Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

 ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ - ΡΟΥΜΕΛΗ

Το μεγάλο ξερρίζωμα

Της Βασιλικής Λάζου*
«Αφήσαμε τα χωριά μας γεμάτα λαό κι όταν επιστρέψαμε από τη μεγάλη πορεία τα βρήκαμε άδεια. Αργότερα μου αφηγήθηκαν και οι δικοί μου τι συνέβη και στο χωριό μας. Πλημμύρισε στρατό. Ο κόσμος κρυβόταν στα δάση. Μα τους κυνήγησαν, τους έδειραν, ξεμάλλιασαν τις γυναίκες και τους έφεραν στο χωριό. Η εντολή ήταν. Πάρτε όσα πράγματα μπορείτε και αύριο δρόμο για τη Λαμία. Άλλου είδους τραγωδία τώρα αυτή. Πού και πώς να κρύψει ο κοσμάκης τα νοικοκυριά του; Φτιάχνουν καταφύγια, αν δεν υπήρχαν από τα χρόνια των Γερμανών, κλαίνε και μοιρολογάνε κείνοι που έχουν τα παιδιά τους στα βουνά, σφίγγουν την καρδιά να ξεκινήσουν προς το άγνωστο, όχι σαν πολίτες Έλληνες, μα σα συμμορίτες. Κάποιοι ας γράψουν και για αυτά» (Βασίλης Αποστολόπουλος, Το χρονικό μιας εποποιίας. Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1998).
Τους ονόμασαν «συμμοριόπληκτους». Τους έδιωξαν βίαια και βιαστικά από τα χωριά τους. Τους άφησαν να φυτοζωούν με ένα προνοιακό επίδομα για δύο και πλέον χρόνια σε χαλάσματα, παραπήγματα και στρατιωτικές σκηνές. Και όταν πια ρήμαξε ο τόπος και το βιος τους, τους ξαναγύρισαν στα κατεστραμμένα χωριά τους και τους εγκατέλειψαν με μια χούφτα σπόρους και ένα κομμάτι τσίγκο για να ξαναξεκινήσουν τον αγώνα της επιβίωσης. Η τραγική πορεία αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα είναι μια παραγνωρισμένη πτυχή της σύγχρονής μας ιστορίας.
Υπολογίζεται ότι κατά τα έτη 1945-1950 τουλάχιστον το 1/10 του πληθυσμού της χώρας, περίπου 700.000 άτομα μετακινήθηκαν από τον τόπο κατοικίας τους, τα ορεινά χωριά προς τις πόλεις, εξαιτίας πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών. Όπως αποδεικνύεται από στρατιωτικά έγγραφα σε ελληνικά και αμερικανικά αρχεία, τα στρατιωτικά στελέχη της κυβερνητικής πλευράς είχαν διαπιστώσει ότι η ανάπτυξη των ομάδων των καταδιωκόμενων σε στρατιωτικές μονάδες του ΔΣΕ γινόταν δυνατή μέσα από την επαφή τους με τον κοινωνικό χώρο, δηλαδή με την είσοδό τους στα χωριά, την οργάνωσή τους και την εγκατάσταση μηχανισμών τροφοδοσίας και στρατολογίας σε αυτά. Το τμήμα αυτό της υπαίθρου χαρακτηρίζονταν ανασφαλές και εχθρικό από τον Εθνικό Στρατό ο οποίοε για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προέκυπταν λάμβανε μια σειρά από στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα. Το πρώτο ήταν η περικοπή της βοήθειας σε τρόφιμα και ιματισμό στις «ύποπτες» ή ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Ήδη από το 1945 καμία βοήθεια της ΟΥΝΡΑ δεν έφτανε στις περιοχές αυτές. Μια δεύτερη δέσμη μέτρων αφορούσε την απαγόρευση της κυκλοφορίας στα ορεινά χωριά, τη φρούρησή τους από μονάδες στρατού και εθνοφυλακής και τη συγκρότηση Μονάδων Ασφάλειας Υπαίθρου (ΜΑΥ).Το τρίτο και δραστικότερο μέτρο ήταν η αποκοπή των δυνάμεων του ΔΣΕ από τον κοινωνικό τους χώρο και η εκτόπιση των ανεπιθύμητων πληθυσμών από τα χωριά τους, με τη δημιουργία «νεκρών ζωνών» στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Επρόκειτο για μια συνειδητή και συντονισμένη προσπάθεια αποδυνάμωσης του συστήματος εφοδιασμού, των εφεδρειών των στρατολογούμενων και του δικτύου πληροφοριών του ΔΣΕ στην ύπαιθρο. Ανάλογες πολιτικές εδαφικότητας εφαρμόστηκαν τα μεταγενέστερα χρόνια ενάντια σε εθνικοαπελευθερωτικά αντιαποικιοκρατικά κινήματα. Στη γαλλική Αλγερία, στη Μαλαισία και στο Νότιο Βιετνάμ οι κυβερνητικές αρχές μετακίνησαν πληθυσμούς με προγράμματα μεγάλης κλίμακας



Μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρα χωριά που πριν ήταν γεμάτα ζωή μεταβλήθηκαν σε ερημότοπους. Ο Τάκης Ψημμένος στο βιβλίο του «Αντάρτες στα Άγραφα, 1946-1950» περιγράφει τις σκηνές ξεριζωμού και απόγνωσης: «Ειδικά αποσπάσματα συγκέντρωναν τον κόσμο στο κέντρο κάθε χωριού και του έδιναν τη ρητή εντολή μέσα σε λίγες ώρες να πάρει όσα από τα υπάρχοντά του μπορεί να κουβαλήσει με την οικογένειά του να εγκαταλείψει το σπίτι του, την περιουσία του, τα χωράφια του. Ακολουθούσαν απερίγραπτες σκηνές φρίκης. Κοπέλες και γυναίκες αλλόφρονες έτρεχαν δεξιά και αριστερά να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα πράγματα του νοικοκυριού, τις προίκες τους που έφτιαξαν με μύριους κόπους και στερήσεις, τα ζωντανά που έβοσκαν σκόρπια γύρω από το χωριό το βιός τα εργαλεία [...] τι να πρωτοπάρουν; Τα χωριά εκείνες τις ημέρες μοιάζαν με ναυάγια. Ο καθένας έτρεχε απελπισμένος να θάψει ότι δεν μπορεί να πάρει μαζί του, χωρίς να είναι βέβαιος πως θα το γλιτώσει, θα το ξαναδεί στα χέρια του. Κι αλίμονο σε όποιον δεν ήταν έτοιμος για εκκίνηση στην καθορισμένη ώρα. Κινδύνευε να του προσάψουν την κατηγορία ότι σκόπιμα καθυστερεί, για να παραμείνει στο χωριό και να ενισχύσει τους αντάρτες [...] κι έβλεπε κανείς μακρόσυρτες φάλαγγες από ανθρώπους κάθε ηλικίας –γέροι, γριές, μωρομάνες με παιδιά στην αγκαλιά, τσούρμο μικρά παιδιά, οι πιο πολλοί με ένα μπογαλάκι στο χέρι, άλλοι να σέρνουν τα κατοικίδια ζώα τους– με θρήνους και οδυρμούς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, παίρνοντας το δρόμο για την πόλη, συνοδευόμενοι από ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα, που έκαναν το παν να μην ξεφύγει κανέναν από την φάλαγγα και επιστρέψει στο χωριό. Όλος ο κόσμος σε αντίσκηνα και πρόχειρες παράγκες με κίνδυνο να προσβληθεί από διάφορες επιδημίες. Και ενώ οι φάλαγγες των ξεριζωμένων αγροτών εγκατέλειπαν τόσο βιαστικά τα χωριά, οι μοναρχοφασιστικές συμμορίες που καραδοκούσαν ρίχνονταν απερίσπαστες στο πλιάτσικο, θησαυρίζοντας από το βιός των ξεσπιτωμένων». Τι απέμενε για το ΔΣΕ; Όπως επιγραμματικά το περιέγραψε ο δάσκαλος Βασίλης Αποστολόπουλος αποτυπώνοντας την κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο της Ρούμελης ύστερα από τις επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού το 1948 «όλος ο χωρος είναι ένα μέτωπο, χωρίς σιγουριά, χωρίς λαό, χωρίς επιμελητεία. Όλα εχθρικά γύρω μας».



Η εκκένωση των ορεινών περιοχών από τους κατοίκους τους ήταν συστηματική και μαζική. Ως τον Οκτώβριο 1947 είχε δημιουργηθεί ένα δαπανηρό προσφυγικό πρόβλημα που ανησυχούσε την AMAG (Αµερικανική Αποστολή για Βοήθεια στην Ελλάδα). Ο μεν εθνικός στρατός αναλάμβανε αυξημένα στατικά καθήκοντα φύλαξης, ενώ η ανάγκη παροχής μεγάλης βοήθειας σε είδη πρώτης ανάγκης και άμεσης κατανάλωσης εμπόδιζε την ανασυγκρότηση και την εφαρμογή κάθε αναπτυξιακής πολιτικής και απειλούσε με κατάρρευση όλο το σύστημα της αμερικάνικης βοήθειας. Τοπικοί πολιτευτές εφιστούσαν την προσοχή της κυβέρνησης και έκαναν συνεχείς εκκλήσεις για τη λήψη ουσιαστικών μέτρων πρόνοιας.. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του βουλευτή Σερρών του Λαϊκού κόμματος Αθ. Ι. Μπουκουβάλα προς τον αντιπρόεδρο Κ. Τσαλδάρη (10 Νοεμβρίου 1947): «Οι άνθρωποι της υπαίθρου έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο κράτος. Όλη η περιφέρεια του Νομού Σερρών ελέγχεται από συμμορίτες. Καθημερινώς κύματα ανταρτόπληκτων. Το κράτος αδυνατεί να δώσει περίθαλψιν. Οι υπάλληλοι αυτοί να δείξουν μια στοργή. Τους μεταχειρίζονται ως κτήνη. Ο χειμών εισήλθε βαρύς και χιλιάδες ανταρτόπληκτοι παραμένουν ακόμα άστεγοι. Ο κόσμος σήμερα αφού υποφέρει τόσα και τόσα δεν θέλει τίποτε άλλο από το κράτος εφόσον αδυνατεί να τους εξασφαλίσει μια έστω και στοιχειώδη ασφάλεια στα χωριά των ζητεί όπλα να φυλάξει τον εαυτό του. Κανείς δεν θα φύγει από το χωριό αν γνωρίζει ότι μπορεί να φυλάξει τον εαυτό του. Να ληφθούν δρακόντεια μέτρα για την εξασφάλιση τροφίμων. Προσέξατε τα ζητήματα αυτά γιατί ο κόσμος άρχισε να χάνει κάθε εμπιστοσύνη στον κοινοβουλευτισμόν. Παντού ακούει κανείς συζητήσεις υπέρ της Δικτατορίας» . (Ίδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε Υπουργός Πρόνοιας έκρουε τον κώδικα του κινδύνου: «αν συνεχιστεί και ενταθή η κάθοδος των προσφύγων θα ηττηθώμεν τελικώς και μόνον εκ του λόγου αυτού. Ενδεχόμενη αύξησις του αριθμού των θα δημιουργήση αδυναμία αντιμετωπίσεως του προβλήματος και θέλει αποβή τραγικώς αποφασιστική εις την όλην εξέλιξιν του αγώνος» (αρχείο Καραμανλή, τόμος 1) . Αυτή η θέση απηχούσε τις απόψεις πολλών στελεχών του εθνικού στρατού.
