Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

 Η απελευθέρωση του Αουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό

Από τις αρχές του 1945, στις 12 του Γενάρη, ξεκίνησε η επιχείρηση «Βιστούλα – Οντέρ» του Κόκκινου Στρατού. Τα σοβιετικά στρατεύματα άρχισαν τη μεγάλη επέλασή τους με κατεύθυνση τη πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας, το Βερολίνο.
Οι Γερμανοί, από τον Νοέμβρη του 1944, προετοιμάζονται να αποχωρήσουν, μη μπορώντας να σταματήσουν την επέλαση του Κόκκινου Στρατού. Αρχισαν να γκρεμίζουν τα κτίρια – μάρτυρες των φρικαλεοτήτων τους. Τα κρεματόρια και οι τέσσερις θάλαμοι αερίων ισοπεδώθηκαν. Οι αποτεφρωτήρες αποσυναρμολογήθηκαν και ετοιμάστηκαν να μεταφερθούν στο άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Μαουτχάουζεν, το οποίο πίστευαν οι Γερμανοί ότι δεν θα έπεφτε στα χέρια των Συμμάχων.
Μέχρι τις 18 Γενάρη, οι Γερμανοί εκκένωσαν τα στρατόπεδα του Αουσβιτς, καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις πλησίαζαν το συγκρότημα του Αουσβιτς, οδηγώντας σε πορείες θανάτου, μέσα στα χιόνια, περίπου 60.000 εξαθλιωμένους κρατούμενους, με κατεύθυνση το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν στην πόλη Μπέργκεν, και την πόλη Βότζισλαβ Σλάσκι στο δυτικό τμήμα της Άνω Σιλεσίας, όπου φόρτωναν όσους είχαν επιζήσει, σε τρένα για τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Τα SS πυροβολούσαν όποιον έμενε πίσω ή δεν είχε τις δυνάμεις να συνεχίσουν. Περισσότεροι από 15.000 κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους σε αυτές τις πορείες θανάτου από το Αουσβιτς.
Δυο μέρες μετά, στις 20 Γενάρη, οι Γερμανοί επιστρέφουν στο συγκρότημα Αουσβιτς-Μπιρκενάου και ανατίναξαν τα δυο τελευταία κρεματόρια, στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν τα ίχνη των αποτρόπαιων πράξεών τους από τους Σοβιετικούς.
Το Σάββατο 27 Γενάρη 1945, οι στρατιώτες της 60ής Στρατιάς του 1ου Ουκρανικού Μετώπου του Κόκκινου Στρατού μπαίνει απελευθερωτής στο Αουσβιτς, όπου βρίσκει περισσότερους από 7.000 παρατημένους κρατούμενους, σε τρισάθλια κατάσταση, τους οποίους παράτησαν οι Ναζί γιατί δεν θα μπορούσαν έτσι κι αλλιώς να ακολουθήσουν την πορεία θανάτου.
Εκείνο το πρωινό οι σοβιετικοί στρατιώτες του 322ου τμήματος πεζικού της 60ης Στρατιάς, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού Πάβελ Κουρότσκιν, μπήκαν στο πρώτο στρατόπεδο, το Αουσβιτς Ι, όπου αντίκρισαν τις πρώτες εικόνες της φρίκης του Αουσβιτς στα πρόσωπα των 1200 επιζώντων του στρατοπέδου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έμπαιναν στο Αουσβιτς ΙΙ, το περίφημο στρατόπεδο Μπίκερναου, όπου βρήκαν 5.800 επιζώντες, ανάμεσά τους 611 παιδιά.
Από τους επιζώντες του Αουσβιτς ακούστηκαν οι πρώτες διηγήσεις για τα τερατώδη εγκλήματα των ναζί που είχαν διαπραχθεί στο Αουσβιτς από τους Γερμανούς φασίστες.
Από τα πάνω από 6 εκατομμύρια ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στα απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί φασίστες, πάνω από 1,3 εκατομμύριο εξοντώθηκαν στο Αουσβιτς. 900.000 επιλέχτηκαν και εκτελέστηκαν με διάφορους τρόπους, θανατώθηκαν με δηλητηριώδη αέρια σε ειδικούς θαλάμους αερίων, απαγχονίστηκαν, πυροβολήθηκαν, έγιναν πειραματόζωα για την εξακρίβωση της αντοχής των ανθρώπων σε διάφορα δηλητήρια, πυροβολήθηκαν. Πάνω από 200.000 πέθαναν από ασθένειες, υποσιτισμό και βαρύτατες κακοποιήσεις και ιατρικά πειράματα. Από αυτούς περίπου 1.100.000 ήταν Εβραίοι κρατούμενοι. Τους είχαν κρεμάσει διακριτικό ένα κίτρινο εξάκτινο αστέρι στο πέτο. Ανάμεσά τους 55.000 Ελληνες Εβραίοι.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι, περίπου 160.000, φορούσαν διακριτικό ένα κόκκινο τρίγωνο.
Οι Πολωνοί, περίπου 140.000, είχαν ένα «Ρ» πάνω στο κόκκινο τρίγωνο.
Οι Αθίγγανοι και οι «κοινωνικά απροσάρμοστοι», ανάμεσά τους και μερικές πόρνες, περίπου 25.000 άτομα, με διακριτικό στο πέτο ένα μαύρο τρίγωνο.
Οι Αιχμάλωτοι Πολέμου, κυρίως Σοβιετικοί, ήταν περίπου 15.000. Και άλλοι 10.000 από άλλες εθνικότητες: Τσέχοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Σλοβένοι.
Σωφρονιστικοί κρατούμενοι, περίπου 11.000 με διακριτικό ένα «ΕΗ» και μερικές εκατοντάδες ποινικοί κρατούμενοι με διακριτικό ένα πράσινο τρίγωνο.
Και η καταμέτρηση των «κολασμένων» κλείνει με καμιά εκατοστή ομοφυλόφιλους με ένα ροζ τρίγωνο στο πέτο και 400 περίπου Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Βέβαια το Άουσβιτς δεν ήταν το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης που απελευθερώθηκε. Το πρώτο στρατόπεδο ήταν εκείνο του Μαϊντάνεκ, στην ανατολική Πολωνία, που απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό στις 23 Ιούλη του 1944.
Ηταν όμως το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης ανθρώπων που έφτιαξαν οι ναζί εθνικοσοσιαλιστές της Γερμανίας. Έμεινε στην Ιστορία σαν το σύμβολο της κτηνωδίας των Γερμανών φασιστών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
*Ημεροδρόμος

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

 27 Ιανουαρίου, ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος

Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε στις 2 Νοεμβρίου 2005 να ανακηρύξει την 27η Ιανουαρίου Διεθνή Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ημερομηνία επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία.
Το σχέδιο της απόφασης αυτής, που υποβλήθηκε από το Ισραήλ και υποστηρίχθηκε από 89 χώρες, «καλεί τα κράτη - μέλη να επεξεργαστούν προγράμματα εκπαίδευσης που θα μεταδώσουν στις μελλοντικές γενεές τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος και να βοηθήσουν να προλαμβάνονται πράξεις γενοκτονίας».
Ποτέ πια ΦΑΣΙΣΜΟΣ
*Ντοκιμαντέρ «Μαρτυρίες» (παραγωγής 1993) του Γιώργου Πετρίτση.Αρχείο της ΕΡΤ

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

 'Ετσι καταληστεύθηκε ο εθνικός μας πλούτος από τους Ναζί

Ένα άγνωστο γεγονός για το πως οι Γερμανοί είχαν καταληστεύσει τον εθνικό πλούτο της χώρας, την περίοδο 1941-1944, παρατίθεται στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου "Σελίδες Κατοχής" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις IANOS. Πρόκειται για το μεταφερόμενο τυπογραφείο με το οποίο οι χιτλερικοί κατακτητές είχαν πλημμυρίσει την Ελλάδα με κατοχικά μάρκα, νομίσματα που δεν είχαν την παραμικρή αξία και με τα οποία ανέβασαν στα ύψη τον πληθωρισμό.
Στο βιβλίο, παρουσιάζεται μέσα από ένα πλήθος μαρτυριών και ντοκουμέντων ο τρόπος με τον οποίο έγινε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, εκείνη την "μαύρη" άνοιξη του 1941, τα κτίρια της πόλης που είχαν επιταχτεί από τους χιτλερικούς, τα σημεία όπου γίνονταν από τους δήμιους της Γκεστάπο τα βασανιστήρια, οι τόποι εκτελέσεων, η πείνα, οι πράξεις σαμποτάζ από τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης, τα μαχητικά συλλαλητήρια, κάτω από τη μπούκα των πολυβόλων, για τον εορτασμό των εθνικών επετείων, καθώς και κατά της καθόδου των Βουλγάρων φασιστών στη Μακεδονία, οι παράτολμες αποδράσεις μέσα από τα νύχια των κατακτητών είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίο, μέσα από ένα πλήθος μαρτυριών και άγνωστων ντοκουμέντων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά σε δύο τραγούδια-ύμνους για την Εθνική Αντίσταση, που έγραψε τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα οποία "θάφτηκαν" μεταπολεμικά.
Το μεταφερόμενο τυπογραφείο που τύπωνε μάρκα
Τα χαράματα της 9ης Απριλίου 1941, οι Γερμανοί εισέρχονται πάνοπλοι στη Θεσσαλονίκη. Στην είσοδο της πόλης τους υποδέχονται ο Μητροπολίτης Γεννάδιος, ο τεταρτοαυγουστιανός δήμαρχος Μερκουρίου, ο στρατιωτικός διοικητής Ραγκαβής, ο υπασπιστής του, συνταγματάρχης Παπακωνσταντίνου, ο αστυνομικός διευθυντής Παπαργύρης και ο «υπερεθνικόφρων» καθηγητής Βιζουκίδης.
Πίσω από τα γερμανικά άρματα μάχης, που εμφανίζονται στην οδό Εγνατίας, ακολουθεί ένα περίεργο σε σχήμα, ειδικά διασκευασμένο όχημα, μία ιδιόρρυθμη κατασκευή, που τράβηξε την προσοχή των λιγοστών Θεσσαλονικέων είχαν βγει στη δρόμο για να παρακολουθήσουν βουβοί τους υπερόπτες Γερμανούς στρατιώτες να εισέρχονται στην πληγωμένη τους πόλη.
Όπως σημείωναν μετά την απελευθέρωση οι τοπικές εφημερίδες, αν οι περίεργοι που παρακολούθησαν βουβοί την πρώτη παρέλαση των Γερμανών, ήξεραν το μέγεθος της καταστροφής που θα έκανε στον τόπο μας αυτό το παράξενο αυτοκίνητο, θα το πρόσεχαν κάπως καλύτερα. Ήταν το φορητό ταχυπιεστήριο που τύπωναν οι Γερμανοί τα «μάρκα Κατοχής» για να γεμίζουν με αυτά τους στρατιώτες τους και να τους δίνουν τη δυνατότητα να ληστεύουν καμουφλαρισμένα τις περιουσίες των «απελευθερούμενων» λαών της Ευρώπης, όπως διατείνονταν.
Την είσοδο των χιτλερικών στην ανήμπορη να αντιδράσει Θεσσαλονίκη, καταγράφει ένας οπερατέρ των κινηματογραφικών επικαίρων της «Ούφα», τοποθετημένος πάνω σε ένα αυτοκίνητο με τα σύνεργα του, για απαθανατίσει τη… μεγαλειώδη νίκη του Γ΄ Ράιχ. Ο επικεφαλής Γερμανός στρατηγός, οι επιτελείς του και μαζί τους οι πεζοπόροι στρατιώτες, οι οδηγοί τανκς, οι μοτοσικλετιστές και οι αλπινιστές, τσακίζονται να τους πάρει ο φακός
Σύμφωνα με την περιγραφή της εφημερίδας "Μακεδονία", στις 10 Απριλίου 1945, "αυτό το «θαυματουργό» αυτοκίνητο το εγκατέστησαν οι κατακτητές αμέσως στον περίβολο του Παρθεναγωγείου στο Συντριβάνι, και ως το μεσημέρι οι «νικηταί», από τον ανώτατο αξιωματικό ως τον τελευταίο καραγωγέα, ήταν γεμάτοι από κολλαρισμένα μάρκα, έτοιμοι για την εξόρμησή τους προς τα εμπορικά καταστήματα, τα ρεστοράντ και τα κέντρα διασκεδάσεως".
Πριν ακόμη προμηθευτούν αυτά τα χωρίς αντίκρυσμα μάρκα, κάποιοι από τους Γερμανούς στρατιώτες είχαν επιδοθεί σε πλιάτσικο σε καταστήματα της Θεσσαλονίκης.
Να ένα περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο:
Τα κίβδηλα γερμανικά μάρκα
"Ώρα 9:00. Οι «φορείς του πολιτισμού» του Γ΄ Ράιχ κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους. Μια μοτοσικλέτα σταματά μπροστά στο επί της οδού Τσιμισκή κεντρικό παντοπωλείο Καραποστόλου. Οι επιβάτες της κατεβαίνουν αγέρωχοι, διαλύουν με μερικά βροντόφωνα «ράους» τους λίγους περίεργους, ποδοπατούν ένα παιδάκι που δεν είχε καταλάβει ακόμα τη σημασία του «ράους», σπάζουν το λουκέτο, κλέβουν μερικές μουρταδέλες, κάμποσα κομμάτια τυρί και άφθονα μπουκάλια κρασί, γεμίζουν ένα αυτοκίνητο και φεύγουν. […]"
Η κατάσχεση από τους κατακτητές των ραδιοφώνων
Την ίδια ώρα, εγκαθίσταται στο πολυτελές ξενοδοχείο «Ριτζ», το στρατιωτικό και πολιτικό επιτελείο του Ράιχ. Αξιωματικοί, ο υποπρόξενος της Γερμανίας Πάουλους, ο αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών της Θεσσαλονίκης Κρούγκερ και 2-3 Έλληνες που για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους. Στο μπαλκόνι του κτιρίου κυματίζει η αγκυλωτή σημαία του αιματόβρεκτου εθνικοσοσιαλισμού, στο κεντρικό σαλόνι του, πολιτικοί και στρατιωτικοί συναρμολογούν τους κρίκους της βαριάς αλυσίδας της σκλαβιάς.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν το κινητό τυπογραφείο έχει προχωρήσει στην παραγωγή των πρώτων αυτών κίβδηλων χαρτονομισμάτων, οι "νικητές" ξεχύνονται στα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, κυρίως τα εστιατόρια και τα ζαχαροπλαστεία, ξοδεύοντας τα μάρκα με τα οποία τους εφοδίασαν οι ανώτεροί τους. Να μια ακόμη περιγραφή:
"Ώρα 6:00 μ.μ. Τα κέντρα έχουν γεμίσει με Γερμανούς. Τρώνε με βουλιμία πεινασμένου λύκου 3-4 μερίδες ψητό, από 5-10 πάστες ο καθένας τους. Αδειάζουν δωδεκάδες μπουκάλια μπύρα, γεμίζουν τις τσέπες τους με τσιγάρα και πορτοκάλια και πληρώνουν με μάρκα, τυπωμένο δηλαδή χαρτί, που διαθέτουν εν αφθονία".
Έτσι άρχιζε ο μεσαίωνας 3,5 χρόνων της ναζιστικής κατοχής, που θα αποδεικνύονταν ως μία από τις πιο μαύρες περιόδους στην ιστορία της Θεσσαλονίκης και της υπόλοιπης Μακεδονίας
*Σπύρος Κουζινόπουλος

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

 Ο συμμαχικός βομβαρδισμός του Πειραιά 11 Γενάρη του 1944

Ο Πειραιάς, κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε υποστεί αρκετούς βομβαρδισμούς από τους κατακτητές. Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί δεν προκάλεσαν ούτε σοβαρές ζημιές ούτε πολλά θύματα.,Πιο συγκεκριμένα οι δυνάμεις της ιταλικής βασιλικής αεροπορίας -RA- βομβάρδισαν για πρώτη φορά τον Πειραιά τον Νοέμβριο του 1940 και ακολούθησαν εκ νέου βομβαρδισμοί τους επόμενους δύο μήνες που όπως αναφέρθηκε ήταν άστοχοι από στρατιωτική άποψη και οι απώλειες δεν ήταν ούτε πολλές ούτε καταστροφικές.,Ο μόνος σοβαρός βομβαρδισμός των κατακτητών ήταν ο γερμανικός στις 7 Απριλίου του 1941 με την ανατίναξη του βρετανικού ατμόπλοιου Clan Fraiser. Όμως ακόμα και αυτός ο βομβαρδισμός δεν ξεπέρασε σε έκταση και σφοδρότητα τον συμμαχικό βομβαρδισμό των αγγλοαμερικανών στις 11 Ιανουαρίου 1944.,Πριν τον συμμαχικό βομβαρδισμό του ́44 η βρετανική αεροπορία ?488 είχε επιχειρήσει και το 1941 και το 1942 εναντίον του Πειραιά και των γύρω περιοχών αλλά επρόκειτο για ασθενικές αεροπορικές επιδρομές που πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο του 1941 καθώς και τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1942 με λίγα θύματα. Έκτοτε οι εμφανίσεις των συμμαχικών αεροπορικών δυνάμεων έγιναν πολύ αραιές μέχρι το σφοδρό βομβαρδισμό του 1944.Τον Ιανουάριο του 1944 ο Πειραϊκός λαός αισιοδοξούσε για τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου καθώς τα νέα που έφθαναν από τα πολεμικά μέτωπα ήταν ενθαρρυντικά για τη νίκη των συμμάχων. Ο Ερυθρός Σταυρός είχε αυξήσει τις αποστολές τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης ενώ η ανάπτυξη της εαμικής αντίστασης είχε φτάσει στο απόγειό της. Ο συνδυασμός αυτών των γεγονότων τροφοδοτούσε τις ελπίδες του Πειραϊκού και ολόκληρου του ελληνικού λαού για επερχόμενη ήττα των Γερμανών. Μέσα σε αυτό το κλίμα και λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση πραγματοποιήθηκε ο συμμαχικός βομβαρδισμός του Πειραιά.,,Ένα χρόνο πριν η «Οδηγία της Καζαμπλάνκας» ύστερα από κοινή απόφαση των Γενικών Επιτελείων των Η.Π.Α. και της Βρετανίας καθώς και της Διοίκησης των Βομβαρδιστικών της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας -RAF- και των Αεροπορικών Δυνάμεων του Αμερικανικού Στρατού -USAAF- ανέλαβαν τον συντονισμό των δυνάμεων τους για την καταστροφή των βιομηχανικών, οικονομικών και στρατιωτικών βάσεων των δυνάμεων του Άξονα. Έτσι από τον Νοέμβριο του 1943 η USAAF εξαπέλυε καθημερινά σφοδρές επιθέσεις εναντίον στρατηγικών στόχων του εχθρού όπως λιμανιών, αποθηκών και σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων σε Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Σόφια. 489,Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι αγγλικές δυνάμεις στις 6 Δεκεμβρίου 1943 βομβάρδισαν τον Πειραιά. Βέβαια και αυτός ο βομβαρδισμός ήταν ήπιος αλλά από εκεί και έπειτα η απειλή ενός σφοδρού βομβαρδισμού ήταν διάχυτη στον πειραϊκό λαό 490.,,Έτσι ένα μήνα μετά, στις 11 Ιανουαρίου 1944 11:30 το πρωί στην οροφή του Μεγάρου Βάττη στο λιμάνι υψώθηκε μία μικρή μαυρόασπρη σημαία που αποτελούσε προειδοποίηση για τα πλοία για επερχόμενο βομβαρδισμό. Δύο σουηδικά φορτηγά πλοία που ξεφόρτωναν τις αποστολές του Ερυθρού Σταυρού, σταμάτησαν την εκφόρτωση και έβαλλαν πλώρη για την Ψυτάλλεια. Στις 12:35 χτύπησε ο πρώτος συναγερμός. Άλλοι Πειραιώτες κρύβονταν στα καταφύγια και άλλοι έβγαιναν στους δρόμους και στις ταράτσες κουνώντας λευκά μαντήλια και φωνάζοντας με χαρά, «Έρχονται τα δικά μας» 491 .,,Οι Πειραιώτες που διακινδύνευαν να πιάνουν παράνομα τη συχνότητα του ραδιοσταθμού του Καΐρου, είχαν ενημερωθεί από το BBC λίγες μέρες πριν την 11η Ιανουαρίου ότι το λιμάνι επρόκειτο να βομβαρδιστεί. Οι δηλώσεις στις εκπομπές του BBC ήταν χαρακτηριστικές, «Ο λιμήν του Πειραιώς συνιστά μεγάλη ναυτική βάση δια τους Γερμανούς και ως τοιαύτην πρέπει να βομβαρδισθή απηνώς. Τουλάχιστον 500 μέτρα μακράν του λιμένος είναι δυνατόν να υπάρχη μία σχετική ζώνη ασφαλείας» 492.,,Η προειδοποίηση ήταν σαφής, το λιμάνι του Πειραιά αποτελούσε τον κύριο στρατιωτικό στόχο λόγω της στρατηγικής του σημασίας για τις δυνάμεις Κατοχής. Πρόσφατες αεροφωτογραφίες που είχαν οι Σύμμαχοι αποδείκνυαν πως στο λιμάνι υπήρχαν 31 σκάφη στις διαταγές του γερμανικού ναυτικού. Ωστόσο ο βομβαρδισμός ξεπέρασε τις ανακοινώσεις του BBC καθώς η σχετική ζώνη ασφαλείας «500 μέτρα μακράν του λιμένος» βομβαρδίστηκε και αυτή.,,Τρεις ήταν οι επιδρομές των 200 συμμαχικών βομβαρδιστικών που χτύπησαν την πόλη του Πειραιά με 600 βόμβες. Ο πρώτος βομβαρδισμός πραγματοποιήθηκε στις 12:35-13:43, ο δεύτερος στις 19:22-21:40 και ο τρίτος στις 21:57-23:15 (493).,,Πρώτοι βομβάρδισαν οι αμερικανοί.,Ο αμερικανικός σχηματισμός των τετρακινητήριων Boeing - Β17 Flying Fortress 494 που ανήκαν στην 5 η πτέρυγα μάχης της 15 ης αεροπορικής στρατιάς απογειώθηκε από την ιταλική βάση Φότζια και Τάραντα υπό την συνοδεία δικινητήριων μονοθέσιων καταδιωκτικών, Lockheed P38 Lightning της 14 ης Σμηναρχίας Μαχητικών, για προστασία από επίθεση αεροσκαφών του Άξονα και με περίπου 100 εμπρηστικές βόμβες κατάφεραν να πλήξουν το ιστορικό κέντρο του Πειραιά.,,Οι Βρετανικοί βομβαρδισμοί που ακολούθησαν έπληξαν περισσότερο στρατιωτικούς στόχους από ότι ο αμερικανικός βομβαρδισμός αλλά ανέκοψαν κάθε προσπάθεια ανάσυρσης εγκλωβισμένων από τα ερείπια 495.,Η επιδρομή των Άγγλων αεροπόρων ήταν σαφώς πιο εύστοχη καθώς για να βυθίσουν ένα γερμανικό πλοίο περιπολίας μεταξύ Δραπετσώνας και Ψυττάλειας χρειάστηκαν μόνο μια φωτοβολίδα και τρεις βόμβες 496.,Οι πτήσεις των συμμαχικών αεροπλάνων γίνονταν με εξαιρετική δυσκολία λόγω του καταιγισμού των αντιαεροπορικών πυρών που δέχονταν από τα αντιαεροπορικά πυροβολεία του Αιγάλεω, της Δραπετσώνας, της Ευγένειας και του Προφήτη Ηλία που ήταν εξοπλισμένα με γερμανικά πυροβόλα Flak 88 χλστ. ενώ οι προβολείς τους προσπαθούσαν να εντοπίσουν το στόχο τους γεγονός που τα ανάγκαζε να πετούν αρκετά ψηλά 497.,Ο βομβαρδισμός έπληξε κυρίως το κέντρο της πόλης αλλά πολλές βόμβες έπεσαν και στις γειτονικές συνοικίες. Πιο συγκεκριμένα στον κεντρικό Πειραιά βομβαρδίστηκαν, επτά ναοί από τους οποίους επλήγη περισσότερο ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας όπου όρθια απέμειναν μόνο τα δύο καμπαναριά καθώς ο υπόλοιπος ναός γκρεμίστηκε, το Μέγαρο Ζερβού μεταξύ των οδών Τσαμαδού και Φίλωνος όπου το ισόγειο έμεινε ανέπαφο, το κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας επί της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου(σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου) που τα υπόγειά του είχαν μετατραπεί σε καταφύγιο με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα 498. Επίσης χτυπήθηκαν το μηχανουργείου του Μυτιληναίου επί της Αιτωλικού, το εργοστάσιο σαπουνιού Παπουτσάνη όπου σκοτώθηκαν αρκετοί εργάτες, το Μέγαρο του ΙΚΑ επί της Καποδιστρία και Λουδοβίκου, η εισαγγελία Πειραιώς, το Μέγαρο Σπυράκη, το σπίτι του δικηγόρου Ανέστη Τζαβάρα επί της Ηρώων Πολυτεχνείου όπου έκαναν σύσκεψη τα μέλη της Επιτροπής προσωπικοτήτων του ΕΑΜ με αποτέλεσμα να σκοτωθούν κάποια από τα μέλη αλλά και η γυναίκα του, Ισμήνη Τζαβάρα, το εστιατόριο Βίρβος-Τελώνης που βρισκόταν επί της Τσαμαδού γωνία με Ηρώων Πολυτεχνείου με πολλά θύματα ανάμεσά τους και ο ιδιοκτήτης Βίρβος, το ιδιωτικό σχολείο της Κατρανίδου στην Κοκκινιά και πολλά άλλα κτίρια στους κεντρικούς δρόμους του Πειραιά, επί της Αλκιβιάδη, Χατζηκυριάκου, Ευαγγελιστρίας, Γούναρη, Βασιλέως Γεωργίου, Υψηλάντη, Πραξιτέλους, Ανδρούτσου και αλλού 499 . Βόμβες έπεσαν και στο τετραώροφο ξενοδοχείο Continental που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς και στην Εμπορική Σχολή που καταστράφηκε τελείως αλλά δεν υπήρξαν θύματα καθώς η Σχολή είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς και δεν λειτουργούσε 500 .,Βομβαρδίστηκαν επίσης η Σχολή Καλογραιών και ο Τινάνιος Κήπος 501.,,Στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη καθώς είχαν ρίξει πολλές βόμβες με αποτέλεσμα η γύρω περιοχή, τα κτίρια και τα καταστήματα να μετατραπούν σε ένα σωρό ερειπίων με πολλά θύματα 502 . Βόμβες έπεσαν και στην ελληνογαλλική σχολή Jeanne D’ arc. Οι αδελφές της σχολής όταν άκουσαν τον πρώτο συναγερμό από τις σειρήνες φρόντισαν να απομακρύνουν άμεσα τα παιδιά που φοιτούσαν εκεί στέλνοντάς τα γρήγορα στα σπίτια τους. Όσες αδελφές και μαθήτριες δεν είχαν απομακρυνθεί, αναζήτησαν προστασία στο πρόχειρο καταφύγιο της σχολής όμως δύο βόμβες έπεσαν στο κτίριο η μία εκ των οποίων έπεσε στον τοίχο του κήπου με αποτέλεσμα η ηγουμένη Μητέρα Θηρεσία Jonguenet να βρει τραγικό θάνατο κάτω από τα ερείπια και η Αδελφή Βαλεντίν 503 να τραυματιστεί θανάσιμα από το ωστικό κύμα έκρηξης. Οι 13 Αδελφές της Σχολής που διασώθηκαν, την επόμενη μέρα του βομβαρδισμού μετοίκησαν στην Γαλλική Σχολή Αθηνών, «Άγιος Ιωσήφ» 504. Οι βόμβες ισοπέδωσαν το πρώτο τμήμα του κτηρίου ενώ το δεύτερο ήταν ετοιμόρροπο και οι σκάλες αδιάβατες. Μόνο το τρίτο τμήμα με την πτέρυγα των δωματίων που οδηγούσε στον κήπο ήταν σε καλύτερη κατάσταση καθώς εκεί δεν είχαν κατεδαφιστεί οι τοίχοι αλλά είχαν σπάσει μόνο τα τζάμια και οι πόρτες 505.,,Το σχέδιο βομβαρδισμού χώρισε την πόλη του Πειραιά σε τμήματα ρίχνοντας βόμβες κατά μήκος όλου του λιμανιού, του κέντρου και των γειτονικών δήμων. Στον πρωινό, απογευματινό και βραδινό βομβαρδισμό βομβαρδίστηκαν οι περιοχές Άγιος Διονύσιος, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Πέραμα, Αγία Σοφία, Καμίνια, Κιλικιανά και Κοκκινιά.Οι γραμμές του τραμ είχαν ξεριζωθεί ενώ βόμβες έπεσαν και στις Σιδηροδρομικές γραμμές των ΣΠΑΠ, μεγάλοι κρατήρες έκοβαν στη μέση τους δρόμους και συνεργεία της Πυροσβεστικής προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν τους θαμμένους κάτω από τους σωρούς των ερειπίων και να σβήσουν τις φωτιές από τα φλεγόμενα κτίρια. Τα κάρα του Δήμου μάζευαν τα ακρωτηριασμένα πτώματα από τους δρόμους οδηγώντας τα σε ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο της Ανάστασης στο Κερατσίνι 506.,,Αργά το ίδιο βράδυ ο Κατοχικός πρωθυπουργός Ι. Ράλλης προέβη σε ανακοινώσεις για την αεροπορική επιδρομή εναντίον του Πειραιά που δημοσιεύτηκαν - στον ελεγχόμενο από τους Γερμανούς - Τύπο της εποχής με τον συμμαχικό βομβαρδισμό της πόλης να αποτελεί το κύριο θέμα των εφημερίδων στο οποίο αφιέρωσαν πρωτοσέλιδα άρθρα ακόμα και δέκα μέρες μετά το βομβαρδισμό. Ο λογοκριμένος Τύπος χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς για να προπαγανδίσουν τις θέσεις τους εναντίον του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, να διαστρεβλώσουν τα πραγματικά γεγονότα και να παρουσιάσουν τους συμμάχους σαν να ήταν εκείνοι ο εχθρός της χώρας υπόλογοι για τα δεινά που περνούσε ο ελληνικός λαός και όχι οι ίδιοι οι Γερμανοί κατακτητές. Οι νυκτερινές ανακοινώσεις του Ι. Ράλλη στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» δημοσιεύτηκαν με πρωτοσέλιδο άρθρο όπου χαρακτήριζε τις βομβαρδιστικές επιθέσεις των συμμάχων ως ανοσιούργημα εναντίον του άμαχου πληθυσμού 507. Στην εφημερίδα «Ακρόπολις» όπως και στο «Ελεύθερον Βήμα» το διάγγελμα του πρωθυπουργού 508 δημοσιεύτηκε σε πρωτοσέλιδο άρθρο όπου διαμαρτυρόταν για τους εκατοντάδες νεκρούς από τη συμμαχική αεροπορική επιδρομή που αποτελούσε έγκλημα κατά της ανθρωπότητας 509. Η έκταση του συμμαχικού βομβαρδισμού παρουσιάστηκε με έντονο ύφος μέσα από τον λογοκριμένο Τύπο της εποχής που με πρωτοσέλιδα άρθρα και με έντονους τίτλους μετέφεραν εικόνες ισοπέδωσης, αιματοχυσίας και ολοκληρωτικής διάλυσης ενώ ο βομβαρδισμός της πόλης του Πειραιά ταυτιζόταν με τον βομβαρδισμό που υπέστησαν και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Επίσης οι σύμμαχοι κατηγορούνταν για ένα προμελετημένο, άδικο και ανηλεή βομβαρδισμό που δεν είχε στρατιωτικούς στόχους αλλά έπληξε αποκλειστικά τον άμαχο πληθυσμό του Πειραιά,,«...Από τα διαπιστωθέντα αποτελέσματα της επιδρομής προκύπτει ότι αυτή ήτο προμελετημένη και εστρέφετε αποκλειστικώς κατά του άμαχου πληθυσμού... 510,Η εφημερίδα Ακρόπολις ανέφερε,,«...Όλαι σχεδόν αι προς τον λιμένα συνοικίαι και το κέντρον της ατυχούς πόλεως παρουσίαζαν την εικόνα της ερειπώσεως και του σπαραγμού που επηκολούθησαν μετά τους τρεις συναγερμούς που εσημάνθησαν με τους αγρίους τρομοκρατικούς βομβαρδισμούς της αγγλοαμερικανικής αεροπορίας...» 511.,Πρωτοσέλιδα και εκτενή άρθρα με έντονους τίτλους που αναφέρονταν στην καταστροφή που προκάλεσε ο συμμαχικός βομβαρδισμός φιλοξένησε η εφημερίδα «Ακρόπολις» στα φύλλα της από τις 12 Ιανουαρίου 1944 μέχρι το τέλος του μήνα, «Από την κόλαση του Πειραιώς τραγικαί λεπτομέρειαι δια τα θύματα. Ο Επίσημος κατάλογος των μέχρι της εσπέρας ταφέντων». «Στιγμιότυπα από τη συμφοράν του Πειραιώς» 512. Τα άρθρα συνοδεύονταν από φωτογραφικό υλικό του κατεστραμμένου Πειραιά.,Μία σειρά άρθρων και φωτογραφικών στιγμιότυπων που αναφέρονταν στο συμμαχικό βομβαρδισμό του Πειραιά αποτελούσαν το κύριο θέμα των φύλλων του Τύπου της εποχής περιορίζοντας τις άλλες θεματικές 513.,Όλα τα παραπάνω άρθρα εξυπηρετούσαν το σκοπό των Γερμανών κατακτητών να παρουσιάζονται οι σύμμαχοι ως δολοφόνοι του ελληνικού λαού.,,(Σημ: Αυτά περιγράφονται στην διδακτορική διατριβή της Τζαφέρα Αγγελικής, όμως:,Ο τρομακτικός βομβαρδισμός της 11ης Γενάρη 1944 άρχισε το μεσημέρι, ώρα που ο κόσμος βρισκόταν στους δρόμους.,Μόνο 8 Γερμανοί στρατιώτες νεκροί. Εμειναν άθικτες οι γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, του Ναυστάθμου, του αεροδρομίου, των ναυπηγείων του Περάματος, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των κατακτητών και ανήκε στο δοσίλογο Μ. Αβέρωφ, γαμπρό του καπνοβιομήχανου Παπαστράτου και αδελφό του πολιτικού Ευάγγ. Αβέρωφ.,Ανάμεσα στα θύματα του μεγαλύτερου έως τότε βομβαρδισμού συγκαταλέγονται και οι 65 μαθήτριες μαζί με τις δασκάλες τους, της Δημοτικής Οικοκυρικής Σχολής Πειραιά , που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής εταιρίας.,

Οι Αμερικανοί πιλότοι άδειασαν το «φορτίο» τους στα σπίτια των λαϊκών συνοικιών στα Καμίνια, στο Χατζηκυριάκειο, στου Βρυώνη, στην Κοκκινιά.
Εκεί που το ΕΑΜ είχε την μεγαλύτερη δύναμη.) 488 - Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 161 συμμαχικές επιδρομές στην ευρύτερη πόλη του Πειραιά αλλά μικρής σφοδρότητας και με μικρές απώλειες. www.onalert.gr/stories/ntokoumento-o-vomvardismos- tou-peiraia-spanio-kinimatografiko-yliko/31580, Ντοκιμαντέρ, «Ο βομβαρδισμός του Πειραιά», Γ ́ Τάξη Πληροφορικής του 2 ου Εσπερινού Λυκείου,489 - Χανδρινός Ι., (Σεπτέμβριος 2014), «Ο Μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά 11 Ιανουαρίου 1944» στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 12,490 - Σκιαδαρέση Μ., «Η Ελληνογαλλική Σχολή Jeanne d’ Arc και ο βομβαρδισμός του Πειραιά (11 Ιανουαρίου 1944)», περιοδικό Μνήμων, τεύχος 16, σελ. 157-161.,491 - Σαράντης Σ., «11 Ιανουαρίου 1944: Η ΡΑΦ κονιορτοποιεί τον Πειραιά. Ήταν ένα τραγικό λάθος ή κάτι άλλο;», άρθρο στο εβδομαδιαίο περιοδικό Επίκαιρα.,492 - Ο.,493 - Ο.π.,494- Τα B-17 ανήκαν στην 5 th Combat Wing και συμμετείχαν στην αποστολή των 97 th Bomb Group, 99 th Bomb Group και 301 st Bomb Group. Σε επίπεδο Squadron έλαβαν μέρος η 32 nd Bomb Squadron (του 301 BG), η 342 nd Bomb Squadron (του 97 BG) καθώς και οι 353 rd Bomb Squadron και η 419 th Bomb Squadron. Πειραϊκά, «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιά από τους Γερμανούς και τους Συμμάχους», εξαμηνιαίο περιοδικό για την τοπική ιστορία, τόμος Ι, Ιανουάριος 2003, σελ. 93.,495 - Φωτάκης Ζ., (09/01/2011), «Ο στρατηγικός σχεδιασμός του πολέμου στον αέρα», άρθρο στην εφημερίδα Καθημερινή,496 - Πειραϊκή Εφημερίδα, Φωνή του Πειραιώς, «Θλιβερά επέτειος. Ο βομβαρδισμός 11/01/1944», Φύλλο 11/01/1945.,497- Εκεί θάφτηκαν ζωντανές περισσότερες από 100 μαθήτριες της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που έτρεξαν να αναζητήσουν καταφύγιο στα υποστυλωμένα υπόγεια.
498 - Χανδρινός Ι., «Ο Μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά 11 Ιανουαρίου 1944»
499 - Μιχαηλίδης Σ., (1987), Το ΕΑΜ Πειραιά, ο.π., σελ. 148-149.,500 - Κωνσταντινίδης Κ., ο.π., σελ. 59-60.,501 - Πειραϊκά, (Ιανουάριος 2003), «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιά από τους Γερμανούς και τους Συμμάχους», εξαμηνιαίο περιοδικό για την τοπική ιστορία, τόμος Ι, σελ. 10-11, 23-26,
500 - Κωνσταντινίδης Κ., ο.π., σελ. 59-60.,501 - Πειραϊκά, (Ιανουάριος 2003), «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιά από τους Γερμανούς και τους Συμμάχους», εξαμηνιαίο περιοδικό για την τοπική ιστορία, τόμος Ι, σελ. 10-11, 23-26
Η επιδρομή των αμερικάνικων και βρετανικών βομβαρδιστικών στον Πειραιά στις 11 Ιανουαρίου 1944 και οι καταστροφές που προκάλεσαν, όχι μόνο σε στρατιωτικούς στόχους, αλλά και στους κατοίκους του, δεν πέρασε απαρατήρητη από την λαϊκή μούσα και ειδικότερα από τον Γενίτσαρη, που έχει γράψει αρκετά ρεμπέτικα εμπνευσμένα από τα γεγονότα της εποχής.
*ethniki-antistasi-dse.gr

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

 5 Ιανουαρίου 1944 – Η τραγωδία στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής

Στις 5 Ιανουαρίου 1944, στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής, το Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ θρήνησε 30 παλικάρια, διμοιρίας του 1ου λόχου, που έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών, μέσα στο χιόνι.
Ο Νικηφόρος, που επέστρεφε από άλλη αποστολή, περιγράφει τις στιγμές που πληροφορείται το τραγικό ανέκκλητο γεγονός.
Τότε ακούμε απ’ τα βράχια απέναντι μια κραυγή άγρια:
― Αααλτ!
Το περιμέναμε κι ωστόσο λαχταρήσαμε. Αμέσως όμως νοιώσαμε χαρούμενοι. Σταθήκαμε στον τόπο. Τότε ξαναφώναξε η φωνή.
― Ποιοι είστε;
― Εσύ ποιος είσαι; – φώναξα κι αντηχούσε η βαθειά ρεματιά.
― Ν’ απαντάς σ’ ό,τι σε ρωτάνε! – με κατσάδιασε η φωνή.
«Μπράβο λεβεντιά!» είπα μέσα μου χαρούμενος και του αποκρίθηκα:
― Εν τάξει! Εν τάξει! Ρώτα μας!
― Ποιοι είσαστε!
― Αντάρτες!
― Προχώρα στο παρασύνθημα!
― Δεν ξέρουμε παρασύνθημα, συναγωνιστή! – του είπα. ― Λείπουμε μέρες.
― Τίνος τμήματος είσαστε;
― Του 5ου Ανεξάρτητου!
― Πες μου το αρχηγείο του τάγματος!
Του το είπα και τον ρωτάω:
― Εσύ του Κρόνου είσαι;
Δεν απάντησε αμέσως.
― Σα να τον καταφέραμε – είπα στους διπλανούς μου.
― Να προχωρήσει μόνο ένας σας – φώναξε ο σκοπός – με τα χέρια απάνω και να χτυπάει και παλαμάκια!
― Το σουγιά με τη λουρίδα ψωνίσαμε με τούτον – γελάσαμε και φώναξα: ― Ρε συναγωνιστή! Θα μας βάλεις τώρα στα καλά καθούμενα να σηκώσουμε και τα χέρια ψηλά;
― Αυτό που σας λέω! – αγρίεψε ωραία πάλι ο σκοπός.
Προχώρησα χτυπώντας παλαμάκια. Πέρασα τη χαλασμένη γέφυρα και ζυγώνοντας του είπα:
― Τίνος λόχου είσαι, συναγωνιστή; Του Πετράν;
― Όχι – μου αποκρίθηκε φιλικά. ― Εσύ είσαι, καπετάνιε;
Στεκόταν από πάνω απ’ το δρόμο.
― Ποιος καπετάνιος; – τον ρώτησα. Και είπε το όνομά μου.
― Ναι – του αποκρίθηκα.
Κατέβηκε στο δρόμο.
― Από πού έρχεστε; – με ρώτησε. Η φωνή του ήταν περίεργη, μαλακή, εγκάρδια, σα να με συμπονούσε για κάτι, δεν έβαλα όμως κακό στο νου μου.
― Ξεθεωθήκαμε – του είπα. ― Κύτταξε, θα έρχονται συνέχεια κάμποση ώρα δικοί μας, άλλως τε θα φέξει και θα τους βλέπεις.
― Εν τάξει – αποκρίθηκε. Και με ρώτησε κάτι σαν τέτοιο – αν έχουμε δηλαδή τίποτα νεώτερο, αλλά με σημασία, νομίζοντας, ότι ξέρω κι εγώ. Τότε αλαφιάστηκα.
― Τι συμβαίνει – τον ρώτησα. ― Έγινε τίποτα;
― Δεν ξέρεις; – τινάχτηκε έκπληκτος.
― Όχι! – του είπα –τι να ξέρω;
Και τότε μου λέει αυτός:
― Ο Καλλίας! Σκοτώθηκε!
Και πάγωσα.
― Σκοτώθηκε ο Καλλίας; Με τα σωστά σου το λες;
― Ναι, καπετάνιε... Πάει ο Καλλίας...
Χτυπιόταν να σπάσει η καρδιά μου. Μούρθε να καθήσω κάτω.
― Ε, μωρέ Χαράλαμπε!... – σηκώθηκε μέσα μου ένας θρήνος. Και με κυρίεψε μια μανιασμένη λύσσα για όλους τους φασισμούς, για τις σφαίρες τους τις φαρμακερές, τη σκληρή την αδικία, να μπορούν οι βρωμεροί φονηάδες να σκοτώνουν τέτοια παλληκάρια, τέτοιους ζηλεμένους αητούς. Ήθελα να καθήσω και να κλάψω πολύ...
― Ο Καλλίας σκοτωμένος!... Τινάχτηκα μια στιγμή. Αδύνατο να το πιστέψω. Μου φαινόταν μου παίζουν ένα πικρό παιγνίδι. Κατόπιν ότι είναι ένα άνοστο αστείο, ότι θάταν τόσο εύκολο να ξαναπρολάβεις τα δευτερόλεπτα που κύλησαν και να δώσεις στα γεγονότα άλλη τροπή, να διορθώσεις το ανεπανόρθωτο.
Φτάνανε από κοντά κι άλλοι. Μένανε κόκκαλο κι αυτοί: «τι λες, μωρέ! Πάει ο Καλλίας; Πότε; Πού;».
Ο συναγωνιστής δεν ήξερε πιο πολλές λεπτομέρειες. Μόνο ότι σκοτώθηκε στην Κουκουβίστα.
― Είναι σίγουρο, ρε συναγωνιστή! – ρωτούσανε πολλοί σαν να τάβαζαν με το σκοπό.
Αλλοίμονο, σίγουρο ήταν!
......
Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε ένας άλλος αραχωβίτης.
― Καπετάνιε! – λέει έκπληκτος μόλις με είδε – εδώ είσαι;
― Εδώ είναι το τηλέφωνο; – τον ρώτησα κι ανεβαίναμε.
― Σε σένα λέει απαγορεύεται; – έλεγε αυτός και μιλούσε σα νάπρεπε να μου φέρνεται πολύ προσεχτικά και συμπονετικά.
Ο άλλος μπερδεύτηκε λίγο. Μπήκαμε στο δωμάτιο που ήταν το τηλέφωνο. Ε, μια ζεστή-ζεστή, λαχταριστή φωτιά που έκαιγε, ένας εύθυμος λαμπρός. Ήσαν άλλοι δυο-τρεις εκεί μέσα και πετάχτηκαν ορθοί, αμήχανοι, ευλαβικοί.
― Γεια σας, συναγωνιστές.
― Γεια σου, καπετάνιε! – αποκρίθηκαν πρόθυμοι-πρόθυμοι.
― Είναι βέβαιο, σκοτώθηκε; – είπα.
Τους είδα ξαφνιάστηκαν.
― Ποιος ο Καλλίας; – είπαν. ― Σκοτώθηκε κι ο Δήμος!
Μα τι είχαν πάθει αυτοί οι άνθρωποι; Έμεινα ξερός και τους κύτταζα. Μούρθε ένας κόμπος στο λαιμό. Κάποιος έπαιζε άσχημα μαζί μου και τον μισούσα...
......
Στους Δελφούς, κόσμος κι αυτού στον κεντρικό δρόμο. Έτρεξαν γύρω μας μόλις μας είδαν. Άλλοι γύριζαν απ’ τα πεζοδρόμια, έπαυαν παντού οι συζητήσεις. Ήρθε δίπλα μου ένας χωριανός μου, έμενε στους Δελφούς αφ’ ότου κάηκε το χωριό μας.
― Γαμώ την πίστη του! – είπε. Κι ο καϋμένος ο Παναγιώτης.
Τινάχτηκα πάλι – αυτό ήταν απίστευτο!
― Ποιος Παναγιώτης! – έκαμα.
― Ο Τζιβάρας! – παραξενεύτηκε ο χωριανός μου.
Πετάχτηκαν σύξυλοι και οι δυο σύντροφοί μου, ο Βλάχος κι ο Καναβίδης.
― Πάει κι ο Τζιβάρας! – κάμαμε όλοι μ’ ένα στόμα.
Γέμισαν τα μάτια του χωριανού μας δάκρυα.
― Προχώρα! Προχώρα! – είπαμε στο σωφέρ και φεύγαμε. Ο κόσμος δυο σειρές από δω κι από κει σιωπηλός. Τρεις άνθρωποι μέσα στο αυτοκίνητο, είχαμε χάσει το λογικό μας.
― Πως, μωρέ! ― Πώς σκοτώθηκαν κι οι τρεις;
Ο σωφέρ έλεγε για κάποια ενέδρα.
― Και διάλεξαν το αρχηγείο του λόχου, μωρέ οι φαρμακωμένες... (Δεν ξέραμε ολόκληρη την αλήθεια ακόμα).
Ο Καναβίδης δε μπορούσε να ξεχάσει το παράξενο φέρσιμο του Τζιβάρα στου Ζήση το Χάνι.
― Βρε συ! Βρε συ! – έκανε μονολογώντας – σα να τόξερε! ― Βρε τον Παναγιώτη!
Μπαίνοντας στο χωριό ταράχτηκα, ότι θακούγαμε και κάτι άλλο ακόμα αυτού, τέτοιο κακό πούχαμε πάθει. Ευτυχώς όχι. Μόνο έτρεξε κι εδώ και μας περιτριγύρισε βουβός ο κόσμος και προχωρήσαμε.
Στην Άμφισσα, κρύα κι έρημη η πόλη. Μόλις κατεβαίναμε απ’ το αυτοκίνητο στην απάνω πλατεία, να μπροστά μας, στην αποθήκη της επιμελητείας ο Διαμαντής. Χάρηκα που τον έβλεπα γερόν, ήταν μια εγγύηση πάντα η παρουσία του. Αντικρυστήκαμε, κυτταζόμασταν ίσια στα μάτια, εγώ διατηρώντας μια απεγνωσμένη ελπίδα, ότι ίσως δε θάταν όλα σωστά τα μισητά νέα. Σφίξαμε τα χέρια αμίλητοι.
― Πάνε κι οι τρεις; – τον ρώτησα αχνά.
Άστραψε το πράο μάτι του.
― Ποιοι τρεις! – μου λέει. ― Έχουμε τριάντα νεκρούς και δυο αγνοούμενους.
― ...Τριάντα νεκρούς!... Τριάντα!...
Αρχίσαμε να κλαίμε κι οι δυο και δαγκωνόμασταν να κρατηθούμε. Γύρω μας οι αντάρτες έκλαιγαν, δαγκώνονταν κι αυτοί, χλωμοί, εξαϋλωμένοι. Μας πήραν είδηση κι απ’ τα καφενεία γύρω στην πλατεία κι έβγαιναν ο κόσμος ακίνητοι στα πεζοδρόμια, έγινε ένα στεφάνι ανθρώπινο ολόγυρα, σάμπως ένα αόρατο κι αθόρυβο χέρι να διαρρύθμιζε αβρά το σκηνικό του σπαραγμού που ταίριαζε στην ώρα.
Μπήκαμε στην επιμελητεία, εκμηδενισμένοι κι εμείς οι τρεις, που πρωτομαθαίναμε τώρα τα νέα κι όλοι οι άλλοι. Καθήσαμε πρόχειρα κάπου, όπου βρέθηκε. Μύριζε τσουβαλίλα και λάδι κι εληές, σπαραγμός και οι μυρουδιές αυτές, σαν ορφανεμένη πλέον φροντίδα – δεν τους χρειάζονταν πια ούτε τα φτωχά μας τσουβάλια , ούτε οι εληές μας, ούτε το λάδι μας, τίποτα δε χρειαζόταν πλέον στα τριάντα παλληκάρια μας.
Από την ανοιχτή πόρτα, φτάνανε κι έμπαιναν χλωμοί κι άλλοι συναγωνιστές, αντάρτες και ντόπιοι. Γινόμασταν μια σιωπηλή σύναξη στο μισοσκόταδο, κατάμαυρος κι όξω ο ουρανός.
― ...Στην Αγία Τριάδα – άκουγα που έλεγε κάποιος – η φωνή του σαν από άλλον κόσμο... Εκεί που είναι το εικονισματάκι... λίγα μέτρα πριν, στη μικρή λάκκα... Εκεί-εκεί... Ήσαν κρυμμένοι με άσπρες κουκούλες... Άφησαν τους ανιχνευτές και πέρασαν... μόλις μπήκε στον κλοιό η πρώτη διμοιρία τη θέρισαν... Μόνο ο Γκούρας, η Γιωργία κι ο Τρικούπης γλύτωσαν...
― Κι ο Παπάς, σοβαρά τραυματίας (Κώστας Μπάκας) – είπε άλλος.
― Σ’ ένα λεπτό, στρώμα, όλα τα παιδιά...
― Και ποιοι σκοτώθηκαν; – ρώτησα.
Άρχισαν ανάκατα να λένε ονόματα όλοι... Έβγαλε ο Διαμαντής ένα χαρτί, έπαψαν όλοι κι άρχισε ο Διαμαντής αργά να διαβάζει.
1) Μώκος Χαράλαμπος (Καλλίας) – υπολοχαγός διοικητής του λόχου – από το Μαυρολιθάρι.
2) Μαλούκος Γιάννης (Δήμος) – πολιτικός καθοδηγητής του λόχου – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
3) Τζιβάρας Παναγιώτης – καπετάνιος του λόχου – από την Σουβάλα.
4) Κόλλιας Νικόλαος – υπεύθυνος του ΕΑΜ Καλοσκοπής – από την Καλοσκοπή.
5) Ζούγρος Παναγ. – υπεύθυνος εφ. ΕΛΑΣ Καλοσκοπής – από την Καλοσκοπή.
6) Κατρανίδης Βασίλης – διμοιρίτης – από την Αθήνα.
7) Μητράνης Ροβέρτος (Ιπποκράτης) – γιατρός του λόχου (ισραηλίτης) – από τις Σέρρες.
8 Αναστασόπουλος Κώστας – από το Κλήμα Δωρίδος.
9) Τσάμης Χρήστος – από το Κλήμα Δωρίδος.
10) Παπαγεωργίου Ηλίας – από την Ιτέα.
11) Μιχαλόπουλος Μιχ. (Καλλίμαχος) – από την Κέρκυρα.
12) Ζυμαγκόρης Αλεξέι – από την Σοβ. Ένωση.
13) Βυθούλκας Ντάνος – από την Αθήνα.
14) Μιχαήλοβιτς Ιβάν – από την Σοβ. Ένωση.
15) Παπαδόπουλος Νίκος – από το Αγρίνι.
16) Κατσίκας Παναγ. – από το Άνω Παλαιοξάρι.
17) Γιαγκής Χαράλαμπος – από τα Πέντε Όρια.
18) Παπαστάμος Ηλίας (Μπουκουβάλας) – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
19) Καραμουσαντάς Κίμων (Κακαλίδης) – από τη Λειβαδιά.
20) Τσαμούρης Βαγγέλης – από την Εύβοια.
21) Καρβούνης Γιάννης (Διστομίτης) – από το Δίστομο.
22) Νησιώτης Μιχάλης – από την Αθήνα.
23) Σταματόπουλος Δημήτριος – από την Αθήνα.
24) Οικονομάκος Αλέκος – από το Γύθειο.
25) Βενιαμίν (Ισραηλίτης).
26) Δαυίδ (Ισραηλίτης).
27) Κάβουρας Αναστάσιος – από την Άμφισσα.
28) Κατσαντώνης Σπύρος – από την Κόνιτσα.
29) Μαστακάκης Δημ. – από την Καβάλα.
30) Σταυρόπουλος Θανάσης – από το Παύλο Βοιωτίας.
31) Κασούτας – Παιδάκος – από τη Σεγδίτσα.
( Όλη η Ελλάδα στο προσκλητήριο!).
― Οι δυο τελευταίοι, είχαν σκοτωθεί μια μέρα πριν, είναι του Λοκρού – είπε κάποιος.
Ακούγαμε αχνά αυτόν τον ατέλειωτο κατάλογο... Κλαίγαμε συγκρατημένα... Ύστερα αρχίσαμε να ρωτάμε τόνα και τ’ άλλο, λεπτομέρειες... Νοιώθαμε όλοι την ανάγκη να βρει ο ένας κουράγιο στον άλλον, δύναμη στον κοινό πόνο.
― Καλά πώς έγινε; Δεν ξέρανε ότι ήσαν γερμανοί εκεί; – αρνιόμουν να πιστέψω ακόμα το κακό που μας βρήκε.
― Οι γερμανοί είχαν συμπτυχθεί απ’ το περασμένο βράδυ, εκκενώσανε την Κουκουβίστα και φύγανε. Καμμιά εξηνταριά τους όμως λοξοδρόμησαν νυχτώνοντας κι έπιασαν την Αγία Τριάδα. Είχαν και Έλληνες μαζί τους... Κι ο λόχος βιαζόταν. Κάπως έπεσε μια διάδοση ότι εσείς (η διμοιρία πούχαμε πάει στο Δαδί) είχατε έρθει στα χέρια με τους γερμανούς πάνω απ’ τα Καστέλλια και κινδυνεύατε. Κατέβαιναν λοιπόν τρέχοντας να προφτάσουν να σας βοηθήσουν...
― Έφταιξε – είπε άλλος – που το χιόνι δεν άφησε να ξέρουν καθαρά τις κινήσεις των γερμανών. Όλοι νόμιζαν, ότι οι γερμανοί έφυγαν τελείως. Μπροστά στις Βρίζες βρήκαν και τον Κόλλια και το Ζούγρο (υπεύθυνοι της Κουκουβίστας) μπήκαν χαρούμενοι κι αυτοί στη φάλαγγα και πάνε.
Θυμήθηκα τις μέρες που έμενα στο σπίτι του Κόλλια, το περασμένο καλοκαίρι στην Κουκουβίστα. Ήταν εύθυμος, ζωντανός τύπος. Γύριζε απ’ τις δουλειές του, τα παράταγε να ξεφορτώσουν και να περιποιηθούν τα ζώα του οι άλλοι στο σπίτι, η γυναίκα του, τα παιδιά του, κι αυτός έτρεχε σβέλτος να δει τις δουλειές της οργάνωσης που τον περίμεναν. Το Ζούγρο δεν τον θυμόμουν καλά, είχα μόνο μια εντύπωση απ’ τον αγωνιστή αυτόν, ότι ήταν ένας λιγόλογος, θετικός άνθρωπος, αθόρυβος κι αποτελεσματικός.
― Καλά – ρώτησα ύστερα από ώρα – δεν πρόσεχαν τον τόπο, δεν μπορεί να μην είχαν αλωνίσει οι γερμανοί το χιόνι πριν πιάσουν θέσεις.
― Το είχαν αλωνίσει, αλλά έρριξε καινούριο τη νύχτα και τα σκέπασε όλα το αντίχριστο... Άσ’ τα! Ήρθαν όλα για να χαθούν τα παιδιά...
― Οι αγνοούμενοι;
― Ο Όλυμπος (Καλλιμάνης, απ’ τη Σουβάλα) και ο... (δεν τον θυμάμαι τον άλλον) – ήρθε μια πληροφορία, ότι τους είχαν μαζί τους στη Λαμία. Α, βγήκαν (οι γερμανοί) με μεγάφωνα στη Λαμία, γύριζαν στους δρόμους, και θριαμβολογούσαν, ότι τους αποδεκάτισαν τους αντάρτες και σκοτώθηκαν και οι αρχιεγκληματίες Καλλίας και Δήμος.
Έγινε σιωπή. Σκεφτόμουν με μίσος αυτό το αυτοκίνητο, που γύριζε θριαμβολογώντας, και τους δυο αγνοούμενους, πώς θα αισθάνονταν αιχμάλωτοι, τι τύχη τους περίμενε.
Είχε γεμίσει σιγά-σιγά η αποθήκη αντάρτες. Μπαίναν και στέκαν αμίλητοι. Μόλις αχνά ξεχώριζες τα πρόσωπά τους γιατί όσο πήγαινε και σκοτείνιαζε ο καιρός ας ήταν μεσημέρι ακόμα.
Ήταν αχώνευτο τέτοιο κακό.
― Καμμιά! Καμμιά βοήθεια από πουθενά δε στάθηκε δυνατό να τους δώσουν; Οι άλλες διμοιρίες τι έκαναν; – ρωτούσα σα να έμενε μια απεγνωσμένη ελπίδα να τους γλυτώσουμε με μια τελευταία προσπάθεια.
― Ου, ώσπου να συνέλθει ο υπόλοιπος λόχος και να αναπτυχθεί, το κακό είχε γίνει. Πέρασαν ύστερα στην αντεπίθεση, αλλά τι το θες... Έφτασαν από πίσω κι ο Λοκρός κι ο Καραλίβανος, όλα όμως είχαν τελειώσει.
Έγινε σιωπή. Μείναμε αμίλητοι. Τι άλλο να λέγαμε;
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απόξω απότομος θόρυβος, κόσμος που έτρεχε μουγγά, ένα πνιχτό λαχτάρισμα. Τσιτωθήκαμε έκπληκτοι κι εμείς. Ορμάει τότε κάποιος στην πόρτα:
― Ο λόχος! Έρχεται ο λόχος! – μπήγει μια τρεμισμένη φωνή, σα ραγισμένη.
Τιναχτήκαμε όλοι ορθοί κι ορμούσαμε έξω. Κόσμος έτρεχε βουβός από παντού. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Περάσαμε πέρα απ’ την πλατεία. Νάτοι ξάφνου, φάνηκαν! Έρχονταν συνταγμένοι κατά τριάδες (από το δρόμο του Λιδωρικιού), φάνηκαν ανάμεσα στα ωχρά σπίτια, λίγο έκπληκτοι, χλωμές και τραβηγμένες οι φυσιογνωμίες τους, τεντωμένοι όμως σεμνά και το μάτι τους να λάμπει σκληρό, σα να σήκωναν να κρατάνε ψηλά τους συντρόφους τους. Ο κόσμος έτρεχε από παντού, απ’ όλα τα παραδρόμια. Δεν άκουγες φωνές. Μόνο ένα ποδοβολητό, ένα πνιχτό λαχάνιασμα. Μόλις βλέπανε το τμήμα στέκαν απότομα, αναμέραγαν με σεβασμό!
Ακούμε μια γυναίκα, ένα λυγμό, κι είπε:
―Αχ, λεβέντες μου! λεβέντες μου!
Τότε αποπειράθηκε ένας άλλος:
― Ζήτω!... ζήτω!
Έσπασε όμως η φωνή του κι αυτουνού. Και το πλήθος πλέον δε βάσταγε άλλο. Κλαίγοντας έβγαζαν τα καπέλλα τους οι άντρες. Οι γυναίκες φίμωναν σπασμωδικά τα στόματά τους, κατάχλωμες. Αλαφιάστηκε ο δεκατισμένος λόχος. Τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο κι έφταναν. Μπροστά βάδιζαν ο Γκούρας, ο Τρικούπης και είχανε στη μέση τη Γεωργία, οι γλυτωμένοι. Πίσω τους οι δέκα-δώδεκα της διμοιρίας, όσοι είχαν περισσέψει και δεν τους πήρε μέσα ο θανατερός κλοιός. Κατόπιν ακολουθούσαν οι δυο άλλες διμοιρίες του λόχου. Σακατεμένος! Σακατεμένος ο ζηλεμένος μας λόχος! Μπροστά μας περνούσε ένα ακρωτηριασμένο κορμί χτεσινού λεβέντη.
Ο κόσμος πύκνωνε συνέχεια λαχανιασμένος. Φτάνανε καινούριοι από παντού. Βουβά όμως όλοι, βουβά κι ευλαβικά. Ακουγόταν κοφτά «κραπ-κρουπ! κραπ-κρουπ!» ο βηματισμός του λόχου στο σκληρό δρόμο. Ξαναδοκίμασαν μερικοί να φωνάξουν ζήτω, αλλά δεν είχαν φωνή. Κόντευε να σκάσει ο κόσμος. Και τότε, σήκωσε ένας τα χέρια του ψηλά κι άρχισε να χειροκροτεί, δυνατά, απεγνωσμένα. Έγινε τότε σα νάχε αρχίσει απότομα χοντρό χαλάζι πάνω στις στέγες της πόλης. Ξέσπασε και το πλήθος, άναρθρο γοερό ξέσπασμα. Οι αντάρτες, τους τίναξε ένα αλλοιώτικο ξάφνιασμα πάλι. Μια στιγμή κινδύνεψαν να τους λυγίσει η ταραχή τους, άστραψαν όμως αμέσως τα πρόσωπά τους, τινάχτηκε ο Γκούρας, τόπιασε απ’ τη μέση το ωραίο τραγούδι μας:
«...όποιος θέλει στο πλευρό μας
να αγωνιστεί παιδιά
ας πυκνώσει το στρατό μας
με ατρόμητη καρδιά
ας πυκνώσει το στρατό μας
με ατρόμητη καρδιά!...».
Τάρπαξε μαζί του κι όλος ο λόχος, το πήρε κι ο λαός. Φτάσαμε κι εμείς, βγήκαμε μπροστά στο ένδοξο τμήμα, χειροκροτώντας κι εμείς με όλο το πλήθος, γέμισαν τα μάτια μας δάκρυα, παραμεράγαμε κατόπιν να κάμουμε τόπο για να περάσει η τιμημένη φάλαγγα. Πίσω μας, τότε, απ’ την πλατεία, ακούστηκε άλλη ραγισμένη κραυγή:
― Ψυχή βαθειάαα! Ψυχή βαθειά, λεβέντες μου! Ψηλά τα κεφάλια, ήρωες!
(Ο Παπαζήσης, ζαλισμένος απ’ την ταραχή του κι απ’ το χτύπημα που μας είχε βρει).
Στην πλατεία άλλο πλήθος, αραδιάζονταν συγκινημένοι, άρχισαν να χειροκροτούν κι αυτοί. Στη μέση στην πλατεία στάθηκε ο λόχος. Πλησιάσαμε εμείς, το αρχηγείο του τάγματος, φιλήσαμε τους τρεις πούχαν γλυτώσει, της χαμένης διμοιρίας. Κάποιος απ’ το πλήθος έσκουξε:
― Κουράγιο, παλληκάριααα!
Κι ένας άλλος κακιώθηκε αμέσως δυνατά:
― Δε χρειάζονται κουράγιο!
Ένας συναγωνιστής, της οργάνωσης, βγήκε μπροστά, χλωμός, ταραγμένος, τυλιγμένος στο παλτό του, ξεσκούφωτος και είπε λίγα λόγια. Ζήτησε απ’ όλους να γίνει ενός λεπτού σιγή. Βουβάθηκε με μιας η πόλη σα να της πήρες την ανάσα. Έμεινε ακίνητο κι αχνό όλο εκείνο το πλήθος. Έπεφταν νωθρές οι αραιές νιφάδες το χιόνι. Άρχισε τότε κάπου μια φωνή:
― Επέ-εεε-σααα-τε θύ-υυμα-αατα αδέ-εερφιααα εσείς... σε άαα-νισο μά-αααχη κι αγώωωνααα.
Ταλαντεύτηκε στην αρχή μια στιγμή, ύστερα δυνάμωσε σταθερά σ’ ολόκληρη την πλατεία... γέμισε η ψυχή μας από το πένθος μας... ήρθαν και κατέβηκαν ανάμεσά μας οι αγαπημένοι μας νεκροί, αιμόφυρτοι, φευγάτοι για πάντα.
Πήγαν κατόπιν οι άντρες στα καταλύματά τους, τους περιτριγύρισε ο κόσμος μόλις έλυσαν τους ζυγούς, τους πήραν, να τους περιποιηθούν, να τους τιμήσουν. Εμείς κρατήσαμε τους τρεις γλυτωμένους, πήγαμε και καθήσαμε, και ώρα πολλή μείναμε ν’ ακούμε το δράμα που μας είχε βρει...
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Γ΄