Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ στο '40-'41 από τον "ΑΝΤΑΡΤΗ"


1. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Ξημέρωμα Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940 στη Σχολή Ευελπίδων

Το πρωί, σχεδόν πριν χαράξει, έγιναν ξανά όλα όπως την κάθε φορά. Ξυπνήσαμε με το εγερτήριο... ...ζεστά ακόμα από τον ύπνο και μισοκοιμισμένα τα νεανικά μας κορμιά, γεμίσαμε τα μελετητήρια για την πρωινή μελέτη.

Στην αίθουσα του δικού μας τμήματος της τρίτης τάξης υπήρχε τη μέρα αυτή διαολεμένο κέφι. Κανένας σχεδόν δεν είχε όρεξη για διάβασμα, λες και προαισθανόμασταν πως ό,τι είχαμε να μάθουμε σ’ αυτά τα θρανία τόχαμε μάθει πια...

...Μπήκε ξαφνικά στην αίθουσα ο αρχηγός... ...είχε σκύψει στη θέση του, κλείδωνε το γραφείο του. Έκανε αργά. Σηκώθηκε κατόπιν ορθός. Το πρόσωπό του, είχε ένα αινιγματικό παιγνίδισμα. «Παιδιά! Έχουμε πόλεμο!» έκαμε ήρεμα.

Μέσα στο θόρυβο, η μισή τάξη δεν καλοκαταλάβαμε τι είπε. Στα πρώτα όμως θρανία είχε σηκωθεί αναταραχή και φτερούγισε στον αέρα η μακάβρια λέξη: Πόλεμος! Αποσβολωθήκαμε όλη η τάξη. Πόλεμος; Με ποιον; Η Ιταλία!

Η Σχολή ολόκληρη, όλα τα σκυθρωπά τετράγωνα, άρχισαν ξάφνου να τραντάζονται συθέμελα. Κοπαδιαστά ορμούσαμε έξω απ’ τα μελετητήρια. Στους διαδρόμους ασφυκτικός, λαχανιαστός συνωστισμός. Από κάπου απέξω αντηχούσαν άγριες ιαχές...

...Εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι σάλπιγγες να σημαίνουν. Συναγερμός! Το πιο σπάνιο σάλπισμα. Και το πιο άγριο. Ανίδεος νάσαι σηκώνεσαι στο πόδι, ότι κάτι τεράστιο τρέχει. Δυνάμωσε απότομα ο σεισμός που κουνούσε τη Σχολή. Μ’ άγριες φωνές οι τριτοετείς ανάγκαζαν, προπαντός τους πρωτοετείς να κάμουν σύντομα. Τακτοποιήσαμε τα κρεβάτια μας, αρπάξαμε τις εξαρτύσεις μας, τα κράνη, όπλα, γυλιούς. Μας έντυνε ο πόλεμος τη δική του στολή.

Ξάφνου άρχισαν να μουκανίζουν έξω και οι σειρήνες. Βούιζαν όλα τα πέρατα της Αθήνας, κάλπαζε αλαλιασμένο το μουκανητό τους σ’ όλο το λεκανοπέδιο. Άρχισε να ουρλιάζει πάνω απ’ τα κεφάλια μας και η δική μας σειρήνα, στα διάκενα των μυκηθμών της άκουγες τις άλλες, κοντινές και μακρυνές. Ξαπόλαγε ο πόλεμος τα δικά του τελώνια, τη δική του άγρια συμφωνία.

Πάψαν σε λίγο οι σειρήνες και μέσα στο πελώριο κενό που έμεινε, άκουγες την πόλη που κουνιότανε.

Μια οχλοβοή σηκωνόταν από παντού στον ουρανό. Από τα πιο κοντινά οι φωνές ήσαν πιο καθαρές. Ξεχώριζαν ιαχές και τα θούρια αυτών που στρατεύονταν και κατηφόριζαν για το κέντρο της πόλης, κύματα-κύματα. Τα κύματα μεγάλωναν όσο προχωρούσαν... ...Οι γυναίκες, οι γέροι, τα παιδιά, γύριζαν στους καινούριους, τους άνοιγαν δρόμο, εύχονταν και σ’ αυτούς να πάνε στο καλό και να τσακίσουν τους εχθρούς. Και οι καινούριοι διάβαιναν με φωνές και τραγούδια, κραύγαζαν συνθήματα κατά των εισβολέων, αποχαιρετούσαν τα πλήθη, συναρπασμένοι, ωραίοι, και με τα δυο τους χέρια ψηλά. Οι γυναίκες, οι γέροι, τα παιδιά, σμίγαν με άλλες γυναίκες και παιδιά από πίσω. Ο λαός πούμενε ξεπροβοδούσε το λαό πούφευγε.

Τελειώσαμε κι εμείς με τους θαλάμους. Ορμούσαμε πάλι κάτω στις σκάλες κι όξω, φορτωμένοι την πολεμική μας εξάρτυση. Οι λόχοι συντάσσονταν, μπροστά στο κτίριό του ο καθένας. Άγρια παραγγέλματα αντηχούσαν ανάμεσα στ’ άδεια ψηλά κτίρια και καμπάνιζαν οι χώροι της Σχολής σαν ηχεία:

«Διμοιρίαι κατά τριάδας εις παράταξιν! Σύνταξιιιις!».

Βρίσκαμε μπροστά μας τους αξιωματικούς μας να μας περιμένουν. Είχαν καταφτάσει ασθμαίνοντας, έστεκαν ωχροί, σιωπηλοί, ταραγμένοι. Η οχλοβοή καταλάγιαζε.

Άρχισε αναφορά. Μες στη σιωπή ακούγονταν δονούμενα, πυρετικά τα παραγγέλματα: «προσοχή…», «ανάπαυσις…», «λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω…», χτυπούσαν ξερά τα τακούνια των βαθμοφόρων.

Τέλειωσε κι η αναφορά. Απλώθηκε τέλεια σιγή για λίγο. Άγρια κι αυτή. Μάθαινες πόση άγρια δύναμη μπορεί νάχει η σιγή. Ύστερα σε κάποιο λόχο, η φωνή του διοικητή, επίσημη, παλλόμενη, κάτι άρχισε να λέει. Κατόπιν και σε άλλον, και σε άλλον.