Στην απογραφή που διενέργησε το υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας στις 3 Απριλίου 1949 οι «συμμοριόπληκτοι» ανέρχονταν σε 706.092 άτομα, από τα οποία τα 662.890 (94%), χαρακτηρίστηκαν ως «Α κατηγορίας», στους οποίους το κράτος παρείχε ημερήσιο χρηματικό βοήθημα και δωρεάν άρτο. Οι υπόλοιποι χαρακτηρίστηκαν Β΄ και Γ΄ κατηγορίας και δέχονταν κάθε άλλη περίθαλψη πλην των ανωτέρω. Το μέγεθος της οικονομικής βοήθειας και το πλήθος των ατόμων που την λάμβαναν είχε σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις καθώς το 1/3 των κατοίκων της χώρας εξαρτιόταν αποκλειστικά και απόλυτα από την κρατική, ουσιαστικά αμερικανική, συνδρομή. Η κοινωνική πρόνοια αποτέλεσε ένα από τα σηµαντικότερα εργαλεία για την επικράτηση στην πολιτική διαµάχη γύρω από τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας αρχικά, και την παγίωση του μετεμφυλιακού κράτους από τους νικητές του εµφυλίου πολέμου. Για όσους ήθελαν να καρπωθούν τα αγαθά της πρόνοιας ήταν απαραίτητη η απόταξη οποιουδήποτε κομμουνιστικού παρελθόντος µέσω γραπτών, εκ µέρους των αιτούντων, αποκηρύξεων του κομμουνισμού με τη δήλωση εθνικοφροσύνης και για την αµέριστη αφοσίωσή τους στο βασιλικό θεσµό. Παρόµοια λειτουργία είχαν και τα σχετικά έγγραφα της Ασφάλειας, που πιστοποιούσαν την εθνικοφροσύνη του αιτούντος ή την τυχόν κομμουνιστική ή «αναρχική», κατά την ορολογία της εποχής, δραστηριότητά του, απαραίτητο κριτήριο για την πρόσβαση στο µηχανισµό της κοινωνικής πρόνοιας ή βεβαίως και στον αποκλεισµό από αυτόν και τη συνεπακόλουθη τιµωρία του «ενόχου».
Σύμφωνα με τον πλήρη απολογισμό της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα, οι μισές σχεδόν δαπάνες του λογαριασμού δραχμών ανασυγκρότησης διατέθηκαν για τη χρηματοδότηση των προσφύγων. Αυτό σήμαινε τεράστια απομύζηση του κρατικού προϋπολογισμού καθώς για να τραφούν οι 700.000 περίπου πρόσφυγες που κατέφυγαν στα αστικά κέντρα και για να συντηρηθούν όλοι όσοι έχρηζαν βοήθειας, οι οποίοι σύμφωνα με αμερικανικές εκτιμήσεις έφταναν τα 2.500.000 άτομα, δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού, απαιτούνταν το 22% των μη στρατιωτικών δαπανών του κράτους. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του στρατιωτικού μέτρου βοήθησε στο να ξεπεραστεί η δυσπιστία των Αμερικανών αξιωματούχων και έγινε αποδεκτή η ανάληψη των τεράστιων εξόδων που απαιτούσε η όλη επιχείρηση.
