Κυριακή 28 Απριλίου 2019

    Το Δ.Σ του Σωματείου "Μουσείο - Ιστορικό Αρχείο Ρούμελης 1940-1950"                          σας εύχεται Καλή Ανάσταση με υγεία, ειρήνη και αλληλεγγύη


Σάββατο 27 Απριλίου 2019

27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί στην Αθήνα - Η παράδοση της πόλης σε καφενείο


Κυριακή, 27 Απριλίου 1941. Οι γερμανικές δυνάμεις μπαίνουν στην Αθήνα και σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους περίμεναν τους εισβο­λείς οι τέσσερις άνδρες που ανέλαβαν το θλιβερό καθήκον της παράδοσης της πόλεως των Αθηνών.

Ήταν ο φρούραρχος Αθηνών υπο­στράτηγος Χρ. Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κ. Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιώς Αμ­βρόσιος Πλυτάς και Μιχ. Μανούσκος.
Το καφενείο στους Αμπελόκηπους ονομαζόταν «Λουξ» – άλλοι έγραψαν «Παρθενών» –, ανήκε στον κτηματία Ανδρέα Γλεντζάκη και βρισκόταν στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάν­δρας και Κηφισίας, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι δήλωσαν πως η Αθήνα ήταν μια ανοχύρωτη πό­λη που δεν είχε την πρόθεση να προ­βάλει αντίσταση. Ο Γερμανός αντι­συνταγματάρχης Φον Σέιμπεν όρισε ουσιαστικά πολιτικούς διοικητές των Αθηνών και του Πειραιά τους δύο δη­μάρχους, ενώ κατέστησε αιχμάλω­το πολέμου και υπεύθυνο για τυχόν εχθρικές πράξεις τον υποστράτηγο Καβράκο.
Στην επιτροπή προβλεπόταν ως πρόεδρος ο αρχιεπίσκοπος Χρύσαν­θος (πρώην μητροπολίτης Τραπεζού­ντας [1913-1938] σε δύσκολη στιγμή του Ελληνισμού), ο οποίος αρνήθηκε όμως να παραστεί μη αντέχοντας να συναντήσει τους εισβολείς, κάτι βέ­βαια που δεν πέρασε απαρατήρητο.

