία
Ο Γιώργος και η Βασιλική μάθαιναν με αγωνία τα δραματικά νέα, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα κι ότι άλλο κατάφερναν να ακούσουν από το μεγάλο ραδιόφωνο της τραπεζαρίας. Για ποιον να πρωτοανησυχήσει κανείς; Για τα αδέλφια στο μέτωπο, για τα παιδιά τους, για τους εαυτούς τους; Κάθε τόσο ο βόμβος των διερχόμενων αεροπλάνων διέλυε τη ζωή της πόλης, μαζί με το ουρλιαχτό των σειρήνων της αεράμυνας. Ευτυχώς, είχαν στείλει τα παιδιά στο χωριό, όπου δεν υπήρχε κίνδυνος. Και σήμερα έφευγαν κι οι ίδιοι.
Έφτασαν στο μαγαζί που χρησίμευε ως αφετηρία. Το παλιό λεωφορείο ήταν εκεί. Σε λίγο θα ξεκινούσαν. Από τη γωνία φάνηκε βιαστικός-βιαστικός ο μεγαλύτερος αδελφός της Βασιλικής, Γιώργος κι αυτός. Στο χωριό τον περίμενε η μονάκριβη μικρούλα του, η Ρηνούλα. Πόσο την είχε επιθυμήσει!
Ξαφνικά, τους ήχους της πόλης σκέπασε ο βόμβος από τους κινητήρες δεκάδων γερμανικών αεροπλάνων. Αυτήν τη φορά ακουγόντουσαν πολύ πιο κοντά. Αυλάκωναν τον καταγάλανο ουρανό, σε μικρούς σχηματισμούς και κατευθύνονταν προς την πόλη. Ήταν φανερό: δεν ήταν διερχόμενα• ερχόντουσαν για να βομβαρδίσουν τη Λαμία. Η μεγάλη σειρήνα του Ηλεκτρικού Εργοστασίου χτύπησε συναγερμό. Οι άλλες σειρήνες της αεράμυνας άρχισαν να ουρλιάζουν.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος για να προφυλαχτεί στα λιγοστά καταφύγια, στα υπόγεια, όπου μπορούσε. Χάος! Ο Γιώργος, η Βασιλική κι ο άλλος Γιώργος, μαζί με τους λιγοστούς συνταξιδιώτες στριμώχτηκαν μέσα στο μαγαζί, καθώς δεν προλάβαιναν να φτάσουν σε κάποιο κοντινό καταφύγιο. Σταυροκοπήθηκαν και περίμεναν...

Τα αεροπλάνα –“στούκας” όπως είπαν μετά– άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω από τη Λαμία, σαν γεράκια που ζυγιάζουν το θήραμα τους. Μετά από λίγο, ξέκοψαν ένα-ένα και ξεκίνησαν τις εφορμήσεις. Κατέβαιναν από ψηλά σχεδόν κάθετα και μόλις πλησίαζαν κοντά στο έδαφος, άφηναν το θανάσιμο φορτίο τους και ξανακέρδιζαν ύψος. Το δαιμονισμένο θόρυβο των κινητήρων, ακολουθούσε το σφύριγμα της βόμβας και λίγα δευτερόλεπτα μετά η εφιαλτική έκρηξη, τραντάζοντας συθέμελα τη γη, γκρεμίζοντας τα κτίρια, λιώνοντας τα σίδερα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας τους ανθρώπους.
Εκρήξεις, φωτιές, θάνατος! Σύννεφα σκόνης, μαύρος καπνός, χαλάσματα, ουρλιαχτά απόγνωσης, κραυγές για βοήθεια, πράγματα να καίγονται και μαζί η φριχτή μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Οι εφορμήσεις συνεχίστηκαν ξανά και ξανά μέχρι που τα “στούκας” άδειασαν όλο το φονικό τους φορτίο. Αφού τελείωσαν την ανελέητη αποστολή τους, τα αεροπλάνα πέταξαν για λίγο πάνω από την πόλη, σαν να ήθελαν να καμαρώσουν το καταστροφικό τους έργο και ένα ένα –όπως είχαν έρθει– πέταξαν μακριά, ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα.
Η Μεγάλη Παρασκευή έγινε πιο πένθιμη για τη Λαμία του 1941. Όσοι γλύτωσαν από το βομβαρδισμό, ξεχύθηκαν στα χωράφια. Άλλοι με λιγοστά πράγματα, άλλοι χωρίς τίποτα, κατέφυγαν στα γύρω χωριά, για να γλυτώσουν. Τα νέα άρχισαν να κυκλοφορούν: οι καταστροφές ήταν πολλές, οι νεκροί αρκετοί και οι τραυματίες περισσότεροι.
(Στην επόμενη φωτογραφία το κτίριο των δικαστηρίων της Λαμίας μετά τον βομβαρδισμό)
(Στην επόμενη φωτογραφία Γερμανικά τανκς στην βομβαρδισμένη οδό Καποδιστρίου στις 18 Απριλίου 1941)
Στο χωριό, στη Μεγάλη Κάψη, ο “μπάρμπας” ο Λεωνίδας είχε κακό προαίσθημα. Κανονικά, τα αδέλφια του η Βασιλική κι ο Γιώργος και ο γαμπρός του θα έπρεπε να φτάνουν προς το απομεσήμερο. Δεν είχαν έρθει, όμως! Τι να συνέβη; Οι γυναίκες, ανήσυχες κι αυτές, καταπιανόντουσαν τάχα με τις δουλειές του σπιτιού για να μην το δείξουν. Μόνο τα παιδιά έπαιζαν ξένοιαστα. Όσο πέρναγε η ώρα, το κακό του προαίσθημα δυνάμωνε.
Πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι σαν θεριό, έκανε βόλτες μέχρι την άκρη του χωριού, προσδοκώντας να φανούν οι δικοί του. Τίποτα!
Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, πρόβαλε στη στροφή του δρόμου ένας νεαρός συγχωριανός του, που ερχόταν από τη Μακρακώμη. Του είπε τα μαντάτα για το βομβαρδισμό. Για τους δικούς του δεν είχε καμία πληροφορία.
Ούτε τους είχε απαντήσει πουθενά στη διαδρομή, ούτε είχε ακούσει τίποτα.
Ο Λεωνίδας γύρισε σπίτι, ενημέρωσε τις γυναίκες, τις αδελφές του και τη Γιώργαινα (τη γυναίκα του αδελφού του και μάνα της μικρής) τις καθησύχασε και κίνησε για τη Λαμία. Ένας χωριανός τον κατέβασε μέχρι τον Αη Γιώργη και ένας άλλος γνωστός τον πήγε μέχρι την Μακρακώμη. Από εκεί με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο έφτασε τα ξημερώματα στο Λιανοκλάδι. Ως εκεί πήγαιναν τα αυτοκίνητα, μετά ο δρόμος ήταν κλειστός. Αριστερά και δεξιά του δρόμου, βρισκόντουσαν καραβάνια από οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Αντάμωσε κάποιους γνωστούς, τους ρώτησε. Δεν ήξεραν τίποτα, δεν τους είχαν δει.
Περπάτησε προς τη Λαμία. Σε καμιά ώρα θα έφτανε. Καθώς πέρασε το Σταυρό, είδε στο φως του πρωινού, από μακριά τη Λαμία σκεπασμένη με ένα αχνό σύννεφο καπνού. Η ανησυχία τον έπνιξε. Τάχυνε το βήμα του.
Όσο πλησίαζε στην πληγωμένη πόλη, τόσο πύκνωνε ο κόσμος που έφευγε κι ανάμεσα τους αρκετοί γνωστοί. Μέσα στην αναμπουμπούλα κανένας δεν είχε ιδέα.
Επιτέλους, έφτασε στη Λαμία. Άρχισε να ανεβαίνει τη(σημερινή) οδό Πλατή, για να περάσει πρώτα απ’ το μαγαζί που ξεκίναγε το λεωφορείο και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Παντού κτίρια με ζημιές, χαλάσματα εδώ κι εκεί, αναποδογυρισμένα κάρα, και διάχυτη η μυρωδιά του καμένου.
Πλησιάζει προς το μαγαζί και μένει εμβρόντητος! Ερείπια. Χαλάσματα, που ακόμα κάπνιζαν. Κοιτάζει γύρω μήπως και δει κανένα γνωστό. Λίγο πιο κάτω βλέπει δυο-τρεις περίοικους που αναμετρούν την καταστροφή και κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, κουνώντας τα κεφάλια τους. Τους πλησιάζει. “Τι έγινε εδώ, ρε παιδιά”, τους ρωτάει. “Εδώ ακριβώς έπεσε η βόμβα. Όλοι όσοι ήταν τριγύρω σκοτώθηκαν”, τού λένε. “Όλοι! Τους πήρε η δημαρχία”. “Όχι όλοι!” πετάγεται ένας άλλος “Τα ξημερώματα βρήκαν κάτω απ’ τα χαλάσματα μια γυναίκα. Ήταν ακόμα ζωντανή. Την πήραν”. Ποιοι σκοτώθηκαν; Ποια ήταν η γυναίκα; Δεν ήξεραν…
τρέχοντας προς το κέντρο να ρωτήσει, να μάθει. Στα καφενεία γύρω από το Πάρκο συναντά γνωστούς. Αποφεύγουν να τον κοιτάξουν κατάματα. Η σιωπή τους τα λέει όλα. Σκοτώθηκε ο Γιώργος –τον είχαν βρει από τους πρώτους, καθώς η έκρηξη τον είχε πετάξει προς τα έξω. Σκοτώθηκε κι η Βασίλω κι ο αδελφός του ο Γιώργος. Πάνε! Ορφάνεψαν δυό σπίτια.
Καταρρέει. Το μυαλό του σκέφτεται σαν τρελό. Δεν είναι δυνατόν. Κάνουν λάθος, δεν μπορεί. Κι αν είναι αλήθεια, τα παιδιά, η Ελένη, ο Σπύρος, ο Μάκης η μικρή Ρηνούλα τι θα απογίνουν;
Συνέρχεται. Ξεκινάει για το Νοσοκομείο Λαμίας. Στο δρόμο συναντά κι άλλους γνωστούς. Τα νέα έχουν μαθευτεί. Όλοι έχουν το ίδιο λυπημένο βλέμμα, σχεδόν τον αποφεύγουν, δεν θέλουν να είναι αυτοί που θα ξεστομίσουν τη θλιβερή είδηση. Σκοτώθηκαν όλοι!
Φτάνει στο Νοσοκομείο. Χάος κι εκεί. Τραυματίες από το μέτωπο, βασανισμένοι, ψειριασμένοι, με κρυοπαγήματα, με άρβυλα ανοιγμένα μπροστά, με δάχτυλα μελανιασμένα, μαύρα. Τραυματίες από το βομβαρδισμό, χτυπημένοι, καμένοι. Γιατροί και νοσοκόμες ολόγυρα κάνουν ότι μπορούν. Ρωτάει: "Μήπως φέρανε μια γυναίκα από τα χαλάσματα του βομβαρδισμού. Βασιλική τη λένε". Ψάχνει ένα-ένα τα κρεβάτια, τα φορεία. Ξαναρωτάει. Και ξαφνικά σε ένα θάλαμο με δεκάδες τραυματίες, τη βλέπει, σε ένα κρεβάτι, άσχημα χτυπημένη, μελανιασμένη, με γρατζουνιές παντού, μαύρη απ’ τον καπνό, με ορούς και με το ένα της πόδι τυλιγμένο σε καταματωμένους επιδέσμους.
Την παρατηρεί να κοιμάται ανήσυχα και να βογκάει σιγανά μέσα στον ύπνο της. Ρωτάει τις νοσοκόμες. Ψάχνει τριγύρω να βρει ένα γιατρό για να μάθει τι γίνεται. Περιμένει έξω από τα χειρουργεία. Γιατροί, νοσοκόμες και τραυματιοφορείς μπαίνουν και βγαίνουν συνέχεια. Φορεία με τραυματίες αραδιασμένα εδώ κι εκεί. Παντού αίμα, βογγητά, πόνος. Ρωτάει όποιον βλέπει, ξαναρωτάει. Τον κοιτούν με μάτια κουρασμένα.
Επιτέλους, βρίσκει ένα γιατρό που μοιάζει να θυμάται την τραυματισμένη γυναίκα. Δείχνει κατάκοπος. Φοράει μια ιατρική μπλούζα που μόνο λευκή δεν είναι. “Τη θυμάμαι”, του λέει. “Τη φέραν πριν λίγες ώρες. Μάς είπαν ότι τη βρήκαν θαμμένη στα ερείπια. Τη χειρουργήσαμε. Κάναμε ότι περισσότερο μπορούσαμε. Η γυναίκα σου είναι;”
“Όχι, όχι, η αδελφή μου είναι” απάντησε ο Λεωνίδας. Κι ο γιατρός συνέχισε: “Είναι άσχημα χτυπημένη και το πόδι μάλλον θα το χάσει. Είναι νωρίς για να ξέρουμε αν θα τη γλιτώσει...”
Ο Λεωνίδας, αφού ευχαρίστησε το γιατρό, ξαναπέρασε να δει τη Βασιλική και κατόπιν πήρε αργά το δρόμο για το κέντρο της πόλης. Εκεί συνάντησε κι άλλους γνωστούς, φίλους, γείτονες. Είχαν όλοι πληροφορηθεί τη θλιβερή είδηση.
Αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό. Στη Λαμία δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να προσφέρει. Στο χωριό, όμως, τον είχαν ανάγκη. Καλύτερα να μάθαιναν από τον ίδιο τα σπαρακτικά νέα. Έτσι κι αλλιώς οι φήμες δεν θα αργούσαν να φτάσουν και στο χωριό. Καλύτερα να ήταν εκεί.
Περπάτησε πάλι έξω από την πόλη, προς τη δημοσιά του Καρπενησίου. Με το καμιόνι ενός κοντοχωριανού ταξίδεψε ως το Χάνι του Πλατανιά κι από εκεί με το μουλάρι ενός αγωγιάτη έφτασε στη Μεγάλη Κάψη. Σουρούπωνε…
Στο καφενείο, απέναντι από τον πλάτανο, καθόντουσαν αρκετοί από τους άντρες του χωριού και κουβέντιαζαν. Άρχισαν να ψελλίζουν συλλυπητήρια. Τα νέα είχαν φτάσει. Με βήμα αργό πήρε το δρόμο προς το Παπαγιαννέϊκο. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος. Ήταν σκληρός άντρας ο Λεωνίδας, συγκρατημένος και λιγομίλητος. Αλλά όσα συνέβησαν, όσα είδε, τον είχαν λυγίσει. Προς στιγμήν λιποψύχησε. Ένιωσε ότι περπατάει στο κενό.
Προχώρησε στη μικρή ανηφόρα και διάβηκε την αυλόπορτα. Τα τρία παιδιά στεκόντουσαν στο λιακωτό και τον κοίταζαν μουδιασμένα. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά και μπήκε στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι, με τα παιδιά να τον ακολουθούν. Οι κουβέντες κοπήκαν απότομα. Οι γυναίκες τον κοίταξαν βουβές, με βουρκωμένα μάτια, γεμάτα αγωνία. Μάτια που συγχρόνως δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την ελπίδα πως όλες οι φήμες, οι διαδόσεις όλα ήταν ψέματα. Ψέματα!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισε το φοβερό νέο. “Χάθηκαν όλοι” τους είπε. “Κλάψτε όσο μπορείτε”.
Έτσι, η Ανάσταση του 1941 βρήκε τις δύο οικογένειες βυθισμένες στο πένθος και στην απόγνωση. Την Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου, οι Γερμανοί κατακτητές εισήλθαν στη Λαμία. Θα μείνουν μέχρι την 17η Οκτωβρίου 1944.
Οι αληθινοί πρωταγωνιστές
Οι δυο Γιώργηδες της ιστορίας είναι ο Γιώργος Φλέσσας –ο παππούς μου– και ο Γιώργος Παπαγιάννης, ο αδελφός της Βασιλικής, οι οποίοι σκοτώθηκαν εκείνο το ματωμένο πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής, 18 Απριλίου 1941 στο βομβαρδισμό της Λαμίας. O παππούς μου όταν σκοτώθηκε ήταν 49 ετών (γεννημένος το 1892 στη Μεγάλη Κάψη). Μετανάστευσε το 1916 στη Νέα Υόρκη (με το υπερωκεάνιο "Πατρίς") και δούλεψε εκεί πάνω από δέκα χρόνια έχοντας ελληνικό εστιατόριο στην Αστόρια.
Έκανε περιουσία στην Αμερική και επέστρεψε στη Λαμία, όπου άνοιξε επίσης εστιατόριο, τη "Ρούμελη" στην οδό Καποδιστρίου στο κέντρο της πόλης διαγωνίως απέναντι από τα Δικαστήρια. Μετά τον τραγικό χαμό του, το εστιατόριο ανέλαβαν ο Ζάχος Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Πλατανιάς, που μνημονεύονται παραπάνω.
H Βασιλική Φλέσσα, το γένος Παπαγιάννη –η γιαγιά μου– μετά από αρκετές εβδομάδες νοσηλείας στο Νοσοκομείο Λαμίας κατάφερε να επιβιώσει. Τελικά, δεν έχασε το πόδι της. Σε αυτό είχαν συμβάλει –από ότι μαθεύτηκε αργότερα- και οι Γερμανοί στρατιωτικοί γιατροί, που είχαν έλθει στο μεταξύ ως στρατός Κατοχής. Της έμεινε, όμως, μια αναπηρία. Αν και κούτσαινε, τη θυμάμαι πάντα μαυροφορεμένη, να ανηφορίζει ευθυτενής την οδό Έσλιν προς το σπίτι μας. Ευτύχησε να δει όλα τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να προκόβουν, να δημιουργούν δικές τους οικογένειες. Όλοι, μικροί μεγάλοι ανεξαιρέτως, τη φωνάζαμε"Μάνα" μέχρι το 1970 που αναπαύθηκε. Πρόλαβε να δει και τέσσερα εγγόνια, ένα εκ των οποίων έφερε ακριβώς το όνομα του αδικοσκοτωμένου: Γεώργιος Φλέσσας του Σπυρίδωνος.
Τα τρία παιδιά του Γιώργου Φλέσσα μεγάλωσαν και πρόκοψαν με τη βοήθεια των αδελφιών της Βασιλικής, του “μπάρμπα” του Λεωνίδα, του Ζάχου –που γύρισε από το αλβανικό μέτωπο βρίσκοντας ξεκληρισμένη την οικογένεια– και της Μαρίας. H μεγάλη του κόρη, η Ελένη έγινε αυτόματα η μάνα της οικογένειας. Αργότερα, παντρεύτηκε το δικηγόρο Νίκο Κορκόβελο και απέκτησε δυο κόρες και τέσσερα εγγόνια. Ζει, από τότε μέχρι σήμερα, στο πατρικό σπίτι της οδού Έσλιν. Ήταν η Ελένη που με βάφτισε. H νουνά μου, όπως τη φωνάζω μέχρι σήμερα!
Ο Σπύρος Φλέσσας –ο πατέρας μου– λίγα χρόνια μετά φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου. Ποτέ δεν ξεπέρασε το θάνατο του πατέρα του και το αίσθημα της ορφάνιας. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου, τη Ματούλα, το 1961 και απέκτησαν δύο παιδιά: τον αδελφό μου Σωτήρη κι εμένα. Στο χέρι του φορούσε πάντα ένα απλό χρυσό δαχτυλίδι με μια βαθυκόκκινη πέτρα, το δαχτυλίδι του αδικοχαμένου πατέρα του. Ποτέ δεν τον θυμάμαι χωρίς αυτό! Το 2002, λίγο πριν πεθάνει, το έβγαλε και μού το έδωσε κι έκτοτε το φορώ εις μνήμην και των δύο τους, του παππού μου και του πατέρα μου. Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Μάκης έγινε δικηγόρος Λαμίας κι απέκτησε δυο παιδιά.
Η χήρα του Γιώργου Παπαγιάννη, η γλυκύτατη θεία Γιώργαινα –όπως την προσφωνούσαν όλοι– ανάστησε την κόρη της, τη μικρή Ρήνω, η οποία σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης. Η θεία Γιώργαινα αναπαύτηκε το 1962, λίγο μετά τη γέννηση μου. Η Ρήνω πάντρεψε τους γονείς μου και συντηρεί το Παπαγιαννέϊκο –το σπίτι στη Μεγάλη Κάψη– μέχρι σήμερα.
Ο Λεωνίδας Παπαγιάννης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, είχε υπηρετήσει επί χρόνια στην Ελληνική Χωροφυλακή, κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας. Λίγο πριν τον πόλεμο αρρώστησε από φυματίωση και αποστρατεύθηκε. Εγκαταστάθηκε έκτοτε μόνιμα στη Μεγάλη Κάψη, καθώς το υψόμετρο κι ο βουνήσιος αέρας ήταν η μόνη αποτελεσματική θεραπεία, μέχρι την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης το 1946, που εξάλειψε τη νόσο.
Στη διάρκεια της κατοχής αναμείχθηκε με την αντίσταση και συνέβαλε στην ανάπτυξη του αντάρτικου στην περιοχή. Από το Παπαγιαννέϊκο στη Μεγάλη Κάψη πέρναγαν συχνά πολλοί καπεταναίοι του ΕΛΑΣ, μεταξύ των οποίων και ο λαμιώτης Θανάσης Κλάρας –ο χαρισματικός και αμφιλεγόμενος Άρης Βελουχιώτης– και κουβέντιαζαν. Ο πατέρας μου τον θυμόταν να κάθεται στην τραπεζαρία, βαρύς και επιβλητικός, με τα φυσεκλίκια και τα όπλα του να γυαλίζουν, ενώ οι μαυροσκούφηδές του χαζολογούσαν στην αυλή. Ο –κατά πολλούς ιστορικούς– βίαιος και ανελέητοςΆρης, κάθε φορά που συναντιόντουσαν με τον Λεωνίδα, τον ρώταγε με απρόσμενη συμπάθεια: "Τι κάνουν τα ορφανά του Φλέσσα;"
Μετά την επιχείρηση του Γοργοποτάμου, όταν ο ΕΛΑΣ άρχισε σταδιακά να στρέφεται εναντίον των άλλων ανταρτικών ομάδων, ο Λεωνίδας, ως πρώην αξιωματικός της Χωροφυλακής και μη κομμουνιστής, άρχισε να αντιμετωπίζεται από τους ελασίτες με καχυποψία και στο τέλος επικηρύχθηκε. Για να γλυτώσει κατέφυγε στη Λαμία, όπου και έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Αρκετά χρόνια αργότερα –μεγάλος πια– παντρεύτηκε τη θεία Κούλα. Δεν απέκτησαν παιδιά, υιοθέτησαν, όμως, τη Ρήνω, την κόρη του σκοτωμένου αδελφού του. Μέχρι το τέλος της ζωής του, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, κάθε φορά που πηγαίναμε στη Λαμία, δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον επισκεφτούμε στο κλασσικό σπίτι, δίπλα στην Πλατεία Λαού, με τη μακριά ξύλινη σκάλα, τα βιβλία και το πιάνο της θείας Κούλας.
Και η δική μου εξομολόγηση
Έγραψα αυτήν την ιστορία, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι για να αποτίσω ελάχιστο φόρο τιμής στον παππού μου και σε όλους όσους έχασαν τη ζωή τους, εκείνα τα σκληρά χρόνια. Και ο δεύτερος, για να συμβάλω στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης των γεγονότων που σημάδεψαν τη μοίρα της οικογένειάς μας, μιας μέσης ελληνικής οικογένειας. Αν δεν τα καταγράψουμε, θα χαθούν καθώς οι άνθρωποι που τα έζησαν φεύγουν.
Η ανάπλαση των γεγονότων βασίζεται στις διηγήσεις του πατέρα μου, της νουνάς μου Ελένης και άλλων συγγενών. Βασίζεται ακόμη σε μαρτυρίες που βρήκα, όπως αυτή, της νοσηλεύτριας του Ερυθρού Σταύρου από τη Λάρισα, της κύριας Ζήνας Οικονόμου-Πατέρα, που υπηρέτησε εκείνες ακριβώς τις ημέρες στο Νοσοκομείο Λαμίας (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) http://tinypic.com/r/t03xuq/9 και αυτή του λογοτέχνη Βασίλη Αλεξίου (Περιοδικό "Σταυροδρόμι") http://www.skamnosvoice.gr
Τα ιστορικά στοιχεία προέρχονται από διάφορα βιβλία εκείνης της περιόδου των εκδόσεων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, από την “Ιστορία της Κατοχής” του Δημ. Γατόπουλου και από διάφορες αναρτήσεις της Ελληνικής wikipedia.
Μήνες αργότερα από τη συγγραφή του παρόντος, ανακάλυψα στο http://www.kaliterilamia.gr/2015/08/blog-post_41.html ένα μικρό φωτογραφικό αφιέρωμα με φωτογραφίες από το βομβαρδισμό και τη γερμανική εισβολή.
Οι όποιες ανακρίβειες και τα λάθη είναι μόνο δικά μου.
Γιώργος Φλέσσας