Στις περίκλειστες πόλεις, στα επονομαζόμενα «κέντρα ασφαλείας», οι αγροτικοί πληθυσμοί που μετακινήθηκαν έζησαν σε άθλιες συνθήκες υπό την άμεση επίβλεψη του κράτους και του στρατού, έχοντας απόλυτη ανάγκη βοήθειας και περίθαλψης. Όπως σημείωνε έκθεση της αμερικανικής αποστολής: «Οι τυχερότεροι ζούσαν σε παραπήγματα, ερειπωμένες καλύβες ή στεγάζονταν σε προσφυγικά κέντρα. Άλλοι είχαν βρει καταφύγιο σε εγκατελειμμένες αποθήκες, ημικατεστραμμένα σχολικά κτίρια και άλλα οικήματα ή ζούσαν σε σκηνές. Δεν ήταν ασυνήθης η περίπτωση 500 ανθρώπων να συνωστίζονται σε ένα σχολικό κτίριο με μόνο χώρισμα μεταξύ των οικογενειών τεμάχια κλινοσκεπασμάτων. Κοιμόντουσαν στο δάπεδο και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν τον χώρο του εξώστη ή των κλιμάκων για τις οικιακές τους εργασίες. Οι λιγότερες τυχερές οικογένειες ζούσαν χειμώνα και καλοκαίρι υπό των αποχευτευτικών αγωγών των ομβρίων υδάτων κάτω από γέφυρες ή σε σπήλαια» (Το Σχέδιον Μάρσαλ εν Ελλάδι κατά τα έτη 1948-1950). Αυτό που δεν αναγνωρίζονταν, ωστόσο, ήταν ποιος ευθύνονταν για το δράμα «των δυστυχισμένων υπάρξεων της ανταρτοπληξίας. Η αντιμετάθεση της ευθύνης στους «συμμορίτες» με τη χρήση του όρου «συμμοριόπληκτος» δεν μπορούσε να συγκαλύψει το πρόβλημα.
«Ασκητικές μορφές, παράκαιρα γερασμένες»
Την εικόνα που παρουσίαζαν οι πρόσφυγες δίνει σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα ο βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδας Γ. Πλατής. Αυτόπτης μάρτυρας ο ίδιος των προσφυγικών καταυλισμών έκανε λόγο για με «ινδικό λεπροκομείο» με γερασμένες γυναίκες 25 ετών, αποσκελετωμένα παιδιά, γέρους με θολά μάτια, άνδρες αμίλητους, αποβλακωμένους από τη συμφορά. Οι άνθρωποι αυτοί αδιαφορούν για το αύριο. Μόνο το σήμερα τους ενδιαφέρει». σε άλλο ρεπορτάζ της εφημερίδας οι πρόσφυγες «ασκητικές μορφές, παράκαιρα γερασμένες και νέοι χλωμοί που μόλις ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη τους», ενώ περιέγραψε τα παιδιά του προσφυγικού συνοικισμού «ισχνά, νωθρά, ατροφικά, άκεφα και αποχαυνωμένα, μαυροκιτρινισμένα από τους καπνούς, την «καλοπέραση» και το κολύμπι στη λάσπη» (Λαμιακός Τύπος, 21.1 και 16.2.1948).
Τα φωτογραφικά τεκμήρια που έχουν διασωθεί, συμφωνούν με τη ζοφερή αυτή εικόνα και απεικονίζουν την αθλιότητα της εγκατάστασης των προσφύγων στους πρόχειρους καταυλισμούς. Παραγκουπόλεις ξεφύτρωσαν στις παρυφές των πόλεων. Παρά τις επιτάξεις και την αυτοστέγαση, πολλές οικογένειες κατοικούσαν σε σκηνές ή κάτω από πρόχειρα στέγαστρα . Κάποιοι οι οποίοι είχαν μια σχετική άνεση μη μπορώντας να περιμένουν τις υποσχέσεις των αρχών για στέγαση «έκοψαν πλιθιές, ανέγειραν καλύβες και αυτοστεγάστηκαν κάνοντας μικρά, κάπως άνετα δωματιάκια». Πολλοί έμειναν άστεγοι και αναγκάζονταν να κοιμηθούν στο δρόμο ή σε ερειπωμένα κτίρια. Άλλοι «έσκαψαν ορύγματα και θάφτηκαν ζωντανοί γύρω από την πόλη» . Σκληρά μέτρα λήφθηκαν για την εσωτερική ασφάλεια των πόλεων. Γύρω από τα αστικά κέντρα υπήρχαν συρματοπλέγματα και δημιουργήθηκαν φυλάκια που έλεγχαν την είσοδο και την έξοδο των πολιτών, ενώ οι παραβάτες παραπέμπονταν στο έκτακτο στρατοδικείο. Κανείς δεν μπορούσε να εισέρχεται ή να εξέρχεται της περιφέρειας των νομών χωρίς την έγγραφη άδεια της στρατιωτικής διοίκησης και όλοι οι κάτοικοι εφοδιάστηκαν με ειδικές ταυτότητες. Αυστηρός περιορισμός της κυκλοφορίας επιβλήθηκε από τις 22.30΄ μ.μ. ως τις 6.00΄ π.μ., ενώ στην ύπαιθρο η κυκλοφορία διακόπτονταν με τη δύση του ήλιου.
