Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Τρίκερι: το νησί της πολιτικής εξορίας πέντε χιλιάδων γυναικών (1948 – 1953) - Τα «θαμμένα τετράδια»


Τα «θαμμένα τετράδια», είναι μαρτυρίες εξόριστων γυναικών κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων που κρατούνταν στο Τρίκερι Μαγνησίας, καθώς επίσης στη Μακρόνησο και τη Χίο. Τις μαρτυρίες αυτές για την εξοντωτική ζωή στην εξορία, κατάφεραν οι εξόριστες να τις σώσουν, κρύβοντάς τες στις κουφάλες των δέντρων του μικρού νησιού Τρίκερι.
Βικτωρία Θεοδώρου
Το υλικό περιέσωσε και συγκέντρωσε η ποιήτρια Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε η Βικτωρία Θεοδώρου. Από αυτό το υλικό είναι το κείμενο της Βικτωρίας Θεοδώρου που ακολουθεί και ανήκει στην ενότητα Τρίκερι Α’.
Η Βικτωρία Θεοδώρου, ποιήτρια της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς, γεννήθηκε το 1926 στα Χανιά. Δεκαέξι χρονών εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Το 1947, φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, την συνέλαβαν και μετά από τρίμηνη κράτηση στην Ασφάλεια την εξόρισαν αρχικά στη Χίο, μετά στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο. Οι εμπειρίες της από την εξορία έχουν αποδοθεί ποιητικά. Υπάρχουν όμως και οι γραπτές της μαρτυρίες από το Στρατόπεδο Γυναικών του Τρίκερι.
Είναι το πρώτο κείμενο της ενότητας και φέρει τον τίτλο «Βρήκαμε εξόριστες στο Μοναστήρι του Τρίκερι». Η γραφή της λιτή και συγχρόνως συνταρακτική παρουσιάζει το νησί και τις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες ζωής των εξόριστων και κυρίως των γυναικών στο Στρατόπεδο Γυναικών Πολιτικών Εξορίστων στο Τρίκερι.



«Το Τρίκερι είναι ένα σχεδόν ακατοίκητο νησί στην άκρη του Πηλίου, δεξιά μόλις μπαίνουμε στον Παγασητικό κόλπο. Απομονωμένο καθώς είναι – το περιτριγυρίζουν από τα δυτικά τα βουνά της Ρούμελης, από τα νότια της Εύβοιας οι κορφές κι από τα βόρεια κι ανατολικά ο κορμός του Πηλίου – κρίθηκε κατάλληλο για την ίδρυση στρατοπέδου συγκέντρωσης εξορίστων.
Είναι τόσο μικρό που δεν χρειάζεται περισσότερο από τρεις ώρες πεζοπορία για να κάμεις το γύρο του. Κατάφυτο από λιόδενδρα κι αειθαλείς θάμνους, ήσυχο και υγρό. Βροχές ορμητικές πέφτουν όλο το χρόνο ακόμα και στη μέση του καλοκαιριού, γιατί πάντα είναι σκεπασμένο με υδρατμούς. Τους μήνες του χειμώνα, ο γραίγος το δέρνει και το χιονίζει.
Στρατόπεδο ανδρών εξόριστων αρχικά
Από το καλοκαίρι του 1947 άρχισαν να μαζεύουν τους άντρες που έπιασαν από τους διάφορους τόπους, χωριά και πόλεις της κεντρικής Ελλάδας, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος. Έτσι ιδρύθηκε το στρατόπεδο των αντρών, που έφτασε τις τρεις ως τέσσερις χιλιάδες κρατούμενους, και που το Μάρτη του 1949 μεταφέρθηκε στο Μακρονήσι. Τον ίδιο χρόνο μαζί με τους άντρες έφερναν «προληπτικά» και γυναίκες από τις οικογένειες των ανταρτών και τις μάντρωναν στο μεγάλο Μοναστήρι του νησιού. Όλες σχεδόν ήταν αγρότισσες κάθε ηλικίας και δεν είχαν παρά μονάχα τα ρούχα που φορούσαν, ενώ πολλές απ’ αυτές κρατούσαν τα μωρά στην αγκαλιά τους. Ο αριθμός τους δεν ήταν σταθερός.
Μερικές έφευγαν με «δηλώσεις μετανοίας», που αναγκάζονταν να κάνουν κάτω από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, τις αρρώστιες και την πείνα, ενώ άλλες έφταναν με νέες αποστολές. Το 1948 έφτασαν τις πεντακόσιες, μα το Φλεβάρη του 1949 είχαν μείνει ενενήντα τρεις. Το στρατόπεδο για τις "προληπτικές" κράτησε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη του 1949. Κατά το φθινόπωρο άρχισαν να φεύγουν τσακισμένες, απελπισμένες. Κι όταν το Γενάρη μας πήγαν στη Μακρόνησο μας ακολούθησαν δεκαέξι.


Το στρατόπεδο για τις "προληπτικές"
Μεγάλο γεγονός για το στρατόπεδο των «προληπτικών» ήταν ο ερχομός στο Τρίκερι των γυναικών του στρατοπέδου της Χίου τις πρώτες μέρες του Απρίλη του 1949. Οι καινούριες στεγαστήκαμε στις άδειες σκηνές του στρατοπέδου των ανδρών, ενώ οι «προληπτικές» έμεναν ακόμα στα κελιά και σε σκηνές γύρω από το Μοναστήρι. Αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα του στρατοπέδου. Σύντομα οι χίλιες διακόσιες γυναίκες της Χίου ενώθηκαν με τις εξόριστες του Μοναστηριού, κι όταν το Μάη ήρθαν οι Σλαβομακεδόνισσες και οι Ηπειρώτισσες έφθασαν συνολικά τις τρεισίμισι χιλιάδες. Το Σεπτέμβριο του 1949 όλες μαζί με τα παιδιά ήμασταν τέσσερις χιλιάδες επτακόσιες γυναίκες απ’ όλη την Ελλάδα.
Οι αποστολές αποτελούνταν από γυναίκες κάθε περιοχής χωριστά. Στις 23 του Φλεβάρη έφτασε στο νησί μια καραβιά από διακόσιες περίπου Θεσσαλές. Το Μάρτη του ίδιου χρόνου είχαν έρθει οι Ηπειρώτισσες και στις 24 του Μάη μια μεγάλη αποστολή με το αρματαγωγό από χίλιες πεντακόσιες γυναίκες και παιδιά, που τις είχαν μαζέψει από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Ρούμελη.
Το Μάη του 1949 άρχισαν επίσης να’ ρχονται οι Σλαβομακεδόνισσες, κοπαδιαστά, πεντακόσιες τόσες σε κάθε αποστολή, και το καλοκαίρι μαζεύτηκαν χίλιες επτακόσιες με δύο χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.
Το Μοναστήρι του Τρίκερι
Το Μοναστήρι του Τρίκερι χτίστηκε το 1841 στο ψηλότερο μέρος του νησιού. Στη μέση μιας πλακόστρωτης αυλής βρίσκεται η εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το ωραίο τέμπλο της το είχε ανακαινίσει ένας εξόριστος καλλιτέχνης που αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε.
Ολόγυρα τα κελιά σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο. Τα ισόγεια των κελιών τα χρησιμοποιούσαν για αποθήκες, στάβλους, μαγειρειά, λουτρά κλπ. γιατί ήταν ακατάλληλα για να κατοικηθούν. Αργότερα κατοικήθηκαν κι αυτά. Τα πατώματά τους είναι γκρεμισμένα, δεν έχουν πόρτες μήτε παραθυρόφυλλα. Ήλιος ποτέ δεν μπήκε στο εσωτερικό τους, είναι υγρά και μουχλιασμένα. Από την άνοιξη του 1948 έβαλαν τις γυναίκες σε μικρά ατομικά αντίσκηνα γύρω από το Μοναστήρι, όταν όμως το φθινόπωρο άρχισαν οι βροχές κι η παγωνιά η Διοίκηση αποφάσισε να τις στριμώξει μέσα στα κελιά και στα υπόγεια. Από τις 23 του Φλεβάρη που έφταναν οι μεγάλες αποστολές δεν υπήρχε τόπος να στεγαστούν. Τις άφηναν μέρες κάτω απ’ τα υπόστεγα του Μοναστηριού καταγής, να κοιμούνται μαζί με τα μωρά τους. Μα σαν οι βροχές έγιναν πιο συχνές, έστησαν στο λασπωμένο χώμα επτά μεγάλες αμερικάνικες σκηνές, που κανονικά χωρούν είκοσι ανθρώπους η κάθε μία. Εκεί μέσα, όμως έριξαν πενήντα με πενήντα πέντε γυναίκες.
Χωρίς στρώματα και ρούχα
Στρώματα δεν είχαν ούτε ρούχα. Έτσι έμειναν για πολλά βράδια όσο να μαζέψουν και να στρώσουν κλαδιά, στέκονταν όρθιες βαστώντας τα μωρά στην αγκαλιά τους ή κάθονταν σε κάποια στεγνή πέτρα.
Οι σκηνές αυτές έγιναν τα σπιτικά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της εξορίας. Συχνά με τους αγέρηδες και τις θύελλες ξεριζώνονταν οι πάσσαλοι, χαλάρωναν τα σκοινιά και οι τέντες ανέμιζαν λασπωμένες πάνω απ’ τα κορμιά τους.
Μ’ όλο που ο αριθμός των γυναικών ολοένα αυξανόταν, η Διοίκηση αδιαφορούσε και δεν έστηνε καινούριες σκηνές. Κι υπήρχαν ακόμα πολλά υπόγεια κελιά κλειδωμένα, με την πρόφαση πως ήταν αποθήκες της εκκλησίας.
Μια πτέρυγα και μισή, από τα επάνω κελιά που ήταν πιο γερά, τη χρησιμοποιούσε η Διοίκηση για γραφεία.
Κάτω από τέντες τρύπιες και κατεστραμμένες
Όταν την άνοιξη του 1949 μαζεύτηκαν τρεις χιλιάδες περίπου γυναίκες στο νησί, έστησαν και μικρά ατομικά λιόφυτα του Μοναστηριού. Όλες αυτές οι μικρές τέντες ήταν τρύπιες και καταστραμμένες και μόλις έβρεχε έσταζαν και μούσκευαν τα στρώματα ή τα ξερά χόρτα που πάνω κει πλάγιαζαν οι εξόριστες με τα μωρά τους. Ήταν τόσο χαμηλές, που έπρεπε να διπλώσεις το κορμί σου για να μπεις μέσα και να βρίσκεσαι συνεχώς καμπουριασμένη. Όταν έπεφταν οι μεγάλες βροχές τα πάντα πλημμύριζαν με λάσπη και νερά και τα μικρά έκλαιγαν αντάμα με τις μάνες και τις γιαγιάδες τους.
Όλο το διάστημα από το 1947 έως το 1949 Διοικητής στο στρατόπεδο του Τρίκερι ήταν ο συνταγματάρχης Ι.Κ., άνθρωπος πολύ αυστηρός και σκληρός. Ύστερα από πολλά διαβήματα, οι εξόριστες κατάφεραν να συνεννοούνται μαζί του για τα καθημερινά τους προβλήματα και προπάντων για την καντίνα. Τη φρουρά την αποτελούσαν στρατιώτες «ανανήψαντες» της Μακρονήσου και άλλοι.
Στόχος ο εξευτελισμός των εξόριστων γυναικών
Σκοπός της Διοίκησης ήταν ν’ αχρηστέψει πολιτικά όσο μπορούσε περισσότερες εξόριστες και να εξευτελίσει στα μάτια τους το δίκαιο αγώνα που συνέχιζαν οι δικοί τους. Με διάφορα σωματικά βάσανα, με ψυχολογικά μέσα μελετημένα για να σπάνε το ηθικό, με την αδιαφορία στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, την απαγόρευση κάθε μέσου μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ξεκούρασης επιδίωκαν να τους αποσπάσουν μια υπογραφή κάτω από μια «δήλωση μετανοίας».
Επέβαλαν στη ζωή τους στρατιωτική πειθαρχία. Δύο φορές την ημέρα, με βροχή και με χιόνι, τις ανάγκαζαν να βγαίνουν για το προσκλητήριο το πρωί οκτώ με εννιά και το βράδυ τέσσερις με πέντε. Εκεί τις είχαν να στέκονται ώρες, πεινασμένες και εξαντλημένες, έχοντας αφήσει τα μωρά τους μόνα μέσα στ’ αντίσκηνα.
Νηστικές και διψασμένες
Μόλις τελείωνε το προσκλητήριο, κατά τη διάρκεια του οποίου στέκονταν νηστικές από το προηγούμενο βράδυ γιατί έδιναν πρωινό ρόφημα, έτρεχαν στην ουρά για νερό πέρα στα πηγάδια. Και στις δώδεκα το μεσημέρι βιάζονταν να τρέξουν σ’ άλλη σειρά για το συσσίτιο, που μοιραζόταν κατά το στρατιωτικό σύστημα. Μετά το μεσημέρι έφτανε το καΐκι με τα εφόδια, που έπρεπε να το ξεφορτώσουν. Στις τέσσερις το απόγευμα όλες μαζεύονταν πάλι στην πλατεία για το βραδινό προσκλητήριο, κι αμέσως μετά για τη διανομή του δεύτερου συσσιτίου της μέρας. Στις οκτώ το βράδυ δεν έπρεπε να φαίνεται φως στις σκηνές και κάθε κυκλοφορία σταματούσε.
Κάθε μέρα στο πρωινό προσκλητήριο ο στρατοπεδάρχης διάβαζε το δελτίο ειδήσεων της ημέρα, για να τις πληροφορήσει πως ο αγώνας ολοένα εξασθενίζει και πως οι αντάρτες «καθημερινά παραδίδονται στα χέρια του νικηφόρου στρατού».
Το Φλεβάρη του 1948 η Διοίκηση διαίρεσε τις γυναίκες σε δεκατέσσερις διμοιρίες, που αποτελούσαν ένα λόχο κι έβαλε τη δικηγορίνα Θ.Ξ. από τη Λάρισα να τις αντιπροσωπεύει. Οι στρατιώτες της φρουράς φύλαγαν τα στρατόπεδα των αντρών και των γυναικών. Είχαν εγκαταστήσει σκοπιές στα κοντινά ακρωτήρια του νησιού, όπως και στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Οι περισσότεροι ήταν άλλοτε αγωνιστές της Αντίστασης, που κάτω από τη μακρονησιώτικη βία αποκήρυξαν το Δημοκρατικό Στρατό και υπηρετούσαν από φόβο τους βασανιστές τους. Υπήρχαν μερικοί που έδειχναν ανθρωπιά και φέρονταν καλά στους κρατούμενους. Οι γυναίκες, όμως, διηγούνταν πως κάποτε οι φρουροί χτύπησαν τις κοπέλες που είχαν φέρει από μια περιοχή που γίνονταν μάχες. Τις γυναίκες αυτές, που ήταν αντάρτισσες, τις μάντρωσαν με συρματόπλεγμα ξέχωρα από τις άλλες.
Μωρομάνες και γερόντισσες
Η σκληρότητα και η απονιά των φρουρών ήταν απερίγραπτη. Εκτός από τις καθημερινές αγγαρείες έβαζαν τις γυναίκες, που οι περισσότερες ήταν μωρομάνες ή γερόντισσες, να τους κουβαλούν νερό, να τους πλένουν τα ρούχα και να τους καθαρίζουν τα κελιά που έμεναν. Κι όπως δεν έβρισκαν καμιά αντίδραση απ’ αυτές, τις έβαζαν να τους κουβαλούν και τα μπαούλα τους ακόμα από το λιμανάκι. Έτσι τις εξευτέλιζαν καθημερινά.
Το κράτος έδινε για τις εξόριστες 2.700 δρχ. την ημέρα για το συσσίτιο των γυναικών. Το μαγείρευαν οι ίδιες σε μεγάλα καζάνια, κι επειδή η δουλειά του μαγειρείου ήταν πολύ σκληρή άλλαζαν κάθε δύο μήνες. Το φαγητό ήταν λιγοστό και φτωχό. Τα γυφτοφάσουλα, τ’ άσπρα φασόλια και τα ρεβύθια ήταν τα πιο συνηθισμένα γεύματα. Σπάνια μαγείρευαν ζυμαρικά, πατάτες ή λαχανικά, και κρέας μαγείρευαν μία ή δύο φορές το μήνα.
Πρωινό ρόφημα δεν έδιναν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι έμεναν νηστικές οι γυναίκες από τ’ απόγευμα της μια μέρας ως το μεσημέρι της άλλης. Τα 80 δράμια ψωμί δεν έφταναν παρά μονάχα για το μεσημεριανό γεύμα, γιατί απ’ αυτό έπρεπε να φάνε και τα παιδάκια, που δεν συμπεριλαμβάνονταν στον αριθμό των κρατουμένων. Έτσι τα διακόσια είκοσι τέσσερα παιδάκια, που ολοένα πλήθαιναν, τρέφονταν από το φαΐ που έδιναν στις μάνες τους.
Ποτέ δεν έδωσαν λάδι ή φωτιστικό πετρέλαιο για ν’ ανάβουν ένα φως μέσα στις σκηνές και οι γυναίκες αναγκάζονταν να φτιάχνουν μικρά καντηλάκια με τα 4 -5 δράμια λάδι που τους έδιναν για τις βραστές πατάτες. Για το μαγείρεμα του συσσιτίου κουβαλούσαν νερό από το μοναδικό με τρόμπα πηγάδι και έφερναν τα τρόφιμα από την αποθήκη που βρισκόταν κοντά στο λιμανάκι του νησιού, καμιά εφτακοσαριά μέτρα ανηφορικού δρόμου ως το Μοναστήρι.
Η τραχιά ζωή των γυναικών
Κουβαλούσαν ακόμα και τα ξύλα για τη φωτιά από μακριά, γιατί δεν υπήρχαν ζώα ή κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο. Η αγγαρεία αυτή γινόταν πιο σκληρή τις μέρες του χειμώνα, που το καΐκι δεν μπορούσε να φέρει τα ξύλα του στρατοπέδου από τα χωριά του Πηλίου.
Η τραχιά ζωή των γυναικών γινόταν χίλιες φορές πιο ανυπόφορη εξαιτίας της ανυδρίας του νησιού. Αν και υπήρχαν τέσσερα πηγάδια, τα οποία οι εξόριστοι είχαν ανοίξει το 1947, το νερό δεν μπορούσε να διατηρηθεί καθαρό μήτε ν’ ανέβει εύκολα γιατί δεν είχαν τρόμπες.
Υπήρχε μία τρόμπα στο πηγάδι κοντά στο «χωριό», απ’ όπου έπαιρναν νερό οι γυναίκες , κι άλλη μία σ’ εκείνο που βρισκόταν έξω από το μαγειρείο των αντρών. Αργότερα όμως διόρθωσαν τις παλιές τρόμπες και εφοδίασαν μ’ αυτές ακόμα δύο πηγάδια, που’ ναι κοντά στον όρμο του Αϊ – Γιώργη.
Κάθε μέρα στις εννιά ένας στρατιώτης οδηγούσε στη γραμμή τις εξόριστες για να γεμίσουν τα κανάτια τους κι άλλοι δύο τις επέβλεπαν. Μα την άνοιξη του 1949, που οι γυναίκες πολλαπλασιάστηκαν γιατί συνεχώς έφταναν νέες αποστολές, η ανυδρία που χρόνια βασάνιζε τους εξόριστους άρχισε από το Πάσχα.
5.000 εξόριστες ξεδιψούσαν από τρία πηγάδια
Όλο το πλήθος , πέντε χιλιάδες περίπου γυναίκες, έπρεπε να πιεί, να μαγειρέψει και να πλυθεί απ’ το νερό τριών πηγαδιών. ΄Ετσι αναγκάζονταν να ξεκινήσουν πριν χαράξει, για να γεμίσουν τους κουβάδες του συσσιτίου ή τα κανάτια τους. Οι τρόμπες απέδιδαν στην αρχή, μετά όμως αγκομαχούσαν ανεβάζοντας λάσπη. Δεν άκουγες όλη μέρα τίποτα άλλο παρά μόνο εκείνον τον κουφό κρότο που μεγάλωνε την απελπισία.
Πριν φύγουν οι εξόριστοι για το Μακρονήσι οι βαριές αγγαρείες – όπως το ξεφόρτωμα του καϊκιού ή το κουβάλημα των ξύλων – ήταν αποκλειστικά δουλειά των αντρών. Οι γυναίκες κατέβαιναν στην αποθήκη και κουβαλούσαν από κει ως το Μοναστήρι τα τρόφιμα και τ’ άλλα εφόδια.
Μετά το Μάρτη του 1948 που έφυγαν οι άντρες, μονάχες τους ξεφόρτωναν οκάδες από τρόφιμα, ξύλα, τσιμέντα, ασβέστη, εφόδια για τέσσερις και πέντε χιλιάδες ψυχές και τ’ ανέβαζαν από ένα μαρτυρικό ανήφορο στην αποθήκη. Η δουλειά αυτή γινόταν καθημερινά από τρεις διμοιρίες και κρατούσε συχνά τέσσερις ώρες.
Μα η πιο εξαντλητική κι άσκοπη αγγαρεία, που θύμιζε το κάτεργο του Μακρονησιού, ήταν να κουβαλούν από το γιαλό βότσαλα, άμμο και νερό της θάλασσας για να φτιάξουν ένα πελώριο στέμμα σε μια πλαγιά του νησιού, ώστε να φαίνεται από τη θάλασσα απ’ όπου περνούσαν τα πλοία.
Βάρβαρες αγγαρείες
Όταν διέταξαν τους εξόριστους να επισκευάσουν τα γκρεμισμένα κελιά του Μοναστηριού, οι γυναίκες μονάχες τους κουβαλούσαν από το λιμανάκι τσιμέντα, τούβλα, ασβέστη, ξυλεία και θαλασσινό νερό. Οι αγγαρείες αυτές κρατούσαν μήνες ολάκερους και ήταν οι πιο βαριές και βάρβαρες.
Για το μαρτύριο του νερού μιλήσαμε και πρωτύτερα. Καθημερινά για το μαγείρεμα του συσσιτίου και για το καθάρισμα της αυλής και των άλλων χώρων του Μοναστηριού, οι εξόριστες κατέβαιναν χαράματα κι έστεκαν ώρες περιμένοντας να μαζευτεί νερό στα ξεροπήγαδα.
Επειδή για πολύ καιρό αποχωρητήρια δεν υπήρχαν στο στρατόπεδο, οι εξόριστες αναγκάζονταν να αποπατούν στα γύρω χωράφια και στα λιόφυτα και κάθε βδομάδα να βγαίνουν με κασμάδες, φτυάρια ή ξύλα για να σκεπάσουν τις ακαθαρσίες, να κάψουν τα σκουπίδια και να ραντίσουν με ασβέστη τα χώματα. Μα και πάλι τα κοράκια κι οι κάργιες, που σμήνη πετούσαν στο νησί, ξέθαβαν τις ακαθαρσίες και σκορπούσαν τα ματωμένα κουρέλια.
Η βασανισμένη ζωή του σκλάβου...
Βλέποντας οι διάφοροι αξιωματικοί της φρουράς ή οι απλοί χωροφύλακες πως δούλευαν αδιαμαρτύρητα, καθημερινά τις φόρτωναν και τα δικά τους τρόφιμα ή τα μπαγκάζια από τα καΐκια για να τ’ ανεβάσουν από τον ανήφορο του Μοναστηριού κι αυτοί ακολουθούσαν πίσω τους με αδειανά τα χέρια χασκογελώντας και πειράζοντάς τες.
Όλη αυτή η βασανισμένη ζωή του σκλάβου, που καθημερινά γινόταν όλο και πιο βαριά, έκανε όσες είχαν παιδιά να τα παραμελούν μοιρολατρικά. Αδιάκοπα έκλαιγαν τα σπυριασμένα και ακάθαρτα εκείνα παιδάκια, ζητιανεύοντας και γυρεύοντας τις μάνες τους στα χωράφια. Όσο για τις ίδιες όσο περνούσαν οι μέρες τσακίζονταν από τις κακουχίες, χλώμιαζαν από την πείνα και κουρελιαζόταν η μοναδική τους φορεσιά και τα παπούτσια τους. Πάνω στα πρόσωπά τους ήταν φανερή η αγωνία για τους δικούς τους, που καιρό τώρα πολεμούσαν στα βουνά και είχαν χάσει τα ίχνη τους.
Γράμματα, επιταγές, εφημερίδες και λιγοστά δέματα έρχονταν μια φορά τη βδομάδα με το καΐκι του στρατοπέδου. Όλα τα λογόκριναν πολύ αυστηρά πριν τα δώσουν στις εξόριστες, καθυστερούσαν τα λίγα χρήματα από τις επιταγές κι έσβηναν ή έκοβαν ένα μέρος από το περιεχόμενο των γραμμάτων.
Βασανιστήριο και με το ταχυδρομείο
Συνηθισμένο ήταν να τα κρατούν, θέλοντας να τιμωρήσουν ορισμένες γυναίκες επειδή βαρυγκόμησαν την ώρα της αγγαρείας ή για να τις κρατούν σε αγωνία. Η στέρηση αυτή από τα γράμματα και τα μηνύματα ήταν η πιο πρόχειρη τιμωρία στα χέρια της Διοίκησης.
Το ταχυδρομείο το μοίραζε ο ίδιος ο Διοικητής στο πρωινό προσκλητήριο, όπου οι γυναίκες στέκονταν στη σειρά. Αν καμιά αργούσε να τρέξει μόλις φώναζε το όνομά της, κρατούσε το γράμμα και της το’ δινε ύστερα από μέρες, ενώ τα γράμματα που έρχονταν να φέρουν το μήνυμα για το θάνατο κανενός αντάρτη τα φύλαγε τελευταία και τα διάβαζε άπονα μπροστά στη δύστυχη μάνα, αδερφή ή σύζυγο. λέγοντάς της αμέσως να κάνει δήλωση γιατί λόγος πια δεν υπάρχει να βρίσκεται εκεί. Οι εξόριστες έγραφαν ένα γράμμα τη βδομάδα, που κι αυτό το λογόκριναν το ίδιο αυστηρά, και συχνά όλα τα μαζί τα έκαιγαν για να μην πάνε στον προορισμό τους. Τις εφημερίδες, που πριν έρχονταν, τις απαγόρεψαν μόλις το στρατόπεδο των αντρών έφυγε για το Μακρονήσι.
Μέχρι το Φλεβάρη του 1948, που οι γυναίκες ήταν πολύ λιγότερες, πήγαιναν σχεδόν ελεύθερα στο στρατόπεδο των αντρών για να ψωνίσουν από την καντίνα και για να πάρουν τα τρόφιμα όταν ερχόταν το καΐκι.
Με άδεια του Διοικητή
Στις μεγάλες γιορτές ( Πάσχα, Χριστούγεννα, Ευαγγελισμού) έτρωγαν όλοι μαζί. Όταν όμως έφτασαν οι μεγάλες καραβιές και το Μοναστήρι γέμισε από εξόριστες η επικοινωνία απαγορεύτηκε. Ο Διοικητής έδινε άδεια κάθε φορά μόνο σ’ έναν ορισμένο αριθμό γυναικών και για ορισμένη ώρα για τα ψώνια τους.
Οι άντρες εκτός από την καντίνα είχαν παπουτσάδικο, μαραγκούδικο, ένα συνεργείο που διόρθωνε τα διάφορα σκεύη τους, έφτιαχναν σκάφες, σκαμνιά και άλλα εργαλεία. Είχαν και ραφτάδικο με δική τους ραπτομηχανή.
Με άδεια μονάχα μονάχα μπορούσαν οι γυναίκες να περάσουν από τη σκοπιά για να πάνε τα παπούτσια τους στον μπαλωματή ή στ’ άλλα συνεργεία.
Στην καντίνα μπορούσες να βρεις τα πιο απαραίτητα πράγματα, από χαρτοφάκελλα, γραμματόσημα, κλωστές και βελόνες, μέχρι κονσέρβες και ψωμί. Όλα αυτά τα είδη τα πουλούσαν οι εξόριστοι σε πολύ χαμηλότερες τιμές από το μαγαζάκι του χωριού.
Η καντίνα αυτή, που τόσο εξυπηρετούσε τον εξόριστο κόσμο του Τρίκερι, έγινε ύστερα από αδιάκοπες αιτήσεις και διαβήματα στο Διοικητή.
Ένα μέρος από τα κέρδη, όπως μας είπαν, τα κρατούσε η Διοίκηση και το υπόλοιπο 7%, το διέθεταν για συμπληρωματικό λάδι στο καζάνι του γενικού συσσιτίου, για τις διάφορες ανάγκες των συνεργείων και για τους εντελώς άπορους εξόριστους άντρες ή γυναίκες.
Το Φλεβάρη, που οι άντρες έφυγαν για το Μακρονήσι, παρέδωσαν τα είδη της καντίνας σε δυο τρεις γυναίκες να τα διαχειριστούν και να τα πουλήσουν και έδωσαν εντολή για όσα πράγματα δεν πουληθούν να μοιραστούν στις μικρομάνες.
Από διάφορες οικονομίες τους οι άντρες είχαν αγοράσει μια ραπτομηχανή που την άφησαν κι αυτή στο στρατόπεδο γυναικών και που όταν το Γενάρη του 1950 μας μπάρκαραν για το Μακρονήσι, μέσα στη γενική τρομοκρατία και σύγχυση, επωφελήθηκαν και μας την πήραν με τη δικαιολογία πως οι εξόριστοι την έκαναν δώρο στην εκκλησία.
Το στήριγμα των εγκαταλειμμένων γυναικών
Οι εξόριστοι άντρες ήταν ηθικό στήριγμα στις εγκαταλειμμένες εκείνες γυναίκες, που ίσως πρώτη φορά έβγαιναν από τα σπίτια τους κι αντιμετώπιζαν τη σκληρότητα και τη στρατιωτική πειθαρχία. Εκτός απ’ την πρακτική και ηθική βοήθεια που πρόσφεραν φρόντιζαν να παίρνουν μέρος και εκείνες στις εκδηλώσεις ψυχαγωγίας – γιατί είχαν θέατρο, χορωδία και καλό γήπεδο γυμναστικής. Αλλά ας ξαναγυρίοσυμε στις δύστυχες συνεξόριστες.
Η ελονοσία ήταν καθημερινή αρρώστια στο στρατόπεδο. Πολλές γυναίκες και παιδάκια είχαν την ωχρότητα που τη χαρακτηρίζει. Οι θέρμες και τα ρίγη τις έριχναν συχνά χάμω στο στρώμα, τις έλουζαν στον ιδρώτα, τις έλιωναν, κι ύστερα έφευγαν όπως ήρθαν δίχως φάρμακα και νοσηλεία.
Την άλλη μέρα, μετά από την κρίση ή και με πυρετό ακόμη, πήγαιναν στις αγγαρείες.
Η ελονοσία πρώτη, κι ύστερα η φυματίωση. Για τις φυματικές δεν υπήρχε καμιά ξεχωριστή έγνοια. Κοιμόνταν μέσα στ’ αντίσκηνα μαζί με τις άλλες, πλάι πλάι με τα μωρά. Εκεί αιμόπτυαν, εκεί έβηχαν κι αγκομαχούσαν.
Η Παρασκευή Κριμέκη, μια νέα εξόριστη γυναίκα, μόλις έφτασε στο Τρίκερι ύστερα από τις ταλαιπωρίες άρχισε να χλωμιάζει και να λιώνει. Αργότερα έκανε συνεχείς αιμοπτύσεις μέσα στη σκηνή της μπροστά στις τρομοκρατημένες γυναίκες. Σε λίγο καιρό, εξαντλημένη καθώς ήταν κι απελπισμένη υπέγραψε δήλωση κι έφυγε με το φορείο. Έζησε άραγε;
Η Βαγγελίτσα Εργάτη, μια μικρή χωριατοπούλα 18 χρονών, πέθανε από φυματίωση λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο στρατόπεδο. Την έθαψαν εκεί σαν ζώο, αλλά εγώ δεν πρέπει να την ξεχάσω…
Ήταν λίγες εκείνες, προπάντων οι ηλικιωμένες, που δεν βογκούσαν από την κούραση και την υγρασία, που δεν είχαν πόνους στα σπλάχνα τους χωρίς να ξέρουν την αιτία και τη γιατρειά τους. Εκείνο που τις έλιωνε περισσότερο δεν ήταν η βαριά δουλειά, γιατί ήταν μαθημένες στη σκληρή αγροτική ζωή, όσο η παγωνιά, η πείνα, το στρίμωγμα στις σκηνές, οι γκρίνιες, τα κλάματα, η κλεισούρα και η απλυσιά.
Δυσεντερία και τύφος
Μαύρα σμήνη από μύγες έφευγαν από τους λάκκους και τις ακάλυπτες ακαθαρσίες κι έβοσκαν πάνω στο ψωμί, στο φαΐ, κάθονταν επίμονα γύρω απ’ το στόμα και τα ματάκια των παιδιών. Οι μύγες μετέδιδαν τα μικρόβια της δυσεντερίας και του πονόματου, τις δυο πληγές του Τρίκερι. Η δυσεντερία ήταν η πιο συχνή κι η χειρότερη απ’ τις αρρώστιες στο στρατόπεδο. Έριχνε κάτω διμοιρίες ολάκερες, και συχνά απλωνόταν γρήγορα σ’ όλο το λόχο γιατί δεν υπήρχαν αποχωρητήρια και φάρμακα. Σιγά σιγά η ελεεινή αυτή αρρώστια γινόταν χρόνια, γιατί έβρισκε εξαντλημένους οργανισμούς. Ήταν σαν ένα είδος χολέρας που έφερνε αφυδάτωση, ωχρότητα και μελαγχολία.
Μα δεν έλειψε και ο τύφος, που ερχόταν από τα θολά νερά των πηγαδιών κι από τα κακοπλυμένα λαχανικά. Τα προσωπάκια των παιδιών ήταν πληγιασμένα από σπυριά, που τα βασάνιζαν και τα έκαναν γκρινιάρικα κι ενοχλητικά. Η σταφυλοκοκκίαση κι η ψώρα ήταν πολύ διαδεδομένες στις εξόριστες και πιο βασανιστικές και από τους ίδιους τους βασανιστές τους.
Γι’ αυτές τις φοβερές επιδημίες η Διοίκηση δεν έδινε ρύζι, ζάχαρη, λεμόνια, ούτε καν φάρμακα. Το συσσίτιο με τα όσπρια το πετούσαν στη θάλασσα να παχαίνουν τα ψάρια, γιατί οι πιο πολλές δεν μπορούσαν να το φάνε κι άλλες πάλι που το έτρωγαν γίνονταν χειρότερα.
Αν και υπήρχαν αρκετοί εξόριστοι γιατροί στο στρατόπεδο των αντρών, δεν τους επέτρεπαν να περιθάλψουν τις άρρωστες. Ο γιατρός του στρατοπέδου είχε το ιατρείο του σ’ ένα κελί του Μοναστηριού και δίπλα υπήρχε ένα δωμάτιο, το «αναρρωτήριο», που είχε τρία τέσσερα στρώματα για τις βαριά άρρωστες.
Από τα φάρμακα του Ερυθρού Σταυρού δεν έφταναν σε μας παρά μονάχα ασπιρίνη, ιώδιο, και ελάχιστο κινίνο για την ελονοσία. Δεν υπήρχε μήτε ψωραλοιφή ούτε αλοιφές με σουλφαμίδες για τα σπυριά των παιδιών.
Μαζί με τις εξόριστες και τα παιδιά τους
Πολλές από τις «προληπτικές» εξόριστες κρατούσαν μαζί τους τα παιδιά τους, βρέφη, νήπια ή μεγαλύτερα, από 6 έως 12 χρονών. Το καλοκαίρι του 1949 ήταν περίπου εκατόν ογδόντα παιδιά. Γι’ όλα αυτά τα παιδάκια δεν έδιναν το επίδομα των 2.700 δρχ., που το κράτος διέθετε για κάθε εξόριστο, ούτε καμία άλλη βοήθεια. Έτσι δεν είχαν μερίδα ψωμιού ή φαγητού και θα έμεναν τελείως νηστικά αν δεν τρέφονταν από τα 80 δράμια ψωμί που έδιναν στις μάνες τους.
Από το μεγάλο καζάνι του συσσίτιου φρόντιζαν πάντα οι γυναίκες να βγάλουν το φαγητό των παιδιών, κρυφά απ’ τη Διοίκηση, ελαττώνοντας έτσι τη γενική μερίδα. Το πρόβλημα όμως του ψωμιού έμενε άλυτο γιατί δεν έφτανε για κανέναν, κι αυτό που έφερναν από το κάτω στρατόπεδο, που είχε λιγότερα παιδιά, ήταν ασήμαντο μπροστά στη φοβερή έλλειψη.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ποτέ δεν ενίσχυσε αυτά τα παιδιά ούτε τα αναγνώριζε σαν κρατούμενους. Τα κρατούσαν εκεί ως αντίποινα για το «παιδομάζωμα» των ανταρτών.
Επειδή το σαπούνι και το νερό ήταν τόσο σπάνια κι ακριβά έμεναν λερωμένα, κουρελιασμένα, χλωμά και γεμάτα σπυριά. Σκιές, όμοιες με φαντάσματα παιδιών. Γι’ αυτά τα παιδιά προπάντων πολλές μάνες έκαναν δήλωση και έφυγαν από το καταραμένο νησί.
Μπροστά σ’ αυτή τη δυστυχία είναι περιττό ν’ αναφέρουμε πως τα μεγάλα παιδιά έμεναν δίχως καμιά εκπαίδευση ή παιδαγωγική φροντίδα, κι όλη μέρα τριγύριζαν στα χωράφια και στις απότομες ακρογιαλιές ή έμεναν ζαρωμένα μέσα στα μουχλιασμένα κελιά και στις σκοτεινές σκηνές χωρίς να παίζουν.
Χωρίς γάλα για τα βρέφη
Τα βρέφη υπέφεραν περισσότερο γιατί γάλα δεν υπήρχε, κι αν ακόμα οι μητέρες τους είχαν να τα θηλάσουν οι καθημερινές αγγαρείες δεν τια άφηναν.
Οι κρατούμενες έγκυες γυναίκες – και υπήρχαν αρκετές σ’ αυτή την κατάσταση – με τρόμο αντίκριζαν τη δύσκολη ώρα της γέννας. Δεν υπήρχε καμία φροντίδα για τις λεχώνες και τα μικρά. Μήτε σπάργανα για να τα τυλίξουν και να τα προφυλάξουν από την παγωνιά.
Το χειμώνα του 1948 πέθανε ένα νεογέννητο αμέσως μετά τη γέννησή του. Το Σεπτέμβριο του 1949 μια Σλαβομακεδόνισσα γέννησε δίδυμα. Μέχρι τις τελευταίες μέρες της εγκυμοσύνης της έτρεχε στις αγγαρείες και κουβαλούσε με μια παράξενη περηφάνια την ανημπόρια της. Γέννησε δίδυμα πάνω στο χωματένιο πάτωμα ενός υπογείου του Μοναστηριού, χωρίς κανένας σχεδόν να το ξέρει. Το ένα μωρό πέθανε σε δυο μέρες και τ’ άλλο το βάφτισαν Ελευθερία μερικές κοπέλες από το κάτω στρατόπεδο. Πέθανε κι αυτό μια βδομάδα αργότερα.
Το μικρό νεκροταφείο για τους κατάδικους
Έξω από το Μοναστήρι, λίγα μέτρα από την κεντρική πύλη, είναι το μικρό νεκροταφείο για τους κατάδικους του Τρίκερι. Δεν έχει τίποτα που να μοιάζει με τα νεκροταφεία που ξέρουμε. Είναι ένας μικρός τετράγωνος χώρος με πέντε έξι φρέσκα μνήματα, που με τα πρωτοβρόχια πρασίνιζε όπως τα γύρω χωράφια.
Κάποιοι παλιοί εξόριστοι φύτεψαν σ’ εκείνο το μέρος μια πικροδάφνη και στερέωσαν μέσα στη γη ένα ξυλόγλυπτο σταυρό από ελιά. Άλλοι μικρότεροι σταυροί είναι σπαρμένοι τριγύρω, σάπιοι από τις βροχές και τον ήλιο, και πάνω τους μόλις που ξεχωρίζουν κάτι αχνά γράμματα με το όνομα και την πατρίδα των νεκρών.
Οι τάφοι των μικρών παιδιών δεν ξεχωρίζουν καθόλου. Τα νερά της βροχής μονάχα λιμνάζουν στις μικρές λακκουβίτσες τους και την άνοιξη πρωτοφυτρώνουν εκεί οι παπαρούνες και τα χαμομήλια.
Δυο βήματα από τους ανώνυμους αυτούς τάφους, που μόνο εμείς τους ξέρουμε, είναι τ’ αντίσκηνα. Εκεί στο πλάι πηγαινοέρχονται οι γυναίκες και κάποτε παίζοντας τα παιδάκια πάνε και κρύβονται πίσω απ’ τη φουντωτή πικροδάφνη και το μεγάλο ξύλινο σταυρό.
Είναι όλοι τους τόσο κοντά στα μνήματα, που η καθημερινή γειτονιά τους με τους πεθαμένους δεν τους κάνει καμία εντύπωση. Ίσως επειδή ύστερα από μια βαριά κρίση ελονοσίας, μια πνευμονία, μια φυματίωση, μια γρίπη, ή ακόμα κι ένα γρατζούνισμα πάνω στα φαρμακερά σύρματα, μπορεί κι αυτές να βρεθούν κάτω από το αρμυρό χώμα.
Τρίκερι, Οκτώβρης 1950
Βικτωρία Θεοδώρου»
Πηγή: Το κείμενο αυτό μαζί με τα υπόλοιπα και φωτογραφικό υλικό βρίσκονται στο βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών. Χίος – Τρίκερι – Μακρόνησος – Αϊ – Στράτης 1948 – 1954» που εξέδωσαν ο Σύλλογος Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών και οι εκδόσεις Αλφειός το 2006
*farosthermaikou
Η Επιτροπή Πρωτοβουλίας προγραμματίζει τριήμερο ανοικτών εκδηλώσεων το διάστημα το 30 Αυγούστου με 1 Σεπτεμβρίου 2019.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Εμφύλιος Πόλεμος: Οι καταστροφές και τα διδάγματα

του Σπύρου Κουζινόπουλου
Με την κατάληψη του Κάμενιτς, της υψηλότερης κορυφής του δυτικού Γράμμου (υψόμετρο 2054 μέτρα) στις 29 προς 30 Αυγούστου 1949, έληξε πριν εβδομήντα χρόνια ο αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα. Ένας πόλεμος, ο οποίος στα τρία περίπου χρόνια που διήρκεσε (1946-1949), βύθισε τη χώρα στο θάνατο, στο αίμα, στον πόνο, στη δυστυχία, αλλά και στον όλεθρο και την οικονομική καταστροφή, σπέρνοντας παράλληλα το μίσος και χωρίζοντας τους Έλληνες σε δύο βαθιά αντίπαλες παρατάξεις.
Χρειάστηκε να ζήσει η χώρα μία στυγνή επτάχρονη δικτατορία (1967-1974), από την οποία δοκιμάστηκαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, για να ξεπεραστεί εκείνη η γραμμή του αίματος και του διαχωρισμού των πολιτών σε "εθνικόφρονες" και "ανθέλληνες". Δυστυχώς όμως, η απίστευτη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας, που είχε αρχίσει στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, κυρίως λόγω της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου από τους ναζί κατακτητές, συνεχίστηκε στα χρόνια του εμφυλίου με την απίστευτη καταστροφή των υποδομών της χώρας και τις τεράστιες θυσίες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Με συνέπεια έκτοτε η ελληνική οικονομία να μην μπορέσει να ορθοποδήσει, να αναγκάζεται να συντηρείται με τα «δανεικά» των «συμμάχων» και «προστατών» της χώρας, για να φτάσουμε στη σημερινή κατάντια.
Πιστεύοντας ακράδαντα ότι πρέπει να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος για να μην τα επαναλαμβάνουμε, ετοιμάσαμε το αφιέρωμα στον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολουθεί..

Τα διδάγματα του Εμφυλίου


Αναφερόμαστε στην τραγική αυτή επέτειο, με το αφιέρωμα που παρουσιάζουμε στη συνέχεια, όχι γιατί ενδεχομένως θέλουμε να ξύσουμε πληγές, ή να ανασκαλέψουμε τις φριχτές μνήμες του εμφυλίου που πολλοί ακόμη συμπατριώτες μας διατηρούν. Αλλά διότι πιστεύουμε ακράδαντα ότι πρέπει να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, προκειμένου να μην τα επαναλαμβάνουμε στο μέλλον. Και ολόκληρος ο εμφύλιος πόλεμος, ήταν δυστυχώς ένα ολόκληρο κομπολόϊ λαθών, που διαπράχθηκαν από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, με συνέπεια να φτάσουμε στην ένοπλη εμφύλια αναμέτρηση.
Σίγουρα θα μπορούσε να ήταν διαφορετική σήμερα η κατάσταση της χώρας, αν δεν μεσολαβούσε ο απαίσιος αυτός πόλεμος, άλλη η εξέλιξη και σε άλλα, υψηλότερα επίπεδα η θέση μας στη διεθνή σκηνή. Και τώρα, τους στόχους που τρέχουμε να επιτύχουμε, αλλά και το κράτος που προσπαθούμε να αναδιοργανώσουμε, μέσα στη λαίλαπα της τεράστιας οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, θα τα είχαμε ίσως πετύχει προ πολλού, εξασφαλίζοντας την οικονομική ευρωστία της Ελλάδας και κατά συνέπεια, την ευημερία του ελληνικού λαού.
Ας μην ψάξουμε να βρούμε ποιος έφταιξε για εκείνο τον αλληλοσπαραγμό. Γιατί πιστεύουμε, ότι το φταίξιμο δεν ήταν μόνο μιας παράταξης, αλλά συρροή λαθών και παγίδων στις οποίες έσπρωξαν τη χώρα οι υψηλοί μας "προστάτες" ή εκείνοι που παραφουσκώνοντας κάποιες δυνάμεις με όνειρα και ελπίδες, τις εγκατέλειψαν στη συνέχεια αβοήθητες.

Ο Γρηγόρης Φαράκος
Ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος δήλωνε ότι "είναι δύσκολο και δεν έχει νόημα να απαντήσει κανείς αν ο εμφύλιος πόλεμος μπορούσε να αποφευχθεί", προσθέτοντας: "Ένα είναι βέβαιο, έπρεπε με κάθε θυσία να αποφευχθεί".
Ο κ. Φαράκος σημείωνε με έμφαση ότι η κατάληψη της εξουσίας με ένοπλο αγώνα, ούτε σωστή, ούτε δυνατή ήταν, προσθέτοντας ότι "η δημοκρατική εξέλιξη, που γενικά τη διακήρυσσε η ηγεσία του κινήματος, έπρεπε να θεωρείται ως η μοναδική, μόνιμη κατεύθυνση".

Ο Πάνος Δημητρίου
O Πάνος Δημητρίου, από τα ιστορικά στελέχη του ΚΚΕ, θεωρεί ακόμη και σήμερα, ότι με την στάση της, από τα Δεκεμβριανά και μετά, "η ηγεσία του ΚΚΕ έπεσε στην παγίδα". Κριτικάρει έντονα τη στάση των Σοβιετικών στα γεγονότα εκείνα, ενώ κάνει εκτενή αναφορά στη διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο, που προκλήθηκε "όταν η άκρα δεξιά και οι Αγγλοι, άδραξαν την ευκαιρία που τους δινόταν από τα λάθη και τις ανεύθυνες ενέργειες της ηγεσίας του ΚΚΕ και κυρίως από τη μεγαλομανία και τον κομπλεξικό χαρακτήρα του Ν. Ζαχαριάδη".

Χ.Φλωράκης: «Οδηγήθηκε υποχρεωτικά το ΚΚΕ»
Λίγο πριν τον θάνατό του, ο επίτιμος Πρόεδρος του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", διατύπωσε την εκτίμηση ότι το ΚΚΕ οδηγήθηκε υποχρεωτικά στον εμφύλιο πόλεμο, γιατί δεν είχε άλλη διέξοδο και αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης του εσωτερικού προβλήματος της χώρας.
Σε παρατήρηση εάν ήταν τραγικό λάθος ο εμφύλιος πόλεμος, ο κ. Φλωράκης απάντησε: "Η αλήθεια είναι εκ διαμέτρου διαφορετική. Στον εμφύλιο το ΚΚΕ εξωθήθηκε. Για το ΚΚΕ ο Εμφύλιος ήταν υποχρεωτικός. Πήγαμε σ' αυτόν, γιατί δεν είχαμε άλλη διέξοδο. Πήγαμε σ' αυτόν, αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης, έστω και σε βάρος μας, του εσωτερικού προβλήματος της χώρας. Ο αντίπαλος δεν ήθελε την ειρήνη και την ομαλότητα. Ήθελε την υποδούλωση του λαού και την εξόντωσή μας".
Παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον η άποψη του γνωστού Γερμανού ιστορικού Heinz Richter, ο οποίος επιρρίπτει μεγάλο μέρος της ευθύνης στον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη για την απόφαση να συρθεί το κόμμα στον εμφύλιο, ενώ θεωρεί ότι η βάση αυτού του λάθους, βρίσκεται στην απόφαση για αποχή από τις εκλογές του 1946.

Αντίθετες είναι οι απόψεις του Σουηδού καθηγητή Ole L. Smith ο οποίος παρατηρεί ότι "η κριτική που στράφηκε ενάντια στον Ζαχαριάδη και στην πολιτική του, κατά την περίοδο αυτή, βασίζεται ξεκάθαρα σε γνώση εκ των υστέρων. Παραβλέπει ότι για το ΚΚΕ ο παράγοντας που είχε σημασία ήταν να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο χωρίς να εξοντωθεί από φυσική άποψη. Από τη στιγμή που το ΚΚΕ άρχισε να χάνει τον πόλεμο και τελικά, όταν είχε χάσει τη μάχη ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ήταν πολύ εύκολο να επικριθεί ότι έμοιαζε, από μια μεταγενέστερη προοπτική, με δισταγμό και αναποφασιστικότητα".
Στο αφιέρωμα που ακολουθεί, μπορεί ο αναγνώστης να παρακολουθήσει την εξέλιξη των σημαντικότερων γεγονότων του εμφυλίου πολέμου, τις επιπτώσεις του, να ενημερωθεί για την κυβερνητική αστάθεια εκείνης της περιόδου, την επίθεση των ανταρτών κατά της Θεσσαλονίκης, τα τρία μεγάλα πολιτικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν, αλλά και το ρόλο των ξένων στον εμφύλιο.



Τα θύματα και το μέγεθος των καταστροφών


Ο αριθμός των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έφτασε στα 154.000 άτομα. Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, όπως αναφέρονται στις στατιστικές του Γενικού Επιτελείου Στρατού, έφτασαν στις 15.969 νεκρούς, τις 37.557 τραυματίες και τις 2.001 αγνοούμενους, δηλαδή συνολικά 55.527 άνδρες. Οι απώλειες των ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» ήταν 38.839 νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι και 20.128 αιχμάλωτοι.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, καταστράφηκαν 47.000 κατοικίες, 240  βιομηχανικές επιχειρήσεις και νοσοκομεία, 930 γέφυρες, 1.650 σχολεία. Εξοντώθηκαν 1.500.000 ζώα.
Μία άλλη επίπτωση, ήταν ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των προσφύγων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους για να μην βρεθούν στο επίκεντρο των μαχών κυβερνητικού στρατού-ανταρτών, είτε πάλι επειδή εξαναγκάστηκαν, στη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εθνικού στρατού, ώστε να αποκοπεί κάθε δυνατότητα εφοδιασμού των ανταρτικών τμημάτων. Σύμφωνα με ένα «Μνημόνιο για το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα», που εστάλη στις 8 Οκτωβρίου 1949 προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης δήλωνε πως ο αριθμός των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου ανέρχονταν σε 684.607 άτομα, από αυτά 166.000 πρόσφυγες είχαν επαναπατρισθεί και ότι άλλοι 225.000 θα επαναπατρίζονταν σύντομα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απογραφή του 1951, εμφάνισε ουσιαστικά στάσιμο τον πληθυσμό της χώρας έναντι της προηγούμενης απογραφής του 1940, ενώ η μείωση σε αρκετούς νομούς ήταν συγκλονιστική, όπως στην Ευρυτανία (-25,8%), Καστοριά (-28%), Φλώρινα (-22%), Φωκίδα (-19,64%), Δράμα (-17%), Κιλκίς (-12%), Κοζάνης (-7%, με μεγαλύτερη μείωση στην επαρχία Γρεβενών -20%, Εορδαίας -17%, Βοίου -12%) κλπ.
Μία από τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών προσφύγων. Στην αναγκαστική εξορία βρέθηκαν για πολλά χρόνια περισσότερα από 57.000 άτομα. Από αυτούς, περίπου 17.000 εγκαταστάθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ενωση, κυρίως στην Τασκένδη και σε άλλες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Στην Τσεχοσλοβακία αρχικά εγκαταστάθηκαν 13.000 έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, στη Ρουμανία 9.300, στην Ουγγαρία 7.500 και οι υπόλοιποι στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία. Ο μεγαλύτερος αριθμός των πολιτικών προσφύγων επέστρεψε στην Ελλάδα από την αναγκαστική προσφυγιά μετά το 1982, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση.


Τέλος, να αναφέρουμε τις σοβαρές επιπτώσεις του εμφυλίου στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία. Η παραγωγή σιτηρών είχε πέσει το 1946 σε επίπεδο μόλις ανώτερο από τους αριθμούς της μέσης παραγωγής του 1936-38 (389.263 τόνοι), όμως το 1947, όταν το πρόβλημα των εκτοπισμένων και των προσφύγων συνοδεύτηκε από ξηρασία, η μείωση ήταν περίπου 50%. Επίσης, η παραγωγή καπνού μειώθηκε το 1946 κατά 46%, ενώ ο αριθμός των μεγάλων ζώων είχε μειωθεί το 1946 έως 50% και αναμενόταν να μειωθεί και άλλο κατά το 1948. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι το 1950, ένα χρόνο μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, η περιοχή Γρεβενών είχε μόνο το 30% των κοπαδιών που διέθετε, σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο.

Χρονικό των γεγονότων του Εμφυλίου

Μετά τα "Δεκεμβριανά" της Αθήνας και τις επί 33 ημέρες συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων που συνεπικουρούνταν από ισχυρότατες βρετανικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Σκόμπυ και των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ, που οδήγησαν στην ήττα των τελευταίων, υπογράφεται, στις 12 Φεβρουαρίου 1945 η "Συμφωνία της Βάρκιζας", η οποία προέβλεπε τον αφοπλισμό των ανταρτικών δυνάμεων αλλά και την εξασφάλιση της ελεύθερης εκδήλωσης των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1945 ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κ. Ρέντης, ανακοίνωσε, ότι ως τότε διώχτηκαν 80.000 άτομα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, για κατοχικά αδικήματα, από τα οποία 40.000 βρίσκονταν στις φυλακές, ως υπόδικοι ή κατάδικοι, ενώ υπήρχαν άλλες 48.000 δικογραφίες.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ο απολογισμός της τρομοκρατίας, που είχε εξαπολυθεί τον πρώτο χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ήταν 1.192 νεκροί, 6.413 τρομοκρατικές ενέργειες, 70.000 συλληφθέντες, 165 βιασμοί γυναικών, 6.567 ληστείες, 572 επιδρομές σε τυπογραφεία κ.α.


1946
12 Φεβρουαρίου: Πραγματοποιείται η 2η Ολομέλεια του ΚΚΕ που αποφασίζει την αποχή από τις εκλογές και προσανατολίζει τις δυνάμεις του κόμματος προς την ένοπλη δράση. Αργότερα, ασκήθηκε στις γραμμές του κόμματος έντονη κριτική για τη στάση αυτή, με το αιτιολογικό ότι ενώ υπήρξε ένας τέτοιος προσανατολισμός, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν επεξεργάστηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τον ένοπλο αγώνα, ώστε αυτός να αναπτυχθεί την περίοδο 1946-1947, όταν ακόμη ήταν αδύνατος και εξασθενημένος ο κρατικός μηχανισμός και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
31 Μαρτίου: Πραγματοποιούνται οι πρώτες μετά την απελευθέρωση βουλευτικές εκλογές και το ΚΚΕ καλεί τους οπαδούς του σε αποχή. Στις εκλογές πρώτο έρχεται το Λαϊκό Κόμμα του Στ. Γονατά που παίρνει 609.000 ψήφους και 205 έδρες, η ΕΠΕ (Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος) πήρε 213.000 ψήφους και 68 έδρες, το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Θεμ. Σοφούλη 200.000 ψήφους και 48 έδρες και το Εθνικό Κόμμα του Ν. Ζέρβα 65.000 ψήφους και 20 έδρες. Αμέσως μετά τις εκλογές κορυφώνεται η δράση των ακροδεξιών παρακρατικών συμμοριών κυρίως στην ύπαιθρο και μέχρι τις 4 Μαϊου 1946 είχαν σημειωθεί 116 φόνοι, 31 τραυματισμοί, 114 βασανισμοί, 4 εμπρησμοί, 7 καταστροφές γραφείων.


Ανοιξη του 1946: Κάνουν την εμφάνισή τους ομάδες ενόπλων στα Πιέρια, το Βόϊο, τα Χάσια, τον Ολυμπο, την Ηπειρο και τη Ρούμελη. Το ΚΚΕ ισχυρίζεται πως πρόκειται για "καταδιωκόμενους αγωνιστές". Την ημέρα των εκλογών, ένοπλοι κομμουνιστές χτυπούν τον Σταθμό Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο, ενώ στις 5 Ιουνίου ανταρτικές ομάδες ενεργούν επίθεση κατά λόχου του στρατού, που έδρευε στην Ποντοκερασιά Κιλκίς και τον διαλύουν.
Μέσα Απριλίου 1946: Ο Γεν. Γραμματέας του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης επισκέπτεται τον Γκ. Δημητρόφ στη Σόφια και όπως προκύπτει από έκθεση που στέλνει ο τελευταίος στη σοβιετική ηγεσία στις 26/4/1946, ζητά τη δημιουργία σε Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Βουλγαρία κέντρων εκπαίδευσης 8.000 στελεχών, αξιωματικών και μαχητών, ενίσχυση με πολεμικό υλικό μέσω Γιουγκοσλαβίας των δυνάμεων του ΚΚΕ, οργάνωση στα μεγάλα κέντρα των βαλκανικών χωρών και των χωρών της Ευρώπης κέντρων πληροφόρησης και βοήθειας για την Ελλάδα και τέλος να δοθεί βοήθεια σε εκδοτικά μέσα στο ΚΚΕ, με την αποστολή τυπογραφικών μηχανών και χαρτιού.
17 Ιουνίου: Ψηφίστηκε στη Βουλή το περιβόητο Γ` Ψήφισμα "Περί εκτάκτων μέτρων", που προέβλεπε την ποινή του θανάτου "κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους".
1η Ιουλίου: Τέθηκαν σε λειτουργία τα πρώτα 11 έκτακτα στρατοδικεία στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά, στο Κιλκίς, στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στην Αλεξανδρούπολη, στα Γιάννινα, στην Κοζάνη, στη Λάρισα και τη Φλώρινα. Στις 16 του ίδιου μήνα, στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης έγιναν οι δύο πρώτες εκτελέσεις, ενώ στις 26 Ιουλίου εκτελέστηκαν στα Γιαννιτσά 6 καταδικασμένοι σε θάνατο. Ανάμεσά τους και η νεαρή δασκάλα Ειρήνη Γκίνη, που ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε από στρατοδικείο, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

13 προς 14 Αυγούστου: Ακροδεξιοί συμμορίτες δολοφονούν στη Θεσσαλία μετά από βασανιστήρια τον γνωστό δημοσιογράφο Κώστα Βιδάλη, απεσταλμένο του "Ριζοσπάστη".
1η Σεπτεμβρίου: Δημοψήφισμα για την επιστροφή της μοναρχίας. Καθώς οι εκλογές διεξάγονται κάτω από ανώμαλες συνθήκες και μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας, το αποτέλεσμα είναι 68,3% υπέρ της βασιλείας. Ετσι, ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ επέστρεψε στην Ελλάδα στις 26 Σεπτεμβρίου1946.
27 Νοεμβρίου: Οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις των ανταρτικών ομάδων, προκαλούν μεγάλη ανησυχία στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο στρατηγός Κ. Βεντήρης, σε μία αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο, έγραφε πως "αγόμεθα μοιραίως προς δύσκολον θέσιν", για να προσθέσει ότι "κάθε ημέρα παρερχομένη, φέρει κατά εν βήμα πλησιέστερον τον κίνδυνον...". Στο ίδιο πνεύμα κυμαίνονταν και η επισήμανση του στρατηγού Δ. Ζαφειρόπουλου ότι "η πρωτοβουλία έχει περιέλθει εις τους συμμορίτας".
1947
12 Μαρτίου: Εξαγγέλεται το γνωστό "Δόγμα Τρούμαν" για την Ελλάδα, με το οποίο σηματοδοτούνταν η αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα, η ένταξή της στην αμερικανική σφαίρα επιρροής και η έναρξη της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς τη χώρα. Η ανακοίνωση του δόγματος αυτού, προήλθε μετά από επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τις ΗΠΑ.
20 Μαρτίου: Δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη το κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μεταπελευθερωτική κυβέρνηση "Εθνικής Ενότητας".
20 Μαρτίου: Αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού κατά των ανταρτών στη Ρούμελη, στην Πίνδο, στον Ολυμπο και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Την περίοδο εκείνη οι ένοπλες δυνάμεις διέθεταν 183.500 άνδρες (στρατός 120.000, χωροφυλακή 30.000, αεροπορία 5.500, ναυτικό 13.000 και αστυνομία πόλεων 8.000), ενώ ο ΔΣΕ ("Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας") 20.000 αντάρτες.
27 Ιουνίου: Το ΚΚΕ ανακοινώνει στο Στρασβούργο, στο συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη δημιουργία "Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης" στα βουνά. Ο σχηματισμός της ΠΔΚ θα γίνει τελικά παραμονή των Χριστουγέννων με "πρωθυπουργό" το Μάρκο Βαφειάδη.
23 Αυγούστου: Παραιτήθηκε η κυβέρνηση Μάξιμου και στις 7 Σεπτεμβρίου ορκίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Πρώτη της ενέργεια η αναστολή των εκτελέσεων για ένα μήνα και η χορήγηση αμνηστείας σε περίπτωση που οι αντάρτες κατέθεταν τα όπλα. Το ΚΚΕ αρνείται.
12-15 Σεπτεμβρίου: Η 3η Ολομέλεια του ΚΚΕ ενέκρινε το στρατιωτικό σχέδιο "Λίμνες" που προέβλεπε την κατάληψη του υψιπέδου της Κοζάνης και της Δυτικής Ηπείρου καθώς και την εξαπόλυση επιθέσεων εναντίον μεγάλων πόλεων
17 Οκτωβρίου: Η κυβέρνηση απαγόρευσε τη συνέχιση έκδοσης των αριστερών εφημερίδων και προγραμμάτισε νέες επιχειρήσεις κατά των ανταρτών.
25 Δεκεμβρίου: Οι αντάρτες προσπαθούν να καταλάβουν την Κόνιτσα, εγκαταλείπουν όμως τις προσπάθειες όταν στις 31 Δεκεμβρίου καταφθάνουν κυβερνητικές ενισχύσεις και αεροπορία.

1948
8 Ιανουαρίου: Η κυβέρνηση Σοφούλη απαντά στο σχηματισμό της "κυβέρνησης των βουνών", θέτοντας το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου και ψηφίζει το νόμο 509 "περί μέτρων ασφαλείας του κράτους".
9 και 10 Φεβρουαρίου: Ανταρτική δύναμη με επικεφαλής τον Νίκο Τριανταφύλλου έφτασε κρυφά σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και έριξε στην πόλη δεκάδες βλήματα πυροβολικού, προκαλώντας πανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους.
24 Φεβρουαρίου: Φτάνει στην Αθήνα ο στρατηγός Βαν Φλητ, διοικητής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας, για να βοηθήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις στη συντριβή των ανταρτών.
2 Μαρτίου: Αρχίζουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού από τη Μουργκάνα της Ηπείρου, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ ανάλογη τύχη είχε και το σχέδιο "Χαραυγή" για το ξεκαθάρισμα των ανταρτών από τη Στερεά και στη συνέχεια το χτύπημά τους στο Γράμμο, όπου βρισκόταν οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ και η έδρα της ΠΔΚ.
1η Μαίου: Δολοφονήθηκε στην Αθήνα, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Καρύτση, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς. Από τους περαστικούς, συνελήφθη ο ηλικίας 22 χρόνων Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος φορώντας παραπλανητικά στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό.
14 Ιουνίου - 21 Αυγούστου: Διεξάγονται σκληρές μάχες στη Βόρεια Πίνδο, σε εφαρμογή του σχεδίου "Κορωνίς". Ο στρατός είχε σοβαρές απώλειες, ενώ οι αντάρτες ελίσσονται προς το Βίτσι.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου εξαπολύεται νέα επίθεση κατά των ανταρτικών δυνάμεων στο χώρο Μάλι Μάδι του Βιτσίου, που επιφέρουν όμως σοβαρές απώλειες στο στρατό σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους.
Δεκέμβριος: Εκδηλώνεται σύγκρουση μεταξύ Ζαχαριάδη-Βαφειάδη και το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ κατηγορώντας το στρατηγό Μάρκο για "αντικομματική, φραξιονιστική δραστηριότητα", τον καθαιρεί από πρωθυπουργό της ΠΔΚ και αρχηγό του ΔΣΕ, και τον διαγράφει από το κόμμα.
19 Δεκεμβρίου: Τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο "Περιστερά" για την εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Στην εκστρατεία παίρνουν μέρος 44.000 άνδρες του στρατού υπό τον στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο.
Τέλη Δεκεμβρίου-αρχές Ιανουαρίου: Τμήματα των ανταρτών χτύπησαν τη Νάουσα και την κατέλαβαν για μερικές ώρες.

1949
21 Ιανουαρίου: Οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ με διοικητή το Χαρίλαο Φλωράκη (καπετάν Γιώτη) και της 2ης Μεραρχίας με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου (καπετάν Διαμαντή), κατέλαβαν το Καρπενήσι.
Δεύτερο δεκαήμερο Ιανουαρίου 1949: Σχηματίζεται στην Αθήνα νέα κυβέρνηση Σοφούλη, με την είσοδο σε αυτή των σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων, όπως των Κ. Τσαλδάρη, Σ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλου, Σ. Μαρκεζίνη, Κ. Καραμανλή, Στ. Στεφανόπουλου, Κ. Τσάτσου, Ευ. Αβέρωφ κ.α.
Οι μάχες μέσα στις πόλεις προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές
12 Φεβρουαρίου: Εκδηλώνεται επίθεση του ΔΣΕ για την κατάληψη της Φλώρινας, που λήγει με πλήρη αποτυχία και σοβαρές απώλειες των ανταρτικών δυνάμεων.
2 Απριλίου: Ο επιθετικός ελιγμός των ανταρτών στη Βόρεια Πίνδο σημειώνει επιτυχία και οδηγεί στην ανακατάληψη του Γράμμου.
3 Απριλίου: Ανασχηματίζεται η ΠΔΚ και "πρωθυπουργός" αναλαμβάνει ο Δ. Παρτσαλίδης.
1η Μαίου: Αρχίζουν ευρείας έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη και μετά τη διάλυση των ανταρτικών τμημάτων, ο κύριος όγκος των δυνάμεων του στρατού στρέφεται προς τα Αγραφα, ενώ το Γ΄Σώμα Στρατού ξεκαθαρίζει την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.Mετά από αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων συγκεντρώνεται στο Βίτσι, όπου διασπώνται οι γραμμές αντίστασης του ΔΣΕ και καταλαμβάνεται το ύψωμα Λέσιτς.
25 Αυγούστου: Στις 5.30 το πρωί, ο στρατός άρχισε την τελική επίθεση στο Γράμμο. Η αντίσταση των ανταρτών υπήρξε σκληρή αλλά μάταιη.
26 Αυγούστου: Η IX μεραρχία υπερκέρασε τη γραμμή άμυνας των ανταρτών και εισχώρησε στα μετόπισθεν κατά μήκος των αλβανικών συνόρων.
28 Αυγούστου: Αρχίζει η σύμπτυξη των ανταρτικών δυνάμεών και η υποχώρησή τους προς την Αλβανία.
29 προς 30 Αυγούστου 1949: Με την πτώση και του υψώματος Κάμενικ τελειώνει ουσιαστικά ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων στον Εμφύλιο


Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, σημαδεύτηκε όχι μόνο για τις αγριότητες που διαπράχθηκαν στη διάρκειά του από τις αντιμαχόμενες πλευρές, τις τεράστιες οικονομικές και υλικές καταστροφές, τις βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών και τους ποταμούς αίματος χιλιάδων αθώων πολιτών, αλλά επίσης και για την απροσχημάτιστη επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Γεγονός που έκανε πολλούς μελετητές να θεωρήσουν την ξένη επέμβαση στην Ελλάδα, σαν το γήπεδο για την δοκιμή του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις της εποχής.
Είναι λίγο-πολύ γνωστός ο ρόλος της Βρετανίας αρχικά και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στη συνέχεια, στα όσα διαδραματίσθηκαν σε αυτή τη χώρα την ταραγμένη εξαετία 1944-1949, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή. Έχει καταγραφεί με όλες του τις λεπτομέρειες το έντονο "ενδιαφέρον" τους για τη διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση. Δεδομένου ότι υπολόγιζαν πως με τον τρόπο αυτό, θα κατοχυρώνονταν η δική τους παρουσία και ο ρόλος του "προστάτη" που ήθελαν να επιβάλουν.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, ενημέρωνε τον λευκό Οίκο ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα του, θα σταματούσε μετά τις 31 Μαρτίου η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Επί πολλές ημέρες η αμερικανική κυβέρνηση εξέταζε τα υπέρ και τα κατά μιάς έντονης παρουσίας της στα Βαλκάνια και στις 12 Μαρτίου 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν, εξήγγειλε σε δημόσιο λόγο του το γνωστό "Δόγμα Τρούμαν", με βάση το οποίο χορηγούνταν 341 εκατ. δολάρια ως στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και 59 εκατ. δολάρια προς την Τουρκία.
Με την κίνηση αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο κατελάμβαναν τη θέση της Βρετανίας σε μία εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας περιοχή του κόσμου, αλλά επίσης έθεταν τις βάσεις για την ανάληψη μιας παγκόσμιας ιδεολογικής σταυροφορίας κατά του κομμουνισμού.
Στις 6 Ιανουαρίου 1948, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, υιοθέτησε μία απόρρητη έκθεση με τίτλο "Η θέση των ΗΠΑ σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα", που διαπίστωνε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν αποτύχει στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τις κομμουνιστικές δυνάμεις, επιδεικνύοντας "έλλειψη επιθετικού πνεύματος και κακή καθοδήγηση". Συμβούλευαν δε τον πρόεδρο.
Τρούμαν ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι έτοιμες για την αποστολή στρατευμάτων στην Ελλάδα και την αύξηση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής τους βοήθειας προς την ελληνική κυβέρνηση.

O ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης
Στις 28 Οκτωβρίου 1946, πραγματοποιείται στην Τσούκα των Αντιχασίων σύσκεψη των αρχηγών διάφορων αντάρτικων ομάδων, που έχουν γίνει καταφύγιο των καταδιωκόμενων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, προκειμένου να υπάρξει συντονισμός και ενιαία καθοδήγηση των ομάδων αυτών. Το ίδιο ακριβώς θέμα, είχε συζητηθεί σε μια ακόμη σύσκεψη των καπεταναίων, που πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 21 Οκτωβρίου, στην Ανθρακιά Γρεβενών.
Σ' αυτή τη δεύτερη σύσκεψη, στην οποία πήραν μέρος οι καπετάνιοι Μάρκος, Κίσσαβος (καπετάνιος της Θεσσαλικής I μεραρχίας του ΕΛΑΣ στο τέλος της κατοχής), Κικίτσας (καπετάνιος Πιερίων από την αρχή του κατοχικού αντάρτικου) και Λασσάνης (πολιτικός της 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ), αποφασίζεται η συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη. Η απόφαση αυτή θέτει ουσιαστικά τις βάσεις, για τη δημιουργία του "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας" και την έναρξη του λεγόμενου "δεύτερου αντάρτικου".
Ο Γρηγόρης Φαράκος
Όμως, όπως και στη μετά το ματωμένο Δεκέμβρη του 1944 περίοδο, η διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν αναπότρεπτη και μπορούσε να αποφευχθεί. ΄Οπως σημειώνει ο Γρηγόρης Φαράκος, "το πρώτο και κύριο μέλημα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις έπρεπε να είναι, ιδιαίτερα μετά την οδυνηρή εμπειρία των Δεκεμβριανών, η αποφυγή νέας κλιμάκωσης των εμφύλιων συγκρούσεων και κυρίως η ανόρθωση της χώρας. Προς αυτή την κατεύθυνση, μπορούσε να επιδιώκει η κάθε πολιτική παράταξη την ανάπτυξη της πολιτικής της επιρροής. ΄Εχω την εντύπωση πως αυτό από καμιά πλευρά δεν έγινε κατανοητό. Ούτε από την πλευρά του ΚΚΕ".
Βεβαίως, δεν παραγνωρίζει κανείς ότι τη δύσκολη εκείνη περίοδο, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος βρέθηκε "στριμωγμένη" από τα γεγονότα και κυρίως από το λουτρό αίματος που δημιούργησαν οι αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, κάτι που είχε σαν συνέπεια μέχρι το Μάρτιο του 1947 οι δολοφονημένοι κομμουνιστές και αριστεροί σε όλη τη χώρα να ανέρχονται σε 1.300 και οι εκτελεσμένοι με αποφάσεις των στρατοδικείων σε 124. Και επί δύο σχεδόν χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά, διεξάγονταν ουσιαστικά ένας μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος κατά των αγωνιστών της Αντίστασης, στη διάρκεια του οποίου το εαμικό κίνημα έδειξε μια μεγάλη ζωτικότητα και εκπληκτικό δυναμισμό.
Αλλά, όπως επισημαίνει ο Γρ. Φαράκος, "η ηγεσία της Αριστεράς δεν καταλαβαίνει το πραγματικό περιεχόμενο αυτού του κινήματος, που κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένο να την ακολουθήσει και σε μια ένοπλη αναμέτρηση. Δεν κατανοεί ούτε τον εσωτερικό συσχετισμό ούτε τις διεθνείς συνθήκες".

Η στάση του Στάλιν
Πολύ συζήτηση για τη στάση του Στάλιν και της ΕΣΣΔ απέναντι στα όσα διαδραματίσθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, έγινε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, κυρίως με βάση τα όσα προέκυψαν από τις συνομιλίες που είχε ο Στάλιν στη Μόσχα, το Φεβρουάριο του 1948, με αντιπροσωπείες των κομμουνιστικών κομμάτων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνάντηση εκείνη, μετείχαν από την σοβιετική ηγεσία οι Στάλιν, Μολότοφ, Ζντάνοφ, Μαλένκοφ, Σουσλόφ και Ζόριν. Από τη Γιουγκοσλαβική οι Τζίλας, Καρντέλι και Ζόριν. Και από τη Βουλγαρική οι Δημητρόφ, Κολάροφ και Κοστόφ.
Οι πληροφορίες που είχαμε μέχρι τώρα για τη σύσκεψη και τα όσα σ΄αυτή διαμείφθηκαν, προέρχονταν κυρίως από γιουγκοσλαβικές πηγές. Συγκεκριμένα, έχουν γράψει σχετικά, ο βιογράφος του Τίτο, Βλάντιμιρ Ντέντιερ, στα βιβλία του "Ο Τίτο μιλάει" (1953) και "Νέα στοιχεία για τη βιογραφία του Γ. Μ. Τίτο" (1984), ο Μίλοβαν Τζίλας στα βιβλία του "Συνομιλίες με τον Στάλιν" (1962) και "Εξουσία" (1983) και τέλος ο ΄Εντβαρντ Καρντέλι στο βιβλίο του "Αναμνήσεις- Η μάχη για την αναγνώριση και την ανεξαρτησία της νέας Γιουγκοσλαβίας 1944 - 1957)".
Στο βιβλίο του "Ο Τίτο μιλάει", που εκδόθηκε το 1953, ο Β. Ντέντιερ αναφέρει ότι ο Στάλιν στην προαναφερόμενη συνάντηση με τους Βούλγαρους και Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές ηγέτες, είπε πως ο αγώνας του ΔΣΕ στην Ελλάδα έπρεπε να σταματήσει, γιατί δεν είχε προοπτικές νίκης. Στο μεταγενέστερο όμως τρίτομο έργο του, που εκδόθηκε το 1984 με τίτλο "Νέα στοιχεία για τη βιογραφία του Γ. Μ. Τίτο", ενώ αναφέρεται στο θέμα, παραλείπει τη δήλωση του Στάλιν για σταμάτημα του ελληνικού αντάρτικου.
Ο Μίλοβαν Τζίλας, παλιό ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και στενός συνεργάτης του Τίτο, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1962 με τίτλο "Συνομιλίες με τον Στάλιν", αναφέρει πως ο Στάλιν, στη συνάντηση στο Κρεμλίνο, το Φεβρουάριο του '48, με κατηγορηματικό τρόπο υπογράμμισε ότι το αντάρτικο στην Ελλάδα έπρεπε να σταματήσει το ταχύτερο δυνατό. Αργότερα, όμως, στο βιβλίο του "Εξουσία" (κυκλοφόρησε το 1983), ο Τζίλας αναφέρει πως ο Στάλιν χρησιμοποίησε τη λέξη "σβαρνούτ" για το ελληνικό αντάρτικο, που σημαίνει "να αναδιπλωθεί" και όχι - όπως αποδόθηκε στην αγγλική μετάφραση του βιβλίου του "Συνομιλίες με τον Στάλιν" - "να σταματήσει".

Η καταγραφή των δηλώσεων Στάλιν από τον Δημητρόφ
Καταγραφή όμως εκείνης της επίμαχης συζήτησης, η οποία έγινε στις 10 Φεβρουαρίου 1948, στο Κρεμλίνο, σχετικά με την ένοπλη εξέγερση στην Ελλάδα, έχουμε στο απόρρητο ημερολόγιο του Γκιόργκι Δημητρόφ που κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις "Καστανιώτη" με επιμέλεια Σπύρου Κουζινόπουλου. Και μάλλον η απόδοση του περιεχομένου της συζήτησης, θα πρέπει να θεωρηθεί ως η πιο σωστή και πιό αξιόπιστη, δεδομένου ότι κρατήθηκαν γι' αυτή στενογραφημένα πρακτικά, με ευθύνη του τότε Γραμματέα του Βουλγαρικού Κ.Κ. Τράϊτσο Κοστόφ.
΄Οπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Δημητρόφ, ο Στάλιν αρκετά ωμά και απροσχημάτιστα, προδιέγραψε την πορεία που στο εξής θα έπρεπε να ακολουθηθεί σχετικά με το αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα. Πρώτα απ΄όλα, ο ηγέτης του Κρεμλίνου, εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το ενδεχόμενο επικράτησης των ανταρτών του "Δημοκρατικού Στρατού", αλλά και υπέδειξε ότι "θα πρέπει να συρρικνωθεί το αντάρτικο κίνημα", δεδομένου ότι σε μία τέτοια περίπτωση "εάν συρρικνωθεί το αντάρτικο κίνημα, δεν θα έχουν αφορμή" να επιτεθούν στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. 
Και για να το εμπεδώσουν οι εκπρόσωποι των ηγεσιών των δύο χωρών που παρίσταντο στη σύσκεψη, επαναλαμβάνει αμέσως μετά ότι, από την ώρα που το ανταρτικό κίνημα στην Ελλάδα συρρικνωθεί, δεν θα είναι τόσο εύκολο οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι να αρχίσουν πόλεμο "εάν δεν έχουν την αφορμή ότι εσείς οργανώνετε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα". ΄Ηταν δηλαδή σαν να έλεγε ο Στάλιν στους Βούλγαρους και Γιουγκοσλάβους ηγέτες, στο πλαίσιο μιας νέου στυλ "διεθνιστικής αλληλεγγύης", ότι από την ώρα που σταματούσαν την ενίσχυση του ΔΣΕ και επέρχονταν η υποχώρηση και κατά συνέπεια η ήττα των ανταρτών, αυτό θα ήταν προς το συμφέρον τους, καθώς θα απομακρύνονταν το ενδεχόμενο μιας επέμβασης των αγγλοαμερικανών κατά των χωρών τους.
Σε άλλο σημείο της συζήτησης και μετά την παρατήρηση του Τράϊτσο Κοστόφ, ότι μία ήττα του ανταρτικού κινήματος στην Ελλάδα, θα δημιουργούσε δυσκολίες στα κομμουνιστικά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρυθεί στις άλλες βαλκανικές χώρες, ο Στάλιν, συνεχίζοντας να δίνει οδηγίες στο πλαίσιο πάντα της ανάγκης "συρρίκνωσης" του ελληνικού αντάρτικου, σημείωνε πως ναι μεν θα πρέπει να ενισχυθούν οι αντάρτες, όμως από την ώρα που μειώνονταν οι προοπτικές επιτυχίας τους, θα ήταν καλύτερο ο αγώνας τους να αναβληθεί για καλύτερες εποχές. "Και άλλη φορά συρρικνώθηκαν τα αντάρτικα κινήματα, εφόσον η κατάσταση ήταν δυσμενής", παρατήρησε ο Στάλιν, καλώντας τους συνομιλητές του να μην έχουν σ΄ αυτό το θέμα κανενός είδους ηθικά διλήμματα, από την ώρα που υπάρχει ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων.
Σε ερώτηση εάν οι αμερικανοί θα επέτρεπαν μία νίκη των ανταρτών, ο Στάλιν δήλωνε ότι "αυτούς δεν θα τους ρωτήσει κανείς", καθώς "θα πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας εφόσον υπάρχουν λαϊκές δυνάμεις και στελέχη που μπορούν σωστά να χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις", για να παρατηρήσει αμέσως μετά ότι, βρε αδελφέ, δεν θα χαθεί ο κόσμος εάν ηττηθούν οι ΄Ελληνες αντάρτες. "Δεν πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι, εάν στην Ελλάδα δεν γίνει τίποτα, όλα είναι χαμένα", θα πει με αφοπλιστική αφέλεια.
Στο τέλος της περιβόητης αυτής συζήτησης στο Κρεμλίνο και για να μην μείνουν αμφιβολίες στους συνομιλητές του, ο Στάλιν δίνει οδηγίες ότι θα πρέπει τα γειτονικά προς την Ελλάδα κράτη να αναγνωρίσουν τελευταία την κυβέρνηση των βουνών. "Ας την αναγνωρίσουν πρώτα οι άλλοι που βρίσκονται πιο μακριά", λέει ο σοβιετικός ηγέτης.

Το Δόγμα Τρούμαν
Στις 12 Μαρτίου 1947, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, απευθύνθηκε στο Κογκρέσο για να ανακοινώσει εκείνο που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως το "Δόγμα Τρούμαν", το οποίο αντιμετώπιζε ως εχθρό τον μέχρι πριν μία διετία σύμμαχο των ΗΠΑ, τους Σοβιετικούς. "Αφορμή, παρατηρεί ο 72χρονος σήμερα συγγραφέας Γκορ Βιντάλ, που παραμένει το πιό κοφτερό και αγέραστο μυαλό της αμερικανικής διανόησης, "υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, που κατευθυνόταν, δήθεν, από τους Σοβιετικούς και τον οποίο εμείς οι αμερικανοί, δεν μπορούσαμε να ανεχθούμε".
Ο Γκορ Βιντάλ, σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, διατυπώνει την εκτίμηση ότι οι σοβιετικοί έμειναν μακριά από τον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και δεν βοήθησαν τους ΄Ελληνες συντρόφους τους. "Οι ΄Ελληνες αντάρτες", γράφει ο διαπρεπής αμερικανός συγγραφέας, "έπαιρναν κάποια βοήθεια από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, αλλά οι σοβιετικοί, έμειναν μακριά από την υπόθεση, επειδή πίστευαν ότι θα διατηρούσαν τον έλεγχο οι Βρετανοί, στα συμφέροντα των οποίων ανήκε η Ελλάδα.. Η Βρετανία, όμως, που δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε τα μέσα για να επέμβει, κάλεσε τις ΗΠΑ να αναλάβουν".
Μετά την προαναφερόμενη διάσκεψη του Κρεμλίνου, στις 10 Φεβρουαρίου 1948 και τις οδηγίες του Στάλιν στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων και κυβερνήσεων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας για "συρρίκνωση του ελληνικού ανταρτικου κινήματος", τα γειτονικά βαλκανικά κράτη θα μειώσουν, περιορίζοντας στο ελάχιστο την υλική βοήθεια προς τους αντάρτες του "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας". Βέβαια σε αυτό, θα συμβάλουν καθοριστικά και τα γεγονότα που εκείνη την περίοδο διαδραματίζονται στς βαλκανικές χώρες. 
Έτσι, θα υπάρξει η εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την "Κομινφόρμ" στις 28 Ιουνίου 1948, μετά την απροθυμία του Τίτο να υποταχθεί στη γραμμή του Κρεμλίνου, γεγονός που θα επηρεάσει τη στάση της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας και έναντι του ελληνικού αντάρτικου.
΄Εντεκα μήνες αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1949, η Γιουγκοσλαβία δια του Τίτο ανακοίνωνε το κλείσιμο των συνόρων με την Ελλάδα, για να αποτρέψει τη διακίνηση των ανταρτών διαμέσου των γιουγκοσλαβικών συνόρων και ύστερα από 13 ημέρες, διέταξε τη διάλυση των ανταρτικών στρατοπέδων και νοσοκομείων που λειτουργούσαν στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Γεγονός που είχε κάνει το Ζαχαριάδη να επιτεθεί ευθέως κατά των ηγετών του Βελιγραδίου, κατηγορώντας τους ότι δίνουν βοήθεια στα ελληνικά κυβερνητικά στρατεύματα και ότι σχεδιάζουν την ήττα των ανταρτών.


Η πολιτική αστάθεια της περιόδου 1946 - 49

Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου, σφραγίστηκε εκτός των άλλων και με την πολιτική αστάθεια που επικράτησε στη χώρα, κυρίως την τριετία 1946-48, όταν ακόμη ήταν αβέβαιη η έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες έληγαν με νίκες των ανταρτικών δυνάμεων ή συνοδεύονταν από εντυπωσιακές επιθέσεις τους κατά μεγάλων πόλεων.
Αναλυτικά οι κυβερνήσεις που γνώρισε η χώρα μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και την άφιξη στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1944 της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, με τη συμμετοχή και πέντε ΕΑΜιτών υπουργών, ήταν οι ακόλουθες:
Μετά την -ουσιαστικά αποπομπή του από τους Αγγλους- παραίτηση του Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός ορκίστηκε ο παλαίμαχος στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος εξαναγκάζεται σε παραίτηση από τους Αγγλους στις 7 Απριλίου 1945 και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο ναύαρχος Π. Βούλγαρης, που και αυτός θα παραιτηθεί στις 3 Αυγούστου 1945, λαμβάνοντας όμως εκ νέου εντολή στις 9 του ίδιου μήνα για το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και υποβάλλοντας και πάλι παραίτηση στις 17 Οκτωβρίου.
Παραίτηση, υπέβαλε στις 25 Νοεμβρίου 1945 και ο Αντιβασιλέας, αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Νωρίτερα, στις 22 Νοεμβρίου, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό το Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης 
Στις 9 Μαρτίου 1946, παραιτείται ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Καφαντάρης και 11 υπουργοί, μετά την άρνηση του Σοφούλη για αναβολή των εκλογών. Οι πρώτες μετά την Απελευθέρωση εκλογές, που θα διεξαχθούν στις 31 Μαρτίου 1946, θα μετατραπούν σε παρωδία εκλογών, από τις οποίες νικητής θα εξέλθει το Λαϊκό Κόμμα, λαμβάνοντας το 54,5% των ψήφων.
Ομως στις 4 Απριλίου, θα σχηματισθεί κυβέρνηση κοινής αποδοχής με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Παναγιώτη Πουλίτσα, ο οποίος θα παραιτηθεί μετά από 15 μέρες και στη θέση του πρωθυπουργός θα αναλάβει ο Κων. Τσαλδάρης.
Ο Παναγιώτης Πουλίτσας 
Μετά το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 επανέρχεται στις 28 του ίδιου μήνα ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και λίγες μέρες μετά, στις 2 Οκτωβρίου, ανασχηματίζεται η κυβέρνηση Τσαλδάρη και στις 24 Οκτωβρίου εισέρχεται στην κυβέρνηση ως υπουργός Εργασίας ο νεαρός Σερραίος πολιτικός Κων. Καραμανλής.
Το φθινόπωρο του 1946 προετοιμάζεται "αλλαγή φρουράς" στη συμμαχική βοήθεια προς την Ελλάδα και στη θέση της Αγγλίας, που αντιμετώπιζε βαθιά οικονομική κρίση, ανέλαβαν οι ΗΠΑ, που δήλωναν ότι θεωρούν την Ελλάδα "ζωτικόν χώρον διά την ασφάλειάν των".
Ο Δημήτριος Μάξιμος 
Μετά και από σχετικές πιέσεις του αμερικανικού παράγοντα, που θεωρούσε ότι για την επιτυχή αντιμετώπιση των ανταρτών, χρειάζονταν συσπείρωση και όχι πολυδιάσπαση του αστικού πολιτικού κόσμου της χώρας, στις 27 Ιανουαρίου 1947 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τσαλδάρη και ορκίστηκε κυβέρνηση με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της τότε Βουλής. Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος, με αντιπροέδρους τους Κ. Τσαλδάρη και Σ. Βενιζέλο. Ο Γ. Παπανδρέου ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών, ο Στ. Γονατάς το Δημοσίων Εργων, ο Π. Κανελλόπουλος το Ναυτικών και ο Ν. Ζέρβας το Δημοσίας Τάξεως. Ηταν η λεγόμενη "επτακέφαλος κυβέρνηση".
Στις 15 Φεβρουαρίου 1947 ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Μπέβιν, ανακοίνωσε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα και στις 12 Μαρτίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν εξήγγειλε το περίφημο "δόγμα" του. Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 1947 πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος Β` και ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του Παύλος, σύζυγος της Γερμανίδας Φρειδερίκης.
Οι Αμερικανοί, που ήταν δυσαρεστημένοι από την αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού εναντίον του ΔΣΕ, προσανατολίζονται στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις 23 Αυγούστου παραιτείται ο πρωθυπουργός Μάξιμος και στις 31 Αυγούστου ο Κ. Τσαλδάρης σχηματίζει κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος. Όμως η κυβέρνηση αυτή θα είναι βραχύβια, θα παραιτηθεί λίγες μέρες αργότερα και στις 7 Σεπτεμβρίου 1947, ορκίζεται συμμαχική κυβέρνηση, που την αποτελούσαν 10 Φιλελεύθεροι και 14 Λαϊκοί υπουργοί, με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Τσαλδάρη.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1947 ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΔΣΕ ανήγγειλε το σχηματισμό της "Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης", από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και με πρόεδρο, τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη. Η άμεση απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη - Τσαλδάρη στο σχηματισμό της ΠΔΚ. ήταν να θέσει στις 8 Ιανουαρίου 1948 και τυπικά εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την "Εθνική Αλληλεγγύη" με βάση το νόμο 509/47 "Περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος".
Υστερα από το "δόγμα Τρούμαν", που συνοδεύτηκε και από το "Σχέδιο Μάρσαλ",το οποίο εξαγγέλθηκε στα τέλη του 1947, άρχισε ο εντατικός εξοπλισμός του στρατού από τις ΗΠΑ, με σύγχρονα όπλα, αεροπλάνα, τανκς και άλλο υλικό. Ουσιαστικό ρόλο στη διοίκηση των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων, είχε ο στρατηγός Βαν Φλιτ, που έφτασε στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1948, ως επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ, που έφτασε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1948, αξίωσε το σχηματισμό ευρείας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απ' όλα τα κόμματα, για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του ΔΣΕ. Υπό το βάρος και των στρατιωτικών αποτυχιών στο Βίτσι, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και στις 12 Νοεμβρίου ορκίστηκε νέα, υπό τον Θ. Σοφούλη και πάλι, χωρίς τη συμμετοχή όμως των Παπανδρέου, Βενιζέλου και Κανελλόπουλου. Στις 19 Ιανουαρίου 1948, ο 89ετής Θ. Σοφούλης, μόλις ανέρρωσε από πνευμονικό οίδημα, σχημάτισε νέα κυβέρνηση, αφού στο μεταξύ ξεπεράστηκαν οι αντιρρήσεις ορισμένων πολιτικών αρχηγών.
Στη νέα κυβέρνηση Σοφούλη πήραν μέρος, εκτός του Κ. Τσαλδάρη, και οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελόπουλος. Επίσης, οι Σπύρος Μαρκεζίνης, Κ. Καραμανλής, Στ. Στεφανόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ευάγ. Αβέρωφ και άλλοι πολιτικοί παράγοντες. Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων διορίστηκε ο Αλέξανδρος Παπάγος, που του ανέθεσαν την αποφασιστική αναμέτρηση με το ΔΣΕ και την οριστική συντριβή του.
Όμως στις 28 Ιουνίου 1949 πέθανε ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης και τον διαδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλέξανδρος Διομήδης.
Η κυβέρνηση Διομήδη, θα καταρρεύσει στις 6 Ιανουαρίου 1950, όταν θα αποκαλυφθεί σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον υπουργό Μεταφορών Χατζηπάνο. Τότε, ο βασιλιάς θα αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στον Τζον Θεοτόκη και στις πρώτες μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου Πολέμου εκλογές, που διεξήχθησαν στις 6 Μαρτίου 1950, θα σχηματισθεί κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου.
Η κυβερνητική αστάθεια, θα διαρκέσει για πολύ μεγάλο ακόμη διάστημα και η Ελλάδα θα αρχίσει να αποκτά σταθερές κυβερνήσεις μόνο μετά τον Οκτώβριο του 1955, όταν την πρωθυπουργία αναλαμβάνει, ύστερα από το θάνατο του Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.


Οι τρεις μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στον Εμφύλιο

Τρεις στυγερές πολιτικές δολοφονίες, που διαπράχθηκαν στη χώρα μας κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, συντάραξαν όχι μόνο την ελληνική αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη, πολύ περισσότερο που τα δύο από τα θύματα ήταν γνωστές κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες και το τρίτο ένας διαπρεπής αμερικανός δημοσιογράφος.

Η δολοφονία του Γ. Ζέβγου
Η δολοφονία του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Γιάννη Ζέβγου, έγινε στις 20 Μαρτίου 1947, σε μία περίοδο που είχε αρχίσει η κορύφωση των πολιτικών παθών τα οποία οδήγησαν στον αδελφοκτόνο αλληλοσπαραγμό που τόσο ακριβά τον πλήρωσε η Ελλάδα.
Ο Γ. Ζέβγος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, από τους ηγέτες του ΕΑΜ, υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μετά την απελευθέρωση κυβέρνηση "Εθνικής Ενότητας", βρισκόταν από τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, για να παρακολουθήσει το έργο διεθνούς Επιτροπής του ΟΗΕ, που, εγκαταστημένη εκείνη την περίοδο στη συμπρωτεύουσα, διερευνούσε την κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Το μεσημέρι της Πέμπτης, 20 Μαρτίου 1947, ο Γ. Ζέβγος βγήκε από το εστιατόριο "Ελβετικόν", όπου γευμάτιζε κάθε μέρα και περπατούσε στο πεζοδρόμιο, κατευθυνόμενος προς το ξενοδοχείο "Αστόρια", στο οποίο διέμενε. Εκεί, παραφύλαγε ο δολοφόνος Χρήστος Βλάχος, κρεοπώλης από τις Σέρρες, πλαισιωμένος από δύο άλλα άτομα. Ο δράστης πυροβόλησε από πολύ κοντά, τρεις φορές το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και καθώς αυτός έπεσε θανάσιμα πληγωμένος, τον πυροβόλησε ξανά, για τέταρτη φορά και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή, για να συλληφθεί μετά από λίγη ώρα, από πολίτες, που τον καταδίωξαν.
Η είδηση της δολοφονίας του Ζέβγου αναστάτωσε τους πάντες. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος επιχείρησε να παρουσιάσει το έγκλημα, σαν ένα "ξεκαθάρισμα λογαριασμών" στους κόλπους της Αριστεράς, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο δολοφόνος είχε κάνει, για ένα διάστημα, στο στρατόπεδο των καταδιωκόμενων κομμουνιστών, στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Όμως το σκηνικό άλλαξε μετά τις αποκαλύψεις του Νίκου Σιδηρόπουλου, ενός από την παρέα του δολοφόνου, ο οποίος κατήγγειλε, ότι η δολοφονία οργανώθηκε από τις "εθνικόφρονες οργανώσεις", το Α2 και την ΕΣΑ.
Ο Βλάχος καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών, το 1948. Πολύ γρήγορα, όμως, δραπέτευσε από τη φυλακή και φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή. Μετά από αρκετά χρόνια επέστρεψε στην Ελλάδα και στις 20 Σεπτεμβρίου 1981, ως τρόφιμος του ψυχιατρείου της Λέρου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Ακρόπολις" αποκάλυψε: "Εγώ δούλευα για την ελληνική και τη συμμαχική αντικατασκοπία, πολεμούσα τους κομμουνιστές και τους Τούρκους... Ετσι, εκτέλεσα και την εντολή που πήρα από τους ανωτέρους μου, να σκοτώσω τον Γιάννη Ζέβγο. Επρεπε να υπακούσω. Η πατρίδα κινδύνευε, έπρεπε να την καθαρίσω από τους κομμουνιστές. Και τον Σουλτάνο του ΚΚΕ έπρεπε να τον σκοτώσω".

Η δολοφονία του Χρ. Λαδά
Μία άλλη αποτρόπαια πολιτική δολοφονία, στελέχους της άλλης πλευράς, ήταν αυτή που διαπράχθηκε κατά του υπουργού Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σοφούλη - Τσαλδάρη, του Χρήστου Λαδά, την Πρωτομαγιά του 1948.
Είχε προηγηθεί η δημιουργία της "Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης" από τους αντάρτες του λεγόμενου "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας", γεγονός που οδήγησε την κυβέρνηση στο να θέσει στις 8 Ιανουαρίου 1948, και τυπικά, εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη, να εντείνει τους ρυθμούς θανατικής καταδίκης από τα στρατοδικεία μελών και στελεχών του ΚΚΕ και να οδηγήσει χιλιάδες οπαδούς του στις φυλακές και στα στρατόπεδα.
Αποτέλεσμα εφαρμογής των νόμων 509/47 "περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος" και του Γ` Ψήφισματος του 1946 "περί προστασίας της ακεραιότητας της χώρας", ήταν ότι ενώ το 1946 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο 116 άτομα και το 1947 περίπου 688 οπαδοί του ΚΚΕ, το πρώτο εξάμηνο του 1948 καταδικάστηκαν 1.547. Το ΚΚΕ αποφάσισε τότε να αντιδράσει, καταφέροντας ένα δυναμικό χτύπημα αντιπερισπασμού.


Το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1948, που συνέπεσε να είναι Μεγάλο Σάββατο, δολοφονήθηκε στην Αθήνα, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χρήστος Λαδάς. Από τους περαστικούς, συνελήφθη ο ηλικίας 22 χρόνων Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος, φορώντας στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό.
Η δολοφονική επίθεση, προκάλεσε συγκίνηση και αποτροπιασμό στην ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη και κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Σε αντίποινα για τη δολοφονία του υπουργού Χρήστου Λαδά, εκτελέστηκαν την τρίτη μέρα του Πάσχα, 154 καταδικασμένοι από Κακουργιοδικεία, οπαδοί του ΚΚΕ. Ο ίδιος ο δράστης δεν εκτελέστηκε, γιατί έδειξε "μεταμέλεια" και συνεργάστηκε με τις αρχές, καταδίδοντας πολλούς από τους συντρόφους του.

Η δολοφονία του Τζορτζ Πολκ
Η τρίτη και πιο στυγερή δολοφονία, που εκτός των άλλων προκάλεσε και διεθνείς περιπλοκές, ήταν αυτή του γνωστού Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένου του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης, CBS.
Στις 16 Μάη του 1948, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρήκε να επιπλέει στο θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης το πτώμα του Πολκ και γρήγορα πιστοποιήθηκε ότι επρόκειτο περί δολοφονίας. Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου και προκάλεσε σάλο, ιδιαίτερα στον δημοσιογραφικό κόσμο.
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος είχε φτάσει στις 9 Μαίου και στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο "Αστόρια" της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ένα γράμμα που αποκάλυπτε ότι προγραμμάτιζε να προωθηθεί στο Αρχηγείο του ΔΣΕ, που έδρευε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα και να συναντηθεί με τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, για να εξασφαλίσει μία συνέντευξη μαζί του.
Στις 16 Μαίου 1948, λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματός του, ο πρωθυπουργός, Θεμιστοκλής Σοφούλης, δήλωνε ότι "αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος". Διαβεβαίωνε δε ότι "η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν".
Οι διωκτικές αρχές και πιο συγκεκριμένα η Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, επέρριψε εξ αρχής την ευθύνη στο ΚΚΕ, και συγκεκριμένα στα στελέχη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Αντίθετα το Κομμουνιστικό Κόμμα, δια του ηγετικού του στελέχους Γιάννη Ιωαννίδη κατήγγειλε με δηλώσεις του ότι "ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς".

Κάτω από την πίεση της αμερικανικής κοινής γνώμης και των δημοσιογράφων των ΗΠΑ, αλλά και την αποκάλυψη ότι ο μεν Μουζενίδης είχε σκοτωθεί μερικούς μήνες πριν τη δολοφονία, ο δε Βασβανάς βρισκόταν αποδεδειγμένα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη, οι αρχές αποφάσισαν να κατασκευάσουν έναν "ένοχο". Ετσι, η όλη διαδικασία κλιμακώθηκε τον Αύγουστο του 1948, με τη σύλληψη και τις "ομολογίες" κάτω από φριχτά βασανιστήρια του δημοσιογράφου της εφημερίδας "Μακεδονία" Γρηγόρη Στακτόπουλου".
Σύμφωνα με τις απόψεις που διατυπώθηκαν μετά από νεότερες έρευνες, τον Τζορτζ Πολκ δολοφόνησε ο Αγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, ο οποίος και υπηρετούσε ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη. Στην εισαγωγή του βιβλίου του "Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα", ο Φ. Οικονομίδης σημειώνει, σχετικά με την υπόθεση Πολκ ότι "κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης του αμερικανικού ΓΕΣ, Χάρβι Σμιθ".

Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης


Ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, ήταν ο κανονιοβολισμός κατά της Θεσσαλονίκης από μικρή ομάδα ανταρτών, γεγονός που είχε σκοπό να προκαλέσει θόρυβο προπαγανδιστικό περισσότερο, παρά στο να επιφέρει ζημία στις μονάδες του στρατού που βρισκόταν στρατοπεδευμένες στην πόλη.
Παρά τη διαφωνία του Μάρκου Βαφειάδη για το εγχείρημα, μετά από σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ, διατάχθηκε ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να πλήξει με πυροβόλα την πόλη.

Η επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 9ης προς 10η Φεβρουαρίου 1948, μία διλοχία με ένα πυροβόλο, προωθήθηκε κρυφά προς τη μακεδονική πρωτεύουσα, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και μόλις ξημέρωσε η πόλη εβλήθη με περισσότερα από 50 βλήματα των 75 χιλιοστών, προκαλώντας μικροπανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους. Σύμφωνα με τον Φοίβο Γρηγοριάδη, "τόσα βλήματα δεν επρόκειτο βέβαια να επιφέρουν τίποτα σοβαρές καταστροφές σε μία τέτοια πόλη.

Και οι κάτοικοί της ούτε που κατάλαβαν τι ήταν εκείνες οι εκρήξεις αξημέρωτα. Αλλά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ήταν ο εντυπωσιασμός που θα είχε επιτευχθεί, αν η διλοχία με το πυροβόλο της κατόρθωνε να εξαφανισθεί".
Δεν το κατόρθωσε όμως, κι έτσι ο στρατός που ενήργησε με κεραυνοβόλο ταχύτητα, πρόλαβε τους αντάρτες και τους μετέφερε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, μαζί με το πυροβόλο τους εκθέτοντάς το κι αυτό σε κοινή θέα.
Το έντυπο "Δελτίο Ειδήσεων" του ΔΣΕ, με ημερομηνία 12 του Φλεβάρη, αναφέρει: "Τα ραδιόφωνα της Αθήνας και του Λονδίνου μετέδωσαν χτες και σήμερα επανειλημμένα την είδηση για την επίθεση των τμημάτων του ΔΣΕ στη Θεσσαλονίκη.

Το Λονδίνο μετέδωσε ότι δυνάμεις ανταρτών έβαλαν με όλμους των 81 χιλιοστών κατά της Θεσσαλονίκης. Στη χτεσινή εκπομπή του, είπε ότι ρίχτηκαν 12 βλήματα, ενώ σήμερα το πρωί είπε πως ρίχτηκαν 40 βλήματα. Από τα βλήματα που ρίχτηκαν, 2 έπεσαν στα ξενοδοχεία όπου μένανε τα μέλη της Βαλκανικής Επιτροπής, ένα σε κτίριο που μένουνε Αγγλοι και 2 άλλα σε γκαράζ και αποθήκες βενζίνης. Η είδηση, για το βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε σύγχυση και πανικό στους μοναρχοφασιστικούς κύκλους της Αθήνας.

Η χτεσινή συνεδρίαση της Βουλής ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συζήτηση του ζητήματος αυτού. Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Μπασιάκος, ζήτησε γενική επιστράτευση όλων όσων μπορούν να φέρουν όπλα και όσοι δεν μπορούν να φέρουν όπλα, να βοηθήσουν ηθικά και υλικά. Αλλοι βουλευτές ζήτησαν να παραιτηθεί η κυβέρνηση, που αποδείχτηκε ανίκανη να χτυπήσει τους αντάρτες.

Αλλοι σύστησαν ψυχραιμία, ώσπου να δώσει εξήγηση η κυβέρνηση και ένα μέρος ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση της Βουλής. Ο Τσαλδάρης διαφώνησε με την πρόταση αυτή, μα ο αριθμός των βουλευτών που ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση ήτανε μεγάλος και γι' αυτό ο πρόεδρος της Βουλής διέταξε την εκκένωση των θεωρείων για να γίνει η συνεδρίαση".
Στις 12 Φεβρουαρίου το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ύστερα από έκθεση του Γ` Σώματος Στρατού Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι: "Το πυροβόλον ήτανε γερμανικόν ορειβατικό τύπου Σκόνερ των 7,5 χλσ. Τοποθετήθηκε στην περιοχή Λεμπέτ κοντά στον αμαξωτό δρόμο Λαγκαδά -Θεσσαλονίκης και έβαλε κατά της Θεσσαλονίκης από απόσταση 3 χλμ., από τις 2.30 έως 3.30 στις 10 Φεβρουαρίου. 40 βλήματα έπεσαν μέσα στην πόλη. Εις τη θέση του πυροβόλου βρέθηκαν 20 κάλυκες και μια οβίδα. Βρέθηκαν ακόμα ο κιλλίβας και οι 2 τροχοί του πυροβόλου. Ο σωλήνας δε βρέθηκε".

Αποκαλυπτικότερο για το εντυπωσιακό γεγονός, του κανονιοβολισμού της Θεσσαλονίκης, ήταν το αμερικανικό πρακτορείο "Γιουνάιτεντ Πρες", το οποίο, σύμφωνα με δημοσίευμα του "Δελτίου Ειδήσεων" του ΔΣΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1948, ανακοίνωσε: "Η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ' όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πρακτορείου, οι αντάρτες έβαλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Εξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά".
Αργότερα, τον Ιούλιο, ξαναέγινε άλλη μία επιδρομή ανταρτών κατά της Θεσσαλονίκης, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα κι αυτή, ως αντιπερισπασμός στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στο Γράμμο.

Το σχέδιο "Πυρσός"

H τελική επιχείρηση για την κατάληψη των θέσεων των ανταρτών, έγινε από τον κυβερνητικό στρατό με φάση το επιτελικό σχέδιο "Πυρσός" που εξελίχθηκε σε διαδοχικές φάσεις.
Το σχέδιο "Πυρσός" προέβλεπε τρεις διαδοχικές επιθετικές ενέργειες για την εκκαθάριση του "φυσικού οχυρού" του Γράμμου από τις δυνάμεις των ανταρτών.
Ο "Πυρσός Α΄" (2-8 Αυγούστου 1949) στην ουσία ήταν μία παραπλανητική επιχείρηση την οποία θα εκτελούσαν μονάδες του Α' Σώματος Στρατού για να δώσουν στον αντίπαλο την εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των δυνάμεων που είχαν καθηλωθεί στον Γράμμο, οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύονταν από άλλες που θα άφηναν τα καταφύγιά τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους.
Έχοντας απέναντί τους δύο "Μεραρχίες" ανταρτών ελαττωμένης συνθέσεως (περίπου 5000), 16 πυροβόλα, δύο βαρείς όλμους των 120 χιλ. και άπειρα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, οι δυνάμεις του Στρατού, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και από την Αεροπορία, όχι μόνο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό καταλαμβάνοντας τον βορειοανατολικό και νότιο Γράμμο, αλλά κατέλαβαν και τα οχυρά σημεία 1425 "Ταμπούρι" και 1356.
Η επιχείρηση Πυρσός Β' διεξήχθη από τις 10 έως τις 16 Αυγούστου 1949 στο Βίτσι, μια ισχυρά οργανωμένη από τους αντάρτες περιοχή, με τα γιουγκοσλαβικά σύνορα στον βορρά, τα αλβανικά στα δυτικά και νοτιοδυτικά και την πλαγιά του όρους Βαρνούς στα ανατολικά της. Τις δυνάμεις που προστάτευαν το Βίτσι και το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών, αποτελούν δύο "Μεραρχίες" συν δύο "Ταξιαρχίες", Κέντρα Εκπαιδεύσεως και Σχηματισμοί ενώ στην διάθεσή τους οι περίπου 8000 υπερασπιστές του Βίτσι είχαν 45 ορεινά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και δύο αντιαρματικά. Από την άλλη πλευρά έτοιμες για δράση οι II,IX,X,XI,XV Μεραρχίες του Β' Σώματος Στρατού, η III Μεραρχία Καταδρομών, το 12ο Ελαφρύ Σύνταγμα Πεζικού και έξι Τάγματα Εθνοφρουρών (ΤΕ) υποστηριζόμενα από τέσσερα Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, τέσσερις Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, τα II και IX Συντάγματα Αναγνωρίσεως (μείον Ιλη), την XI Ιλη Αρμάτων και βεβαίως από τον "φύλακα-άγγελό" τους, την Αεροπορία. Μάλιστα προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Στρατού η Αεροπορία είχε μετατρέψει σε βομβαρδιστικά ακόμα και μεταγωγικά C-47, τις γνωστές "Ντακότες".

Τα προπαρασκευαστικά πυρά του Πυροβολικού και της Αεροπορίας ήταν μόνοι η αρχή...
Στις 6:30 π.μ. της 10ης Αυγούστου, η 22α Ταξιαρχία αρχίζει την επίθεσή της καταλαμβάνοντας ύστερα από πέντε ώρες σκληρού αγώνα τα οχυρά σημεία 1585 και Πολενάτα .
Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της Ταξιαρχίας, διεισδύει η XI Μεραρχία με την Ε' Μοίρα Ορεινών Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας βρίσκει τους άνδρες του Στρατού κυρίους της οχυρής θέσης Τσούκα και πλησίον του υψώματος Λέσιτς, πίσω ακριβώς από τους αντάρτες.
Το ίδιο βράδυ, η III Μεραρχία Καταδρομών ορμά αιφνιδιαστικά στο εσωτερικό της τοποθεσίας που κατέχουν οι αντάρτες και την 11η Αυγούστου οι ΛΟΚατζήδες καταλαμβάνουν το ιδιαιτέρως σημαντικό ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από το νότο, την ώρα που εναντίον του Λέσιτς επιτίθεται άλλη Μοίρα Καταδρομών με ορμητήριο την περιοχή Κουλκουθούρια. Η μάχη συνεχίζεται το ίδιο λυσσαλέα μέχρι την 16η Αυγούστου, οπότε οι αντάρτες "σπάνε" και το Βίτσι πέφτει στα χέρια του Στρατού μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους.
Οι περισσότεροι αντάρτες καταφεύγουν όπως- όπως στο αλβανικό έδαφος, όμως πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι με την κατάληψη του "φρουρίου" Βίτσι, ο αγώνας κατά των ανταρτών είχε ήδη κριθεί.
Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου 1949, ο Πυρσός Γ' "βάζει φωτιά" στις κορυφές του Γράμμου. Περίπου 8000 αντάρτες -δύο Μεραρχίες ενισχυμένες με όσους κατάφεραν να γλιτώσουν από το Βίτσι- προσπαθούν να αναχαιτίσουν την ορμή των εθνικών δυνάμεων τις οποίες αποτελούν οι I,VIII,IX,XV Μεραρχίες, η77η Ανεξάρτητη Ταξιαρχία, η III Μεραρχία Καταδρομών και τέσσερα Ελαφρά Συντάγματα Πεζικό (8ο,15ο, 24ο και 40ο ΕΣΠ). Τις ανωτέρω μονάδες υποστηρίζουν πέντε Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, πέντε Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, το IX Σύνταγμα Αναγνωρίσεως και η II Ιλη Αρμάτων Μάχης. Εγγύς υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις παρέχουν αεροσκάφη Spitfire και τα καθέτου εφορμήσεως SB2C-5 Helldiver, τα οποία προκαλούν πραγματική πανωλεθρία στους πιεζόμενους αντάρτες.
Προωθούμενη μεταξύ της Αλεβίτσας και του Γιαννοχωρίου στις 21:00 μ.μ. της 24ης Αυγούστου, μέχρι το πρωί η XI Μεραρχία έχει καταλάβει τα υψώματα Κόντρα, Πολίγκα, Μονόπυλο, Σλήμνιτσα. Καλύβια και Κατσαρά, την ώρα που οι υπόλοιπες Μεραρχίες πολεμούσαν τους αντάρτες που μάχονταν για τη ζωή τους.
Στις 30 Αυγούστου 1949 ο στρατός κατέλαβε τον φοβερό Γράμμο , με τον λαβύρινθο των πολυβολείων και των ναρκοπεδίων... Από εκείνη την επιχείρηση και μετά ο Στρατός ασχολήθηκε με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των εναπομεινάντων ανταρτών, ενώ στην ηγεσία τους δεν έμεινε άλλη επιλογή πέρα από τη διαταγή για κατάπαυση του πυρός.
                                                                                                              

Η τραγωδία του Εμφυλίου και οι επιπτώσεις του
Η τραγωδία του Εμφυλίου, συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια στα στρατοδικεία, με χιλιάδες φυλακισμένους αντάρτες του ΔΣΕ και μαζικές εξορίες στα ξερονήσια του Αιγαίου (Άη Στράτη, Μακρόνησος, Γυάρος). Οι διωγμοί και οι συστηματικοί βασανισμοί αριστερών εξακολούθησαν για πολλά χρόνια και τελείωσαν ουσιαστικά με τη μεταπολίτευση, μετά την πτώση της χούντας το 1974.
Μία άλλη επίπτωση ήταν ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους είτε για να μη βρεθούν στο επίκεντρο των μαχών εθνικού στρατού-ανταρτών, είτε επειδή εξαναγκάστηκαν κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εθνικού στρατού, ώστε να αποκοπεί με οποιαδήποτε τρόπο ο εφοδιασμός έμψυχου υλικού των ανταρτικών τμημάτων, είτε πάλι λόγω της βίαιης προσαγωγής από τον ΔΣΕ προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών.
Χαρακτηριστικό του αριθμού των προσφύγων είναι ότι σύμφωνα με το "Μνημόνιο για το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα", που εστάλη στις 8 Οκτωβρίου 1949 προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών από την Ελληνική κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός Κ. Τσαλδάρης δήλωνε πως ο αριθμός των καταφυγόντων και φυγόντων του εμφυλίου πολέμου ανέρχονταν σε 684.607 άτομα, [μεταξύ των οποίων 77.822 καταφυγόντες από την πληττόμενη περιοχή στο νομό Καστοριάς]. Από αυτά, 166.000 πρόσφυγες είχαν επαναπατρισθεί και ότι άλλοι 225.000 θα επαναπατρίζονταν σύντομα. Επίσης μέχρι το 1956 υπήρχαν αιχμάλωτοι στρατιωτικοί του Εθνικού Στρατού σε στρατόπεδα εργασίας στην Αλβανία και σε άλλες χώρες του Ανατολικού συνασπισμού.


Επίλογος
Ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελεί την κορυφαία και τραγικότερη αντιπαράθεση στην ελληνική κοινωνία μέσα στον εικοστό αιώνα. Η χώρα θα ρημάξει κυριολεκτικά στα τρία-τρεισήμισι χρόνια της εμφύλιας σύρραξης. Θα αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία της χώρας καθώς ερημώνονται εκτεταμένες, ορεινές κυρίως, ζώνες με εκατοντάδες χιλιάδες αναγκαστικούς πρόσφυγες, ενώ τίθεται σε ισχύ καθεστώς εκτάκτων μέτρων. Ταυτόχρονα, μεγάλη φτώχεια μαστίζει το λαό. Αρχικά, με βάση και ψηφίσματα του ΟΗΕ, ο πόλεμος ονομάστηκε επισήμως «Συμμοριτοπόλεμος» και αυτή η ονομασία διατηρήθηκε επί πολλές δεκαετίες από τους νικητές αυτής της σύρραξης. Το 1989, με τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - Συνασπισμού της Αριστεράς, καθιερώθηκε και επισήμως η ονομασία «Εμφύλιος», η οποία ήταν ήδη σε κοινή χρήση. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος είναι στην ουσία η πρώτη πράξη του ψυχρού πολέμου που θα αιωρούνταν πάνω από την παγκόσμια πολιτική σκηνή τα επόμενα χρόνια.
*farosthermaikou.blogspot.com