«Στο καφενείο μας παραδόθηκε η Αθήνα»
Τίποτε σήμερα δεν είναι ίδιο στο σημείο όπου υπεγράφη η παράδοση της πόλης στους Γερμανούς. Ωστόσο δύο δεκάχρονοι τότε «μάρτυρες» της ιστορικής στιγμής θυμούνται ακόμη πολλά...
Η σκόνη που απλωνόταν εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Απρίλη επάνω από τη λεωφόρο Κηφισιάς δεν οφειλόταν στον άνεμο ούτε προμήνυε κάτι καλό. Στα αφτιά δύο μικρών παιδιών, που στέκονταν αντικριστά, στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισιάς και Αλεξάνδρας, έφτανε ο θόρυβος από τις ερπύστριες και τις μηχανές αρμάτων μάχης και μοτοσικλετών. Μέσα από τη σκόνη, και μπροστά από την Αγία Τριάδα, ξεπρόβαλαν οι πρώτες φιγούρες: στρατιώτες και αξιωματικοί πάνω σε μοτοσικλέτες και τεθωρακισμένα οχήματα. Την ίδια ώρα, στο καφενείο απέναντι από την έπαυλη Θων, κατέφτανε η αντιπροσωπεία των αξιωματούχων της πρωτεύουσας. Σε λιγότερο από δύο ώρες η Αθήνα κηρυσσόταν «ανοχύρωτη πόλη» και παραδιδόταν στους γερμανούς κατακτητές.
Εχουν περάσει 69 χρόνια από την 27η Απριλίου του 1941, όταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι του μεταξικού καθεστώτος, ο φρούραρχος και στρατιωτικός διοικητής της πόλης υποστράτηγοςΧρήστος Καβράκος και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, συνάντησαν σε εκείνο το καφενείο με την επωνυμία «Παρθενών» τους αξιωματικούς των χιτλερικών ορδών και τους παρέδωσαν τα «κλειδιά» της Αθήνας. Για τον κ. Μάρκο Γλεντζάκη και τον κ. Νίκο Παραδείση όμως, τα δύο μικρά παιδιά εκείνου του «φυλλοβόλου Απρίλη», το πέρασμα κοντά επτά δεκαετιών δεν έχει σβήσει τις θύμησες, τις εικόνες, τη στενοχώρια, την έκπληξη αλλά και την οργή των στιγμών. Ειδικά για τον πρώτο, που ήταν τότε 10 ετών και γιος του ιδιοκτήτη του «Παρθενώνα» Ανδρέα Γλεντζάκη, ενός αψίκορου Κρητικού από την Ασή Γωνιά Χανίων, βετεράνου του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών και των χαρακωμάτων του Βερντέν, στον «Μεγάλο Πόλεμο».
Σπίτια και καταστήματα κλειστά
«Από τα χαράματαο πατέρας μου τριγύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί μέσα στο σπίτι, ως τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Την προηγούμενη ημέραείχε εκδοθεί διαταγή από το Φρουραρχείο να μείνουν καταστήματα και σπίτια κλειστά. Σήκωσε το ακουστικό, του είπαν να κατέβει στο καφενείο, να το ανοίξει, ήταν προσωπική διαταγή του Καβράκου, θα συνέβαινε κάτι σημαντικό» διηγείται ο κ. Γλεντζάκης ενθυμούμενος εκείνη την ημέρα.
Ο Ανδρέας Γλεντζάκης κατέβηκε. Τον είχαν όμως ζώσει τα φίδια. «Ούτε πρόσεξε που τον ακολούθησα ούτε τον ένοιαξε. Ανοιξε το καφενείο, έβαλε φωτιά για τη χόβολη, τακτοποίησε τα μαρμάρινα τραπεζάκια. Περίμενε». Οπως περίμενε, με κρατημένη την ανάσα της, όλη η Αθήνα. Στις 8 το πρωί οι πρώτοι μοτοσικλετιστές με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό της Βέρμαχτ Φριτς Ντίρφλιγκ σταματούσαν μπροστά από το καφενείο. Οι Καβράκος και Πλυτάς συνοδευόμενοι από τον δήμαρχο Πειραιά Μιχάλη Μανούσκο, τον νομάρχη ΑττικοβοιωτίαςΚωνσταντίνο Πετζόπουλο και τον γερμανομαθή συνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλο, που ανέλαβε χρέη μεταφραστή, τον υποδέχθηκαν και του υπέβαλαν το αίτημα παράδοσης. Ο Ντίρφλιγκ δήλωσε αναρμοδιότητα και έστειλε αγγελιαφόρο να ειδοποιήσει τον διοικητή του, συνταγματάρχη Χέρμαν φον Σέφεν, που βρισκόταν ακόμη στο Μπογιάτι, τον σημερινό Αγιο Στέφανο.
Με το βλέμμα ενός παιδιού
Την ώρα που η μακρά φάλαγγα οχημάτων, υποζυγίων και ανθρώπων έφθανε σε μπουλούκια στους Αμπελοκήπους, ο οκτάχρονος τότε Νίκος Παραδείσης το είχε σκάσει από το σπίτι του και παρατηρούσε, με δέος, φόβο και έκπληξη, από το πεζοδρόμιο της Θων, τους εκπροσώπους της ναζιστικής τάξης πραγμάτων. «Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά, οι πόρτες κλειστές, τα παντζούρια μανταλωμένα. Ελάχιστοι ήμασταν στους δρόμους. Οι στολές των Γερμανών είχαν γίνει άσπρες από τη σκόνη, κατέβαιναν από τις μοτοσικλέτες και τα φορτηγά, τινάζονταν, χτυπούσαν τις μπότες τους στο κράσπεδο. Οι οδηγοί έβγαζαν τα αεροπορικά γυαλιά. Μόνο τα ζυγωματικά τους ήταν στο χρώμα του δέρματος. Κατέβαιναν από τα πλαϊνά κουβούκλια των μηχανών, έστριβαν τσιγάρα, λεηλατούσαν τις νεραντζιές και έτρωγαν τους στυφούς καρπούς». Στο βλέμμα του κ. Γλεντζάκη αστράφτει ακόμη η σπίθα της έκπληξης. «Περιεργαζόμουν τα τεθωρακισμένα οχήματα, τριγυρνούσα ανάμεσα στους στρατιώτες, 10 χρονών παιδί, με αγνοούσαν. Κάποιοι ήταν πολύ αδύνατοι, άλλοι φαίνονταν καταπονημένοι. Αναρωτιόμουν αν αυτά ήταν τα θηρία του πολέμου, αυτοί οι άνθρωποι που πνίγονταν από τη σκόνη και έτρωγαν λαίμαργα φρούτα και κουταλιές ζάχαρης». Οι Γερμανοί αρνήθηκαν τους καφέδες που παρήγγειλε ο Καβράκος και ετοίμασε ο πατέρας Γλεντζάκης. Ο υποστράτηγος κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, γεγονός που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των γερμανικών αρχείων. Οταν έφθασε ο Φον Σέφεν, η διαδικασία επιταχύνθηκε. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπεγράφη πάνω σε ένα από τα μαρμάρινα τραπεζάκια του καφενείου, δίπλα στο μεγάλο μπιλιάρδο. Η αντιπροσωπεία των ελλήνων αξιωματούχων, συνοδευόμενη από γερμανούς μοτοσικλετιστές και τον Φον Σέφεν, επιβιβάστηκε στα τεθωρακισμένα οχήματά της και πήρε τον δρόμο για το Σύνταγμα. Μέσα στην επόμενη ώρα οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν τα κύρια δημόσια κτίρια, θα εγκαθιστούσαν, προσωρινά, την Ανώτατη Διοίκηση στη «Μεγάλη Βρεταννία» και θα ύψωναν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Η Αθήνα ήταν κατεχόμενη, αλλά όχι υπόδουλη.
Το κτίριο και οι μνήμες της Κατοχής
Το κτίριο στο οποίο, στο ισόγειο, στεγαζόταν ο «Παρθενών» και αποτελούσε παράλληλα και κατοικία της οικογένειας Γλεντζάκη υπάρχει ακόμη στον αριθμό «6» της λεωφόρου Κηφισιάς. Σήμερα στον ίδιο χώρο στεγάζεται ένα υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας γρήγορων γευμάτων. Δεν είναι όμως το μοναδικό σημείο των Αμπελοκήπων φορτισμένο από την ιστορία της Κατοχής.
Οπως μνημονεύει ο κ. Παραδείσης, «οι Φυλακές Αβέρωφ ήταν τα δεσμωτήρια των αντιστασιακών, στα Κουντουριώτικα στήνονταν τα συσσίτια, με χυλό και πλιγούρι, στην Ακαρνανίας, μπροστά από το δημοτικό σχολείο “Καρανίκα”, είχαν σκοτωθεί από έκρηξη εγκαταλειμμένης χειροβομβίδας δύο συνομήλικοί μας και δύο άλλοι είχαν χάσει την όρασή τους».
Ανάμεσα σε αυτά, το κάρο του δήμου «κατηφόριζε την Κηφισιάς και την Αλεξάνδρας καιμάζευε τους σκελετωμένους, αποστεωμένους νεκρούς από τα πεζοδρόμιατον χειμώνα τηςπείνας». Υπήρχαν και οι στιγμές ανάτασης, ελπίδας και αντίστασης. «Τα χωνιά, τα συνθήματα στους τοίχους, οι προκηρύξεις, οι κρυφές μαζώξεις να ακούσουν οι μεγάλοι τα νέα από το ραδιόφωνο, από το Λονδίνο ή τη Μόσχα, ή η διάδοση από στόμα σε στόμα ότι κατέβηκε η σβάστικα από την Ακρόπολη, όταν την κουρέλιασαν ο Γλέζος και ο Σάντας».
(ΤΟ ΒΗΜΑ)

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ«Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1940 ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»




Πραγματοποιήθηκε μια ακόμη δράση του Σωματειου " Μ.Ι.Α.Ρ1940.1950" , αυτή τη φορά ήταν εκπαιδευτικό σεμινάριο με θέμα «Η διδασκαλία της δεκαετίας του 1940 στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση» 



Η δράση αυτή αποτελεί μια μικρή συμβολή σε μια εναλλακτική προσέγγιση της κρίσιμης αυτής περιόδου της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Εστίασε σε πτυχές οι οποίες έχουν φωτιστεί λιγότερο στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και σε συνδυασμό με την επίσκεψη στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, τον ιστορικό περίπατο για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση καθώς και τη συμμετοχή σε μια σειρά σχετικών εκδηλώσεων / δράσεων συμβάλλει στον εμπλουτισμό των οπτικών.









Στόχος του σεμιναρίου ήταν η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ώστε με την επεξεργασία των διδακτικών προτάσεων (είτε με τη μορφή μικρών θεματικών εργαστηρίων, είτε με τη μορφή ομαδοσυνεργατικών δράσεων και ερευνητικών εργασιών) να ωθήσουν τους μαθητές τους:
• Να εντάξουν τις επιμέρους διαστάσεις της ελληνικής στη γενική εικόνα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας,
• Να γνωρίσουν άγνωστες πτυχές του πολέμου του ‘40, της κατοχής και της αντίστασης του ελληνικού λαού στο Ναζισμό,
• Να προβληματιστούν πάνω στην πραγματικότητα και τη βία του πολέμου και τις επιπτώσεις του στους ανθρώπους και τις κοινωνίες, ώστε να κατανοήσουν την σύγχρονη πραγματικότητα και την επιμονή της μνήμης,
• Να γνωρίσουν και να κατανοήσουν το περιεχόμενο, τις μορφές, τη σημασία και τις διαστάσεις της Εθνικής Αντίστασης στον κατακτητή,
• Να αποκτήσουν ιστορική συνείδηση και να αναπτύξουν δεξιότητες ενσυναίσθησης,
• Να ενθαρρυνθούν, ώστε να υιοθετούν συμπεριφορές που προάγουν τις δημοκρατικές αξίες και την ειρηνική συνεννόηση μεταξύ των λαών και να διαμορφώσουν στάσεις συμβατές με ανθρωπιστικές αξίες,
• Να αποκτήσουν συνείδηση της κοινωνικής και πολιτικής τους ευθύνης για τη διατήρηση και υποστήριξη της ειρήνης.
Παρόντες ήταν στελέχη του ΠΕΚΕΣ Στερεάς ,και οι Διευθυντές Πρωτοβάθμιας κ Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Φθιώτιδας που ήταν και συνδιοργανωτές.
Ευχαριστούμε την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας - Οργανισμός Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ο.Π.Α.ΣΤ.Ε, Π.Ε Φθιώτιδας και τον Όμιλο για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα που με την παρουσια των μελων του
• Βασιλική Σακκά, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου - 3ο ΠΕΚΕΣ Αττικής, Ε.Α.Π. – Δημόσια Ιστορία και Εκπαίδευση
• Ζέτα Παπανδρέου, Διδάκτωρ Διδακτικής της Ιστορίας, Πανεπιστημιακή υπότροφος ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Αιγαίου
• Παναγιώτης Πυρπυρής, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Κλ.ΠΕ02 - 3ο ΠΕΚΕΣ Αττικής
• Ιωάννα Δεκατρή, Υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων Γ΄ΔΔΕ Αθήνας – Εκπ/κός Κλ.ΠΕ02
πραγματοποιήθηκε το σεμινάριο.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Σαν σήμερα βράδυ 20ης προς 21η Απριλίου 1941συμπληρώνονται 78 χρόνια από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λαμία.

*του Ιστορικού μας Παναγιώτη Σωτηρίου

 Η 5η Μεραρχία Τεθωρακισμένων εισέρχεται ανήμερα το Πάσχα, βραδινές ώρες, στην κατεστραμμένη Λαμία. Η πόλη είχε βομβαρδιστεί στις 18 Απριλίου με αποτέλεσμα εκτεταμένες καταστροφές και 11 νεκρούς. Η εικόνα της ήταν πραγματικά αποκαρδιωτική. Τις προηγούμενες ημέρες μετά την κατάρρευση των βρετανικών αμυντικών γραμμών σε Βόλο και Δομοκό το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα (Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί) είχε υποχωρήσει και συμπτυχθεί στην περιοχή των Θερμοπυλών και του περάσματος του Μπράλου με σκοπό την καθυστέρηση των γερμανικών δυνάμεων που κατευθύνονταν στην Αθήνα. Ο βομβαρδισμός της πόλης πιθανότατα οφείλεται στο πέρασμα αυτών των συμμαχικών δυνάμεων που πήγαιναν στις Θερμοπύλες, αλλά και την εγκατάσταση κάποιων σε αυτή. Οι υποχωρούντες Βρετανοί είχαν κάνει μεγάλες καταστροφές σε όλο το μήκος του οδικού δικτύου Δομοκού - Λαμίας και Βόλου - Στυλίδας.


 Είχαν ανατινάξει μία γέφυρα στην Πελασγία και είχαν βυθίσει κάθε πλωτό μέσο σε όλο το μήκος της ακτής από Βόλο μέχρι το λιμάνι της Στυλίδας. Σε όλον τον δρόμο της υποχώρησης η γερμανική αεροπορία δεν σταμάτησε να τους χτυπά. Ως περιοχή των Θερμοπυλών ορίζεται η περιοχή από Ασωπό μέχρι Μώλο. Σε όλη αυτή την περιοχή είχαν εγκατασταθεί στρατεύματα που είχαν υποχωρήσει από Καλαμπάκα, Τέμπη, Ελασσόνα, Λάρισα, Πηνειό, Βόλο και Δομοκό.


  Μεγάλη δύναμη πεζικού διάσπαρτη, πυροβολικό σε αμυντικές και καμουφλαρισμένες θέσεις για να καλύπτει τον δρόμο από Λαμία και πλήθος αντιαρματικά όπλα σε όλο το μήκος του δρόμου Θερμοπυλών - Μώλου. Κύρια σημεία της άμυνας ήταν ο Μώλος, η όχθη του Σπερχειού, η Αγία Τριάδα, όλο το μήκος της ακτής του Μαλιακού κόλπου, οι Θερμοπύλες, όλο το μήκος του οδικού δικτύου στην περιοχή, η Σκάρφεια και οι πρόποδες των ορεινών όγκων, καθώς και το στενό ανηφορικό πέρασμα του Μπράλου. Το πρωί της 21ης Απριλίου οι Νεοζηλανδοί ανατίναξαν την γέφυρα του Σπερχειού και το απόγευμα από τις συμμαχικές θέσεις ήταν ορατά εκατοντάδες φώτα από τα γερμανικά οχήματα που κατηφόριζαν από τον Δομοκό προς Λαμία, ενώ τα πρώτα οχήματα με κατεύθυνση την Αθήνα έκαναν την εμφάνιση τους στον δρόμο με το πυροβολικό να πραγματοποιεί τις πρώτες βολές. Τα Γερμανικά οχήματα ήταν τόσα πολλά που από την Λάρισα μέχρι την Λαμία είχε δημιουργηθεί μποτιλιάρισμα που κράτησε μέχρι τις 23 Απριλίου.



 Οι Γερμανικές δυνάμεις συνέχισαν να συγκεντρώνονται στην πόλη (2η Μεραρχία Τεθωρακισμένων, κ.α.)και τις επόμενες μέρες με οχήματα, αλλά και αεροπλάνα που προσγειώνονταν στον κάμπο της. Στις 23 Απριλίου έφτασε στην πόλη και ο διοικητής του ΧΧΧΧ Σ.Σ στρατηγός Georg Stumme ο οποίος αποφάσισε να επιτεθεί.


  Στις 24 Απριλίου 7:30 ξεκίνησε η επίθεση με βομβαρδισμό των συμμαχικών θέσεων από τα γερμανικά στούκας και έπειτα επιτέθηκε η 5η Μεραρχία Τεθωρακισμένων με στόχο το πέρασμα του Μπράλου, αλλά οι συμμαχικές δυνάμεις αποδείχθηκαν σκληροί αντίπαλοι και υποχώρησαν μόνο υπό τον φόβο κυκλώσεως. Η σκληρή μάχη στις Θερμοπύλες κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα της 24ης προς 25ης Απριλίου όταν και όλες οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει νότια προς Αθήνα.










  Η περιγραφή της μάχης από την αναφορά του Ι/31 Συντάγματος αρμάτων είναι άκρως κατατοπιστική:
19 τεθωρακισμένα επιτέθηκαν εφ ενός ζυγού κατά μήκος του κιτρινωπού (από το θειάφι) επαρχιακού δρόμου .... Εμπρός
από εμάς έσκαγαν οι πρώτες οβίδες στο δρόμο. Λευκά σύννεφα σκόνης εκτοξεύθηκαν και
αναμίχθηκαν με μαύρο καπνό πυρίτιδας και μεταφέρθηκαν γρήγορα από τον άνεμο. Δεν μπορούσαμε να αναπτυχθούμε. Στα δεξιά μας οι λόφοι υψώνονταν 800 μέτρα και στα αριστερά μας απλωνόταν ο φοβερός βάλτος των Θερμοπυλών. Έπρεπε να προωθήθουμε, προχωρήστε, κάντε οτιδήποτε εκτός από το να σταματήσετε.... Κατόπιν η σκόνη υψώθηκε ακριβώς μπροστά από τα οχήματα ... Ξαφνικά δεχθήκαμε πυρά από 6 ή 8 όπλα. Χωρίς να σταματήσουμε
στρέψαμε τους πυργίσκους μας προς τα δεξιά και ανταποδώσαμε
με επιτυχία... Κινούμασταν ακόμα. Έπρεπε να περάσουμε. Αλλά στην επόμενη στροφή ξέσπασε η κόλαση. Οι οβίδες έπεφταν από όλες τις πλευρές και τα πολυβόλα έριχναν ασταμάτητα. Ένα βαρύ άρμα δέχτηκε ευθύ πλήγμα... Στο μέσο του δρόμου άλλα τρία άρματα καίγονταν...
Οι Γερμανοί μετά το τέλος της μάχης μετρούσαν 26 νεκρούς και 77 τραυματίες, 12 κατεστραμμένα τεθωρακισμένα και 6 με σοβαρές ζημιές.
Ακολουθούν φωτογραφίες και βίντεο με πλάνα από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λαμία, πλάνα της μάχης στις Θερμοπύλες και το πέρασμα των στρατευμάτων από την περιοχή με κατεύθυνση την Αθήνα.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Λαμία: Μια συγκλονιστική ιστορία από τον βομβαρδισμό της πόλης μας, σαν σήμερα Μεγάλη Παρασκευή 18 Απρίλη του 1941


Του Γιώργου Φλέσσα...

Το πρωινό της 18ης Απριλίου 1941, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, στη Λαμία έμοιαζε ήσυχο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, όμως η πόλη είχε αδειάσει από τον κόσμο της. Πολλοί είχαν φύγει για τα χωριά τους· άλλοι για να γιορτάσουν το Πάσχα κι άλλοι για να προφυλαχθούν από τη γερμανική προέλαση.


 Ο Γιώργος και η γυναίκα του η Βασιλική κατηφόρισαν από το σπίτι τους της οδού Έσλιν προς το μαγαζί στο τέρμα της Βύρωνος, από όπου αναχωρούσε το λεωφορείο, που θα τους πήγαινε ως τον Αη Γιώργη Τυμφρηστού. Κι από εκεί, είτε με κάποιο από τα σπάνια διερχόμενα αυτοκίνητα, είτε με μουλάρια θα έφταναν στο χωριό τους, τη Μεγάλη Κάψη, για να γιορτάσουν το Πάσχα. Τα παιδιά τους, η Ελένη, 13 χρονών, ο Σπύρος, 10 χρονών και ο επτάχρονος Μάκης ήταν ήδη εκεί, μαζί με τη θειά τους τη Μαρία και τον “μπάρμπα” τον Λεωνίδα –όπως τον φώναζαν όλοι– δυό από τα έξι αδέλφια της Βασιλικής.
Δεν είχαν περάσει ούτε δυό εβδομάδες από τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, όταν ο Γερμανός πρέσβης Βίκτορ Έρμπαχ επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Κορυζή τελεσίγραφο για την επικείμενη επίθεση για να ακούσει το δεύτερο ΟΧΙ. Λίγη ώρα μετά, στις 05:15 το πρωί, ξεκίνησε η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας, 45 λεπτά πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου.
Η 12η Στρατιά της Wehrmacht, υπό τον στρατηγό WilhelmList, με 4 τεθωρακισμένες μεραρχίες και 11 μεραρχίες μηχανοκινήτου πεζικού (680.000 άνδρες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα) ξεκίνησε τη διμέτωπη επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.



Η γερμανική επίθεση με την κωδική ονομασία “Μαρίτα” είχε διπλό αντικειμενικό σκοπό: να βοηθήσει τον Μουσολίνι που ήταν στριμωγμένος από τις ελληνικές δυνάμεις στην Αλβανία και να εξασφαλίσει τα νώτα των δυνάμεων του Άξονα, ενόψει της επικείμενης επίθεσής τους στην ΕΣΣΔ.
Δύο γερμανικά Σώματα Στρατού εισέβαλαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά στην Ανατολική Μακεδονία και στα μεμονωμένα οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας, στη Θράκη. Την ίδια ημέρα, γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τον Πειραιά και τις ακτές του έως το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, προκαλώντας βαριές ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες ζημιές.
Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού συνεχίζει να μάχεται τους Ιταλούς στην Αλβανία. Ανάμεσα τους, ο δεύτερος αδελφός της Βασιλικής, ο Ζάχος Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Πλατανιάς, που θα παντρευόταν αργότερα τη Μαρία.
Οι υπερασπιστές των οχυρών (Ρούπελ, Ιστίμπεη, Νυμφαία, Εχίνος, Λίσε, Περιθώρι, Πυραμιδοειδές, Παληουριώνες κ.ά.) αμύνθηκαν σθεναρά στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των υπερτέρων γερμανικών δυνάμεων. Οι Άγγλοι και οι Νεοζηλανδοί, που είχαν σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας, έλεγχαν μεν τον άξονα Τεμπών-Βερμίου, όμως το κέντρο του μετώπου ήταν ιδιαίτερα αδύναμο και η Θεσσαλονίκη ανοχύρωτη πόλη.
Η Γιουγκοσλαβία δεν άντεξε, ούτε δύο ημέρες. Το νότιο γιουγκοσλαβικό μέτωπο κατέρρευσε, επιτρέποντας στις γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες να εισδύσουν στα Σκόπια και –μέσω της κοιλάδας του Αξιού– να περάσουν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8 Απριλίου, υπερφαλαγγίζοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη. Στις 10 Απριλίου, περικυκλωμένοι πλέον, παραδίνονται οι ηρωικοί υπερασπιστές της Γραμμής Μεταξά.
Τις επόμενες ημέρες καταλαμβάνονται η Βέροια, η Κατερίνη, η Κοζάνη, τα Γρεβενά και η Καστοριά, με αποτέλεσμα να αρχίσει η ραγδαία υποχώρηση του κυρίου όγκου των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Αλβανία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά φυγής. Η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει τον Πειραιά, τα Τρίκαλα, τη Σπάρτη και την Κυπαρισσία.
Στη Λαμία
Ο Γιώργος και η Βασιλική μάθαιναν με αγωνία τα δραματικά νέα, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα κι ότι άλλο κατάφερναν να ακούσουν από το μεγάλο ραδιόφωνο της τραπεζαρίας. Για ποιον να πρωτοανησυχήσει κανείς; Για τα αδέλφια στο μέτωπο, για τα παιδιά τους, για τους εαυτούς τους; Κάθε τόσο ο βόμβος των διερχόμενων αεροπλάνων διέλυε τη ζωή της πόλης, μαζί με το ουρλιαχτό των σειρήνων της αεράμυνας. Ευτυχώς, είχαν στείλει τα παιδιά στο χωριό, όπου δεν υπήρχε κίνδυνος. Και σήμερα έφευγαν κι οι ίδιοι.
Έφτασαν στο μαγαζί που χρησίμευε ως αφετηρία. Το παλιό λεωφορείο ήταν εκεί. Σε λίγο θα ξεκινούσαν. Από τη γωνία φάνηκε βιαστικός-βιαστικός ο μεγαλύτερος αδελφός της Βασιλικής, Γιώργος κι αυτός. Στο χωριό τον περίμενε η μονάκριβη μικρούλα του, η Ρηνούλα. Πόσο την είχε επιθυμήσει!
Ξαφνικά, τους ήχους της πόλης σκέπασε ο βόμβος από τους κινητήρες δεκάδων γερμανικών αεροπλάνων. Αυτήν τη φορά ακουγόντουσαν πολύ πιο κοντά. Αυλάκωναν τον καταγάλανο ουρανό, σε μικρούς σχηματισμούς και κατευθύνονταν προς την πόλη. Ήταν φανερό: δεν ήταν διερχόμενα· ερχόντουσαν για να βομβαρδίσουν τη Λαμία. Η μεγάλη σειρήνα του Ηλεκτρικού Εργοστασίου χτύπησε συναγερμό. Οι άλλες σειρήνες της αεράμυνας άρχισαν να ουρλιάζουν.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος για να προφυλαχτεί στα λιγοστά καταφύγια, στα υπόγεια, όπου μπορούσε. Χάος! Ο Γιώργος, η Βασιλική κι ο άλλος Γιώργος, μαζί με τους λιγοστούς συνταξιδιώτες στριμώχτηκαν μέσα στο μαγαζί, καθώς δεν προλάβαιναν να φτάσουν σε κάποιο κοντινό καταφύγιο. Σταυροκοπήθηκαν και περίμεναν...
Τα αεροπλάνα –“στούκας” όπως είπαν μετά– άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω από τη Λαμία, σαν γεράκια που ζυγιάζουν το θήραμα τους. Μετά από λίγο, ξέκοψαν ένα-ένα και ξεκίνησαν τις εφορμήσεις. Κατέβαιναν από ψηλά σχεδόν κάθετα και μόλις πλησίαζαν κοντά στο έδαφος, άφηναν το θανάσιμο φορτίο τους και ξανακέρδιζαν ύψος. Το δαιμονισμένο θόρυβο των κινητήρων, ακολουθούσε το σφύριγμα της βόμβας και λίγα δευτερόλεπτα μετά η εφιαλτική έκρηξη, τραντάζοντας συθέμελα τη γη, γκρεμίζοντας τα κτίρια, λιώνοντας τα σίδερα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας τους ανθρώπους.
Εκρήξεις, φωτιές, θάνατος! Σύννεφα σκόνης, μαύρος καπνός, χαλάσματα, ουρλιαχτά απόγνωσης, κραυγές για βοήθεια, πράγματα να καίγονται και μαζί η φριχτή μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Οι εφορμήσεις συνεχίστηκαν ξανά και ξανά μέχρι που τα “στούκας” άδειασαν όλο το φονικό τους φορτίο. Αφού τελείωσαν την ανελέητη αποστολή τους, τα αεροπλάνα πέταξαν για λίγο πάνω από την πόλη, σαν να ήθελαν να καμαρώσουν το καταστροφικό τους έργο και ένα ένα –όπως είχαν έρθει– πέταξαν μακριά, ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα.
Η Μεγάλη Παρασκευή έγινε πιο πένθιμη για τη Λαμία του 1941. Όσοι γλύτωσαν από το βομβαρδισμό, ξεχύθηκαν στα χωράφια. Άλλοι με λιγοστά πράγματα, άλλοι χωρίς τίποτα, κατέφυγαν στα γύρω χωριά, για να γλυτώσουν. Τα νέα άρχισαν να κυκλοφορούν: οι καταστροφές ήταν πολλές, οι νεκροί αρκετοί και οι τραυματίες περισσότεροι.
(Στην επόμενη φωτογραφία το κτίριο των δικαστηρίων της Λαμίας μετά τον βομβαρδισμό)
(Στην επόμενη φωτογραφία Γερμανικά τανκς στην βομβαρδισμένη οδό Καποδιστρίου στις 18 Απριλίου 1941)
Στο χωριό, στη Μεγάλη Κάψη, ο “μπάρμπας” ο Λεωνίδας είχε κακό προαίσθημα. Κανονικά, τα αδέλφια του η Βασιλική κι ο Γιώργος και ο γαμπρός του θα έπρεπε να φτάνουν προς το απομεσήμερο. Δεν είχαν έρθει, όμως! Τι να συνέβη; Οι γυναίκες, ανήσυχες κι αυτές, καταπιανόντουσαν τάχα με τις δουλειές του σπιτιού για να μην το δείξουν. Μόνο τα παιδιά έπαιζαν ξένοιαστα. Όσο πέρναγε η ώρα, το κακό του προαίσθημα δυνάμωνε.
Πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι σαν θεριό, έκανε βόλτες μέχρι την άκρη του χωριού, προσδοκώντας να φανούν οι δικοί του. Τίποτα!
Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, πρόβαλε στη στροφή του δρόμου ένας νεαρός συγχωριανός του, που ερχόταν από τη Μακρακώμη. Του είπε τα μαντάτα για το βομβαρδισμό. Για τους δικούς του δεν είχε καμία πληροφορία.
Ούτε τους είχε απαντήσει πουθενά στη διαδρομή, ούτε είχε ακούσει τίποτα.
Ο Λεωνίδας γύρισε σπίτι, ενημέρωσε τις γυναίκες, τις αδελφές του και τη Γιώργαινα (τη γυναίκα του αδελφού του και μάνα της μικρής) τις καθησύχασε και κίνησε για τη Λαμία. Ένας χωριανός τον κατέβασε μέχρι τον Αη Γιώργη και ένας άλλος γνωστός τον πήγε μέχρι την Μακρακώμη. Από εκεί με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο έφτασε τα ξημερώματα στο Λιανοκλάδι. Ως εκεί πήγαιναν τα αυτοκίνητα, μετά ο δρόμος ήταν κλειστός. Αριστερά και δεξιά του δρόμου, βρισκόντουσαν καραβάνια από οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Αντάμωσε κάποιους γνωστούς, τους ρώτησε. Δεν ήξεραν τίποτα, δεν τους είχαν δει.
Περπάτησε προς τη Λαμία. Σε καμιά ώρα θα έφτανε. Καθώς πέρασε το Σταυρό, είδε στο φως του πρωινού, από μακριά τη Λαμία σκεπασμένη με ένα αχνό σύννεφο καπνού. Η ανησυχία τον έπνιξε. Τάχυνε το βήμα του.
Όσο πλησίαζε στην πληγωμένη πόλη, τόσο πύκνωνε ο κόσμος που έφευγε κι ανάμεσα τους αρκετοί γνωστοί. Μέσα στην αναμπουμπούλα κανένας δεν είχε ιδέα.
Επιτέλους, έφτασε στη Λαμία. Άρχισε να ανεβαίνει τη(σημερινή) οδό Πλατή, για να περάσει πρώτα απ’ το μαγαζί που ξεκίναγε το λεωφορείο και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Παντού κτίρια με ζημιές, χαλάσματα εδώ κι εκεί, αναποδογυρισμένα κάρα, και διάχυτη η μυρωδιά του καμένου.
Πλησιάζει προς το μαγαζί και μένει εμβρόντητος! Ερείπια. Χαλάσματα, που ακόμα κάπνιζαν. Κοιτάζει γύρω μήπως και δει κανένα γνωστό. Λίγο πιο κάτω βλέπει δυο-τρεις περίοικους που αναμετρούν την καταστροφή και κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, κουνώντας τα κεφάλια τους. Τους πλησιάζει. “Τι έγινε εδώ, ρε παιδιά”, τους ρωτάει. “Εδώ ακριβώς έπεσε η βόμβα. Όλοι όσοι ήταν τριγύρω σκοτώθηκαν”, τού λένε. “Όλοι! Τους πήρε η δημαρχία”. “Όχι όλοι!” πετάγεται ένας άλλος “Τα ξημερώματα βρήκαν κάτω απ’ τα χαλάσματα μια γυναίκα. Ήταν ακόμα ζωντανή. Την πήραν”. Ποιοι σκοτώθηκαν; Ποια ήταν η γυναίκα; Δεν ήξεραν…
τρέχοντας προς το κέντρο να ρωτήσει, να μάθει. Στα καφενεία γύρω από το Πάρκο συναντά γνωστούς. Αποφεύγουν να τον κοιτάξουν κατάματα. Η σιωπή τους τα λέει όλα. Σκοτώθηκε ο Γιώργος –τον είχαν βρει από τους πρώτους, καθώς η έκρηξη τον είχε πετάξει προς τα έξω. Σκοτώθηκε κι η Βασίλω κι ο αδελφός του ο Γιώργος. Πάνε! Ορφάνεψαν δυό σπίτια.
Καταρρέει. Το μυαλό του σκέφτεται σαν τρελό. Δεν είναι δυνατόν. Κάνουν λάθος, δεν μπορεί. Κι αν είναι αλήθεια, τα παιδιά, η Ελένη, ο Σπύρος, ο Μάκης η μικρή Ρηνούλα τι θα απογίνουν;
Συνέρχεται. Ξεκινάει για το Νοσοκομείο Λαμίας. Στο δρόμο συναντά κι άλλους γνωστούς. Τα νέα έχουν μαθευτεί. Όλοι έχουν το ίδιο λυπημένο βλέμμα, σχεδόν τον αποφεύγουν, δεν θέλουν να είναι αυτοί που θα ξεστομίσουν τη θλιβερή είδηση. Σκοτώθηκαν όλοι!
Φτάνει στο Νοσοκομείο. Χάος κι εκεί. Τραυματίες από το μέτωπο, βασανισμένοι, ψειριασμένοι, με κρυοπαγήματα, με άρβυλα ανοιγμένα μπροστά, με δάχτυλα μελανιασμένα, μαύρα. Τραυματίες από το βομβαρδισμό, χτυπημένοι, καμένοι. Γιατροί και νοσοκόμες ολόγυρα κάνουν ότι μπορούν. Ρωτάει: "Μήπως φέρανε μια γυναίκα από τα χαλάσματα του βομβαρδισμού. Βασιλική τη λένε". Ψάχνει ένα-ένα τα κρεβάτια, τα φορεία. Ξαναρωτάει. Και ξαφνικά σε ένα θάλαμο με δεκάδες τραυματίες, τη βλέπει, σε ένα κρεβάτι, άσχημα χτυπημένη, μελανιασμένη, με γρατζουνιές παντού, μαύρη απ’ τον καπνό, με ορούς και με το ένα της πόδι τυλιγμένο σε καταματωμένους επιδέσμους.
Την παρατηρεί να κοιμάται ανήσυχα και να βογκάει σιγανά μέσα στον ύπνο της. Ρωτάει τις νοσοκόμες. Ψάχνει τριγύρω να βρει ένα γιατρό για να μάθει τι γίνεται. Περιμένει έξω από τα χειρουργεία. Γιατροί, νοσοκόμες και τραυματιοφορείς μπαίνουν και βγαίνουν συνέχεια. Φορεία με τραυματίες αραδιασμένα εδώ κι εκεί. Παντού αίμα, βογγητά, πόνος. Ρωτάει όποιον βλέπει, ξαναρωτάει. Τον κοιτούν με μάτια κουρασμένα.
Επιτέλους, βρίσκει ένα γιατρό που μοιάζει να θυμάται την τραυματισμένη γυναίκα. Δείχνει κατάκοπος. Φοράει μια ιατρική μπλούζα που μόνο λευκή δεν είναι. “Τη θυμάμαι”, του λέει. “Τη φέραν πριν λίγες ώρες. Μάς είπαν ότι τη βρήκαν θαμμένη στα ερείπια. Τη χειρουργήσαμε. Κάναμε ότι περισσότερο μπορούσαμε. Η γυναίκα σου είναι;”
“Όχι, όχι, η αδελφή μου είναι” απάντησε ο Λεωνίδας. Κι ο γιατρός συνέχισε: “Είναι άσχημα χτυπημένη και το πόδι μάλλον θα το χάσει. Είναι νωρίς για να ξέρουμε αν θα τη γλιτώσει...”
Ο Λεωνίδας, αφού ευχαρίστησε το γιατρό, ξαναπέρασε να δει τη Βασιλική και κατόπιν πήρε αργά το δρόμο για το κέντρο της πόλης. Εκεί συνάντησε κι άλλους γνωστούς, φίλους, γείτονες. Είχαν όλοι πληροφορηθεί τη θλιβερή είδηση.
Αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό. Στη Λαμία δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να προσφέρει. Στο χωριό, όμως, τον είχαν ανάγκη. Καλύτερα να μάθαιναν από τον ίδιο τα σπαρακτικά νέα. Έτσι κι αλλιώς οι φήμες δεν θα αργούσαν να φτάσουν και στο χωριό. Καλύτερα να ήταν εκεί.
Περπάτησε πάλι έξω από την πόλη, προς τη δημοσιά του Καρπενησίου. Με το καμιόνι ενός κοντοχωριανού ταξίδεψε ως το Χάνι του Πλατανιά κι από εκεί με το μουλάρι ενός αγωγιάτη έφτασε στη Μεγάλη Κάψη. Σουρούπωνε…
Στο καφενείο, απέναντι από τον πλάτανο, καθόντουσαν αρκετοί από τους άντρες του χωριού και κουβέντιαζαν. Άρχισαν να ψελλίζουν συλλυπητήρια. Τα νέα είχαν φτάσει. Με βήμα αργό πήρε το δρόμο προς το Παπαγιαννέϊκο. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος. Ήταν σκληρός άντρας ο Λεωνίδας, συγκρατημένος και λιγομίλητος. Αλλά όσα συνέβησαν, όσα είδε, τον είχαν λυγίσει. Προς στιγμήν λιποψύχησε. Ένιωσε ότι περπατάει στο κενό.
Προχώρησε στη μικρή ανηφόρα και διάβηκε την αυλόπορτα. Τα τρία παιδιά στεκόντουσαν στο λιακωτό και τον κοίταζαν μουδιασμένα. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά και μπήκε στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι, με τα παιδιά να τον ακολουθούν. Οι κουβέντες κοπήκαν απότομα. Οι γυναίκες τον κοίταξαν βουβές, με βουρκωμένα μάτια, γεμάτα αγωνία. Μάτια που συγχρόνως δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την ελπίδα πως όλες οι φήμες, οι διαδόσεις όλα ήταν ψέματα. Ψέματα!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισε το φοβερό νέο. “Χάθηκαν όλοι” τους είπε. “Κλάψτε όσο μπορείτε”.
Έτσι, η Ανάσταση του 1941 βρήκε τις δύο οικογένειες βυθισμένες στο πένθος και στην απόγνωση. Την Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου, οι Γερμανοί κατακτητές εισήλθαν στη Λαμία. Θα μείνουν μέχρι την 17η Οκτωβρίου 1944.
Οι αληθινοί πρωταγωνιστές
Οι δυο Γιώργηδες της ιστορίας είναι ο Γιώργος Φλέσσας –ο παππούς μου– και ο Γιώργος Παπαγιάννης, ο αδελφός της Βασιλικής, οι οποίοι σκοτώθηκαν εκείνο το ματωμένο πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής, 18 Απριλίου 1941 στο βομβαρδισμό της Λαμίας. O παππούς μου όταν σκοτώθηκε ήταν 49 ετών (γεννημένος το 1892 στη Μεγάλη Κάψη). Μετανάστευσε το 1916 στη Νέα Υόρκη (με το υπερωκεάνιο "Πατρίς") και δούλεψε εκεί πάνω από δέκα χρόνια έχοντας ελληνικό εστιατόριο στην Αστόρια.
Έκανε περιουσία στην Αμερική και επέστρεψε στη Λαμία, όπου άνοιξε επίσης εστιατόριο, τη "Ρούμελη" στην οδό Καποδιστρίου στο κέντρο της πόλης διαγωνίως απέναντι από τα Δικαστήρια. Μετά τον τραγικό χαμό του, το εστιατόριο ανέλαβαν ο Ζάχος Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Πλατανιάς, που μνημονεύονται παραπάνω.
H Βασιλική Φλέσσα, το γένος Παπαγιάννη –η γιαγιά μου– μετά από αρκετές εβδομάδες νοσηλείας στο Νοσοκομείο Λαμίας κατάφερε να επιβιώσει. Τελικά, δεν έχασε το πόδι της. Σε αυτό είχαν συμβάλει –από ότι μαθεύτηκε αργότερα- και οι Γερμανοί στρατιωτικοί γιατροί, που είχαν έλθει στο μεταξύ ως στρατός Κατοχής. Της έμεινε, όμως, μια αναπηρία. Αν και κούτσαινε, τη θυμάμαι πάντα μαυροφορεμένη, να ανηφορίζει ευθυτενής την οδό Έσλιν προς το σπίτι μας. Ευτύχησε να δει όλα τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να προκόβουν, να δημιουργούν δικές τους οικογένειες. Όλοι, μικροί μεγάλοι ανεξαιρέτως, τη φωνάζαμε"Μάνα" μέχρι το 1970 που αναπαύθηκε. Πρόλαβε να δει και τέσσερα εγγόνια, ένα εκ των οποίων έφερε ακριβώς το όνομα του αδικοσκοτωμένου: Γεώργιος Φλέσσας του Σπυρίδωνος.
Τα τρία παιδιά του Γιώργου Φλέσσα μεγάλωσαν και πρόκοψαν με τη βοήθεια των αδελφιών της Βασιλικής, του “μπάρμπα” του Λεωνίδα, του Ζάχου –που γύρισε από το αλβανικό μέτωπο βρίσκοντας ξεκληρισμένη την οικογένεια– και της Μαρίας. H μεγάλη του κόρη, η Ελένη έγινε αυτόματα η μάνα της οικογένειας. Αργότερα, παντρεύτηκε το δικηγόρο Νίκο Κορκόβελο και απέκτησε δυο κόρες και τέσσερα εγγόνια. Ζει, από τότε μέχρι σήμερα, στο πατρικό σπίτι της οδού Έσλιν. Ήταν η Ελένη που με βάφτισε. H νουνά μου, όπως τη φωνάζω μέχρι σήμερα!
Ο Σπύρος Φλέσσας –ο πατέρας μου– λίγα χρόνια μετά φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου. Ποτέ δεν ξεπέρασε το θάνατο του πατέρα του και το αίσθημα της ορφάνιας. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου, τη Ματούλα, το 1961 και απέκτησαν δύο παιδιά: τον αδελφό μου Σωτήρη κι εμένα. Στο χέρι του φορούσε πάντα ένα απλό χρυσό δαχτυλίδι με μια βαθυκόκκινη πέτρα, το δαχτυλίδι του αδικοχαμένου πατέρα του. Ποτέ δεν τον θυμάμαι χωρίς αυτό! Το 2002, λίγο πριν πεθάνει, το έβγαλε και μού το έδωσε κι έκτοτε το φορώ εις μνήμην και των δύο τους, του παππού μου και του πατέρα μου. Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Μάκης έγινε δικηγόρος Λαμίας κι απέκτησε δυο παιδιά.
Η χήρα του Γιώργου Παπαγιάννη, η γλυκύτατη θεία Γιώργαινα –όπως την προσφωνούσαν όλοι– ανάστησε την κόρη της, τη μικρή Ρήνω, η οποία σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης. Η θεία Γιώργαινα αναπαύτηκε το 1962, λίγο μετά τη γέννηση μου. Η Ρήνω πάντρεψε τους γονείς μου και συντηρεί το Παπαγιαννέϊκο –το σπίτι στη Μεγάλη Κάψη– μέχρι σήμερα.
Ο Λεωνίδας Παπαγιάννης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, είχε υπηρετήσει επί χρόνια στην Ελληνική Χωροφυλακή, κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας. Λίγο πριν τον πόλεμο αρρώστησε από φυματίωση και αποστρατεύθηκε. Εγκαταστάθηκε έκτοτε μόνιμα στη Μεγάλη Κάψη, καθώς το υψόμετρο κι ο βουνήσιος αέρας ήταν η μόνη αποτελεσματική θεραπεία, μέχρι την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης το 1946, που εξάλειψε τη νόσο.
Στη διάρκεια της κατοχής αναμείχθηκε με την αντίσταση και συνέβαλε στην ανάπτυξη του αντάρτικου στην περιοχή. Από το Παπαγιαννέϊκο στη Μεγάλη Κάψη πέρναγαν συχνά πολλοί καπεταναίοι του ΕΛΑΣ, μεταξύ των οποίων και ο λαμιώτης Θανάσης Κλάρας –ο χαρισματικός και αμφιλεγόμενος Άρης Βελουχιώτης– και κουβέντιαζαν. Ο πατέρας μου τον θυμόταν να κάθεται στην τραπεζαρία, βαρύς και επιβλητικός, με τα φυσεκλίκια και τα όπλα του να γυαλίζουν, ενώ οι μαυροσκούφηδές του χαζολογούσαν στην αυλή. Ο –κατά πολλούς ιστορικούς– βίαιος και ανελέητοςΆρης, κάθε φορά που συναντιόντουσαν με τον Λεωνίδα, τον ρώταγε με απρόσμενη συμπάθεια: "Τι κάνουν τα ορφανά του Φλέσσα;"
Μετά την επιχείρηση του Γοργοποτάμου, όταν ο ΕΛΑΣ άρχισε σταδιακά να στρέφεται εναντίον των άλλων ανταρτικών ομάδων, ο Λεωνίδας, ως πρώην αξιωματικός της Χωροφυλακής και μη κομμουνιστής, άρχισε να αντιμετωπίζεται από τους ελασίτες με καχυποψία και στο τέλος επικηρύχθηκε. Για να γλυτώσει κατέφυγε στη Λαμία, όπου και έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Αρκετά χρόνια αργότερα –μεγάλος πια– παντρεύτηκε τη θεία Κούλα. Δεν απέκτησαν παιδιά, υιοθέτησαν, όμως, τη Ρήνω, την κόρη του σκοτωμένου αδελφού του. Μέχρι το τέλος της ζωής του, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, κάθε φορά που πηγαίναμε στη Λαμία, δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον επισκεφτούμε στο κλασσικό σπίτι, δίπλα στην Πλατεία Λαού, με τη μακριά ξύλινη σκάλα, τα βιβλία και το πιάνο της θείας Κούλας.
Και η δική μου εξομολόγηση
Έγραψα αυτήν την ιστορία, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι για να αποτίσω ελάχιστο φόρο τιμής στον παππού μου και σε όλους όσους έχασαν τη ζωή τους, εκείνα τα σκληρά χρόνια. Και ο δεύτερος, για να συμβάλω στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης των γεγονότων που σημάδεψαν τη μοίρα της οικογένειάς μας, μιας μέσης ελληνικής οικογένειας. Αν δεν τα καταγράψουμε, θα χαθούν καθώς οι άνθρωποι που τα έζησαν φεύγουν.
Η ανάπλαση των γεγονότων βασίζεται στις διηγήσεις του πατέρα μου, της νουνάς μου Ελένης και άλλων συγγενών. Βασίζεται ακόμη σε μαρτυρίες που βρήκα, όπως αυτή, της νοσηλεύτριας του Ερυθρού Σταύρου από τη Λάρισα, της κύριας Ζήνας Οικονόμου-Πατέρα, που υπηρέτησε εκείνες ακριβώς τις ημέρες στο Νοσοκομείο Λαμίας (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) http://tinypic.com/r/t03xuq/9 και αυτή του λογοτέχνη Βασίλη Αλεξίου (Περιοδικό "Σταυροδρόμι") http://www.skamnosvoice.gr
Τα ιστορικά στοιχεία προέρχονται από διάφορα βιβλία εκείνης της περιόδου των εκδόσεων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, από την “Ιστορία της Κατοχής” του Δημ. Γατόπουλου και από διάφορες αναρτήσεις της Ελληνικής wikipedia.
Μήνες αργότερα από τη συγγραφή του παρόντος, ανακάλυψα στο http://www.kaliterilamia.gr/2015/08/blog-post_41.html ένα μικρό φωτογραφικό αφιέρωμα με φωτογραφίες από το βομβαρδισμό και τη γερμανική εισβολή.
Οι όποιες ανακρίβειες και τα λάθη είναι μόνο δικά μου.
Γιώργος Φλέσσας

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

                                                          Τάκης Φίτσος

           16 Απριλίου 1949 εκτελέστηκε ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης  καταγόμενος από την Υπάτη.

Προπολεμικά υπήρξε «δάσκαλος» του μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη και αυτός «μαθητής» του.
Ο Τάκης (Δημήτρης) Φίτσος ήταν εξέχουσα μορφή της ελληνικής δημοσιογραφίας και του λαϊκού μας κινήματος. Ηρωας - μάρτυρας του ΚΚΕ. Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδας. Συνδέεται με το εργατικό κίνημα. Δημοσιογραφεί. Ασχολείται με τα Γράμματα. Στέλνει διηγήματά του στον «Νουμά». Στην Αθήνα σπουδάζει νομικά. Ανήκει στη φιλολογική «Συντροφιά» με Βάρναλη, Ανθία, Βέλτσο και άλλους προοδευτικούς διανοούμενους. Εντάσσεται στο ΚΚΕ. Αναδείχνεται (στα 1922-'23) αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ και μετά στο «Ριζοσπάστη». Γνωρίζει απίθανες διώξεις. Φυλακίζεται στην Αίγινα. Είναι από τους πρώτους εξόριστους στη Γαύδο. Η δικτατορία του Μεταξά τον κλείνει στην Ακροναυπλία. Μεταφέρεται στο στρατόπεδο Κατούνας στην Ηπειρο και στο Λαζαρέτο.
Απελευθερώνεται το 1943. Από την Κέρκυρα περνάει στη Ρούμελη. Τον υποδέχεται ο Αρης Βελουχιώτης. Αναλαμβάνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά. Και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το '44, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης. Μετά τη Βάρκιζα προσφέρει τις υπηρεσίες του στο «Ριζοσπάστη» στην Αθήνα. Το 1947 στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία. Το 1948 μεταφέρεται στη Χαλκίδα. Καταδικάζεται από το Εκτακτο Στρατοδικείο σε θάνατο. Και μαζί με άλλους 4 συντρόφους και 4 αγωνίστριες, εκτελείται στις 16 Απρίλη 1949.





Ελάχιστα ποιήματα του Κ. Βάρναλη αναφέρονται σε πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι αφιερωμένο στον Τάκη Φίτσο.


Τάκης Φίτσος


Με το πικρό χαμόγελο και τα σφιγμένα χείλη
βουβά τον ίσκιο σου έλιωνες στην πολιτεία των τάφων.
Εδώ σε θάβουν ζωντανόν αν θέλεις να ’σαι τίμιος.
Παιδί σε χτίσαν, γέρασες χωρίς σταλιά να ζήσεις.


Μήνες και χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι όλο η πηγάδα βάθαινε κι αψήλωνεν ο τοίχος,
παρηγοριά και μάθημα φτωχολαού δεμένου.
Και μιαν αυγή ανοιξιάτικην, που ανάκραζεν αγάπη,


τρυφερά σ’ αγκαλιάσανε οι αδερφομάχοι αγγέλοι
και σε φορτώσανε. Κανείς δεν άκουσε τα βόλια.
Και τώρα, μέσα στο σωρό τα κόκαλα, μην ψάχνεις
να ξεχωρίσεις τα δικά σου: είν’ όλα καθενού!


Όχι συμπόνια, κλάμα, οργή. Ντροπή σου, μάνα Ελλάδα!


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