Αν και το έκτακτο πολιτικό καθεστώς, λόγω του εμφυλίου πολέμου, απέτρεπε οποιαδήποτε αντιπαράθεση στο πολιτικό πεδίο, έντονη αντίθεση και ανταγωνισμός ανάμεσα στους μόνιμα και στους προσωρινά εγκατεστημένους πληθυσμούς εκφράστηκε στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο. Στις μαρτυρίες καταγράφηκε ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων απέναντι στους πρόσφυγες, από τη συμπάθεια και τη συμπόνια για τα δεινά της μετακίνησης ως τη δυσπιστία, την απαξίωση, την αποστροφή και την εχθρότητα του ντόπιου πληθυσμού. Μπροστά στη συχνά καταγγελλόμενη αστοργία και αναλγησία των μόνιμα εγκατεστημένων κατοίκων, ιδιαίτερα στο ζήτημα της στέγασης και της οικονομικής εκμετάλλευσης, η εγκατάλειψη των προσφύγων γινόταν προσβολή στην ιδέα του αγώνα. Όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα με τους πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου, ανταγωνισμός εκδηλώθηκε στην αγορά εργασίας, τις χειρωνακτικές δουλειές, τις αγροτικές εργασίες και το μικρεμπόριο. Πολλοί πρόσφυγες απασχολούνταν ως αχθοφόροι στο σιδηροδρομικό σταθμό μεταφέροντας πυρομαχικά και προμήθειες σε έργα οχύρωσης γύρω από την πόλη, έσκαβαν ορύγματα ή επιδιόρθωναν συρματοπλέγματα. Μέρος του ανδρικού προσφυγικού πληθυσμού υποχρεωνόταν από το στρατό με το σύστημα του «μπλόκου» σε πλατείες και καφενεία σε υποχρεωτική αγγαρεία και χρησιμοποιούνταν ως ημιονηγοί σε στρατιωτικές αποστολές, πριν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Οι έχοντες κάποια σχετική άνεση εργάζονταν ως μικροπωλητές, ενώ μερικοί κατόρθωναν να ανοίξουν μικρά εμπορικά καταστήματα και να ανταγωνιστούν τους ντόπιους καταστηματάρχες. Οι πιο επιτήδειοι γινόντουσαν ζωέμποροι, ένα ιδιαίτερα επικερδές επάγγελμα. Στην αγορά εργασίας προστέθηκαν και οι γυναίκες οι οποίες απασχολούνταν σε βιοτεχνίες αλλά και σε οικοδομές και έργα οδοποιίας με φθηνά ημερομίσθια. Η υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού προκάλεσε πτώση στην τιμή του ημερομισθίου, γεγονός από το οποίο επωφελήθηκαν οι τοπικοί εργοδότες αλλά και που προκαλούσε διαμαρτυρίες των μόνιμων κατοίκων καθώς υπήρχαν «άνεργοι εθνικόφρονες ειδικευμένοι εργάτες και υπάλληλοι» .
Οι πρόσφυγες οι οποίοι στρατολογούνταν από τους προσφυγικούς καταυλισμούς χρησιμοποιούνταν σε δημόσια έργα, βιοτεχνίες και επιχειρήσεις που είχαν λάβει πιστώσεις από το σχέδιο Μάρσαλ. Ο ευτελισμός της τιμής της εργατικής δύναμης παρείχε στους τοπικούς εργολάβους και επιχειρηματίες μια λαμπρή ευκαιρία πλουτισμού ενώ το πρόγραμμα «Πρόνοια δια της Εργασίας» πρόσφερε εργατικό δυναμικό με ελάχιστο κόστος. Σκοπός του προγράμματος που εφαρμόστηκε από τον Ιούνιο 1948 ήταν η παροχή ημερομισθίων αντί της διαθέσεως δωρεάν διανομών ή χρηματικών βοηθημάτων σε απόρους και πρόσφυγες ικανούς να εργαστούν σε ορισμένες περιοχές για εκτέλεση κοινωφελών έργων. Το σχέδιο προέβλεπε οι άποροι και πρόσφυγες ικανοί για εργασία να χρησιμοποιηθούν για την εκτέλεση κοινωφελών έργων τα οποία αναλάμβανε η τοπική αυτοδιοίκηση (νομάρχες, δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων) χωρίς αποζημίωση εκ μέρους του αναδόχου για την εκτέλεση της εργασίας. Καθώς συχνά οι πρώτες ύλες, τα εργαλεία και μηχανήματα προσφέρονταν με ευνοϊκότατους οικονομικούς όρους από το σχέδιο Μάρσαλ, τα κέρδη ήταν κάτι παραπάνω από εξασφαλισμένα. Οι κοινωνικές προεκτάσεις ήταν προδιαγεγραμμένες και μακροπρόθεσμες. Η εμπόλεμη κατάσταση, η ανασυγκρότηση και τα δισεκατομμύρια της αμερικανικής βοήθειας συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας μικρομεσαίας τάξης εμπόρων, βιοτεχνών, εργολάβων, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την κατάσταση και στήριξαν το καθεστώς για περισσότερο από 25 χρόνια.
Οι πρόσφυγες θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το έλλειμμα καθαριότητας και την πρόκληση επιδημιών. Τα ζώα που έφερναν μαζί τους συντελούσαν στη γενική κατάσταση αποδιοργάνωσης και χάους. Η εικόνα που δίνει ο τοπικός τύπος από τη Λαμία είναι χαρακτηριστική: «Γουρούνια, κότες αγελάδες κατσίκες βόσκουν γύρω από τη Λαμία και τριγυρνούν στην πόλη. Ιδιαίτερο πρόβλημα δημιουργείται με τους αδέσποτους σκύλους οι οποίοι καθίστανται επικίνδυνοι. Τα δενδρύλλια αναδάσωσης της πόλης κινδυνεύουν να καταστραφούν από τον πληθωρισμό γιδιών και προβάτων που έφεραν μαζί τους οι ανταρτόπληκτοι», ενώ επισημαίνεται ο κίνδυνος χολέρας. Την κατάσταση προσπάθησε να αντιμετωπίσει ο κάθε δήμος με αύξηση των πιστώσεων για την καθαριότητα,με προμήθεια απορριμματοφόρων και με ψεκασμούς των προσφυγικών καταυλισμών με Ντι-τι-τι για την πρόληψη των επιδημιών..
Ένα άλλο ζήτημα ήταν η εκμετάλλευση του ζωικού κεφαλαίου που μετέφεραν οι προσφυγικοί πληθυσμοί στις πόλεις. Καθώς δεν διετίθεντο επαρκείς πιστώσεις για τη διατροφή των ζώων, οι χωρικοί αναγκάζονταν να πουλήσουν «γουρουνόπουλα στην τιμή λαχάνων» παρόλο που αποτελούσαν ουσιαστικά τη μοναδική περιουσία και το μέσο επιβίωσής τους. Όπως σημείωνε ο νομάρχης Φθιώτιδας σε αναφορά του προς τον Υπουργό Πρόνοιας: « …αναγκάζονται οι κτηνοτρόφοι να πωλώσιν εις εξευτελιστικάς τιμάς εκμεταλλευόμενοι την δυστυχίαν των και μη συγκινούμενοι εκ της συμφοράς των διάφοροι επιτήδιοι και ανάλγητοι έμποροι οίτινες όπως πάντοτε εις πάσαν περίστασιν εκμεταλλεύονται ίνα θησαυρίσωσι την δυστυχίαν του λαού και αγοράζοντες εις τιμάς μηδαμινάς». Η συσσώρευση πληθυσμού στα όρια της εξαθλίωσης και της ανέχειας, η διατάραξη του κοινωνικού ιστού, ο ελαττωμένος κοινωνικός έλεγχος και η χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών εξαιτίας της μετακίνησης από την ύπαιθρο στις πόλεις, προκάλεσε φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας όπως η πορνεία. Συχνό ήταν το φαινόμενο των έκθετων βρεφών και των βρεφοκτονιών. Την εικόνα της εξαθλίωσης και της ανέχειας συμπλήρωναν οι πολυπληθείς επαίτες, κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες και νεαρά κορίτσια.
Επαναπατρισμός: ο οικονομικός Γράμμος
Η επανεγκατάσταση των εσωτερικών προσφύγων στις εστίες τους παρουσιάστηκε από την κυβερνητική πλευρά σαν ένας άθλος που σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος του πολέμου και έδινε υπόσχεση για καλύτερες μέρες και ευημερία την οποία είχε εμποδίσει η «κομμουνιστική ανταρσία». Παρόλο που επισημαίνονταν οι δυσχέρειες, ο επαναπατρισμός χαρακτηρίστηκε ως «οικονομικός Γράμμος» που απαιτούσε το δικό του αρχιστράτηγο και συντονιστή (Βήμα, 18 Σεπτεμβρίου 1949). Ο επαναπατρισμός, όπως και η μετακίνηση των πληθυσμών, ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού καθόριζε τις περιοχές ασφάλειας οι οποίες, κατά την κρίση του, είχαν «εκκαθαριστεί» από το ΔΣΕ, και στη συνέχεια έδινε την άδεια στις υπηρεσίες της νομαρχίας για τον επαναπατρισμό των κατοίκων τους. Προτεραιότητα είχαν οι περιοχές οικονομικής σημασίας, οι λιγότερο ορεινοί και δυσπρόσιτοι οικισμοί οι οποίοι μπορούσαν να προσφέρουν άμεσα οφέλη μέσω της επανεκκίνησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.
Οι αρχές τόνιζαν με ανακοινώσεις τους την υποχερωτικότητα του μέτρου. Όσοι δεν συμμορφώνονταν θα στερούνταν όλες τις χορηγούμενες παροχές και θα υποχρεώνονταν από τις αστυνομικές αρχές σε δια της βίας επαναπατρισμό, ενώ θα αίρονταν οι νόμοι της επιτάξεως οικιών και θα κατεδαφίζονταν οι παράγκες τους. Παρά τις υποσχέσεις για πλουσιοπάροχη υλική βοήθεια και τις απειλές για σκληρά μέτρα εναντίον των απειθούντων, ο προσφυγικός πληθυσμός ήταν απρόθυμος να επιστρέψει στα χωριά του. Η μακροχρόνια απουσία από τις παραγωγικές εργασίες και η εξάρτηση από τους μηχανισμούς πρόνοιας ενέτεινε την τάση παραμονής στα αστικά κέντρα. Πολλοί είχαν στραφεί σε μη παραγωγικά επαγγέλματα, όπως αυτό του μικροπωλητή, είχαν ανοίξει μαγαζιά ή αγοράσει σπίτια. Αυτοί που αντιδρούσαν στην επιστροφή τους ήταν οι κάτοικοι των φτωχότερων και πιο απομακρυσμένων χωριών εξαιτίας των αυξημένων δυσκολιών ανοικοδόμησης και αδυναμίας καλλιέργειας της γης. Τη μεγαλύτερη αντίδραση εξέφραζαν οι νέοι οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με ένα πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον καλύτερο από τον τόπο προέλευσής τους και στο οποίο έδειξαν θέληση προσαρμοστικότητας και διάθεση αφομοίωσης. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια γενικότερη κοινωνική συνέπεια της εκκένωσης των χωριών που σήμαινε ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου, ιδιαίτερα οι γυναίκες ήρθαν σε επαφή με την πόλη, με νέες γνώσεις και διαφορετικά πρότυπα συμπεριφοράς. Εκεί γνώρισαν ένα επίπεδο ζωής και ένα φάσμα φιλοδοξιών για τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν επίγνωση.
Τον Οκτώβριο του 1949 το Προξενείο των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη ανέφερε ότι «μεγάλοι αριθμοί προσφύγων επέστρεψαν στα σπίτια τους και μερικοί με τη θέλησή τους και μερικοί ενάντια στις επιθυμίες τους και εγκαταστάθηκαν εκεί χωρίς τα μέσα να φυτέψουν νέα σοδειά ή γενικώς να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο χειμώνα (L.Wittner, Η αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα, Βάνιας 1991). Υπήρχαν ελλείψεις νερού, γεωργικών εργαλείων, συγκοινωνιών και αυξημένα προβλήματα στη στέγαση. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά. Αισθάνονταν εγκαταλελειμμένοι και συχνά διατυπώνονταν παράπονα ότι δεν είχαν χορηγηθεί όσα είχαν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση. Η μόνη αρχή που έσπευδε να εγκατασταθεί στο χωριό ήταν η Χωροφυλακή, ενώ το κράτος έσπευδε να ζητήσει φόρους. Έκθεση για τον επαναπατρισμό σε χωριά νομού Ημαθίας την άνοιξη 1949 απεικονίζει τον τρόπο επαναπατρισμού και την κατάσταση που συναντούσαν οι επαναπατρισμένοι κατά την επιστροφή τους: «Την Μ. Παρασκευή οι συμμοριόπληκτοι διετάχθησαν να επιβιβασθούν αυτοκινήτων ίνα μεταφερθώσιν εις τα χωρία των. Μόλις ανεκοινώθη εις αυτούς η διαταγή παρουσιάσθησαν ενώπιον του Νομάρχου και εζήτησαν να τους επιτρέψη να εορτάσουν το Πάσχα και μετά να αναχωρήσουν. Ούτος ηρνήθη και επειδή έδειξαν διαθέσεις να μην υπακούσουν διέταξεν την χωροφυλακήν να μεταχειρισθή βίαν. Εγένετο η καλή αρχή. Με το πικρόν παράπονον εις την ψυχήν δια την σκληρότητα ανεχώρησαν, δια να ανατιναχθή το πρώτον αυτοκίνητον εκ νάρκης ολίγας εκατοντάδας μέτρων έξωθεν του χωρίου Νέα Κούκλενα, να τραυματιστούν ολίγοι, ευτυχώς ολίγοι από τους συμμοριόπληκτους. Να προκληθεί όμως πραγματική εξέγερσις διότι δεν εγένετο υπό των αρμοδίων ο έλεγχος της οδού υπό συνεργείου ναρκοσυλλεκτών. Το αυτό συνέβη και εις το χωρίον Χωροπάνη όταν την πρώτη ημέραν της εγκατάστάσεώς των ο Πρόεδρος του χωριού και μερικοί κάτοικοι μετέβησαν εις το υδραγωγείον του χωρίου ίνα διαπιστώσουν τας καταστροφάς που υπέστη και των εργασιών που θα εχρειάζοντο δια την επισκευήν του. Εφονεύθη είς και ετραυματίσθησαν άλλοι. Δεν εδόθη εις αυτούς ούτε η προβλεπόμενη ενίσχυσις εις χρήμα και άλευρον ούτε προ της μετακινήσεως αυτών εγένετο οιανδήποτε εργασίαν δια την επισκευήν των κατεστραμμένων οικιών των. Επιπλέον με την εγκατάσταση αυτών επεβλήθη αμέσως εις αυτούς προσωπική εργασία ήτοι δια την εκτέλεσιν έργων αμύνης και κοινωφελών τοιούτων και ακόμη στρατιωτικής υπηρεσίας δια την ασφάλειαν των χωριών των. Φυσικήν συνέπειαν εις ουδεμία γεωργικήν εργασίαν σοβαρώς να δύνανται να ασχοληθούν. [...] δεν δόθηκε επίδομα Ιουλίου, δεν είχε γίνει επισκευή υδραγωγείων, δεν έγινε ουδεμία εργασία από υπηρεσία ανοικοδομήσεως, δεν ελήφθη μέτρον ώστε η ασφάλεια του χωριού εις το ελάχιστον ώστε να διαθέτουν περισσότερον χρόνον εις τας γεωργικάς των ασχολίας που είναι δια αυτούς ο θάνατος και η ζωή. Επειδή είναι ολιγάριθμοι οι ικανοί να φέρουν όπλα υποχρεούνται εις συνεχή υπηρεσία επί νύκτας ολοκλήρους και ημέρας ακόμα. Διδάσκαλοι δεν υπάρχουν ούτε ιερείς» (Ίδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, «Έκθεσις Αλ. Καραποστολάκη, τέως Νομάρχου πραγματευόμενη τον βεβιασμένον ενεργηθέντα επαναπατρισμόν των συμμοριόπληκτων των χωρίων του Νομού Ημαθίας προς Κ. Τσαλδάρη», Θεσσαλονίκη 5 Σεπτεμβρίου 1949).
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
Τον Ιούνιο 1950, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, σχεδόν όλοι οι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει στις οικίες τους και ένα χρόνο αργότερα σχεδόν όλα τα ειδικά προγράμματα τα οποία είχαν σχεδιαστεί για τον επαναπατρισμό και την επαναγκατάστασή τους είχαν περατωθεί. Το βασικό πρόβλημα όμως πώς αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιβιώσουν στις άγονες βουνοπλαγιές δεν είχε επιλυθεί. Όσοι επαναπατρίζονταν στα έρημα και συχνά κατεστραμμένα χωριά τους είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης: «Οι πρόσφυγες επέστρεφαν σε ένα λεπτό βραχώδες έδαφος το οποίο μόνο συχνή καλλιέργεια μπορούσε να το σώσει από τη διάβρωση και σε μια ζωή φυσικής καταπόνησης που άρχιζε στις 4-5 το πρωί και τελείωνε με το σούρουπο. Αυτοί που παρέμεναν στις πόλεις το έκαναν μόνο για να φουσκώνουν τους αριθμούς εκείνους που η ημι-απασχόλησή τους μπέρδευε τους αριθμούς της ανεργίας: αγόρια και άνδρες πωλούσαν τσιγάρα, ξηρούς καρπούς, μπαλόνια, σφουγγάρια και αναρίθμητα άλλα αντικείμενα στους δρόμους. Μικρά κορίτσια με γερασμένα, θλιμμένα πρόσωπα πουλούσαν ματσάκια από λευκό αρωματισμένο γιασεμί στα εστιατόρια πηγαίνοντας σιωπηλά από τραπέζι σε τραπέζι» (G. Chandler, The Divided Land: An Anglo-Greek Tragedy, Παρατηρητής 2000). Παρά τις δυσκολίες του επαναπατρισμού και την επανέναρξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων ο επαναπατρισμός προβλήθηκε από τους Αμερικανούς συμβούλους ως επιβεβλημένη πρακτική: «Τουλάχιστον πίσω στα ορεινά οι επαναπατρισμένοι πρόσφυγες μπορούσαν να παράγουν κάτι. Στις πόλεις απλά θα προστίθενταν στις τάξεις των ανέργων και η δυσαρέσκειά τους συγκεντρωμένη σε λίγα μεγάλα κέντρα θα μπορούσε εύκολα να λάβει πολιτική έκφραση».
.
Οι δημογραφικές επιπτώσεις της μετακίνησης των πληθυσμών και οι μακροπρόθεσμες οικονομικές της συνέπειες δύσκολα μας πείθουν για την ορθότητα της παραπάνω κρίσης. Από τα στοιχεία μεταγενέστερων απογραφών πληθυσμού παρατηρείται μια φθίνουσα πορεία του αγροτικού χώρου η οποία εντοπίζεται στα πιο ορεινά και δυσπρόσιτα χωριά που είχαν εκκενωθεί στη διάρκεια του εμφυλίου. Το χάσμα μεταξύ πόλεων και υπαίθρου μεγάλωσε με αποτέλεσμα οι αγρότες να εξωθούνται σε εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Βραζιλία και η Βενεζουέλα δέχθηκαν αναλογικά μεγάλους αριθμούς Ελλήνων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά και μετά. Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες καθόρισαν ένα ειδικό πρόγραμμα το 1953 το οποίο επέτρεπε τη μετανάστευση αρκετών χιλιάδων ανθρώπων καθ’ υπέρβαση του φυσιολογικού ποσοστού για την Ελλάδα, που ήταν ως τότε κάτι παραπάνω από 300 άτομα το χρόνο. Ο πληθυσμός των αστικών κέντρων αυξήθηκε. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας αύξησε τον πληθυσμό του κατά 23% για να διογκωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Η ορεινή Ελλάδα που άδειασε από πληθυσμό στα χρόνια του εμφυλίου δεν συνήλθε ποτέ. Οι συνέπειες της αναγκαστικής μετακίνησης των ορεινών πληθυσμών της υπαίθρου δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί σε όλο τους το εύρος.
*Το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο Β. Λάζου, Η επιβολή του κράτους. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία 1945-1949, Αθήνα: Ταξιδευτής 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου