Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019


     «Αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός». 

                                        Εθνική Αντίσταση και 1821, 

                                          *της Βασιλικής Λάζου




Στις σκληρές συνθήκες της Κατοχής η Επανάσταση του 1821 λαμβάνει νέο νόημα προκειμένου να εκφράσει τη συνέχιση των λαϊκών αγώνων αλλά και την αναγκαιότητα της ολοκλήρωσής τους. Έλληνες και Ελληνίδες άξιζε να πολεμήσουν σαν «Κολοκοτρωναίοι», ενωμένοι στον αγώνα για την ολοκλήρωση του 1821. Έπαθλό τους «μια Ελλάδα, ελεύθερη και πολιτισμένη». «Ένας λεύτερος και ευτυχισμένος ελληνικός λαός».
Η σύνδεση με το ηρωικό ένδοξο παρελθόν δεν εκφράστηκε μόνο με άρθρα σε ΕΑΜικές εφημερίδες και φυλλάδια. Μετουσιώθηκε σε πράξη. Το ΕΑΜ θα γιορτάσει την 25η Μαρτίου με μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην ξενική κατοχή. Μέσα από πατριωτικούς συμβολισμούς και τελετουργίες, με ηρώα και ανδριάντες να στεφανώνονται συχνά μέσα σε συνθήκες βίαιες και αιματηρές. Η πρώτη επέτειος, το 1942, θα τιμηθεί από τους φοιτητές. Ήταν η «Μεγάλη Έξοδος» των νέων «με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες». Ένα χρόνο αργότερα, η επέτειος της 25ης Μάρτη 1943 θα αποτελέσει άλλο έναν σταθμό της γενικευμένης εξέγερσης με τις δυναμικές διαδηλώσεις και τις γενικές απεργίες εκείνων των ημερών ενάντια στην πολιτική επιστράτευση.
Αφθονούν τα παραδείγματα σύνδεσης με το 1821 σε όλες τις πρακτικές και το λόγο της ΕΑΜικής Αντίστασης. Από το πρώτο αμήχανο σύνθημα ΕΑΜ-Τσαρούχι το 1941 ως την χρήση όρων όπως «Νέα Κλεφτουριά» ή «Νέα Φιλική Εταιρεία». Από τη χρησιμοποίηση του χαρακτηρισμού καπετάνιος για τον στρατιωτικό διοικητή των αντάρτικων μονάδων ως τη χρήση ονομάτων των αγωνιστών του 1821 ως ψευδώνυμα των αγωνιστών. Από τη συμμετοχή κληρικών στο αντάρτικο όπως του παπα-Ανυπόμονου, δίπλα στον Άρη ως τους στίχους των αντάρτικων τραγουδιών που αναπαράγουν την κλέφτικη παράδοση «ξαναζωντάνεψε τ’ αρματωλίκι», «αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός».
Κορυφαία συμβολική βίωση του αντάρτικου ως συνέχεια της Μεγάλης Επανάστασης του 1821 οι ομιλίες των ηγετών του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντου και Γιάννη Ζέβγου στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων, με φόντο τα πορτρέτα αγωνιστών του ’21 τον Μάιο του 1944. «Μια πύρινη επιγραφή στέκει απ’ έξω απ΄ένα σκολειό ενός μικρού βουνίσιου χωριού της Ελεύθερης Ελλάδας: «Επίδαυρος 1821-Κορυσχάδες 1944». Αλλοίμονο σε όσους σκοτίζονται από τη λάμψη της και δεν θελήσουν να τη διαβάσουν», γράφει τον Μάιο 1944 ο Κώστας Καραγιώργης αποτυπώνοντας την μεγαλειώδη στιγμή της σύγκλησης του Εθνικού Συμβουλίου της Κυβέρνησης του Βουνού.
Στο λόγο του στην ελεύθερη Λαμία τον Οκτώβριο 1944 ο Άρης Βελουχιώτης κάνει εκτεταμένες αναφορές στο ηρωικό παρελθόν της Επανάστασης του 1821 μέσα από το πρίσμα της πρόσφατης ΕΑΜικής εμπειρίας μιλώντας για ένα «θαύμα, που συντελέστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις και τα μέσα του λαού» αλλά και τις προσπάθειες από την «αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει το λαϊκό χαραχτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά».
Η προβολή του ΕΑΜ ως συνεχιστή των παραδόσεων του 1821 και η σύνδεση των επαναστατικών εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων με το ΕΑΜ μπόρεσε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει το λαό για να αγωνιστεί για την απελευθέρωσή του αλλά και να διεκδικήσει το όραμα μιας νέας κοινωνίας.  

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

                                                    Η Μάχη στη Μαριολάτα

Συντάκτης: 
Mηνάς Λάγγαρης

Στη Μακεδονία ονομάζονταν «Δεκαρχίες». Στη Ρούμελη «Μαχητικές Ομάδες». Στη Θεσσαλία, συναντούμε επίσης τις ονομασίες «Επιτροπές Προστασίας Ανταρτών» ή «Ομάδες Δράσης» (Αρσενίου), ακόμα και «Ομάδες Αυτοάμυνας» (Μπαλλής).
Ολες αυτές οι ομάδες, από τα μέσα του καλοκαιριού του '43 και στο πλαίσιο της μετατροπής του ΕΛΑΣ σε κανονικό στρατό, θα ονομαστούν πανελλαδικά «Εφεδρικός ΕΛΑΣ» και τα μέλη τους «Εφεδροελασίτες».
Σε αντίθεση με τον «τακτικό» ή «μόνιμο» ΕΛΑΣ, που αποτελούνταν από αντάρτες με αποκλειστική απασχόληση την ένοπλη δράση, σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν απαιτούνταν, ο Εφεδροελασίτης σπάνια δρούσε μακριά από τα όρια της περιοχής του.
Συνήθως ασχολούνταν με τις καθημερινές του δραστηριότητες αλλά, όταν χρειαζόταν, άφηνε στην άκρη το αλέτρι, την τσάπα ή τα εργαλεία της δουλειάς του και ξεχώνιαζε το κρυμμένο όπλο του για να προστατέψει το χωριό του, να φυλάξει σκοπιά, να στήσει ενέδρα, ή ακόμη και να συμμετάσχει σε κανονικές μάχες δίπλα στον «μόνιμο» ΕΛΑΣ.

Μαυρολιθάρι Φωκίδας,                Μάιος του 1943. Ο Θόδωρος Καμάρας (με την τραγιάσκα στο κέντρο της φωτογραφίας) ανάμεσα στους Νικηφόρο και Διαμαντή. | Πηγή: Δημήτριος Ν. Δημητρίου: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τόμος Β'


Ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν οργανωμένος σε 15μελείς ομάδες με επικεφαλής τους έναν έμπειρο παλαιό πολεμιστή. Συνδεόταν οργανωτικά με τις άλλες ομάδες της ευρύτερης περιοχής και συντονιζόταν από κάποιον «τομεακό» του ΕΑΜ (σε πολιτικό επίπεδο). Διοικούνταν δε, στο ευρύτερο επιχειρησιακό πεδίο, από κάποιον αξιωματικό ή δοκιμασμένο υπαξιωματικό.
Στη βόρεια πλευρά και στο βάθος της χαράδρας του Παρνασσού, σε υψόμετρο 400 μέτρων, βρίσκεται χτισμένη η Μαριολάτα.[1] Αυτό το μικρό χωριό, σε απόσταση 5 χλμ. από τη Γραβιά, ήταν το πρώτο που δέχτηκε την «επίσκεψη» του αντισυνταγματάρχη Giovanni Aime το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου του 1943.
Ο Aime, εκτός από διοικητής του ΙΙΙ/44 τάγματος της Μεραρχίας Forli, είναι και φρούραρχος της Γραβιάς. Επισήμως η διοίκηση της 11ης Στρατιάς τηρεί σιγήν ιχθύος για τις πρόσφατες παταγώδεις ήττες του Regio Esercito στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.[2] Ομως το Radio Fante[3] έχει λειτουργήσει αποτελεσματικά και το κλίμα ανησυχίας στις τάξεις του στρατού είναι εμφανές. Πώς να κρυφτεί εξάλλου το γεγονός ότι από τις 12 Μαρτίου η Καρδίτσα είναι πλέον ελεύθερη πόλη.
Ο Aime όμως είναι φιλόδοξος και από τη στιγμή που έφτασε στα αυτιά του ότι το Αρχηγείο Παρνασσίδας με όλη του τη δύναμη [4] βρισκόταν σε αποστολή στον Ελικώνα, αποφασίζει να δώσει ένα μάθημα στα χωριά της περιοχής, γνωστά για τη φιλοεαμική τους στάση. Παίρνει λοιπόν την πρωτοβουλία και στις 6.30 το πρωί τίθεται επικεφαλής μίας φάλαγγας 2 λόχων τυφεκιοφόρων και μεγάλου μέρους του λόχου διοικήσεως, συνολικής δύναμης 14 αξιωματικών, 360 ανδρών και 5 καραμπινιέρων. [5]

Η φάλαγγα κατευθύνθηκε προς τη Βάργιανη με σκοπό να ανεβεί στον Παρνασσό από ορεινά μονοπάτια και να αιφνιδιάσει τα ανυπότακτα χωριά, χτυπώντας τα από πίσω. Φτάνοντας όμως στις 8.30 π.μ. στη Βάργιανη διαπιστώνει με απογοήτευση ότι τα μονοπάτια είναι καλυμμένα με τόσο χιόνι που καθιστά τη διάβαση αδύνατη. Δεν πτοείται όμως, επιστρέφει στη Γραβιά και από εκεί, μέσω του κανονικού δρόμου, κινείται προς τη Μαριολάτα.
Χάρτης της πορείας του ιταλικού σχηματισμού από Γραβιά προς Βάργιανη. Επιστροφή στη Γραβιά και εκ νέου πορεία προς τη Μαριολάτα. Ευχαριστώ τον Πέτρο Δ. Δημητρίου που με βοήθησε να κατανοήσω την τοπογραφία της περιοχής |
Το σχεδιάγραμμα της «μάχης». Ευχαριστώ τον Πέτρο Δ. Δημητρίου που με βοήθησε να κατανοήσω την τοπογραφία της περιοχής. | |
Φτάνει, λίγο μετά τις 13.00, στο ύψος της χαράδρας που χωρίζει τους δυο συνοικισμούς της Μαριολάτας στρέφοντας το μέτωπο της φάλαγγας ακριβώς απέναντι από το χωριό.
Με πλάτη στον ποταμό Κανιανίτη, η κύρια δύναμη αρχίζει να τοποθετεί τους όλμους και τα πολυβόλα, ώστε να δημιουργήσει μια βάση πυρός, ενώ η ομάδα ανιχνευτών κινείται απειλητικά προς τα πρώτα σπίτια.
Ηδη, απ’ όταν οι Ιταλοί γύρισαν στη Γραβιά, η οργάνωση του ΕΑΜ «αμολήθηκε» να μάθει τις προθέσεις τους. Και όταν πια η πορεία τους προς την Παρνασσίδα έγινε φανερή, οι σύνδεσμοι έτρεξαν να ενημερώσουν τα γύρω χωριά. Οι καμπάνες ηχούσαν ακόμη όταν η ιταλική φάλαγγα φάνηκε στο βάθος του κάμπου.
Είναι κανόνας ότι οι χαρισματικοί ηγέτες φαίνονται στα «δύσκολα» και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν που έλαμψε το άστρο του Θόδωρου Καμάρα. Ο «τομεακός» του ΕΑΜ, γεωπόνος από την Κάτω Αγόριανη, ανέλαβε με αποφασιστικότητα την οργάνωση και τον συντονισμό όλης της άμυνας.
Πρώτη η «μαχητική» της Μαριολάτας, οπλισμένη με καμιά δεκαριά λιανοντούφεκα, γκράδες ως επί το πλείστον από τον ΑΠΠ μαζί με ένα «συνομήλικό» τους πολυβόλο (του 1915) χωρίς γεμιστήρες ικανό να εκτελεί μόνο βολή κατά βολή, έπιασε θέσεις «προκάλυψης» αποφασισμένη να μην αφήσει τουs επιδρομείς να περάσουν. Πίσω τους σχεδόν όλο το χωριό πρόθυμο να τους συνδράμει όπως μπορούσε. Το τηλέφωνο έχει πάρει φωτιά.
Καλούνται εσπευσμένα σε βοήθεια η «διπλανή» Κάτω Αγόριανη (Λιλαία), η «ορεινή» Πάνω Αγόριανη (Επτάλοφος) και η «αντικρινή» Σουβάλα (Πολύδροσος). Η απάντησή τους ομόφωνη και κατηγορηματική. «Κρατάτε, αδέρφια, ερχόμαστε».

Ετσι όταν η ομάδα ανιχνευτών του Αime, με τους 5 καραμπινιέρους, πλησίασε τα ακριανά σπίτια δέχτηκε τα πρώτα αναχαιτιστικά πυρά. Η ομάδα έτρεξε να καλυφθεί όσο καλύτερα μπορούσε.
Μάλλον δεν περίμεναν αντίσταση και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται. Σιγά σιγά και προσεκτικά, προς αποφυγήν νέων εκπλήξεων, κινούνται να τους ενισχύσουν δυο διμοιρίες τυφεκιοφόρων, υποστηριζόμενοι από ομάδες πολυβόλων.
Τα πυρά αν και αραιά (η έλλειψη πυρομαχικών είναι το πλέον φλέγον πρόβλημα του ΕΛΑΣ) και το δύσβατο των θέσεων των αμυνομένων επιβραδύνουν και αυτή την κίνηση. Από το κυρίως σώμα των Ιταλών στέλνονται δυο επιπλέον διμοιρίες στα δεξιά, υποστηριζόμενες από ομάδα πολυβόλων, με σκοπό να υπερφαλαγγίσουν τους αμυνόμενους, ενώ μία άλλη διμοιρία τυφεκιοφόρων κινείται στα αριστερά ώστε να προστατέψει το αντίστοιχο πλευρό της επίθεσης.
Εχει πάει 14.30 και εκεί που τα πράγματα για τους αμυνόμενους αρχίζουν να παίρνουν άσχημη τροπή μία σάλπιγγα (γεγονός που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και καταγράφεται στις αναφορές των Ιταλών) ηχεί θριαμβευτικά δίνοντας επίμονα το σύνθημα «προχωρείτε». Είναι η «μαχητική» της Κάτω Αγόριανης που έρχεται να πάρει θέση στο διπλανό αντέρεισμα από αυτό της ομάδας της Μαριολάτας.
Τμήμα με 30 ντουφέκια με μπροστάρηδες τους Γ. Σταμάτη (Βραχιώτη), Νικοκαλέκη, τους αδερφούς Γιάννη και Αλέξη Καμάρα, τον Θ. Λάζο (Σβέικ) και άλλους.
Ο σαλπιγκτής Στάθης Μπούκαλης, παρά το λαχάνιασμα, δεν σταματά τα σαλπίσματα προκαλώντας κραυγές ενθουσιασμού από τους αμυνομένους, επιτείνοντας τη σύγχυση των επιτιθεμένων.
Η επιθετική ενέργεια ξανά σταματάει. Με ανεβασμένο το ηθικό οι αμυνόμενοι πυκνώνουν τα πυρά τους. Νέες κινήσεις των Ιταλών. O Αime διατάζει να μπουν στη μάχη και οι όλμοι. Με προσεκτικές αλλά και αργές κινήσεις η Εφεδρεία κινείται προς τα μπροστά.
Με διαδοχικά άλματα στήνονται νέες πιο προωθημένες θέσεις. Αγγελιαφόροι με νέες εντολές κινούνται ανάμεσα στα τμήματα και οι αξιωματικοί, χειρονομώντας, προσπαθούν να εμψυχώσουν τους άνδρες τους.
Και ενώ τα πράγματα πάνε να μπούνε σε μια «σειρά» έχουμε νέα σαλπίσματα και νέες κραυγές ενθουσιασμού από τους αμυνομένους. Είναι η «μαχητική» της Πάνω Αγόριανης. 25 με 30 νέα ντουφέκια. Ομαδάρχες τους οι Στάθης Σούλιος και ο Ανδρέας Μούκας. Συνοδεύονται από απροσδιόριστο αριθμό αμάχων οπλισμένων με γκλίτσες και τσάπες και παίρνουν θέση δεξιά από τους Κατωαγοριανίτες.
Ενδεικτικό της παλλαϊκής κινητοποίησης και του γενικού ενθουσιασμού είναι τα όσα διαδραματίστηκαν όταν οι Πανωαγοριανίτες πέρασαν μπροστά από την Κάτω Αγόριανη στην πορεία τους για το πεδίο της μάχης. Στην περιοχή Κοτρώνι είχε μαζευτεί όλο το χωριό και με κραυγές και ευχές παρότρυνε τους Πανωαγοριανίτες χειρονομώντας και δείχνοντας προς τη Μαριολάτα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό νέα οχλοβοή έρχεται να προστεθεί. Αυτή τη φορά από το βάθος του κάμπου. Είναι η «μαχητική» της Σουβάλας. Ενα ουκ ευκαταφρόνητο τμήμα με 70 ντουφέκια που το οδηγεί στη μάχη ο νεαρός γεωπόνος Κώστας Κασούλας, πλαισιωμένος από τους Βορηά, Κοζάκο και τον συνακολουθούντα αριθμό αμάχων που κράδαινε απειλητικά ότι γεωργικό εργαλείο βρήκε εύκαιρο μέχρι και απλά ραβδιά.
Ο Aime παρακολουθεί με τα κιάλια του τις εξελίξεις συνοφρυωμένος. Ο φόβος του είναι μήπως οι επερχόμενοι από τα ανατολικά είναι το Αρχηγείο της Παρνασσίδας. Το τραγικό αποτέλεσμα στον Φαρδύκαμπο είναι πολύ πρόσφατο και το ενδεχόμενο να περικυκλωθεί και να παρελάσει και αυτός αιχμάλωτος όπως ο ταγματάρχης P. Perrone με όλο το τάγμα του στη Σιάτιστα[5] δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται.
Η ώρα είναι 15.45 και o Giovanni Aime αποφασίζει την απαγκίστρωση. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις αναδιπλώνεται και εσπευσμένα παίρνει τον δρόμο επιστροφής για τη Γραβιά δίνοντας τέλος σε μια μάχη που, από καθαρά στρατιωτική άποψη, ίσως και να μην άρχισε ποτέ!
Στην αναφορά που υπέβαλε, το ίδιο βράδυ, προς το προϊστάμενο φρουραρχείο της Λαμίας και τη διοίκηση του 44ου Συντάγματος, επικαλείται την επιτακτική ανάγκη να γυρίσει γρήγορα στην Γραβιά γιατί η παραμείνασα φρουρά ήταν μικρή.[6]
Επίσης επικαλείται το προχωρημένο της ώρας ώστε να μην τον «πιάσει» το σκοτάδι, καθώς και ότι η αναδίπλωση ήταν μία κίνηση στρατηγικής που αποσκοπούσε να παρασύρει τον εχθρό στον κάμπο ώστε να αντεπιτεθεί έχοντας σίγουρη τη νίκη. Για τις απώλειες του αναφέρει έναν τραυματία [7] και αυτόν ελαφριά.
Από την άλλη μεριά, στα χωριά, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και ο κόσμος πανηγύριζε ξέφρενα, ενώ δεν είχαμε καμία καταγραφή απωλειών.
Τις επόμενες μέρες το ΙΙΙ/44 θα κλειστεί στο στρατόπεδό του. Θα τοποθετηθούν διπλοσκοπιές και θα ενισχυθεί η περίφραξη με πρόσθετη σειρά συρματοπλεγμάτων. Ούτε σκέψη πια για εξορμήσεις στα χωριά. Και γενικά, ο Regio Esercito, από τον Απρίλιο του '43 και μετά, θα αποσυρθεί από πολλές μικρές και εκτεθειμένες φρουρές και θα βγαίνει από τα στρατόπεδά του μόνο αν είναι ανάγκη. Και αυτό με ενισχυμένες δυνάμεις. Στις 24 Μαρτίου θα εκκενωθεί και δεύτερη επαρχιακή πρωτεύουσα, τα Γρεβενά.
Τη νύχτα της 26ης Μαρτίου μια δύναμη ανταρτών θα περάσει «ξυστά» από τα ακριανά σπίτια της Γραβιάς. Παρά την αναστάτωση που ξεσήκωσαν τα γαβγίσματα των σκύλων, οι Ιταλοί δεν τόλμησαν να βγάλουν ούτε μία περίπολο.
Την επομένη (27/3) φόρτωσαν σε φορτηγά τον εξοπλισμό τους και κατά το απομεσήμερο εγκατέλειψαν τη Γραβιά.
Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις που ακολούθησαν, η «μαχητική» της Μαριολάτας, τιμής ένεκεν, παρέλασε πρώτη στην απελευθερωμένη κωμόπολη.
 Σημειώσεις
[1] Σήμερα το χωριό έχει μεταφερθεί προς τον κάμπο και πάνω στον κεντρικό δρόμο.
[2] Τον Φεβρουάριο και αρχές Μαρτίου του ’43 έχουμε τις απανωτές και εντυπωσιακές ήττες των Ιταλών στο Σνίχοβο, στη Μερίτσα, στη Βίγλα και στον Φαρδύκαμπο.
[3] Το αντίστοιχο του ελληνικού όρου «ράδιο αρβύλα».
[4] Δυνάμεως πάνω απο150 καλά οπλισμένων και μπαρουτοκαπνισμένων ανταρτών.
[5] Το συντριπτικό χτύπημα στον Φαρδύκαμπο είχε αποτέλεσμα την αιχμαλωσία ολόκληρου ιταλικού τάγματος (603 άνδρες και όλος ο οπλισμός του Ι/13 τάγματος της Pinerolo, που είχε έδρα τα Γρεβενά).
[6] Ο Giovanni Aime, φεύγοντας το πρωί της 23ης Μαρτίου από τη Γραβιά άφησε πίσω του φρουρά 112 ανδρών.
[7] Επρόκειτο για τον ελαφρύ τραυματισμό του στρατιώτη Del Soglio Raffaele του 11ου Λόχου.
 Βιβλιογραφία
1. Δημήτριος Ν. Δημητρίου: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης
2. Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης: Το Αντάρτικο
3. Γεώργιος Δ. Ματζώρος: O καπετάν Διαμαντής
4. Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Εκδόσεις ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
5. Archivo Ufficio Storico. Stato Maggiore Esercito. Diario Storico 44 RGT, Bimestre Marzo-Aprile 1943

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019


Παρουσίαση του βιβλίου της Γιάννας Δημητριάδη

«ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ-

Από το ημερολόγιο του θανατοποινίτη του εμφυλίου Αντώνη Δημητριάδη».

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019 στις 12.00 στη ΛΑΜΙΑ



Συνδιοργανωτές.
Ο Δήμος Λαμιέων, το Σωματείο «Μουσείο Ιστορικό Αρχείο Ρούμελης 1940-1950» (Μ.Ι.Α.Ρ.),                     
o Όμιλος Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων και τα ΓΑΚ-Αρχεία Ν. Φθιώτιδας

σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Γιάννας Δημητριάδη των εκδόσων Άπαρσις


[…Μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, ο στρατιώτης Αντώνης Δημητριάδης καταδικάζεται τετράκις σε θάνατο για την άρνησή του να σηκώσει όπλο εναντίον των ανταρτών. Θα περάσει τα επόμενα οκτώ χρόνια της ζωής του στις φυλακές, περιμένοντας την εκτέλεσή του. Το χρονικό της πρώτης τετραετίας του εγκλεισμού του, όπως την κατέγραψε ο ίδιος σε παράνομο ημερολόγιο στις Φυλακές Αβέρωφ, παρουσιάζεται στο παρόν βιβλίο από την κόρη του, τη δημοσιογράφο Ιωάννα Δημητριάδη].

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019


                        Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ



«Τι θα πει είμαι γυναίκα; Μήπως δεν είμαι παιδί της ίδιας πατρίδας; Κι η πατρίδα σήμερα έχει ανάγκη απ' όλα τα παιδιά της. Ξέρω, δε θα μείνω μόνη. Σήμερα ήμουν εγώ, αύριο έρχεται η δική σας σειρά, κορίτσια. Καλή αντάμωση», γράφει στη «Νέα Γενιά», το περιοδικό της ΕΠΟΝ, η Κωστούλα από τη Ρούμελη.



Οι γυναίκες της Ελλάδας συμμετείχαν στην Αντίσταση σε όλα τα μέτωπα του αγώνα. Στην Εθνική Αλληλεγγύη, στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά των  κατακτητών, στους αγώνες στις γειτονιές για την επιβίωση και σαν αντάρτισσες, βοηθητικές και μαχήτριες, με το όπλο στο χέρι. Η συμμετοχή  τους στις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις ξεκινά με αργό ρυθμό για να αυξηθεί γεωμετρικά προς το τέλος της Κατοχής. Σημείο καμπής η συνθηκολόγηση των Ιταλών, τον Σεπτέμβριο 1943 και η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, οπότε εντείνεται η τρομοκρατία των κατακτητών και των συνεργατών τους. ΕΑΜικές πηγές εκτιμούν ότι η συμμετοχή των γυναικών ανερχόταν στο ένα τρίτο των οργανώσεων του ΕΑΜ ενώ άλλες αναφορές ανεβάζουν τη γυναικεία παρουσία στο ΕΑΜ σε 45% και σε 50% την παρουσία των κοριτσιών στην ΕΠΟΝ [Χρύσα Χατζηβασιλίου, Οι Ελληνίδες στο Δεκέμβρη, ΚΟΜΕΠ 1945]. Είναι χαρακτηριστικό πως, από τα 3.000.000 μέλη της οργάνωσης της Εθνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της οργάνωσης 1.740.000 ήταν γυναίκες. Οι ««Αλληλεγγύτισσες» ήταν το 60% των μελών της Θεσσαλίας, το 55% της Ρούμελης, το 55% της Αθήνας, το 60% της Μακεδονίας και το 60% της Ηπείρου.  Αν και ίσως υπερβολικά τα στοιχεία, η συμμετοχή των γυναικών στις ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία μαζική.  




Προκειμένου οι γυναίκες να στρατολογηθούν και να αξιοποιηθούν στον αντιστασιακό αγώνα αναπτύχθηκε κατά την κομματική ιδεολογία, «ιδιαίτερη δουλειά στις γυναίκες» τόσο από το ΕΑΜ όσο και από τη ραχοκοκαλιά του το ΚΚΕ. Συγκροτήθηκαν γυναικείες οργανώσεις και τμήματα και διοργανώθηκαν ειδικές εκδηλώσεις χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας ανδρών και γυναικών δεν ήταν ενιαίος. Όπως σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «όλες οι γυναικείες οργανώσεις πρέπει να αποτελέσουν ένα κοινό εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο, τμήμα του γενικού εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου που ν' αγκαλιάζει τις πλατειές μάζες των γυναικών της χώρας μας».
Έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ τον Φεβρουάριο 1943 διέγραφε με γενικές γραμμές τις κυριότερες μορφές πάλης των γυναικών μέσα στο ΕΑΜ. Οι εργάτριες, οι αγρότισσες, οι υπάλληλοι, οι δασκάλες, οι νοικοκυρές, οι μάνες, οι νέες που σπουδάζουν έπρεπε να μπουν στον αγώνα και να νιώσουν τον διπλό σκοπό του ΕΑΜ «να ελευθερωθούμε από τους κατακτητές. Να γίνει ο λαός κυρίαρχος της τύχης του». Η γυναίκα «έπρεπε να δεχθεί την πάλη όχι μόνο από ανάγκη, μα και σαν μέσο και σαν κίνητρο για να εκδηλώσει ενεργά το μίσος της στον καταχτητή, την αλληλεγγύη της στα θύματά του και την αγάπη της στη λευτεριά. Σπουδαιότητα έχει ο αγώνας αυτός νανε ομαδικός, οργανωμένος και πειθαρχημένος για να καταλήξει σε μια παλλαική εξέγερση. Η σημερινή Ελληνίδα έχει μπροστά της μακρυά παράδοση ατομικών ηρωισμών και Εθνικής υπερηφάνειας που δεν έσβυσε μέσα σε τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, ούτε θα σβύσει ποτέ. Ονόματα γυναικών που γέμισαν με το γόητρό τους την Ελληνική Επανάσταση του 1821 στέκονται σαν σύμβολα που καλούν ακόμα και σήμερα σε μίμηση τις νέες γυναίκες. Μα κοντά σε αυτές τις εξαιρετικές μορφές η συμβολή του μεγάλου πλήθους των γυναικών της Ελλάδος ήταν πελώρια όχι μόνον στον αγώνα της Εθνικής μας ανεξαρτησίας μα και στους λοιπούς αγώνες. Όλο αυτό το Ανώνυμο πλήθος που ακολούθησε τους αγωνιστές, που ΄θρεψε τους επαναστάτες, που κουβάλησε τα πολεμοφόδια, τους βοήθησε, τους παραστάθηκε σαν ήταν λαβωμένοι και τους έκρυψε από τον εχθρό, που τους έδωσε κουράγιο και στην ανάγκη πήρες τόσες φορές το «τουφέκι στο χέρι» κι υπόμενε τις στερήσεις και τις συμφορές, χωρίς διαμαρτυρία, ένα είχε κοινό χαρακτηριστικό. Την απόφαση να θυσιαστεί για το μεγάλο σκοπό: τη λευτεριά του. Με αυτή την απόφαση βαδίζουν και σήμερα οι Ελληνίδες, ακλόνητες προς τη Νίκη. Ανάμεσα στα ρημάδια των πόλεων και των χωριών που σωριάζονται σ’ όλη την ελληνική γη, στα ξεραμένα από την πείνα κορμιά και τα σκελετωμένα παιδιά, επάνω στους σωρούς των κουρελιών και της αθλιότητας, οι Ελληνίδες αγωνίστριες θα υψώσουν σήμερα το ηθικό τους ανάστημα με την απλότητα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που ναι έτοιμος για κάθε θυσία».
Γυναικεία έντυπα όπως η «Φωνή της Γυναίκας», της Επιτροπής Γυναικών Πειραιά του ΕΑΜ, η «Γυναικεία Δράση» του ΕΑΜ Αθήνας, η «Φωνή της Ρουμελιώτισσας» και η «Συναγωνίστρια» κατέκριναν τα ήθη που κρατούσαν σκλάβες τις γυναίκες και υπογράμμιζαν τη μεγάλη αλλαγή που έφερνε το κίνημα της αντίστασης στην ισοτιμία των δύο φύλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι προμετωπίδα της εφημερίδας  «Συναγωνίστρια του ΕΑΜ Δυτικής Μακεδονίας ήταν το μότο «Σπάζω τις αλυσίδες της διπλής σκλαβιάς».
Το πρώτο βημα έγινε με την ανάθεση στις γυναίκες οικείων για αυτές δραστηριοτήτων, όπου θα μπορούσαν να εφαρμόσουν γνώριμες και δοκιμασμένες δεξιότητες. Οι γυναίκες οργανώνονται στην «Εθνική Αλληλεγγύη» (Ε.Α.), ένα είδος Ερυθρού Σταυρού για το μαχόμενο έθνος. Η οργάνωση ιδρύθηκε στις 28 Μαίου 1941 με σκοπό την παροχή βοήθειας στους φυλακισμένους, την στήριξη στις οικογένειες των εκτελεσμένων, των πυροπαθών, των αστέγων, την προσφορά ρουχισμού και τροφίμων στους αντάρτες, την ίδρυση φαρμακείων, νοσοκομείων και ιατρείων. Τον Ιούλιο του 1942 η Ε.Α. ξεκίνησε ένα μεγάλο πανελλήνιο έρανο «για τη σωτηρία των θυμάτων». Στην έκκληση πρώτες κλήθηκαν οι «Ελληνίδες μάνες, σύζυγοι, αδελφές». Μπροσούρα της Ε.Α. (Μια προσπάθεια και ένας άθλος. Το έργο της Εθνικής Αλληλεγγύης της Ελλάδος) καθόριζε τα γυναικεία καθήκοντα: «Εδώ οι γυναίκες βρίσκουν εκείνο που προσαρμόζεται στις χθεσινές τους συνήθειες και ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή τους, ανταποκρίνεται στους εθνικούς τους πόθους και δίνει διέξοδο στη ζωτικότητά τους, ικανοποιώντας τη δίψα τους για κοινωνική δράση».  Η εθνική επιβίωση ανατίθετο στη μητρική στοργή για αυτό και η αντιστασιακή αυτή οργάνωση συχνά λάμβανε την προσωνυμία «Μάνα». Η στράτευση στην Αντίσταση γινόταν μητρική υποχρέωση. Ανταπόκριση για τη Β Περιφερειακή Συνδιάσκεψη της Ε.Α. Καστοριάς (27-9-44) επισήμανε τη μεγάλη συμβολή των γυναικών στον αγώνα της Αντίστασης και της επιβίωσης του ελληνικού λαού:  «Είδαμε τις γυναίκες, τα όντα αυτά, που πριν μόνο να δουλεύουν ξέρανε και να εχτελούν τις διαταγές του αφέντη-συζύγου τους, να ξετυλίγουν μπροστά μας μια δράση πιο πλούσια από του άνδρα, μια τεράστια συμβολή σ’ όλες τις ανάγκες του αγώνα. Μας παρουσιάστηκαν μητέρες και αντάρτισσες μαζί, αδελφές και νοσοκόμες, νοικοκυρές κι οργανώτριες, πραγματικοί σύντροφοι των συναγωνιστών, αληθινές επαναστάτριες».
Η οργάνωση αναλάμβανε την οργάνωση συσσιτίων καθώς και τη δημιουργία παιδικών σταθμών για φτωχά και ασθενικά παιδιά. Η Ναυσικά Φλέγγα στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας πήρε την πρωτοβουλία για την οργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά το χωριού της που πεινούσαν. Η ατομική συμπαράσταση εξελίχθηκε σε οργανωμένη προσπάθεια και τον Μάιο 1942 μια επιτροπή από 7 κοπέλες πρόσφερε συσσίτιο σε 50 παιδιά και 10 γέροντες. Για να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα τρόφιμα δινόντουσαν θεατρικές παραστάσεις με εισιτήριο κάτι φαγώσιμο. Η Σοφία Βλάχου, τελειόφοιτη γυμνασίου, είχε αναλάβει την οργάνωση συσσιτίων σε  17 χωριά της Φθιώτιδας. Φρόντιζε ακόμη για τα καταλύματα των ανταρτών και των συνδέσμων και κατάφερε να οργανώσει ορεινό νοσοκομείο για τους τραυματισμένους αντάρτες στο χωριό Περίβλεπτο. Παιδικοί σταθμοί ιδρύθηκαν σε όλη τη Ρούμελη και τη Θεσσαλία. Οι γυναίκες μαγείρευαν για τα παιδιά που πεινούσαν ξεκινώντας από το τίποτα: λίγα φασόλια, καλαμποκίσιο αλεύρι, καρύδια. Στις Μηλιές Πηλίου πρόσφεραν, σε πάνω από 40 παιδιά, ομοιόμορφο ρουχισμό, τροφή και ψυχαγωγία. Στην Καρδίτσα, τον τομέα των παιδικών σταθμών είχε αναλάβει η ΕΠΟΝ. Το πρόγραμμα λειτουργίας τους το δημιούργησε η Ρόζα Ιμβριώτη (Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της αντίστασης, εκδ. Οδυσσέας).
Η πρώτη αμιγώς γυναικεία εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ήταν η «Λεύτερη Νέα». Ιδρύθηκε από σπουδάστριες του Πολυτεχνείου τον Ιούνιο 1942 και απευθυνόταν, όπως έγραφε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας που εξέδιδε «Η Φωνή της Νέας», «στη νέα που προορίζεται για μητέρα που δε θα γεννά γενιά σκλάβων, που ζητά να γίνει άξια για μια λεύτερη και όμορφη ζωή, που είναι η υπόσχεσή της Αύριο». Σκοπός της «Λεύτερης Νέας» ήταν να ελευθερώσει πραγματικά τα κορίτσια από το ζυγό και από την πείνα, να τα ελευθερώσει από την αμορφωσιά, να τα κάνει ανεξάρτητους και ζωντανούς ανθρώπους ικανούς να σταθούν στη ζωή μέσα στις συνθήκες της ξενικής κατοχής, παλεύοντας στο πλευρό του ΕΑΜΝ για το διώξιμο του κατακτητή». Η οργάνωση εξέδιδε προκηρύξεις, έγραφε συνθήματα σε τοίχους, συμμετείχε σε ευρύτερες κινητοποιήσεις, σε διαδηλώσεις για συσσίτια, σε επιτροπές για τη διεκδίκησή τους, σε παραστάσεις στις κατοχικές αρχές για την απελευθέρωση συλληφθέντων. Η οργάνωση αυτοδιαλύθηκε τον Φεβρουάριο 1943, όπως και οι άλλες οργανώσεις νέων και προσχώρησε στην ΕΠΟΝ.  
Μαζική είναι και η συμμετοχή των γυναικών – συχνά μαζί με τα παιδιά τους - σε συλαλλητήρια για τη διανομή τροφίμων και φαρμάκων, για την απελευθέρωση κρατουμένων και εναντίον της τρομοκρατίας των Γερμανών και των συνεργατών τους. Όπως και στις κινητοποιήσεις εναντίον της δοσίλογης κυβέρνησης, στα μαζικά συλλαλητήρια της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων ενάντια στην πολιτική επιστράτευση που σχεδίαζαν οι Γερμανοί.  Η ΕΠΟΝίτισσα Νίκη ήταν η πρώτη ομιλήτρια στις 24 Φεβρουαρίου (μια ημέρα πριν είχε ιδρυθεί η ΕΠΟΝ) την εβδομάδα εκείνη των μεγάλων κινητοποιήσεων με τις απεργίες και τις μαζικές διαδηλώσεις. Στο μαζικό συλλαλητήριο της Αθήνας στις 22 Ιουλίου 1943 ενάντια στην επέκταση της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής στη Μακεδονία η 17χρονη ΕΠΟΝίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου στάθηκε μπροστά στα γερμανικά τανκς κρατώντας την ελληνική σημαία. Μια άλλη ΕΠΟΝίτισσα, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Φιλολογίας, σκαρφάλωσε στο «σιδερένιο θεριό» κι άρχισε να χτυπάει το δολοφόνο με το τακούνι της ώσπου μια ριπή την έρριξε νεκρή.
Η 32χρονη Ηλέκτρα Αποστόλου, πρωτοπόρο στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ έπεσε στα χέρια των κατακτητών τον Ιούλιο του 1944. Βασανίστηκε στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» της πλατείας Βικτωρίας από την Ειδική Ασφάλεια. Στο μαρτύριο της που κράτησε ένα μερόνυχτο είπε μόνο δύο φράσεις: «Είμαι Ελληνίδα. Υπηρετώ την Ελλάδα». Η Ηλέκτρα είχε αναλάβει υπεύθυνη της ομάδας διαφώτισης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ που έφτιαχνε το έντυπο προπαγανδιστικό υλικό στην Αθήνα, βοηθώντας τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις κατά των κατακτητών.
Η Κούλα Σουλιώτη αφού απέρριψε με περηφάνεια την πρόταση των Βουλγάρων φασιστών να αλλάξει εθνικότητα έπεσε λεβέντικα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Για τη δράση της στις γραμμές του προοδευτικού κινήματος, είχε φυλακιστεί και εξοριστεί από τη δικτατορία Μεταξά μαζί με το παιδί της. Το 1942 μεταφέρθηκε από την εξορία στη Θεσσαλονίκη και παραδόθηκε μαζί με το εννιάχρονο τότε αγοράκι της στους Γερμανούς που την έκλεισαν στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς». Φυματική, την πήραν οι Γερμανοί από το Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν και την παρέδωσαν στους συμμορίτες του Δάγκουλα, μαζί με άλλους δέκα πατριώτες.   Λίγο πριν εκτελεστεί στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 η Σουλιώτη, έγραψε στο μονάκριβο γιό της : «…Μη λυπηθείς για το χαμό των γονιών σου παιδί μου, τράβα το δρόμο σου χωρίς δισταγμούς» (Σπύρος Κουζινόπουλος, Γυναίκες της Θεσσαλονίκης στο εκτελεστικό απόσπασμα).
Η ένταξη των νεών γυναικών στις ΕΑΜικές οργανώσεις ερχόταν σε σύγκρουση με την οικογένεια αλλά και τον «παραδοσιακό» ρόλο τους στην κοινωνία. Αν και η Εθνική Αλληλεγγύη αναπαρήγαγε γνώριμα στερεότυπα για το ρόλο της γυναίκας – ως μάνας, η ΕΠΟΝ με τις κοινές δράσεις αγοριών και κοριτσιών έθετε σε αμφισβήτηση τις τότε διευθετήσεις των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα. Γράφει η «Γυναικεία Δράση» (25 Μαρτίου 1943): «Δεν ντρέπεστε να βγαίνετε κι εσείς οι γυναίκες στα πεζοδρόμια αντί να κάθεστε στο σπίτι σας να κοιτάξετε τα παιδιά σας» είπε κάποιος ασυνείδητος «Έλληνας» σε μια νέα. Κι αυτή τον κοίταξε με περιφρόνηση   και του απάντησε: «Οι Ελληνίδες δεν μπορούν να είναι σκλάβες και μάνες σκλάβων. Σήμερα ο προορισμός είναι ο αγώνας για τη ζωή και τη λευτεριά όλων των παιδιών της Ελλάδας». Με το στόμα της απαντούν όλες οι Ελληνίδες».   Όπως σημείωνε το στέλεχος του ΚΚΕ, Χρύσα Χατζηβασιλείου στην μπροσούρα «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και το γυναικείο ζήτημα» (έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Αθήνα 1946)  «δεν είναι τυχαίο   ότι από οικογένειες συντηρητικές, με απαρχαιωμένες παραδόσεις και αντιλήψεις για τη γυναίκα, ξεπετιούνται γυναίκες αγωνίστριες για την πρόοδο και τον πολιτισμό, ξεπετιούνται καλά μέλη του ΚΚΕ. Δεν είναι πια σπάνια τα φαινόμενα να είνε ο άνδρας συντηρητικός ή και χειρότερα ακόμα αντιδραστικός, χίτης, μοναρχικός και η γυναίκα ανεξάρτητη και με συνέπεια δημοκρατική. Αδελφός και μπαμπάς χίτης, η κοπέλα του σπιτιού στην ΕΠΟΝ. Όλα αυτά είναι σημεία των καιρών, ενδεικτικά της βαθειάς αλλαγής που συντελέστηκε στην πολιτική και την κοινωνική νοοτροπία των γυναικών».               
Μέσα από αυτές τις διεργασίες οι γυναίκες σταδιακά συνειδητοποίησαν πως είχαν τα ίδια καθήκοντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα στη ζωή με τους άντρες. Είτε στη διαδήλωση να καλύπτει τα τανκς, είτε  δίπλα στους αντάρτες να υφαίνει, να πλένει μέρα νύχτα, να μεταφέρει τον παράνομο Τύπο, να κρύβει αγωνιστές, να περιθάλπει πληγές τραυματιών, ως σύνδεσμος να μεταφέρει πληροφορίες, να φροντίζει για το καθημερινό συσσίτιο, να παραδίδει μαθήματα, να στέκεται όρθια στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στις απεργίες, στα σαμποτάζ, να ξεσηκώνει το λαό της Αθήνας με τα χωνιά η γυναίκα ήταν δυναμικά παρούσα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Γυναίκες συμμετείχαν και στα ένοπλα σώματα της αντίστασης.  Υπολογίζεται ότι οι αντάρτισσες του ΕΛΑΣ ήταν γύρω στις 1.000 ενώ το γυναικείο ποσοστό στον εφεδρικό ΕΛΑΣ άγγιζε το 10%. Στη Μακεδονία, τον Σεπτέμβριο του 1943 σε ΕΑΜίτικη εφημερίδα, μαζί με την είδηση ότι «οι γυναίκες σήμερα πήραν τα όπλα και βγήκαν στο βουνό» υπάρχει και η προτροπή «Πύκνωσε τις τάξεις του ΕΛΑΣ... γίνε πρωτοπόρα σ' όλες τις μορφές πάλης του αγώνα μας».   Αν και περιορισμένη σε κλίμακα η γυναικεία συμμετοχή στα ένοπλα τμήματα ανέδειξε εμβληματικές μορφές του ΕΛΑΣ όπως η Μένη Παπαηλιού (Θύελλα), η Κούλα Ντάνου. Λίγο πριν από την Απελευθέρωση  δημιουργήθηκαν κατά τα πρότυπα των ανταρτοεπονίτικων ομάδων υποδειγματικές γυναικείες διμοιρίες.  Από τη Σχολή των Εφέδρων ανθυπολοχαγών του ΕΛΑΣ αποφοίτησαν 13 κορίτσια, ανάμεσά τους η Μαρία Φέρλα - Μπέικου και η Γεωργία Παλιγιαννοπούλου – Καλλίνου. Η παρουσία τους, ιδίως στις παρελάσεις της Απελευθέρωσης, βοηθούσε στο ξεσήκωμα του γυναικείου πληθυσμού και λειτουργούσε παραδειγματικά για τις άλλες γυναίκες. 
 «Αντάρτισσες είδαμε για πρώτη φορά στο Καρπενήσι, ένα μήνα μετά την είσοδό μας στην Ελλάδα», γράφει ο Κώστας Κουβαράς αμερικανός αξιωματικός ελληνικής καταγωγής, επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής (OSS) «Περικλής» που συνδέθηκε με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρίλη 1944 μέχρι την απελευθέρωση. «Ντυμένες σαν άντρες πολεμιστές, με σοβαρά πρόσωπα, αυτές οι κοπέλες μοιραζόντουσαν ίσα με  τους άντρες τη σκληρή αντάρτικη ζωή. Οι αντάρτες τις σεβόντουσαν από κάθε άποψη γιατί μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες είχαν ήδη αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτάσαμε στο Καρπενήσι τον Μάη του 1944, οργανωνότανε μόλις μια γυναικεία μονάδα σαν μέρος της XIII Αντάρτικης Μεραρχίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήταν καινούργιες στο αντάρτικο, αλλά ανάμεσά τους υπήρχανε μερικές που ανήκανε σε αντάρτικες μονάδες αρκετό διάστημα. Δεν χρειαζότανε να τις ξέρεις για να ξεχωρίσεις αυτές τις «βετεράνες». Το παρουσιαστικό κι η συμπεριφορά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή των νεοφερμένων. Είχαν αυτοπεποίθηση. Δρούσαν σαν ώριμοι μαχητές με όλη την έννοια της λέξης».
Το επιστέγασμα της μαζικής εθνικοαπελευθερωτικής δράσης των γυναικών ήρθε την άνοιξη του 1944 όταν η ΠΕΕΑ ‒ Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης‒ κατοχύρωσε την ισότητα αντρών και γυναικών. Με πράξεις και αποφάσεις της η ΠΕΕΑ πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, την ισότητα στην εργασία, τη συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια ζωή. Για πρώτη φορά οι γυναίκες εκλέγουν και εκλέγονται, συμμετέχουν στα όργανα της λαϊκή αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Ως Εθνοσύμβουλοι στις εκλογές που προκήρυξε η «Κυβέρνηση του Βουνού» στις ελεύθερες αλλά και τις κατεχόμενες περιοχές εκλέχθηκαν 5 γυναίκες: οι Καίτη Ζεύγου, Μάχη Μαυροειδή, Μαρία Σβώλου, Φωτεινή Φιλιππίδη και Χρύσα Χατζηβασιλείου.  
Από τη μη ΕΑΜική αντίσταση – η οποία δε διακρινόταν από μαζικότητα και είχε μικρή αριθμητικά συμμετοχή γυναικών - ξεχωρίζει η παρουσία της Λέλας Καραγιάννη, μιας μάνας επτά παιδιών που έγινε ηρωίδα της Αντίστασης.  Στην Κατοχή μετέτρεψε το σπίτι της σε αρχηγείο της οργάνωσης που η ίδια δημιούργησε το 1941 με το όνομα «Μπουμπουλίνα».  Στόχος της οργάνωσης ήταν η φυγάδευση Βρετανών  στο Κάιρο αλλά και σαμποτάζ κατά του εχθρού. Μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου κατασκοπείας η Λέλα Καραγιάννη συγκέντρωνε «ευαίσθητες» στρατιωτικές πληροφορίες για τις κινήσεις εχθρικών πλοίων, για Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών και σχεδιαγράμματα αεροδρομίων. Μαζί της οργανώθηκαν άλλες 10 γυναίκες ενώ  γυναικεία συμμετοχή καταγράφεται στα μέλη του δικτύου σαμποτάζ Υβόννη. Τον καλοκαίρι του 1944, η Καραγιάννη, που στο μεταξύ  συνεργαζόταν με το κατασκοπευτικό δίκτυο «Απόλλων», συνελήφθη μαζί με πέντε από τα παιδιά της και βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου όπου εκτελέστηκε μαζί με άλλα 59 μέλη της Αντίστασης, συνεργάτες των Βρετανών στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες μέρες πριν από την Απελευθέρωση.
Μια άλλη γυναικεία μορφή της «αστικής» Αντίστασης ήταν η Ιουλία Μπίμπα. Ως μέλος της Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων) συμμετείχε μαζί με άλλα μέλη του «Ουλαμού Καταστροφών», όπως ο αεροπόρος Κώστας Περρίκος, στην ανατίναξη της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στις 20 Σεπτεμβρίου 1942. Στο σπίτι της φυλάχθηκαν τα 20 κιλά δυναμίτη τα οποία η ίδια μετέφερε  στην οδό Γ Σεπτεμβρίου, όπου ήταν τα γραφεία της προδοτικής οργάνωσης.  Στην έκρηξη και την πυρκαγιά που ακολούθησε, σκοτώθηκαν 29 μέλη της ΕΣΠΟ –ο αρχηγός της, γιατρός Στεροδήμας, τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε λίγες μέρες αργότερα- καθώς και 43 Γερμανοί στρατιωτικοί στον τρίτο όροφο. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο σαμποτάζ μέχρι τότε στην κατεχόμενη Ευρώπη σε μια κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Ναζί προχωρούσαν ακάθεκτοι στα μέτωπα του πολέμου στην Αφρική και της Ευρώπη.
Η Μπίμπα συνελήφθη, υπέστη φριχτά βασανιστήρια για να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της και καταδικάστηκε από γερμανικό στρατοδικείο σε εκτέλεση δια πελέκεως. Από το Εμπειρίκειο Άσυλο, όπου κρατούνταν, μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βιέννη και εκτελέστηκε με το τσεκούρι –  μόνο αυτή,οι συγκατηγορούμενοί της είχαν εκτελεστεί δια τυφεκισμού στην Καισαριανή -   στη Βιέννη στις 26 Φεβρουαρίου 1943 μαζί με άλλους οκτώ αντιφασίστες αγωνιστές από τη Γερμανία, την Αυστρία και την Τσεχία (Βασίλης Φίλιας, Παντελής Βατάκης, Κωνσταντίνος Λαγος,  «Κώστας Περρίκος. Η Βιογραφία ενός Ήρωα»).
Η  συμμετοχή των γυναικών στην Αντίσταση – κυρίως και μαζικά μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ -  αν και δεν ανέτρεψε τις κυρίαρχες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα ή των ρόλων τους  οδήγησε στη χειραφέτηση των γυναικών η οποία τυπικά θα αργούσε μερικές δεκαετίες ακόμα. Η μαζική έξοδος των γυναικών στη δημόσια σφαίρα και στον πολιτικό στίβο μέσα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και το όραμα ενός καλύτερου αύριο πρόσφερε νέες δυνατότητες στις γυναίκες ατομικά και συλλογικά. Και αυτό παρά τα προδιαγεγραμμένα όρια δράσης τους.

*Της Βασιλικής Λάζου


6 Μαρτίου 1943 - Άνοιγμα Φυλακών Λειβαδιάς



Ξημερώνοντας 6 Μαρτίου 1943, ομάδα 25 ανταρτών του ΕΛΑΣ Παρνασσίδας με μία ριψοκίνδυνη καταδρομική ενέργεια καταλαμβάνει τις Φυλακές της ιταλοκρατούμενης Λειβαδιάς -στην πόλη στρατοπεύδευαν 4.000 Ιταλοί στρατιώτες- και απελευθερώνει 80 κρατούμενους μεταξύ των οποίων ήταν και ο δάσκαλος Νίκος Δημητρίου, πατέρας του καπεταν-Νικηφόρου που ηγήθηκε της αποστολής, και η γερο-Σοφία, μάνα του ελασίτη Φώτη Παρνασσιώτη (Δήμος Τσόκας).
Πριν αποχωρήσει τελευταίος από τις Φυλακές, ο καπετάνιος Νικηφόρος αφηγείται:
«Έτρεξα πάλι μέσα στο γραφείο. Τράβηξα κι έκοψα τρία-τέσσερα φύλλα άγραφο χαρτί από το βιβλίο της υπηρεσίας. Πήρα ένα κόκκινο και μπλε μολύβι κι έγραψα γρήγορα:
Προς τις ιταλικές δυνάμεις Λιβαδειάς.
Ευχαριστούμε που δε μας ενοχλήσατε απόψε στη δουλειά μας. Σας περιμένουμε και στα βουνά μας!
Θάνατος στο Φασισμό!
Ζήτω η Ελευθερία!
Ζήτω η Ελλάδα!
6 – 3 – 43
Για το Αρχηγείο Ανταρτών του ΕΛΑΣ
Παρνασσίδας-Λοκρίδας-Δωρίδας
και υπόγραψα»
Η καταδρομική αυτή επιχείρηση είναι μοναδική στην κατεχόμενη Ελλάδα και καύχημα για το Αρχηγείο ΕΛΑΣ Παρνασσίδας.
Στις εικόνες:
1. Στην πρώτη φωτογραφία, οι αντάρτες που συμμετείχαν στο άνοιγμα των φυλακών Λειβαδιάς, λίγες μέρες μετά, στην Δαύλεια.
Στη μέση, ο δάσκαλος Νίκος Δημητρίου, περιστοιχίζεται από τους γιους του Νικηφόρο (αριστερά στη φωτογραφία) και Σόλωνα (δεξιά του).

2. Η πίσω όψη της φωτογραφίας. Γραμμένα ιδιοχείρως από τον δάσκαλο Νίκο Δημητρίου, τα ονόματα των ανταρτών και δύο απελευθερωθέντων (ο δεύτερος είναι ο δάσκαλος Αντώνης Νικολάου -αργότερα αντάρτης, με το όνομα «Τρικούπης»).
*Πέτρος Δημητρίου