Στο δικό μας λόχο ο διοικητής μας – λοχαγός Γεώργιος Γκαρέτσος – πήρε κι αυτός αναφορά, είπε βραχνά «ευχαριστώ». Ήρθε ένα-δυο βήματα πιο κοντά μας, στάθηκε κοφτά μπροστά στο λόχο του προσοχή, ανεβοκατέβαινε το καρύδι του στο μακρύ ισχνό λαιμό του, τέντωσε ψηλά το λιγνό μακρύ κορμί του, πέταξε εμπρός, λίγο λοξά, το σαγόνι του και μας ατένιζε άπληστα.

Λοιπόν, πάλευε άγρια κι αυτός να συγκρατηθεί. (Μας άδραξε κι εμάς ένας κόμπος στο λαιμό). Τέλος μπόρεσε ν’ αρχίσει. Με φωνή βραχνή, με υπεράνθρωπο κόπο, και με τη δική του παράξενη προφορά, που τον έκανε να δίνει τα πιο πολλά ι σαν ε και τα ου σαν ο, έλεγε: «Ε φύσες δεν με επροίκισε με το χάρισμα το λόγο. Μο εχάρεσε όμως μια καρδιά και μια ψυχή ελλενεκή!...».

Μας συγκλόνισε! Αδύνατο να βάλω ποτέ στο μυαλό μου πως ο ισχνός εκείνος και ψυχρός διοικητής μας, μπορούσε να κρύβει μέσα του τέτοια δύναμη, να φέρνεται τόσο συναρπαστικά.

Προχώρησε ως το τέλος σταθερά, λέξη προς λέξη, νόημα προς νόημα, ίσιος σαν κολώνα, υπέροχος κι ακούγαμε απ’ το στόμα του την πιο σπάνια προσλαλιά που μπορεί ν’ ακούσει άνθρωπος. Εμείς από τα πρώτα λόγια του, φούσκωναν άγρια τα στήθια μας, καίγανε τα μάτια μας, έτοιμοι να μας πνίξουν οι λυγμοί.

― Ζήτω ε Ελλάς! κραύγασε ολάξαφνα ο λοχαγός μας τινάζοντας το σαγόνι του ψηλά, έτοιμος να τον πνίξουν κι αυτόν οι λυγμοί. Τιναχτήκαμε κι εμείς σ’ ένα βραχνό, στεντόρειο ζήτω. Αντηχούσαν και στους άλλους λόχους όμοιες τραχειές ζητωκραυγές. Φορτιζόταν, φορτιζόταν ο αγέρας της Πατρίδας μας. Φορτιζόταν η ψυχή μας, η ψυχή του λαού μας...

...Άρχισε αμέσως άλλη προετοιμασία. Μας ειδοποίησαν ότι φεύγουμε για τις μονάδες μας. Αμέσως!!! Για τις μονάδες μας!... έμεινα εκστατικός, συλλογισμένος... «Για τις μονάδες μας!...». Μας κάλεσαν, τους τριτοετείς, στη μεγάλη αίθουσα χορού, μια απέραντη σάλα. Φτάσανε βιαστικοί δυο-τρεις αξιωματικοί. Κρατούσε ο ένας τους στα χέρια του χαρτιά. Ανέβηκε σε μια έδρα κι άρχισε, δυνατά, επίσημα, εκφωνούσε τα ονόματά μας ένα-ένα. Μας χόρευε ένα ρίγος. Καθένας μας, ακούγοντας το όνομά του στεκόταν προσοχή, αποκρινόταν δυνατά «παρών!» κι ο αξιωματικός ανάγγελνε το όπλο.

― Πανταζόπουλος Γεώργιος!

― Παρών!

― Πεζικόν!

― Παπαθανασίου Αχιλλεύς!

― Παρών!

― Πεζικόν!

― Θεοχάρης Δημήτριος!

― Παρών!

― Πεζικόν!

……………………………….

Διαβάστηκε κι ο 14ος, χόρευε η καρδιά μου. Άκουσα το όνομά μου, φώναξα κι εγώ παρών κι έκλεισα τα μάτια.

― Ιππικόν! ανάγγειλε ο αξιωματικός...

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄


* φωτογραφίες:

1. Τριτοετής εύελπις Δημήτρης Ν. Δημητρίου. Με την κήρυξη του πολέμου έλαβε τον βαθμό του Ανθυπιλάρχου και πολέμησε κατά των Γερμανών εισβολέων στο μέτωπο της Δοϊράνης. Προτάθηκε για ηθική αμοιβή από τον διοικητή του ταγματάρχη Ιωάννη Βλαχάκη.

2. Αντιστράτηγος (ΠΖ) Γεώργιος Γκαρέτσος. Τάξεως 1927 της ΣΣΕ. Διοικητής του 3ου Οργανικού Λόχου της ΣΣΕ το 1939-1940.

 

 

 

 


 

2. Προς το Μέτωπο: Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

"― Αν είναι καμμιά γραμμένη για σένα, και στη μέση στο βουνό

να κρυφτείς θα σε βρει!..."

Μια από τις τελευταίες ημέρες που έμεινα στη Λάρισα, γύρισα στο δωμάτιό μου και βλέπω μπροστά μου τον πατέρα. Έβαλα μια φωνή, πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Πώς ήταν αυτό, πατέρα!...». Άρχισα να ρωτώ για όλους και για όλα. Οι δικοί μας, καλά. Το υπόλοιπο χωριό; ― «Ο τάδε…, ο τάδε… πάνε!» μου είπε απλά. Ήρθαν οι σκοτωμένοι και θρονιάστηκαν στη σκέψη μου.

Γελαστοί, καλαμπουριτζήδες, όπως τους ξέραμε όλο το χωριό.

Ρώτησα και για τη γιαγιά! «Είναι τρομαγμένη», είπε ο πατέρας, «σα να τραντάζονται όλα γύρω της». Βγήκαμε έξω και καθήσαμε κάπου. Δε χόρταινα την ευχάριστη έκπληξη. «Πώς την πήρες την καλή απόφαση, πατέρα;». – «Την πήρα, δε με ήθελες;». Γέλασα. «Παίρνω τη σύνταξή μου φέτος –μου ξανάπε– είχα λοιπόν καιρό…». Και η φωνή του κόμπιασε. «Με το καλό» τούπα και μ’ έπνιγε και μένα ένας κόμπος.

Έμεινε μαζί μου δυο-τρεις μέρες. Τον περιποιήθηκα όσο μπόρεσα. Χάρηκα που χαιρόταν τις φροντίδες μου. Ψώνισα και μερικά δώρα για όλους. Τον πήγα μέχρι το σταθμό. Όσο ζύγωνε η ώρα τόσο γινόμασταν πιο αφηρημένοι. Την τελευταία στιγμή του άπλωσα τα πέτσινα γάντια μου. «Δεν τα παίρνεις –του είπα– θα σου χρειαστούνε. Εγώ θα βρω άλλα». Τα κύτταξε λίγο. Έκαμε να τα πάρει. Κάτι σα να πάλεψε μέσα του. «Δεν τα θέλω! –είπε κοφτά– δεν τα συνήθισα ποτέ έτσι τα χέρια μου». Αυτό να ήταν;

Έφτασε το τραίνο. Φιληθήκαμε πριν ανεβεί. Την ώρα πούπιασε τη λαβή του βαγονιού γύρισε και μούπε, δυνατά, γιατί η μηχανή ξεφυσούσε μ’ όλη της τη δύναμη: «Και, πούσαι ! Μην ξεχνάς ! Αν είναι καμμιά γραμμένη για σένα, και στη μέση στο βουνό να κρυφτείς θα σε βρει. Λοιπόν, κύτταζε να κάνεις πάντοτε το καθήκον σου κι άφινε τις σφαίρες να πηγαίνουν στη δουλειά τους!». Λάκτισε μέσα μου μια χαρούμενη τρυφερότητα. Ότι μου χάριζε μια καλοσήμαδη πρόβλεψη η πατρική διαίσθηση. Έτσι το πήρα. Αλλά και να πέθαινα, είχα την πιο έγκυρη επαλήθευση ότι άξιζε τον κόπο. Τον παρακολούθησα ώσπου το τραίνο κοίλιαζε, στρέφοντας αριστερά πέρα απ’ το σταθμό και τον έχασα απ’ τα μάτια μου.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄

* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.



* φωτογραφίες:

1. Ο δάσκαλος Νίκος Δημητρίου, προπολεμικά, με τα 90 και πλέον παιδιά του Δημοτικού Σχολείου της Απάνω Αγόριανης. Μαχητής παλαιότερων εθνικών πολέμων και αντάρτης του ΕΛΑΣ Παρνασσίδας στην Κατοχή, μαζί με τους γιους του, Δημήτρη ("Νικηφόρο") και Γιάννη ("Σόλωνα").

2. Αρχές 1941, Σέρρες. Ανθυπίλαρχος Δ. Δημητρίου (δεξιά), πριν σταλεί στο μέτωπο Δοϊράνης, εδώ με τον συνάδελφό του ανθυπολοχαγό ΣΣΕ Ανδρέα Μπάκα.



3. Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ - Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Η ΕΙΣΒΟΛΗ

Νύχτα βαθειά φτάσαμε στις θέσεις μας. Έπιασα να τακτοποιώ τους άντρες μου. Ανάποδη θέση. Ρηχά χορταριασμένα χαρακώματα από τον πόλεμο 14–18 αλλά μπροστά στα χαρακώματα, μπροστά στα μάτια των στρατιωτών, άρχιζε πάλι το πυκνό δάσος (και χαμηλή θάμνωση) και δεν έβλεπες πέρα απ’ τη μύτη σου...

...Εκείνη τη στιγμή έσκασαν κούφια οι πρώτοι πυροβολισμοί από απέναντι. Οι σφαίρες, τις καταλάβαμε μπήχτηκαν στο μαλακό χώμα δίπλα μας μέσα στα κλαριά. Καλυφθήκαμε ξαφνιασμένοι. Ξαναπυροβόλησαν. «Από το σταθμό!...» είπαμε. Δε φαινόταν όμως τίποτα... Οι σφαίρες πύκνωσαν φστ!-φστ!-φστ! σα μελισσούλες γύρω στ’ αυτιά μας. Τα χρειαστήκαμε. Τότε από πάνω, στη διμοιρία, ακούσαμε και φώναζαν άγρια. Αναστατώθηκα για καλά...

...Στη διμοιρία βρήκαμε αναταραχή. «Πάνε κι έρχονται μέσα στα ντούσκα!» είπανε μ’ έξαψη οι άντρες. Κανένας όμως δε φαινόταν. Τότε ακούστηκαν μπροστά μας δυνατές ηχηρές φωνές σε ξένη γλώσσα. Σα βιτσιές. Βιαστικές κι ανήσυχες κι αυτές.

Από απέναντι τους αποκρίθηκαν κι άλλες φωνές. Κυτταχτήκαμε έκπληκτοι. Ο εχθρός!... Αυτό λοιπόν ήταν ο εχθρός!... Οι ξενικές φωνές αντηχούσαν σα σκληρές ιαχές, βιαστικές αλλά είχαν και μια προκλητική αυτοπεποίθηση, κάτι που σ’ εξόργιζε, τους μπάσταρδους. Σκύλιασαν οι στρατιώτες. «Πούστηδες!» είπε ένας.

Σα να ήταν συνεννόησή τους για μας αυτές οι εχθρικές φωνές, άρχισαν από απέναντι τα πυρά εναντίον μας. Αραιά στην αρχή. Κατάλαβα πως μας δοκίμαζαν. Έτρεξα από θέση σε θέση περιμένοντας ότι κάπου θα χτυπούσαν με επίθεση στιγμή προς στιγμή. Πάνω από τα κεφάλια μας αντηχούσαν συνέχεια πηλαλώντας σαν ηχηροί αλαλαγμοί κάου-κάου-κάου τα πλαταγίσματα οι σφαίρες. Καμπάνιζαν τ’ αυτιά σου. Δεν κατάλαβα ότι ήταν πλαταγίσματα...

Ξαναγύρισα στις κύριες θέσεις. Οι άντρες όλοι κολλημένοι μπρούμυτα κάτω ψάχνανε άγρυπνα τους θάμνους μπρος τους. Έπρεπε να προσέχουν πολύ –μπορούσε να μας ζυγώσουν απαρατήρητα και να μας γεμίσουν ξαφνικά χειροβομβίδες. Ένας από τους στρατιώτες με μάλωσε φιλικά που έτρεχα πέρα-δώθε ορθός. «Κύριε ανθυπίλαρχε, μην κάνεις κουτουράδες! Είναι σφαίρες αυτά τα φστ! φστ! γύρω μας. Μην τρέχεις όρθιος!». Θυμήθηκα τα μαθήματα στη σχολή – ότι το πλατάγισμα τ’ ακούς καμπανιστό και δεν είναι κίνδυνος. Το φιτ-φιτ αυτό, μπορεί να σου τρυπήσει ξαφνικά το κρανίο. Δεν μου φαινόταν όμως τόσο σοβαρό να φυλαχτώ.

Είχε φέξει στο μεταξύ και βλέπαμε πλέον καλά. Άκουσα να με φωνάζουν όλο έξαψη από τη θέση ενός πολυβόλου. «Έλα! Έλα!, κύριε ανθυπίλαρχε!». Μούδειξαν να δω απέναντι, πιο μακρύτερα από τα κτίρια της σιδηροδρομικής στάσης. «Ναι! Ναι!» έκαμα λαχταρισμένος. «Τους βλέπω!». Ήταν ένα μπουλούκι, όρθιοι πρασινόγκριζοι άνθρωποι, φορτωμένοι γυλιούς, άσπριζαν κουμπιά τους κι άλλα μεταλλικά τους αντικείμενα. Δείχνανε ωχρές οι φάτσες τους και στέκανε κυττάζοντας τις θέσεις μας – καμμιά σαρανταριά τους όλοι-όλοι. Ο εχθρός! Πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρυζα εχθρό! Από τους γύρω φράχτες ξεφύτρωναν κι άλλοι και πήγαιναν κοντά στους συγκεντρωμένους κι αυτοί.

Είπα στο σκοπευτή του πολυβόλου να παραμερίσει και πήρα τη θέση του. Έπεσα μπρούμυτα, βολεύτηκα. Η καρδιά μου χόρευε. «Πόσα μέτρα το λέτε;» ρώτησα. Είπαμε τρακόσια πενήντα κι έβαλα κλισιοσκόπιο τετρακόσια μέτρα. Μούρθε τότε κι έκαμα απίστομος το σταυρό μου. Ύστερα σφίχτηκα πάνω στο πολυβόλο, κόλλησα το μάγουλό μου στο κρύο κοντάκι του, σημάδεψα, είδα εχθρική δύναμη μέσα στην τριγωνική εγκοπή στο κλισιοσκόπιο να την μοιράζει στη μέση η ακή του στοχάστρου, όπως τόλεγαν οι θεωρίες μας στη Σχολή, κράτησα την αναπνοή μου και πίεσα μαλακά, αυτοκυριαρχημένα, τη σκανδάλη, τεντώνοντας όλη μου τη δύναμη να κρατήσω υποταγμένο το βαρύ όπλο. Άρχισε η άγρια ριπή. Τρανταζόμουνα ολόκληρος, πάλευα εκεί ώσπου έφυγε όλη η ταινία. Είδα τους εχθρούς ζεματισμένους, σα να τους φύσηξε ένας πικρός άνεμος, άλλοι σωριάστηκαν στον τόπο, άλλοι σκόρπισαν πανικόβλητοι ολόγυρα. Οι άντρες μου έβαλαν χαρούμενες φωνές θριάμβου.

Ξανάδωσα το πολυβόλο και σηκώθηκα. «Καλή αρχή, παιδιά!» είπα. Σ’ όλη τη γραμμή μας έξαψη και κέφι. Τα πυρά του εχθρού αγρίεψαν αμέσως. Εμείς χτυπούσαμε συγκρατημένα. Από τον κάμπο στα Πορρόια είδαμε που κατέβαιναν αραδιαστά κι άλλοι Γερμανοί. Άκουσαν τη μάχη και σφίγγονταν από παντού. Τότε φάνηκε καλλίτερα πόσοι ήσαν. «Ορέ τους κιαρατάδες!» συλλογιζόμασταν όλοι εμείς...

Η μάχη εξακολουθούσε αλλά οι γερμανοί χτυπούσαν τυφλά, ακόμα και το πλάτωμα ήταν καλυμμένο.

Πήγα χαρούμενος κι εγώ στον ίλαρχο. Θέλησα ν’ αναφέρω κανονικά. «Κάτσε! Κάτσε!» –μούπε φιλικά. Κάθησα και του διηγήθηκα τι είχε συμβεί και τι πρόβλεπα πως θα γινόταν τώρα. Έδιωξε τους άντρες να πάνε στις θέσεις τους. Με κύτταξε ύστερα γελαστός. Μια στιγμή μου είπε: «Φοβόμουν στην αρχή για σένα…». Με είδε που ενοχλήθηκα. «Στην Αλβανία – εξακολούθησε ήρεμα αυτός – τη διμοιρία σου, το ξέρεις, τη διοικούσε ένας τέλειος διμοιρίτης, και οι άντρες σου ήσαν ψημένοι στη μάχη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… ήταν δύσκολη η θέση σου…». – «Μα δεν έχει γίνει τίποτα ακόμα εδώ, κύριε ίλαρχε» – του είπα με ειλικρίνεια. Εκείνος χαμογελούσε. «Έγινε δεν έγινε – αποκρίθηκε – οι άντρες σου έχουν πια εμπιστοσύνη σε σένα». Κατάλαβα ότι τους είχε ρωτήσει. Βούιζε μέσα στο κορμί μου μια ευτυχισμένη αγαλλίαση. Σηκώθηκε ο ίλαρχος.

― Τώρα – μου είπε – θα παραδώσεις τις θέσεις σου στο νέο τμήμα πούρθε. ― Είναι δικές τους. Γύρισε και μου έδειξε πού θα πιάναμε εμείς. Αριστερώτερα (δεξιά όπως γυρίσαμε και κυττάξαμε), πιο πίσω και πολύ πιο ψηλά… Μα εκεί ήταν όλα ήσυχα κι ασφαλισμένα για την ώρα!... Ντράπηκα γι’ αυτή την εύνοια της τύχης. Στις τωρινές θέσεις μας, όπου νάταν θ’ άρχιζε πικρό-πικρό πανηγύρι.

Η αντικατάσταση έγινε γρήγορα. Οι αξιωματικοί του άλλου τμήματος έτρεχαν πέρα-δώθε. Φωνές, φασαρία. Τρανταγμένο τμήμα. Τους φερόμασταν με λεπτότητα και σεβασμό. Τους περίμενε κι άλλος τράκος τώρα. Παράδωσα τις θέσεις μου στο συμμαθητή μου Κουρκουτά, από την Καλαμάτα. Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο στην Αθήνα, οδός Μενάνδρου. Λιγόλογο, τέλειο παιδί. Σφίξαμε τα χέρια. Χαμογελούσε γλυκά. «Θα γίνει μύλος εδώ» μου είπε σα να με φθονούσε για την τύχη μου. Ήταν λίγο αφηρημένος. Όλοι τους έτσι ήσαν...

Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Λοιπόν; Υποχωρούσαμε; Ή ερχόταν η σειρά μας να ριχτεί σε μας ο εχθρός σε λίγο;

Έφτασε τότε ειδοποίηση ότι φεύγουμε κι εμείς. Φεύγουμε; Μια χαλάρωση μας κυρίεψε όλους. Άκουσα τους μαχητές μου – φώναζαν ο ένας τον άλλον. Αισθάνθηκα ότι ήθελα να καθήσω κάπου, σα να λύνονταν τα γόνατά μου… Αυτό λοιπόν ήταν να υποδουλώνεται η πατρίδα σου;… Και ήταν δικό μας τυχερό, εμείς να μοιάσουμε με τις παληές γενηέςτούς προγόνους μας, που ζήσαν στη δουλεία; Εμάς είχε διαλέξει η ιστορία, τα γραμμένα στις σελίδες της που διαβάζαμε να τα ζήσουμε εμείς στην πράξη;

Ανακαθιστός στη θέση μου παρακολουθούσα πάντα το τμήμα μας εκεί κάτω που υποχωρούσε. Όμως σχεδόν δεν τόβλεπα κι ας ήταν αγνάντια μας ακόμα. Δεν ήταν πια ανάγκη να το βλέπω, ούτε και μπορούσα. Άνοιγαν… άνοιγαν τεράστια τα μάτια μου… ν’ ατενίζω το πελώριο κενό. Μέσα μου γίνονταν τώρα όλα τα γκρεμίσματα.

Άκουγα σα να ήταν κάτι που ερχόταν από πολύ μακρυά, απόναν άλλο κόσμο, τους άντρες της διμοιρίας μου να ξετρυπώνουν από τις θέσεις τους. Δε βιάζονταν. Τίναζαν από πάνω τους τα χώματα, τα ξερά φύλλα, τις λάσπες, σα νάλεγαν «άντε ως δω ήταν…». Θωπεύοντας τρυφερά τις στραπατσαρισμένες στολές τους σα να θώπευαν τελειωτικά το νεκρό ανέκκλητο χακί εαυτό τους...

Την τελευταία στιγμή στάθηκα και γύρισα αργά, να δω τις θέσεις μας που τις αφίναμε. Να τις αποχαιρετήσω. Σα να ήταν ένα δικό μου αγαπημένο πρόσωπο και δεν μπορούσα να φύγω έτσι, δίχως να το αποχαιρετήσω. Ακολούθησα κι εγώ κατόπιν τη διμοιρία μου, ανηφόριζαν στη σειρά οι σκυμμένες πλάτες τους…

Έπεφτε σκοτάδι. Μπήκαμε στα γλυστερά, λασπωμένα μονοπάτια μέσα στο δάσος. Ανεβαίναμε με κόπο, ο βρεγμένος τόπος γλυστρούσε και σκουντουφλούσαμε. Έγινε σχεδόν ένας συμβολισμός. Σα να ανεβαίναμε το Γολγοθά μας και η νύχτα της σκλαβιάς σα να κατέβαινε βαρειά να σκεπάσει την πατρίδα μας. Μαζευόμουνα στον εαυτό μου. Και οι άλλοι γύρω μου, το ίδιο μαζευόταν στον εαυτό του ο καθένας. Κανένας δε μιλούσε. Στη σκέψη μας ο στρατός είχε πια διαλυθεί. Όσο κι αν λεγόμασταν ακόμα διμοιρίες, λόχοι, τάγματα, δεν είμασταν παρά ένα πλήθος άτομα, χωριστά το ένα απ’ τ’ άλλο μέσα στο σκοτάδι. Ένα καινούριο πελώριο άγνωστο μας περίμενε. Κι ωστόσο καταλάγιαζε βαθειά μέσα μου μια αλλόκοτη γαλήνη. Σα να μούδινε περίεργη δύναμη ότι ήμουν πια ελεύθερος, κάτι σα να είχε λυθεί η ανέλπιδη από καιρό εμπλοκή μας και μπορούσα στο εξής να διαθέσω ξανά απ’ την αρχή τον εαυτό μου, μ’ έναν τρόπο ίσως πιο σύμφωνο με τη λογική… Ποιος ξέρει;…

Παραπάνω ανταμώσαμε τον ίλαρχό μας και τις άλλες διμοιρίες της ίλης. Μας περίμεναν ορθοί. Μας υποδέχονταν διακριτικά χαρούμενοι με σεβασμό. Εμείς γι’ αυτούς είμασταν οι μπαρουτοκαπνισμένοι. Και ξεκινήσαμε αμέσως πάλι.

Ο ταγματάρχης Βλαχάκης, πιο απάνω ακόμα, με συγχάρηκε. «Μπράβο, μούπε, καλά τα κατάφερες. Σε είχαμε ξεγράψει. Ο συμμαθητής σου ο Κουρκουτάς σκοτώθηκε στις ίδιες θέσεις που κρατούσες εσύ στην αρχή». «Δεν έγινε τίποτα το σπουδαίο στις θέσεις μου, όσο τις κρατούσα εγώ», αποκρίθηκα στον ταγματάρχη. Το πήρε για μετριοφροσύνη. Δεν επέμεινα. Δεν είχα όρεξη να επιμείνω. Σκεφτόμουν ταραγμένος το συμμαθητή μου. Νόμιζα πως σφίγγουμε ακόμα τα χέρια. «Τους καλλίτερους μεταξύ μας διαλέγουν οι σφαίρες», σκεφτόμουν. Ένας όλμος λέει τούχε αδειάσει την κοιλιά. «Πήρε τη θέση μου και ίσως και την τύχη μου» συλλογιζόμουν μέσα στο σκοτάδι και στην ψιλή βροχή πούπεφτε.

Ανεβαίναμε σκουντουφλώντας. Έγλειφα τα φύλλα των θάμνων να ξεδιψάσω, ρουφούσα την άνοστη υγρασία από το γιακά της χλαίνης μου, ανάσαινα βαθειά και τη φορά αυτή γευόμουν εγωιστικά την αγαλλίαση ότι ήμουν ζωντανός. «Ως εδώ ήταν για σένα, φίλε. Έμεινες ν’ αγναντεύεις το Μπέλες» έλεγα. «Εμάς, ποιος ξέρει τι μας φυλάει το μέλλον…».

Πιο πάνω φτάσαμε στα πρώτα αυτοκίνητα. Είχαν δοκιμάσει να τα κατεβάσουν πιο κοντά μας. Εκεί τάπιασε η βροχή και τώρα ούτε λόγος για να ξαναβγούν τον ανήφορο. Μια λάσπη σαν αλοιφή. Τ’ αφήσαμε κολλημένα εκεί. Είπε ένας να τους βάλουμε φωτιά. «Τρελός είσαι;» του φώναξαν πολλοί μαζί. Ότι δηλαδή θα φανερώναμε τις θέσεις μας. Πιάστε και σπάστε ό,τι σπάει, προπαντός τη μηχανή, είπε ο ίλαρχος. Κι άρχισαν αμέσως οι σωφέρ να χτυπούνε δυνατά με τις μανιβέλλες, άνοιγαν τις μηχανές και χτυπούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη κάνοντας «χα!» «χα!» σε κάθε χτύπημα. Σκληρά, απάνθρωπα, τις λιάνιζαν τις δεσποινιδούλες μας!...

Ανεβαίναμε… Το μυαλό μου αλώνιζε το μεγάλο άγνωστο που μας είχε βρει. Έτρεξε σ’ όλο μας το μέτωπο, της Ανατολικής Μακεδονίας. Έπειτα και στο άλλο, στην Αλβανία. Τι να γινόταν αλήθεια με τους μαχητές μας εκεί; Πώς να είχαν δεχτεί τα δικά μας άσχημα νέα; Τους σκέφτηκα πικραμένους και αγανακτισμένους, ότι ήσαν άξιοι για καλλίτερη τύχη, αλλά εμείς τους αφήσαμε στο έλεος, απροστάτευτους και θα τους βγαίναν οι εχθροί από πίσω. Ύστερα η σκέψη μου πήγε στα μετόπισθεν. Σκέφτηκα την πατρίδα μας ακέρηα, με το αγαπημένο από τα μαθητικά μου χρόνια σχήμα της και τα άπειρα νησιά γύρω της. Σκέφτηκα τις πολιτείες, τα χωριά. Τους φίλους, τους γνωστούς, τους δικούς μου. Μπήκα σε σπίτια. Είδα ανθρώπους σκυμμένους απάνω στα ραδιόφωνα να ακούνε καταπτοημένοι τα άσχημα νέα μας κι έπιασα να κλαίω μέσα στο σκοτάδι. Και μ’ όλα αυτά ένοιωθα ήρεμος, γαλήνιος.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄





* φωτογραφίες:

1. Το Μπέλες από τις Μουριές. Η άμυνα εκετεινόταν στην κοιλάδα Μουριές – Πορρόια - Λίμνης Δοϊράνης, - Θεοδώροβο, υψώματα Ντοβά-Τεβέ...

«Μπέλες... Μεγάλο σε μήκος βουνό στο ΒΔ. τμήμα του νομού Σερρών στα σύνορα με τη Βουλγαρία και την Π.Δ.Γ.Μ. Δύσβατο βουνό με πάρα πολλές χαράδρες και κατάφυτο από οξιές και βελανιδιές. Πολλοί χείμαρροί του τροφοδοτούν τον Στρυμόνα ποταμό και τη λίμνη Κερκίνη, ανάμεσα στο Μπέλες και το Μαυροβούνι. Η ψηλότερη κορυφή του λέγεται Καλαμπάκα, ύψ. 2.031 μ. Άλλες ψηλές κορυφές του είναι: Νέο Τριεθνές, 1.883 μ., Τούμπα, 1.914 μ., Τριεθνές 1.474 μ. Σκληρές αναβάσεις από το Ακριτοχώρι, ύψ. 130 μ., 25 χιλ. από το Σιδηρόκαστρο σε 0500ω. –περίπου και από το χωριό Άνω Πορόϊα, ύψ. 380 μ. 45 χιλ. από το Σιδηρόκαστρο σε 0600ω περίπου» (Νέζη Νίκου 1979: 119)

2. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός στις Μουριές Δοϊράνης





4. ΚΑΤΟΧΗ: ΠΕΙΝΑ και ΑΠΕΛΠΙΣΜΟΣ

Περιστατικά από τον λιμό του χειμώνα 1941-1942

Στην Αθήνα

Νύχτωνε. Κατεβήκαμε στο κέντρο. Πήραμε την οδό Πανεπιστημίου. Φτάσαμε στο Ρεξ και το προσπεράσαμε. Μπροστά στην Τιτάνια ένα θέαμα φρικιαστικό. Μια γυναίκα-ίσκιος, σκελετός σωστός, βρώμικη, άθλια, πεσμένη κατάχαμα στο πεζοδρόμιο, νιαούριζε «πεινάωωωω-πεινάωωωω». Ένα μωρό αλλοσούσουμο, έκτρωμα ανθρώπου, αναδευόταν ψαχουλεύοντας στην αγκαλιά της και κλαψουρίζοντας κι αυτό. Μείναμε και οι δυο αποσβολωμένοι. Το χειρότερο, ο κόσμος περνοδιάβαινε αδιάφορος, σκοτεινές συλλογισμένες φυσιογνωμίες. Μερικοί μόνο ρίχνανε καμμιά πλάγια ματιά. Εμείς πρώτη φορά αντικρύζαμε τέτοιο θέαμα. Η αρραβωνιαστικιά μου ζάρωσε πίσω, κι έβαλε τα κλάματα. «Αυτή πεθαίνει! –είπε τρέμοντας– να πάρουμε κάτι να της το δώσουμε!». «Και τι θα βγει; Πρωτάρηδες είσαστε» ακούσαμε έναν περαστικό και μας είπε. Γυρίσαμε ξαφνιασμένοι αλλά αυτός έφευγε...

Τώρα πρόσεξα πιο πολύ τους ανθρώπους. Είχαν όλοι ένα σκληρό τράβηγμα στις φυσιογνωμίες τους, μια σκληρή απάθεια στα μάτια. Πιο κάτω, κοντά στη γωνιά στην οδό Μπενάκη, κάποιος υπαίθριος πωλητής πουλούσε ένα απίθανο πράγμα, μαύρη λάσπη, και τόλεγε γλύκισμα. Πήραμε βιαστικά δυο-τρία κομμάτια και γυρίσαμε να τα δώσουμε. Άπλωσε η πεσμένη γυναίκα με μια αδύναμη λαχτάρα, τα πήρε, έβαλε στο στόμα της, έπιασε ύστερα κι έδινε στο παιδί. Εκείνο, μόλις κατάλαβε φαγώσιμο, χύθηκε σαν κουταβάκι να μασουλήσει. «Πάμε! πάμε!» είπαμε. Ο κόσμος μας κύτταζε παραξενεμένος.

Πιο κάτω, στα Βουστάσια απόξω, άλλοι δυο πεσμένοι. Περάσαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο σαν κυνηγημένοι. Στα παληά Κυβέλεια (το καφενείο), ήταν δίπλα μια τρύπα, ένα στέκι και πουλούσανε γλυκά στο πόδι. Πλησιάσαμε. «Αυτά μάλιστα!» είπαμε, έδειχναν για γλυκά. Και είπα να μας δώσει από ένα ο μάστορας. Πλήρωνα κι ακούω πίσω μου ένα τρομαγμένο ξεφωνητό «άαα!». Γύρισα αστραπή. Είδα την αρραβωνιαστικιά μου, είχε μείνει με το χέρι της άδειο, όπως κράταγε το γλυκό (έχοντας δαγκώσει μια δαγκωνιά) και πρόλαβε το μάτι μου μια αστραπιαία κίνηση στον αέρα ενός άλλου χεριού που της είχε αρπάξει το γλυκό και μια σκιά να χάνεται αέρας σωστός, ανάμεσα στους διαβάτες, ένα ραχιτικό αγόρι δώδεκα-δεκατριών χρονών, ακούρευτο, αναμαλλιασμένο, πετούσαν οι κόρδες στο σβέρκο του, σαν ένας άπληστος δαιμονάκος που μαχόταν άγρια κι απεγνωσμένα να μην υποκύψει στη μοίρα του.

Πήραμε άλλο γλυκό και προχωρήσαμε ταραγμένοι....

...

Στη Λαμία

Όσο προχωρούσε το φθινόπωρο, τόσο έσφιγγε η πείνα. Άρχισαν να φτάνουν από την Αθήνα πλήθη αξιολύπητοι άνθρωποι. Σωροί απάνω στ’ αυτοκίνητα, στα τραίνα. Φτάναν φορτωμένοι, με ό,τι είδος φανταστεί κανείς από τα οικιακά, χύνονταν χλωμοί με μια έκφραση αλλοφροσύνης στα χωριά, παίρνανε τα σπίτια με τη σειρά να ανταλλάξουνε τα είδη τους με τρόφιμα, οτιδήποτε φαγώσιμο.

Η πείνα έσφιγγε και για μας, ο μισθός όσο πήγαινε, όλο και λιγώτερο μας έφτανε. Δε βρίσκαμε κιόλας τι να φάμε να χορτάσουμε. Λίγες μέρες, φάνηκαν στην αγορά μήλα φιρίκια και πορτοκάλια. Τρώγαμε στο εστιατόριο τα γιαχνιστά φασόλια κι ύστερα αγοράζαμε μια-δυο οκάδες μήλα να αποχορτάσουμε.

Μια μέρα, μ’ ένα γεωπόνο φίλο, πήραμε πέντε-δέκα πορτοκάλια. Τάχαμε σχεδόν φαγωμένα και παίζοντας, ξεφλούδισα ένα με προσοχή να μη χαλάσει η φλούδα, το καρφώσαμε κατόπιν με μια-δυο οδοντογλυφίδες κι έγινε σα νάτανε σωστό πορτοκάλι πάλι. Τ’ αφήσαμε γελώντας στον πάγκο και κάμαμε πώς φεύγουμε να δούμε ποιος θα την πάθει. Φάνηκε από πέρα, ένας κακομοίρης γεροντάκος, άθλιος, λεριάρης, πεινασμένος, κίτρινος. Ερχότανε σκυφτός, είχε στο μπαστούνι του μια μύτη πρόκα από κάτω, έψαχνε άπληστα χάμω, μόλις έβλεπε μια γόπα αποτσίγαρο, τιναζόταν, την κάρφωνε με την πρόκα, τη μάζευε και την έβαζε στη βρώμικη τσέπη του. Είχε μια τέτοια επιδεξιωσύνη εκείνο το χέρι του. Κι ας προχωρούσε τρέμοντας. Όπως ζύγωσε στον πάγκο, είδε ξαφνικά το πορτοκάλι, άστραψε ολόλαμπρο το μούτρο του. Ταραχτήκαμε τότε εμείς, για το αστείο μας. Ο γέρος έκαμε με μιας πάλι τον κακομοίρη, έρριχνε τριγύρω κλεφτά βλέμματα και ζύγωνε με τρόπο προς τον πάγκο. Άπλωσε μια στιγμή σα σαΐτα το χέρι του και χούφτωσε αρπαχτικά το πορτοκάλι. Με μιας όμως, έμεινε κόκκαλο. Κύτταξε την κούφια φλούδα χάσκοντας πικρά, ύστερα υποπτεύτηκε τη μηχανή, ότι είχε γίνει θέαμα, πέταξε τη φλούδα και προχώρησε, δίχως να γυρίσει να δει πουθενά. Τρέξαμε, αγοράσαμε πέντε πορτοκάλια, αφήσαμε το γέρο να απομακρυνθεί λιγάκι, και βρήκαμε έναν τρόπο, να του τα προσφέρουμε. Αυτός τα είδε με λαχτάρα, σήκωσε το βλέμμα του και μας κύτταξε απορημένος. Ύστερα κατάλαβε, πέρασε ένας ίσκιος αυστηρότητα στο πρόσωπό του και τέλος, άπλωσε και πήρε τα πορτοκάλια.

...

Βρες αν μπορείς τι σου έφερα απόψε… ψωμί!

Στις παρέες μας στη Λαμία, οι αξιωματικοί συνεχίζαμε την κριτική και τις προβλέψεις μας για τον πόλεμο. Όσοι είχανε προβλέψει πρώτοι τη νίκη της Γερμανίας θριάμβευαν. Για τη Ρωσία, η γνώμη όλων μας, ήταν, ότι σε δυο μήνες το πολύ θα είχε ξοφλήσει. «Γίγαντας με πήλινα πόδια» μας άρεσε αυτή η έκφραση κι έτσι λέγαμε ότι αποδείχτηκε. Προσπαθούσαμε να προβλέψουμε, ποια θα ήταν η επόμενη ενέργεια του γερμανικού επιτελείου. Τους βγάζαμε από Καύκασο και από Σουέζ- Τουρκία να ενώνονται με τους Ιάπωνες στις Ινδίες. «Η λογική αυτό λέει», υποστήριζε ένας, αφού άκουγε τις διάφορες γνώμες, «αλλά οι άνθρωποι αυτοί, μπορεί να βγάλουν κάτι άλλο στη μέση, μας έχουν αποδείξει, ότι έχουν μια διαολεμένη πρωτοτυπία. Είναι καταπληκτικοί». Και τους θαυμάζαμε όλοι. Είχαμε περιπέσει στη δεινή θέση να πιστεύουμε, ότι για τους γερμανούς όλα ήταν δυνατά και για μας μόνο ένα: να τους θαυμάζουμε παραλυμένοι.

Είχαμε και την ψυχαγωγία μας στη Λαμία. Μπαίνοντας το 1942 ήρθε από την Αθήνα ένας θίασος. Γέμιζε η αίθουσα, όπου άρχισε να δίνει παραστάσεις, γύρευε να ξεσκάσει λίγο ο κόσμος. Πήγαμε και η δική μας συντροφιά μια βραδιά. Από την αρχή της, είχε μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα η παράσταση εκείνη, μια θλίψη σ’ όλα της, στα φτωχά σκηνικά, στο κέφι με το ζόρι των ηθοποιών, στα τραγούδια, στο σκοπό.

Ήταν επιθεώρηση, ελαφρό θέατρο, κι ωστόσο ήταν στο βάθος ένας θρήνος, ένας λυγμός για την κατάντια μας. Τραγουδούσε πρώτα η κορυφαία αρτίστα:

Μούπες πως τώρα

δε θέλεις για δώρα

βραχιόλια χρυσά

και μπιζού.

Κι όμως δεν ξέρω

τι να σου προσφέρω

για να μ’ αγαπήσεις

ναζού.

Κάτι, τσαχπίνα,

που ολόκληρη Αθήνα

το γύρευε σα θησαυρό.

Και κατόπιν όλες μαζί, με τις θηλυκές φωνές τους:

Βρες αν μπορείς

τι σου έφερα απόψε

τα ναζάκια σου κόψε

κι έλα πάρε αυτό που κρατώ

ψωμί!

Και επαναλάμβαναν το ρεφραίν λέγοντας πότε ψωμί, πότε καφέ κι ό,τι άλλο έλειπε τελείως απ’ τον κόσμο.

Άρχιζε να παρακολουθεί με κέφι την παράσταση ο κόσμος, κατόπιν μελαγχολούσαμε. Το έμαθε όλη η πόλη το τραγούδι, το λέγαμε παντού και μέσα μας, άναβε ένας μικρός σπαραγμός. Μερικές κοπέλλες σε συντροφιές, όπως τόλεγαν, σταματούσαν απότομα στο χείλος του λυγμού. Εχ, εχ! Πού θα πήγαινε αυτό το κακό με τη σκλαβιά μας, με τον πόλεμο; Όλα είχαν μπει σε μια φριχτή δοκιμασία, σα νάχε γυρίσει ο κόσμος τ’ απάνω κάτω. Ασφυκτιούσαμε.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄



* φωτογραφίες:

1. Η αρχή, Ευρώπη 1939.

2. Χειμώνας 1941-42, στην Αθήνα.

 

 Δημήτρης ΝΔημητρίου - Νικηφόρος

https://antartisroumelis.wordpress.com/

* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου