Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

 Οι συνταγές της πείνας στην Κατοχή

Τι έτρωγαν οι Αθηναίοι στην Κατοχή; Τι έκαναν τα εστιατόρια της εποχής; Ποια ήταν τα δημοφιλή γλυκά; Σε αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα απαντάει το βιβλίο "Οι συνταγές της Πείνας" της Ελένης Νικολαϊδου
Το μόνο φαγώσιμο είδος που υπάρχει σε αφθονία είναι τα χόρτα. Τα εστιατόρια εκτός από χόρτα σερβίρουν επίσης και κουκιά, αγκινάρες και σκέτο γιουβέτσι. Στα γλυκά δημοφιλής είναι η σταφιδόπαστα που γίνεται από μαύρες σταφίδες και μοιάζει με κέικ. Όταν είναι δύσκολο να βρεθεί σταφιδόπαστα, ο Αθηναίος αρκείται σε ένα μικρό κομμάτι παστέλι από σουσάμι.
Οι εφημερίδες της εποχής γεμίζουν τις σελίδες τους με άρθρα στα οποία προσφέρουν συμβουλές για την αντιμετώπιση της έλλειψης των τροφίμων αλλά και της τρομακτικής ακρίβειας που μαστίζει την αγορά.
Kαθημερινή 13/1/1942
Βασική συμβουλή είναι να τρώνε τροφές που περιέχουν θρεπτικά στοιχεία. Αλλά όταν δεν υπάρχουν τι γίνεται; Παραίνεση, λοιπόν, να τρώνε πολλά λαχανικά τα οποία, αν μη τι άλλο, θα εξασφαλίσουν εργασία στο στομάχι!
Kαθημερινή 22/1/1942
Υπάρχει έλλειψη ζάχαρης στην αγορά; Πάρτε ξερά σύκα, προτείνουν οι ειδικοί: «Βράστε τα με νερό και μετά αφαιρέστε τα σύκα. Να η ζάχαρη που λείπει για μια νόστιμη κομπόστα με κορόμηλα».
Βραδυνή 2/2/1942
Η πείνα μπορεί να κοπεί με ορεκτικά που… χορταίνουν, γράφει στο βιβλίο που κυκλοφόρησε «Οι συνταγές της πείνας» από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Μια πιατέλα ορεκτικά μπορεί να περιλαμβάνει ελιές από τις οποίες έχουν βγει τα κουκούτσια και μέσα έχει μπει ψωμί ή ντομάτα μαζί με μαϊντανό, κάπαρη, ραπανάκια, αγγούρι.
Η σταφίδα εξαιτίας της μεγάλης θερμιδικής της αξίας σώζει πολύ κόσμο στην Κατοχή και γι’ αυτό χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως. Ένας τρόπος είναι η παρασκευή κρέμας για τα παιδιά.
Οι Αθηναίοι αλλάζουν απότομα τις διατροφικές τους συνήθειες. Προπολεμικά έτρωγαν σούπα από ζωμό κρέατος με ρύζι και ζυμαρικά. Τώρα η σούπα γίνεται μόνο με χορταρικά.
«Καθόλου κρέας ή ψάρι, μια αλεσμένη αγκινάρα για φαγητό. Καλό μάσημα της τροφής για να νιώθει το στομάχι γεμάτο και μην ξεχνάτε να μαζεύεται τα ψίχουλα από το τραπέζι σε ένα βαζάκι. Στο τέλος της εβδομάδας, η ποσότητα θα είναι αρκετή». Προτροπές επιβίωσης στον ημερήσιο Τύπο της Κατοχής. Από τον Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα βίωνε την εξαθλίωση, τον αφανισμό και χιλιάδες πολίτες πέθαιναν κυριολεκτικά από ασιτία.
Η ψευδαίσθηση του να τρως κρέας
Οι άνθρωποι της Κατοχής είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τους Ναζί, τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τη λεηλασία της πόλης και τις τρομακτικές ελλείψεις σε τρόφιμα. Οι μισθοί πλέον δεν είχαν καμία αξία. Τα τρόφιμα στην αγορά ήταν σπάνια και όταν εμφανίζονταν ελέγχονταν από μαυραγορίτες, οι οποίοι ήταν σε αγαστή συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές. Έπρεπε, λοιπόν, να επιβιώσουν. Χιλιάδες δεν τα κατάφεραν, χιλιάδες στην Αθήνα και σε άλλα μέρη πέθαναν από ασιτία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι εφημερίδες της εποχής έδιναν συμβουλές για το πώς θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να διατραφούν, ώστε να κρατηθούν εν ζωή. Μία συνταγή ή οδηγία – που ήταν και αυτή που με σόκαρε περισσότερο - έδινε οδηγίες για το πώς να μαζεύουν ψίχουλα.
Έλεγε λοιπόν: Μαζεύετε με προσοχή τα ψίχουλα από το τραπέζι και βάλτε τα σε ένα ποτήρι. Στο τέλος της εβδομάδας θα έχετε μαζέψει τόσα ψίχουλα, ώστε να μπορέσετε να τα χρησιμοποιήσετε στη μαγειρική σας.
Υπήρχε συνταγή που έλεγε πώς να ξεγελάσεις τα μάτια σου και το στομάχι σου ότι τρως κρέας (φοβερά δυσεύρετο προϊόν).
Είναι πολύ απλό: Παίρνεις μία μελιτζάνα και την τρίβεις, την αφήνεις να σκουρύνει και τότε έχεις την αίσθηση ότι τρως κρέας!
Ξέρετε οι Αθηναίοι άλλαξαν δραστικά τις διατροφικές τους συνήθειες. Γνωρίζατε ότι τα γεμιστά προ Κατοχής τα έτρωγαν με μαγιονέζα;
Αθηναϊκά Νέα 3/4/1942
Σκύλοι, γάτες, γαϊδούρια, άλογα και ελάφια al dente
Όταν πεινάς θα φας τα πάντα, όταν βλέπεις το παιδί σου τουμπανιασμένο θα του δώσεις τα πάντα για να το κρατήσεις στη ζωή.
"Μα και σκύλους;" Ναι και σκύλους και γάτες. Τα πάντα έτρωγαν τότε οι Αθηναίοι!
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7/3/1942
Από τον Εθνικό Κήπο σε μία νύχτα χάθηκαν δύο ελάφια. Εικάζεται ότι πεινασμένοι μπήκαν μέσα νύχτα και τα άρπαξαν για λόγους επιβίωσης.
ΒΡΑΔΥΝΗ 16/2/1942
Καφές από ρεβίθια και για επιδόρπιο «εμετός των Γερμανών»
Ακόμη, λόγω του ότι ο καφές ήταν δυσεύρετος, απλοί πολίτες έφτιαχναν έναν τύπο καφέ από διάφορα προϊόντα, όπως τα ρεβίθια ή από βραστά κουκούτσια.
Αυτό που υπήρχε σε μερική αφθονία, ήταν το κρασί, το οποίο έσωσε αρκετούς Αθηναίους, γιατί τους τόνωνε. Επίσης και οι σταφίδες και τα σύκα ήταν υλικά που τους κρατούσαν ζωντανούς, αφού τα χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατα ζάχαρης και έφτιαχναν γλυκά. Υπήρχαν εστιατόρια που πουλούσαν γάλα, νερωμένο φυσικά, και αμφιβόλου ποιότητας. Να συμπληρώσω εδώ ότι από την πείνα τους, οι Αθηναίοι μάζευαν ό, τι χόρτο έβρισκαν, αλλά πόσα χόρτα μπορεί να υπάρχουν για να ταΐσουν μία πόλη; Δίνονταν τότε οδηγίες να είναι προσεκτικοί στο τι τρώνε, αλλά στην πράξη ήταν ανέφικτο λόγω της πείνας.
Άλλοι επιβίωναν με φέτες λασπώδους ψωμιού ή την λεγόμενη μπομπότα (χυλός από καλαμποκάλευρο), ενώ είναι εξακριβωμένο ότι υπήρχαν άνθρωποι και παιδιά ή ορφανά πολέμου, που σύχναζαν έξω από τις ταβέρνες που έπιναν και έτρωγαν οι Γερμανοί και όταν αυτοί ξερνούσαν, θρέφονταν από τον εμετό τους.
Η ανταλλακτική οικονομία και οι «σκοπιές» στα λάχανα
Οι Αθηναίοι επέστρεψαν από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στην ανταλλακτική οικονομία. Η οδός Αθηνάς, ο γνωστός δρόμος στο κέντρο της Αθήνας, ήταν ο τόπος συνάντησης των απανταχού ταλαιπωρημένων και πεινασμένων.
Εκεί θα βλέπατε να έχουν στο δρόμο ό, τι μπορούσε κανείς να πουλήσει από το σπίτι του. Προσωπικά αντικείμενα, έπιπλα, ίσως κάποια τρόφιμα, μαγειρευτά φαγητά με ύποπτα κρέατα μέσα, ζαχαρωτά που περισσότερο ήταν καθαρτικά, ακόμη και σαπούνια που τελικά έλιωναν τα ρούχα (παρασκευάζονταν παράνομα και χωρίς γνώσεις). Τότε άλλωστε, υπήρχε τρομερή έλλειψη από σαπούνι».
Αρκετοί απλοί πολίτες κατάφεραν να σωθούν, χάρη στα συσσίτια που διοργάνωναν τα σωματεία προς τα μέλη τους.
Αποτέλεσμα ήταν η εξασφάλιση ενός πιάτου με όσπρια ή μία κούπα νεροζούμι.
Φουφούδες είχαν στηθεί στους δρόμους και πουλούσαν ζωμούς από κρέας, χωρίς να διευκρινίζεται για το τι κρέας μαγείρευαν. Οι μεταφορές γίνονταν με αυτοσχέδια καροτσάκια. Τα παπούτσια έλιωναν και άρχισαν οι Αθηναίοι σκάλιζαν ξύλα και τα φορούσαν. Τότε εμφανίστηκαν λοιπόν στην Αθήνα και τα τσόκαρα. Τα μαγαζιά με ηλεκτρικά είδη πουλούσαν μέχρι και σπιτικά γλυκά.
Αθηναϊκά Νέα 25/5/1944
Πατατοφλουδοκεφτέδες και ροφήματα από φλούδες μήλων
Μην το πάρετε για παραδοξολογία. Πρόκειται για φαγητό δοκιμασμένο και νοστιμότατο.
Τότε έλεγε ότι πρέπει να: Βράζετε τις πατάτες, αφού τις πλύνετε καλά. Έπειτα τις ξεφλουδίζετε. Τι κάνετε τις φλούδες; Τις πετάτε. Πετάτε δηλαδή το πιο θρεπτικό και το πιο υγιεινό μέρος της πατάτας, αφού είναι πια γνωστό πως κάθε λαχανικό και φρούτο στο φλοιό του και γενικά προς τα εξωτερικά του στρώματα περιέχει τις διάφορες πολύτιμες βιταμίνες. Παίρνετε, λοιπόν, αυτές τις φλούδες, προσθέτετε μπόλικο κρεμμυδάκι ψιλοκομμένο, λιγάκι δυόσμο, αλάτι, πιπέρι, ζυμώνετε και τηγανίζετε. Θα απορήσετε για το αποτέλεσμα. Αν δεν πρόκειται να βράσετε τις πατάτες, αλλά να τις μαγειρέψτε αλλιώς όποτε θα τις παστρέψτε πριν τις βράσετε, πάλι μπορείτε να κάνετε τους κεφτέδες σας, βράζοντας τις φλούδες που θα είναι ακόμα πιο νόστιμες γιατί θα έχουν επάνω και λίγη πατάτα.
Στις συνταγές της εποχής συγκαταλέγονται επίσης, τα ροφήματα ή γλυκίσματα από φλούδες μήλων, η χρησιμότητα των κουκουτσιών για περίφημα γλυκά και τα μπισκότα από ελάχιστο αλεύρι.
Σούπα από σέσκουλα, συνταγή από τον Νίκο Τσελεμεντέ
Ο γνωστός Τσελεμεντές κατανοεί ότι τα σέσκουλα είναι καταφρονημένα, αλλά με την πείνα που υπάρχει στην κατοχική Αθήνα και με τις τρομακτικές ελλείψεις των τροφίμων τα σέσκουλα γίνονται και… σούπα!
Τα καθαρίζετε, τα πλένετε καλά, τα κόβετε ψιλά όπως το λάχανο σαλάτας.
Κόψετε μαζί της ένα είδος αρωματικών χόρτων, ένα δύο μάτσα μαϊντανό ή σέλινο ή άνηθο.
Ξανθίζετε λίγο το κρεμμύδι ψιλό με λάδι ή λίπος σε κατσαρόλα, ρίχνετε ανάλογο νερό, αλάτι και λίγες ντομάτες κομμένες ψιλά, αμέσως και τα σέσκουλα και αφήνετε να σιγοβράσουν.
Η σούπα θα είναι έτοιμη μόλις λιώσουν τα σέσκουλα
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1941
Μερικά τρόφιμα μαγειρεύονταν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Η πατάτα ήταν σε αυτό το είδος.
Και πάλι ο Ν.Τσελεμεντές συνιστά να κάνουμε τηγανίτες από πατάτες.
Τις ξύνουμε στον τρίφτη, προσθέτουμε αλεύρι όσο για να απορροφηθεί όλο το υγρό της πατάτας και να γίνει ένας πολτός που να στέκει στο κουτάλι. Φυσικά επειδή το αλεύρι είναι σπάνιο μπορείτε να βάλετε μπομποτάλευρο ή ριζάλευρο!
Προσθέτετε αλάτι και έως δύο κουταλιές σόδα ή 3 κουταλάκια μπέικιν πάουντερ.
Ο γνωστός μάγειρας συστήνει αυτή την ανάμειξη ως πιο φθηνή, υπάρχει βέβαια και η δυνατότητα να ρίξετε 2 με 3 αυγά, προϊόν όμως που είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Κατοχή.
Ρίξτε και γάλα, άμα βρείτε, και μοσχοκάρυδο.
Το τηγανίζετε και το σερβίρετε με σάλτσα ντομάτα ή ντοματοσαλάτα. Τα παιδιά μπορούν να το φάνε με ζάχαρη
*alfavita.gr

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

 Χριστούγεννα στην πεινασμένη Αθήνα του 1941

Tα Χριστούγεννα του 1941 ήταν από τα πιο τραγικά στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Μια χώρα κατακτημένη. Κάτω από την μπότα της τριπλής κατοχής, γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής.
Κι ένας λαός, νικητής μόλις πριν από ένα χρόνο εκεί στα βουνά της Αλβανίας, τώρα ταπεινωμένος και πεινασμένος.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κυρίως παιδιά, άφηναν την τελευταία τους πνοή στα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας μπροστά στα μάτια των ανήμπορων περαστικών που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γιατί κι αυτοί πεινούσαν…
Οι πρώτες ελλείψεις και τα σημάδια της πείνας εμφανίστηκαν αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή. Το φθινόπωρο οι περισσότεροι Αθηναίοι και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων βλέπουν τους μισθούς και τις συντάξεις να εκμηδενίζονται. Οι αρχές Κατοχής απορροφούν μεγάλο μέρος της παραγωγής για τις ανάγκες των στρατευμάτων τους. Χρήματα, τρόφιμα, πρώτες ύλες λεηλατούνται. Ακόμη πολλοί εύποροι αγρότες κρύβουν τη σοδειά τους.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και ο κλοιός που έχουν σχηματίσει γύρω από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη και την Ελλάδα οι βρετανικές δυνάμεις αποκλείοντας τη μεταφορά κάθε εμπορεύματος. Στις αρχές Νοεμβρίου στην Αθήνα, στις άλλες μεγάλες πόλεις και τα νησιά εμφανίζονται τα πρώτα αποκρουστικά σημάδια της πείνας.
Και το Δεκέμβριο αρχίζει η μεγάλη τραγωδία, αφού μαζί με την πείνα θερίζει και το πρωτοφανές κύμα ψύχους σε μια πρωτεύουσα που δεν έχει τρόπο για να ζεστάνει τους κατοίκους της.
Εκείνο τον τραγικό χειμώνα του 1941-1942 η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά τη ναζιστική κατοχή με χιλιάδες νεκρούς και με μεγάλα θύματα τα μικρά ελληνόπουλα.
«Δεν φαίνεται πουθενά ελπίδα»
23 Νοεμβρίου 1941: Βλέπομε τα πρώτα οιδήματα πείνης. Ακόμα και τα χόρτα γίνονται δυσεύρετα. Παύουν οι κρατικές διανομές των λίγων τροφίμων με το δελτίο. Ο λαός έχει πέσει σε μαύρη απελπισία. Δεν φαίνεται πουθενά ελπίδα. Μοιρολατρικά περιμένει το χειρότερο.
23 Δεκεμβρίου: Διακόπτεται και η τροχιοδρομική συγκοινωνία.
27 Δεκεμβρίου: Η θερμοκρασία έχει πέσει κάτω από το μηδέν. Παγωμένα τα νερά. Εξαφανίζεται από την αγορά κάθε καύσιμη ύλη. Κι αν βρεις κάτι, δεν έχεις τα μέσα να το μαγειρέψεις.
Λένε ότι οι θάνατοι από πείνα στην Αθήνα περνούν τους χίλιους την ημέρα.
Το ηθικό του λαού πέφτει συνεχώς.
Παρηγοριά σε τούτη τη θλίψη δίνουν άλλες παράλληλες σημειώσεις στο ημερολόγιο, στην ίδια χρονολογία: «Σήμερα το βράδυ, ήλθε στη γραμματεία της Λογίας(της ιεραποστολικής προσπάθειας του Συλλόγου Απόστολος Παύλος) πολύ ανήσυχη μια επισκέπτρια. Τα τρία παιδάκια ενός γνωστού μας δημοσίου υπαλλήλου έχουν προσβληθεί από αβιταμίνωση και κινδυνεύουν.
Στο ταμείο και την αποθήκη δεν υπάρχει τίποτα.
Ο εκπρόσωπος της επιτροπής τής είπε τότε με μια αβέβαιη ελπίδα: Ξαναπεράστε αύριο, να ιδούμε τι μπορεί να γίνει.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί μπαίνει στο γραφείο ένας συνταξιούχος ηλικιωμένος στρατηγός.
Άλλοτε ευτραφής, κολυμπάει στο κοστούμι του, που κρέμεται απάνω του σαν άδειo σακί.
Ο επισκέπτης ακουμπάει πάνω στο γραφείο δύο σακουλάκια με χωριάτικο τραχανά και χυλοπίτες. Ήταν η «μερίδα της αγάπης» που ξεχώρισε από ένα δώρο που του έστειλε συμπατριώτης και παλιός στρατιώτης του.
Όταν ξαναήλθε, η επισκέπτρια πήρε χαρούμενη τα σακουλάκια που την περίμεναν για τα τρία παιδιά. Δεν υπήρχε καλύτερο και σπανιότερο φάρμακο για την περίπτωσή τους».
Από το κατοχικό ημερολόγιο Δ.Σ. Σταμάτης, «Χρονικό 1940-1950» (στις «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής» τόμος Α).

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Ευχές......

Το Δ.Σ
των Φίλων Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης
σας εύχεται Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το Νέο Έτος
με υγεία, ειρήνη και αλληλεγγύη

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

 ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ - ΡΟΥΜΕΛΗ

Το μεγάλο ξερρίζωμα

Της Βασιλικής Λάζου*
«Αφήσαμε τα χωριά μας γεμάτα λαό κι όταν επιστρέψαμε από τη μεγάλη πορεία τα βρήκαμε άδεια. Αργότερα μου αφηγήθηκαν και οι δικοί μου τι συνέβη και στο χωριό μας. Πλημμύρισε στρατό. Ο κόσμος κρυβόταν στα δάση. Μα τους κυνήγησαν, τους έδειραν, ξεμάλλιασαν τις γυναίκες και τους έφεραν στο χωριό. Η εντολή ήταν. Πάρτε όσα πράγματα μπορείτε και αύριο δρόμο για τη Λαμία. Άλλου είδους τραγωδία τώρα αυτή. Πού και πώς να κρύψει ο κοσμάκης τα νοικοκυριά του; Φτιάχνουν καταφύγια, αν δεν υπήρχαν από τα χρόνια των Γερμανών, κλαίνε και μοιρολογάνε κείνοι που έχουν τα παιδιά τους στα βουνά, σφίγγουν την καρδιά να ξεκινήσουν προς το άγνωστο, όχι σαν πολίτες Έλληνες, μα σα συμμορίτες. Κάποιοι ας γράψουν και για αυτά» (Βασίλης Αποστολόπουλος, Το χρονικό μιας εποποιίας. Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1998).
Τους ονόμασαν «συμμοριόπληκτους». Τους έδιωξαν βίαια και βιαστικά από τα χωριά τους. Τους άφησαν να φυτοζωούν με ένα προνοιακό επίδομα για δύο και πλέον χρόνια σε χαλάσματα, παραπήγματα και στρατιωτικές σκηνές. Και όταν πια ρήμαξε ο τόπος και το βιος τους, τους ξαναγύρισαν στα κατεστραμμένα χωριά τους και τους εγκατέλειψαν με μια χούφτα σπόρους και ένα κομμάτι τσίγκο για να ξαναξεκινήσουν τον αγώνα της επιβίωσης. Η τραγική πορεία αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα είναι μια παραγνωρισμένη πτυχή της σύγχρονής μας ιστορίας.
Υπολογίζεται ότι κατά τα έτη 1945-1950 τουλάχιστον το 1/10 του πληθυσμού της χώρας, περίπου 700.000 άτομα μετακινήθηκαν από τον τόπο κατοικίας τους, τα ορεινά χωριά προς τις πόλεις, εξαιτίας πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών. Όπως αποδεικνύεται από στρατιωτικά έγγραφα σε ελληνικά και αμερικανικά αρχεία, τα στρατιωτικά στελέχη της κυβερνητικής πλευράς είχαν διαπιστώσει ότι η ανάπτυξη των ομάδων των καταδιωκόμενων σε στρατιωτικές μονάδες του ΔΣΕ γινόταν δυνατή μέσα από την επαφή τους με τον κοινωνικό χώρο, δηλαδή με την είσοδό τους στα χωριά, την οργάνωσή τους και την εγκατάσταση μηχανισμών τροφοδοσίας και στρατολογίας σε αυτά. Το τμήμα αυτό της υπαίθρου χαρακτηρίζονταν ανασφαλές και εχθρικό από τον Εθνικό Στρατό ο οποίοε για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προέκυπταν λάμβανε μια σειρά από στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα. Το πρώτο ήταν η περικοπή της βοήθειας σε τρόφιμα και ιματισμό στις «ύποπτες» ή ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Ήδη από το 1945 καμία βοήθεια της ΟΥΝΡΑ δεν έφτανε στις περιοχές αυτές. Μια δεύτερη δέσμη μέτρων αφορούσε την απαγόρευση της κυκλοφορίας στα ορεινά χωριά, τη φρούρησή τους από μονάδες στρατού και εθνοφυλακής και τη συγκρότηση Μονάδων Ασφάλειας Υπαίθρου (ΜΑΥ).Το τρίτο και δραστικότερο μέτρο ήταν η αποκοπή των δυνάμεων του ΔΣΕ από τον κοινωνικό τους χώρο και η εκτόπιση των ανεπιθύμητων πληθυσμών από τα χωριά τους, με τη δημιουργία «νεκρών ζωνών» στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Επρόκειτο για μια συνειδητή και συντονισμένη προσπάθεια αποδυνάμωσης του συστήματος εφοδιασμού, των εφεδρειών των στρατολογούμενων και του δικτύου πληροφοριών του ΔΣΕ στην ύπαιθρο. Ανάλογες πολιτικές εδαφικότητας εφαρμόστηκαν τα μεταγενέστερα χρόνια ενάντια σε εθνικοαπελευθερωτικά αντιαποικιοκρατικά κινήματα. Στη γαλλική Αλγερία, στη Μαλαισία και στο Νότιο Βιετνάμ οι κυβερνητικές αρχές μετακίνησαν πληθυσμούς με προγράμματα μεγάλης κλίμακας



Μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρα χωριά που πριν ήταν γεμάτα ζωή μεταβλήθηκαν σε ερημότοπους. Ο Τάκης Ψημμένος στο βιβλίο του «Αντάρτες στα Άγραφα, 1946-1950» περιγράφει τις σκηνές ξεριζωμού και απόγνωσης: «Ειδικά αποσπάσματα συγκέντρωναν τον κόσμο στο κέντρο κάθε χωριού και του έδιναν τη ρητή εντολή μέσα σε λίγες ώρες να πάρει όσα από τα υπάρχοντά του μπορεί να κουβαλήσει με την οικογένειά του να εγκαταλείψει το σπίτι του, την περιουσία του, τα χωράφια του. Ακολουθούσαν απερίγραπτες σκηνές φρίκης. Κοπέλες και γυναίκες αλλόφρονες έτρεχαν δεξιά και αριστερά να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα πράγματα του νοικοκυριού, τις προίκες τους που έφτιαξαν με μύριους κόπους και στερήσεις, τα ζωντανά που έβοσκαν σκόρπια γύρω από το χωριό το βιός τα εργαλεία [...] τι να πρωτοπάρουν; Τα χωριά εκείνες τις ημέρες μοιάζαν με ναυάγια. Ο καθένας έτρεχε απελπισμένος να θάψει ότι δεν μπορεί να πάρει μαζί του, χωρίς να είναι βέβαιος πως θα το γλιτώσει, θα το ξαναδεί στα χέρια του. Κι αλίμονο σε όποιον δεν ήταν έτοιμος για εκκίνηση στην καθορισμένη ώρα. Κινδύνευε να του προσάψουν την κατηγορία ότι σκόπιμα καθυστερεί, για να παραμείνει στο χωριό και να ενισχύσει τους αντάρτες [...] κι έβλεπε κανείς μακρόσυρτες φάλαγγες από ανθρώπους κάθε ηλικίας –γέροι, γριές, μωρομάνες με παιδιά στην αγκαλιά, τσούρμο μικρά παιδιά, οι πιο πολλοί με ένα μπογαλάκι στο χέρι, άλλοι να σέρνουν τα κατοικίδια ζώα τους– με θρήνους και οδυρμούς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, παίρνοντας το δρόμο για την πόλη, συνοδευόμενοι από ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα, που έκαναν το παν να μην ξεφύγει κανέναν από την φάλαγγα και επιστρέψει στο χωριό. Όλος ο κόσμος σε αντίσκηνα και πρόχειρες παράγκες με κίνδυνο να προσβληθεί από διάφορες επιδημίες. Και ενώ οι φάλαγγες των ξεριζωμένων αγροτών εγκατέλειπαν τόσο βιαστικά τα χωριά, οι μοναρχοφασιστικές συμμορίες που καραδοκούσαν ρίχνονταν απερίσπαστες στο πλιάτσικο, θησαυρίζοντας από το βιός των ξεσπιτωμένων». Τι απέμενε για το ΔΣΕ; Όπως επιγραμματικά το περιέγραψε ο δάσκαλος Βασίλης Αποστολόπουλος αποτυπώνοντας την κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο της Ρούμελης ύστερα από τις επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού το 1948 «όλος ο χωρος είναι ένα μέτωπο, χωρίς σιγουριά, χωρίς λαό, χωρίς επιμελητεία. Όλα εχθρικά γύρω μας».



Η εκκένωση των ορεινών περιοχών από τους κατοίκους τους ήταν συστηματική και μαζική. Ως τον Οκτώβριο 1947 είχε δημιουργηθεί ένα δαπανηρό προσφυγικό πρόβλημα που ανησυχούσε την AMAG (Αµερικανική Αποστολή για Βοήθεια στην Ελλάδα). Ο μεν εθνικός στρατός αναλάμβανε αυξημένα στατικά καθήκοντα φύλαξης, ενώ η ανάγκη παροχής μεγάλης βοήθειας σε είδη πρώτης ανάγκης και άμεσης κατανάλωσης εμπόδιζε την ανασυγκρότηση και την εφαρμογή κάθε αναπτυξιακής πολιτικής και απειλούσε με κατάρρευση όλο το σύστημα της αμερικάνικης βοήθειας. Τοπικοί πολιτευτές εφιστούσαν την προσοχή της κυβέρνησης και έκαναν συνεχείς εκκλήσεις για τη λήψη ουσιαστικών μέτρων πρόνοιας.. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του βουλευτή Σερρών του Λαϊκού κόμματος Αθ. Ι. Μπουκουβάλα προς τον αντιπρόεδρο Κ. Τσαλδάρη (10 Νοεμβρίου 1947): «Οι άνθρωποι της υπαίθρου έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο κράτος. Όλη η περιφέρεια του Νομού Σερρών ελέγχεται από συμμορίτες. Καθημερινώς κύματα ανταρτόπληκτων. Το κράτος αδυνατεί να δώσει περίθαλψιν. Οι υπάλληλοι αυτοί να δείξουν μια στοργή. Τους μεταχειρίζονται ως κτήνη. Ο χειμών εισήλθε βαρύς και χιλιάδες ανταρτόπληκτοι παραμένουν ακόμα άστεγοι. Ο κόσμος σήμερα αφού υποφέρει τόσα και τόσα δεν θέλει τίποτε άλλο από το κράτος εφόσον αδυνατεί να τους εξασφαλίσει μια έστω και στοιχειώδη ασφάλεια στα χωριά των ζητεί όπλα να φυλάξει τον εαυτό του. Κανείς δεν θα φύγει από το χωριό αν γνωρίζει ότι μπορεί να φυλάξει τον εαυτό του. Να ληφθούν δρακόντεια μέτρα για την εξασφάλιση τροφίμων. Προσέξατε τα ζητήματα αυτά γιατί ο κόσμος άρχισε να χάνει κάθε εμπιστοσύνη στον κοινοβουλευτισμόν. Παντού ακούει κανείς συζητήσεις υπέρ της Δικτατορίας» . (Ίδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε Υπουργός Πρόνοιας έκρουε τον κώδικα του κινδύνου: «αν συνεχιστεί και ενταθή η κάθοδος των προσφύγων θα ηττηθώμεν τελικώς και μόνον εκ του λόγου αυτού. Ενδεχόμενη αύξησις του αριθμού των θα δημιουργήση αδυναμία αντιμετωπίσεως του προβλήματος και θέλει αποβή τραγικώς αποφασιστική εις την όλην εξέλιξιν του αγώνος» (αρχείο Καραμανλή, τόμος 1) . Αυτή η θέση απηχούσε τις απόψεις πολλών στελεχών του εθνικού στρατού.
Στην απογραφή που διενέργησε το υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας στις 3 Απριλίου 1949 οι «συμμοριόπληκτοι» ανέρχονταν σε 706.092 άτομα, από τα οποία τα 662.890 (94%), χαρακτηρίστηκαν ως «Α κατηγορίας», στους οποίους το κράτος παρείχε ημερήσιο χρηματικό βοήθημα και δωρεάν άρτο. Οι υπόλοιποι χαρακτηρίστηκαν Β΄ και Γ΄ κατηγορίας και δέχονταν κάθε άλλη περίθαλψη πλην των ανωτέρω. Το μέγεθος της οικονομικής βοήθειας και το πλήθος των ατόμων που την λάμβαναν είχε σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις καθώς το 1/3 των κατοίκων της χώρας εξαρτιόταν αποκλειστικά και απόλυτα από την κρατική, ουσιαστικά αμερικανική, συνδρομή. Η κοινωνική πρόνοια αποτέλεσε ένα από τα σηµαντικότερα εργαλεία για την επικράτηση στην πολιτική διαµάχη γύρω από τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας αρχικά, και την παγίωση του μετεμφυλιακού κράτους από τους νικητές του εµφυλίου πολέμου. Για όσους ήθελαν να καρπωθούν τα αγαθά της πρόνοιας ήταν απαραίτητη η απόταξη οποιουδήποτε κομμουνιστικού παρελθόντος µέσω γραπτών, εκ µέρους των αιτούντων, αποκηρύξεων του κομμουνισμού με τη δήλωση εθνικοφροσύνης και για την αµέριστη αφοσίωσή τους στο βασιλικό θεσµό. Παρόµοια λειτουργία είχαν και τα σχετικά έγγραφα της Ασφάλειας, που πιστοποιούσαν την εθνικοφροσύνη του αιτούντος ή την τυχόν κομμουνιστική ή «αναρχική», κατά την ορολογία της εποχής, δραστηριότητά του, απαραίτητο κριτήριο για την πρόσβαση στο µηχανισµό της κοινωνικής πρόνοιας ή βεβαίως και στον αποκλεισµό από αυτόν και τη συνεπακόλουθη τιµωρία του «ενόχου».
Σύμφωνα με τον πλήρη απολογισμό της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα, οι μισές σχεδόν δαπάνες του λογαριασμού δραχμών ανασυγκρότησης διατέθηκαν για τη χρηματοδότηση των προσφύγων. Αυτό σήμαινε τεράστια απομύζηση του κρατικού προϋπολογισμού καθώς για να τραφούν οι 700.000 περίπου πρόσφυγες που κατέφυγαν στα αστικά κέντρα και για να συντηρηθούν όλοι όσοι έχρηζαν βοήθειας, οι οποίοι σύμφωνα με αμερικανικές εκτιμήσεις έφταναν τα 2.500.000 άτομα, δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού, απαιτούνταν το 22% των μη στρατιωτικών δαπανών του κράτους. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του στρατιωτικού μέτρου βοήθησε στο να ξεπεραστεί η δυσπιστία των Αμερικανών αξιωματούχων και έγινε αποδεκτή η ανάληψη των τεράστιων εξόδων που απαιτούσε η όλη επιχείρηση.
Στις περίκλειστες πόλεις, στα επονομαζόμενα «κέντρα ασφαλείας», οι αγροτικοί πληθυσμοί που μετακινήθηκαν έζησαν σε άθλιες συνθήκες υπό την άμεση επίβλεψη του κράτους και του στρατού, έχοντας απόλυτη ανάγκη βοήθειας και περίθαλψης. Όπως σημείωνε έκθεση της αμερικανικής αποστολής: «Οι τυχερότεροι ζούσαν σε παραπήγματα, ερειπωμένες καλύβες ή στεγάζονταν σε προσφυγικά κέντρα. Άλλοι είχαν βρει καταφύγιο σε εγκατελειμμένες αποθήκες, ημικατεστραμμένα σχολικά κτίρια και άλλα οικήματα ή ζούσαν σε σκηνές. Δεν ήταν ασυνήθης η περίπτωση 500 ανθρώπων να συνωστίζονται σε ένα σχολικό κτίριο με μόνο χώρισμα μεταξύ των οικογενειών τεμάχια κλινοσκεπασμάτων. Κοιμόντουσαν στο δάπεδο και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν τον χώρο του εξώστη ή των κλιμάκων για τις οικιακές τους εργασίες. Οι λιγότερες τυχερές οικογένειες ζούσαν χειμώνα και καλοκαίρι υπό των αποχευτευτικών αγωγών των ομβρίων υδάτων κάτω από γέφυρες ή σε σπήλαια» (Το Σχέδιον Μάρσαλ εν Ελλάδι κατά τα έτη 1948-1950). Αυτό που δεν αναγνωρίζονταν, ωστόσο, ήταν ποιος ευθύνονταν για το δράμα «των δυστυχισμένων υπάρξεων της ανταρτοπληξίας. Η αντιμετάθεση της ευθύνης στους «συμμορίτες» με τη χρήση του όρου «συμμοριόπληκτος» δεν μπορούσε να συγκαλύψει το πρόβλημα.
«Ασκητικές μορφές, παράκαιρα γερασμένες»
Την εικόνα που παρουσίαζαν οι πρόσφυγες δίνει σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα ο βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδας Γ. Πλατής. Αυτόπτης μάρτυρας ο ίδιος των προσφυγικών καταυλισμών έκανε λόγο για με «ινδικό λεπροκομείο» με γερασμένες γυναίκες 25 ετών, αποσκελετωμένα παιδιά, γέρους με θολά μάτια, άνδρες αμίλητους, αποβλακωμένους από τη συμφορά. Οι άνθρωποι αυτοί αδιαφορούν για το αύριο. Μόνο το σήμερα τους ενδιαφέρει». σε άλλο ρεπορτάζ της εφημερίδας οι πρόσφυγες «ασκητικές μορφές, παράκαιρα γερασμένες και νέοι χλωμοί που μόλις ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη τους», ενώ περιέγραψε τα παιδιά του προσφυγικού συνοικισμού «ισχνά, νωθρά, ατροφικά, άκεφα και αποχαυνωμένα, μαυροκιτρινισμένα από τους καπνούς, την «καλοπέραση» και το κολύμπι στη λάσπη» (Λαμιακός Τύπος, 21.1 και 16.2.1948).
Τα φωτογραφικά τεκμήρια που έχουν διασωθεί, συμφωνούν με τη ζοφερή αυτή εικόνα και απεικονίζουν την αθλιότητα της εγκατάστασης των προσφύγων στους πρόχειρους καταυλισμούς. Παραγκουπόλεις ξεφύτρωσαν στις παρυφές των πόλεων. Παρά τις επιτάξεις και την αυτοστέγαση, πολλές οικογένειες κατοικούσαν σε σκηνές ή κάτω από πρόχειρα στέγαστρα . Κάποιοι οι οποίοι είχαν μια σχετική άνεση μη μπορώντας να περιμένουν τις υποσχέσεις των αρχών για στέγαση «έκοψαν πλιθιές, ανέγειραν καλύβες και αυτοστεγάστηκαν κάνοντας μικρά, κάπως άνετα δωματιάκια». Πολλοί έμειναν άστεγοι και αναγκάζονταν να κοιμηθούν στο δρόμο ή σε ερειπωμένα κτίρια. Άλλοι «έσκαψαν ορύγματα και θάφτηκαν ζωντανοί γύρω από την πόλη» . Σκληρά μέτρα λήφθηκαν για την εσωτερική ασφάλεια των πόλεων. Γύρω από τα αστικά κέντρα υπήρχαν συρματοπλέγματα και δημιουργήθηκαν φυλάκια που έλεγχαν την είσοδο και την έξοδο των πολιτών, ενώ οι παραβάτες παραπέμπονταν στο έκτακτο στρατοδικείο. Κανείς δεν μπορούσε να εισέρχεται ή να εξέρχεται της περιφέρειας των νομών χωρίς την έγγραφη άδεια της στρατιωτικής διοίκησης και όλοι οι κάτοικοι εφοδιάστηκαν με ειδικές ταυτότητες. Αυστηρός περιορισμός της κυκλοφορίας επιβλήθηκε από τις 22.30΄ μ.μ. ως τις 6.00΄ π.μ., ενώ στην ύπαιθρο η κυκλοφορία διακόπτονταν με τη δύση του ήλιου.
Αν και το έκτακτο πολιτικό καθεστώς, λόγω του εμφυλίου πολέμου, απέτρεπε οποιαδήποτε αντιπαράθεση στο πολιτικό πεδίο, έντονη αντίθεση και ανταγωνισμός ανάμεσα στους μόνιμα και στους προσωρινά εγκατεστημένους πληθυσμούς εκφράστηκε στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο. Στις μαρτυρίες καταγράφηκε ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων απέναντι στους πρόσφυγες, από τη συμπάθεια και τη συμπόνια για τα δεινά της μετακίνησης ως τη δυσπιστία, την απαξίωση, την αποστροφή και την εχθρότητα του ντόπιου πληθυσμού. Μπροστά στη συχνά καταγγελλόμενη αστοργία και αναλγησία των μόνιμα εγκατεστημένων κατοίκων, ιδιαίτερα στο ζήτημα της στέγασης και της οικονομικής εκμετάλλευσης, η εγκατάλειψη των προσφύγων γινόταν προσβολή στην ιδέα του αγώνα. Όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα με τους πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου, ανταγωνισμός εκδηλώθηκε στην αγορά εργασίας, τις χειρωνακτικές δουλειές, τις αγροτικές εργασίες και το μικρεμπόριο. Πολλοί πρόσφυγες απασχολούνταν ως αχθοφόροι στο σιδηροδρομικό σταθμό μεταφέροντας πυρομαχικά και προμήθειες σε έργα οχύρωσης γύρω από την πόλη, έσκαβαν ορύγματα ή επιδιόρθωναν συρματοπλέγματα. Μέρος του ανδρικού προσφυγικού πληθυσμού υποχρεωνόταν από το στρατό με το σύστημα του «μπλόκου» σε πλατείες και καφενεία σε υποχρεωτική αγγαρεία και χρησιμοποιούνταν ως ημιονηγοί σε στρατιωτικές αποστολές, πριν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Οι έχοντες κάποια σχετική άνεση εργάζονταν ως μικροπωλητές, ενώ μερικοί κατόρθωναν να ανοίξουν μικρά εμπορικά καταστήματα και να ανταγωνιστούν τους ντόπιους καταστηματάρχες. Οι πιο επιτήδειοι γινόντουσαν ζωέμποροι, ένα ιδιαίτερα επικερδές επάγγελμα. Στην αγορά εργασίας προστέθηκαν και οι γυναίκες οι οποίες απασχολούνταν σε βιοτεχνίες αλλά και σε οικοδομές και έργα οδοποιίας με φθηνά ημερομίσθια. Η υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού προκάλεσε πτώση στην τιμή του ημερομισθίου, γεγονός από το οποίο επωφελήθηκαν οι τοπικοί εργοδότες αλλά και που προκαλούσε διαμαρτυρίες των μόνιμων κατοίκων καθώς υπήρχαν «άνεργοι εθνικόφρονες ειδικευμένοι εργάτες και υπάλληλοι» .
Οι πρόσφυγες οι οποίοι στρατολογούνταν από τους προσφυγικούς καταυλισμούς χρησιμοποιούνταν σε δημόσια έργα, βιοτεχνίες και επιχειρήσεις που είχαν λάβει πιστώσεις από το σχέδιο Μάρσαλ. Ο ευτελισμός της τιμής της εργατικής δύναμης παρείχε στους τοπικούς εργολάβους και επιχειρηματίες μια λαμπρή ευκαιρία πλουτισμού ενώ το πρόγραμμα «Πρόνοια δια της Εργασίας» πρόσφερε εργατικό δυναμικό με ελάχιστο κόστος. Σκοπός του προγράμματος που εφαρμόστηκε από τον Ιούνιο 1948 ήταν η παροχή ημερομισθίων αντί της διαθέσεως δωρεάν διανομών ή χρηματικών βοηθημάτων σε απόρους και πρόσφυγες ικανούς να εργαστούν σε ορισμένες περιοχές για εκτέλεση κοινωφελών έργων. Το σχέδιο προέβλεπε οι άποροι και πρόσφυγες ικανοί για εργασία να χρησιμοποιηθούν για την εκτέλεση κοινωφελών έργων τα οποία αναλάμβανε η τοπική αυτοδιοίκηση (νομάρχες, δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων) χωρίς αποζημίωση εκ μέρους του αναδόχου για την εκτέλεση της εργασίας. Καθώς συχνά οι πρώτες ύλες, τα εργαλεία και μηχανήματα προσφέρονταν με ευνοϊκότατους οικονομικούς όρους από το σχέδιο Μάρσαλ, τα κέρδη ήταν κάτι παραπάνω από εξασφαλισμένα. Οι κοινωνικές προεκτάσεις ήταν προδιαγεγραμμένες και μακροπρόθεσμες. Η εμπόλεμη κατάσταση, η ανασυγκρότηση και τα δισεκατομμύρια της αμερικανικής βοήθειας συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας μικρομεσαίας τάξης εμπόρων, βιοτεχνών, εργολάβων, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την κατάσταση και στήριξαν το καθεστώς για περισσότερο από 25 χρόνια.
Οι πρόσφυγες θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το έλλειμμα καθαριότητας και την πρόκληση επιδημιών. Τα ζώα που έφερναν μαζί τους συντελούσαν στη γενική κατάσταση αποδιοργάνωσης και χάους. Η εικόνα που δίνει ο τοπικός τύπος από τη Λαμία είναι χαρακτηριστική: «Γουρούνια, κότες αγελάδες κατσίκες βόσκουν γύρω από τη Λαμία και τριγυρνούν στην πόλη. Ιδιαίτερο πρόβλημα δημιουργείται με τους αδέσποτους σκύλους οι οποίοι καθίστανται επικίνδυνοι. Τα δενδρύλλια αναδάσωσης της πόλης κινδυνεύουν να καταστραφούν από τον πληθωρισμό γιδιών και προβάτων που έφεραν μαζί τους οι ανταρτόπληκτοι», ενώ επισημαίνεται ο κίνδυνος χολέρας. Την κατάσταση προσπάθησε να αντιμετωπίσει ο κάθε δήμος με αύξηση των πιστώσεων για την καθαριότητα,με προμήθεια απορριμματοφόρων και με ψεκασμούς των προσφυγικών καταυλισμών με Ντι-τι-τι για την πρόληψη των επιδημιών..
Ένα άλλο ζήτημα ήταν η εκμετάλλευση του ζωικού κεφαλαίου που μετέφεραν οι προσφυγικοί πληθυσμοί στις πόλεις. Καθώς δεν διετίθεντο επαρκείς πιστώσεις για τη διατροφή των ζώων, οι χωρικοί αναγκάζονταν να πουλήσουν «γουρουνόπουλα στην τιμή λαχάνων» παρόλο που αποτελούσαν ουσιαστικά τη μοναδική περιουσία και το μέσο επιβίωσής τους. Όπως σημείωνε ο νομάρχης Φθιώτιδας σε αναφορά του προς τον Υπουργό Πρόνοιας: « …αναγκάζονται οι κτηνοτρόφοι να πωλώσιν εις εξευτελιστικάς τιμάς εκμεταλλευόμενοι την δυστυχίαν των και μη συγκινούμενοι εκ της συμφοράς των διάφοροι επιτήδιοι και ανάλγητοι έμποροι οίτινες όπως πάντοτε εις πάσαν περίστασιν εκμεταλλεύονται ίνα θησαυρίσωσι την δυστυχίαν του λαού και αγοράζοντες εις τιμάς μηδαμινάς». Η συσσώρευση πληθυσμού στα όρια της εξαθλίωσης και της ανέχειας, η διατάραξη του κοινωνικού ιστού, ο ελαττωμένος κοινωνικός έλεγχος και η χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών εξαιτίας της μετακίνησης από την ύπαιθρο στις πόλεις, προκάλεσε φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας όπως η πορνεία. Συχνό ήταν το φαινόμενο των έκθετων βρεφών και των βρεφοκτονιών. Την εικόνα της εξαθλίωσης και της ανέχειας συμπλήρωναν οι πολυπληθείς επαίτες, κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες και νεαρά κορίτσια.
Επαναπατρισμός: ο οικονομικός Γράμμος
Η επανεγκατάσταση των εσωτερικών προσφύγων στις εστίες τους παρουσιάστηκε από την κυβερνητική πλευρά σαν ένας άθλος που σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος του πολέμου και έδινε υπόσχεση για καλύτερες μέρες και ευημερία την οποία είχε εμποδίσει η «κομμουνιστική ανταρσία». Παρόλο που επισημαίνονταν οι δυσχέρειες, ο επαναπατρισμός χαρακτηρίστηκε ως «οικονομικός Γράμμος» που απαιτούσε το δικό του αρχιστράτηγο και συντονιστή (Βήμα, 18 Σεπτεμβρίου 1949). Ο επαναπατρισμός, όπως και η μετακίνηση των πληθυσμών, ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού καθόριζε τις περιοχές ασφάλειας οι οποίες, κατά την κρίση του, είχαν «εκκαθαριστεί» από το ΔΣΕ, και στη συνέχεια έδινε την άδεια στις υπηρεσίες της νομαρχίας για τον επαναπατρισμό των κατοίκων τους. Προτεραιότητα είχαν οι περιοχές οικονομικής σημασίας, οι λιγότερο ορεινοί και δυσπρόσιτοι οικισμοί οι οποίοι μπορούσαν να προσφέρουν άμεσα οφέλη μέσω της επανεκκίνησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.
Οι αρχές τόνιζαν με ανακοινώσεις τους την υποχερωτικότητα του μέτρου. Όσοι δεν συμμορφώνονταν θα στερούνταν όλες τις χορηγούμενες παροχές και θα υποχρεώνονταν από τις αστυνομικές αρχές σε δια της βίας επαναπατρισμό, ενώ θα αίρονταν οι νόμοι της επιτάξεως οικιών και θα κατεδαφίζονταν οι παράγκες τους. Παρά τις υποσχέσεις για πλουσιοπάροχη υλική βοήθεια και τις απειλές για σκληρά μέτρα εναντίον των απειθούντων, ο προσφυγικός πληθυσμός ήταν απρόθυμος να επιστρέψει στα χωριά του. Η μακροχρόνια απουσία από τις παραγωγικές εργασίες και η εξάρτηση από τους μηχανισμούς πρόνοιας ενέτεινε την τάση παραμονής στα αστικά κέντρα. Πολλοί είχαν στραφεί σε μη παραγωγικά επαγγέλματα, όπως αυτό του μικροπωλητή, είχαν ανοίξει μαγαζιά ή αγοράσει σπίτια. Αυτοί που αντιδρούσαν στην επιστροφή τους ήταν οι κάτοικοι των φτωχότερων και πιο απομακρυσμένων χωριών εξαιτίας των αυξημένων δυσκολιών ανοικοδόμησης και αδυναμίας καλλιέργειας της γης. Τη μεγαλύτερη αντίδραση εξέφραζαν οι νέοι οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με ένα πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον καλύτερο από τον τόπο προέλευσής τους και στο οποίο έδειξαν θέληση προσαρμοστικότητας και διάθεση αφομοίωσης. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια γενικότερη κοινωνική συνέπεια της εκκένωσης των χωριών που σήμαινε ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου, ιδιαίτερα οι γυναίκες ήρθαν σε επαφή με την πόλη, με νέες γνώσεις και διαφορετικά πρότυπα συμπεριφοράς. Εκεί γνώρισαν ένα επίπεδο ζωής και ένα φάσμα φιλοδοξιών για τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν επίγνωση.
Τον Οκτώβριο του 1949 το Προξενείο των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη ανέφερε ότι «μεγάλοι αριθμοί προσφύγων επέστρεψαν στα σπίτια τους και μερικοί με τη θέλησή τους και μερικοί ενάντια στις επιθυμίες τους και εγκαταστάθηκαν εκεί χωρίς τα μέσα να φυτέψουν νέα σοδειά ή γενικώς να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο χειμώνα (L.Wittner, Η αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα, Βάνιας 1991). Υπήρχαν ελλείψεις νερού, γεωργικών εργαλείων, συγκοινωνιών και αυξημένα προβλήματα στη στέγαση. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά. Αισθάνονταν εγκαταλελειμμένοι και συχνά διατυπώνονταν παράπονα ότι δεν είχαν χορηγηθεί όσα είχαν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση. Η μόνη αρχή που έσπευδε να εγκατασταθεί στο χωριό ήταν η Χωροφυλακή, ενώ το κράτος έσπευδε να ζητήσει φόρους. Έκθεση για τον επαναπατρισμό σε χωριά νομού Ημαθίας την άνοιξη 1949 απεικονίζει τον τρόπο επαναπατρισμού και την κατάσταση που συναντούσαν οι επαναπατρισμένοι κατά την επιστροφή τους: «Την Μ. Παρασκευή οι συμμοριόπληκτοι διετάχθησαν να επιβιβασθούν αυτοκινήτων ίνα μεταφερθώσιν εις τα χωρία των. Μόλις ανεκοινώθη εις αυτούς η διαταγή παρουσιάσθησαν ενώπιον του Νομάρχου και εζήτησαν να τους επιτρέψη να εορτάσουν το Πάσχα και μετά να αναχωρήσουν. Ούτος ηρνήθη και επειδή έδειξαν διαθέσεις να μην υπακούσουν διέταξεν την χωροφυλακήν να μεταχειρισθή βίαν. Εγένετο η καλή αρχή. Με το πικρόν παράπονον εις την ψυχήν δια την σκληρότητα ανεχώρησαν, δια να ανατιναχθή το πρώτον αυτοκίνητον εκ νάρκης ολίγας εκατοντάδας μέτρων έξωθεν του χωρίου Νέα Κούκλενα, να τραυματιστούν ολίγοι, ευτυχώς ολίγοι από τους συμμοριόπληκτους. Να προκληθεί όμως πραγματική εξέγερσις διότι δεν εγένετο υπό των αρμοδίων ο έλεγχος της οδού υπό συνεργείου ναρκοσυλλεκτών. Το αυτό συνέβη και εις το χωρίον Χωροπάνη όταν την πρώτη ημέραν της εγκατάστάσεώς των ο Πρόεδρος του χωριού και μερικοί κάτοικοι μετέβησαν εις το υδραγωγείον του χωρίου ίνα διαπιστώσουν τας καταστροφάς που υπέστη και των εργασιών που θα εχρειάζοντο δια την επισκευήν του. Εφονεύθη είς και ετραυματίσθησαν άλλοι. Δεν εδόθη εις αυτούς ούτε η προβλεπόμενη ενίσχυσις εις χρήμα και άλευρον ούτε προ της μετακινήσεως αυτών εγένετο οιανδήποτε εργασίαν δια την επισκευήν των κατεστραμμένων οικιών των. Επιπλέον με την εγκατάσταση αυτών επεβλήθη αμέσως εις αυτούς προσωπική εργασία ήτοι δια την εκτέλεσιν έργων αμύνης και κοινωφελών τοιούτων και ακόμη στρατιωτικής υπηρεσίας δια την ασφάλειαν των χωριών των. Φυσικήν συνέπειαν εις ουδεμία γεωργικήν εργασίαν σοβαρώς να δύνανται να ασχοληθούν. [...] δεν δόθηκε επίδομα Ιουλίου, δεν είχε γίνει επισκευή υδραγωγείων, δεν έγινε ουδεμία εργασία από υπηρεσία ανοικοδομήσεως, δεν ελήφθη μέτρον ώστε η ασφάλεια του χωριού εις το ελάχιστον ώστε να διαθέτουν περισσότερον χρόνον εις τας γεωργικάς των ασχολίας που είναι δια αυτούς ο θάνατος και η ζωή. Επειδή είναι ολιγάριθμοι οι ικανοί να φέρουν όπλα υποχρεούνται εις συνεχή υπηρεσία επί νύκτας ολοκλήρους και ημέρας ακόμα. Διδάσκαλοι δεν υπάρχουν ούτε ιερείς» (Ίδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, «Έκθεσις Αλ. Καραποστολάκη, τέως Νομάρχου πραγματευόμενη τον βεβιασμένον ενεργηθέντα επαναπατρισμόν των συμμοριόπληκτων των χωρίων του Νομού Ημαθίας προς Κ. Τσαλδάρη», Θεσσαλονίκη 5 Σεπτεμβρίου 1949).
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
Τον Ιούνιο 1950, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, σχεδόν όλοι οι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει στις οικίες τους και ένα χρόνο αργότερα σχεδόν όλα τα ειδικά προγράμματα τα οποία είχαν σχεδιαστεί για τον επαναπατρισμό και την επαναγκατάστασή τους είχαν περατωθεί. Το βασικό πρόβλημα όμως πώς αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιβιώσουν στις άγονες βουνοπλαγιές δεν είχε επιλυθεί. Όσοι επαναπατρίζονταν στα έρημα και συχνά κατεστραμμένα χωριά τους είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης: «Οι πρόσφυγες επέστρεφαν σε ένα λεπτό βραχώδες έδαφος το οποίο μόνο συχνή καλλιέργεια μπορούσε να το σώσει από τη διάβρωση και σε μια ζωή φυσικής καταπόνησης που άρχιζε στις 4-5 το πρωί και τελείωνε με το σούρουπο. Αυτοί που παρέμεναν στις πόλεις το έκαναν μόνο για να φουσκώνουν τους αριθμούς εκείνους που η ημι-απασχόλησή τους μπέρδευε τους αριθμούς της ανεργίας: αγόρια και άνδρες πωλούσαν τσιγάρα, ξηρούς καρπούς, μπαλόνια, σφουγγάρια και αναρίθμητα άλλα αντικείμενα στους δρόμους. Μικρά κορίτσια με γερασμένα, θλιμμένα πρόσωπα πουλούσαν ματσάκια από λευκό αρωματισμένο γιασεμί στα εστιατόρια πηγαίνοντας σιωπηλά από τραπέζι σε τραπέζι» (G. Chandler, The Divided Land: An Anglo-Greek Tragedy, Παρατηρητής 2000). Παρά τις δυσκολίες του επαναπατρισμού και την επανέναρξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων ο επαναπατρισμός προβλήθηκε από τους Αμερικανούς συμβούλους ως επιβεβλημένη πρακτική: «Τουλάχιστον πίσω στα ορεινά οι επαναπατρισμένοι πρόσφυγες μπορούσαν να παράγουν κάτι. Στις πόλεις απλά θα προστίθενταν στις τάξεις των ανέργων και η δυσαρέσκειά τους συγκεντρωμένη σε λίγα μεγάλα κέντρα θα μπορούσε εύκολα να λάβει πολιτική έκφραση».
.
Οι δημογραφικές επιπτώσεις της μετακίνησης των πληθυσμών και οι μακροπρόθεσμες οικονομικές της συνέπειες δύσκολα μας πείθουν για την ορθότητα της παραπάνω κρίσης. Από τα στοιχεία μεταγενέστερων απογραφών πληθυσμού παρατηρείται μια φθίνουσα πορεία του αγροτικού χώρου η οποία εντοπίζεται στα πιο ορεινά και δυσπρόσιτα χωριά που είχαν εκκενωθεί στη διάρκεια του εμφυλίου. Το χάσμα μεταξύ πόλεων και υπαίθρου μεγάλωσε με αποτέλεσμα οι αγρότες να εξωθούνται σε εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Βραζιλία και η Βενεζουέλα δέχθηκαν αναλογικά μεγάλους αριθμούς Ελλήνων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά και μετά. Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες καθόρισαν ένα ειδικό πρόγραμμα το 1953 το οποίο επέτρεπε τη μετανάστευση αρκετών χιλιάδων ανθρώπων καθ’ υπέρβαση του φυσιολογικού ποσοστού για την Ελλάδα, που ήταν ως τότε κάτι παραπάνω από 300 άτομα το χρόνο. Ο πληθυσμός των αστικών κέντρων αυξήθηκε. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας αύξησε τον πληθυσμό του κατά 23% για να διογκωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Η ορεινή Ελλάδα που άδειασε από πληθυσμό στα χρόνια του εμφυλίου δεν συνήλθε ποτέ. Οι συνέπειες της αναγκαστικής μετακίνησης των ορεινών πληθυσμών της υπαίθρου δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί σε όλο τους το εύρος.
*Το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο Β. Λάζου, Η επιβολή του κράτους. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία 1945-1949, Αθήνα: Ταξιδευτής 2016

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

 To δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει


- 78 χρόνια από την περίφημη μάχη του “Μικρού Χωριού” ( 18 Δεκέμβρη 1942)
To κακοτράχαλο ορεινό οδικό δίκτυο αποδείχτηκε ο χειρότερος εχθρός των ιταλικών οχημάτων.
Για μια τέτοια επιχείρηση εκκαθάρισης (rastrellamento), που πήρε και το κωδικό όνομα «Operazioni K», ξεκίνησαν, στις 3 Δεκεμβρίου 1942, από τις βάσεις εκκίνησής τους, διάφορες ενισχυμένες φάλαγγες που έφεραν τα ονόματα των διοικητών τους (Brancaccio, Valentino, Crocella, Piras και Bottini). Οι φάλαγγες ανήκουν σε τρεις διαφορετικές μεραρχίες που έχουν σκοπό να περικυκλώσουν την Ευρυτανία από Βορρά (Modena), από βορειοανατολικά (Pinerolo) και από δυτικά-νοτιοδυτικά (Casale).
Ο κρότος της ανατίναξης του Γοργοπόταμου είναι τόσο ηχηρός που αναγκάζει την Ανώτατη Διοίκηση του Regio Esercito να λάβει δραστικά μέτρα. Οι πληροφορίες μιλούν για ομάδες ανταρτών που αλωνίζουν στην περιοχή και μάλιστα για ομάδες που έδρασαν στον Γοργοπόταμο. Ετσι η παραδειγματική εξόντωσή τους κρίνεται επιτακτική.
Τη διεύθυνση της επιχείρησης αναλαμβάνει από το Αγρίνιο ο στρατηγός Mario Maggiani της Casale, έξαλλου η Αιτωλοακαρνανία, μεγάλα κομμάτια της Ευρυτανίας, της Φωκίδας, ώς και η Αράχοβα αποτελούν την «επικράτειά» του.
Στο άρθρο αυτό θα παρακολουθήσουμε την πορεία και ιδίως τη δράση της φάλαγγας Bottini, που δυναμικά εξορμά από τη μεγάλη βάση της Casale στον Αγιο Βλάσιο Τριχωνίδας.
O συνταγματάρχης Armando Bottini είναι ο διοικητής του 12ου Συντάγματος. Τη φάλαγγα που φέρει το όνομά του αποτελούν δύο ισχυρά τμήματα. Το πρώτο είναι το ΙΙ/12 τάγμα ενισχυμένο με διμοιρία όλμων των 81mm και μια «ομάδα» 2 πυροβόλων των 47/32.
Το δεύτερο, υπό τη διοίκηση του 1o Seniore [1] Consonni, αποτελείται από 2 λόχους του ΧΧΧVI τάγματος Μελανοχιτώνων, 2 λόχους του Ι/11 τάγματος, διμοιρία πολυβόλων και διμοιρία όλμων των 81mm. Συνολική δύναμη όλης της φάλαγγας, 45 αξιωματικοί και 970 οπλίτες με 274 υποζύγια.
Η διαδρομή που θα ακολουθήσουν έχει ως εξής: Αγιος Βλάσιος-Επισκοπή-Κεράσοβο και στις 5 Δεκεμβρίου πλησιάζοντας 2 χλμ. έξω από τη Χρύσω θα πάρουν την πρώτη γεύση από το αντάρτικο ντουφέκι. Ο καπετάν Ερμής (Βασίλης Πριόβολος) του Αρχηγείου Ευρυτανίας, με περιπετειώδη τρόπο και με μόνο 28 αντάρτες, θα ξεφύγει από τον ιταλικό κλοιό και θα πιάσει πρώτος τα στενά της Σουίλας, στην είσοδο του χωριού.
Ετσι όταν οι προφυλακές της φάλαγγας πλησιάσουν, δέχονται έναν καταιγισμό πυρών και υποχωρούν αφήνοντας πίσω τους 2 νεκρούς και 11 τραυματίες. Στις 6 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί θα παραμείνουν έξω από τη Χρύσω και θα εκτελέσουν 2 ομήρους και 5 συλληφθέντες αντάρτες. Τελικά, στις 7 Δεκεμβρίου, με χίλιες προφυλάξεις, θα εισέλθουν στο ερημωμένο χωριό και θα το πυρπολήσουν.


Στις 8 Δεκεμβρίου η φάλαγγα θα συνεχίσει την πορεία της και θα φτάσει στο Μύρισι. Την επομένη στην Παραμερίτα και στις 10 Δεκεμβρίου θα μπει στα ερημωμένα Αγραφα που θα παραδοθούν και αυτά στις φλόγες.
Μία μέρα μετά θα επιστρέψει στη Χρύσω, από εκεί μέσω Βίνιανης στις 13 Δεκεμβρίου, στις 4 το απόγευμα, θα μπει στο Καρπενήσι για ανασυγκρότηση και ξεκούραση.
Την ημέρα που η Χρύσω πυρπολούνταν, μια άλλη φάλαγγα (γύρω στους 200 αντάρτες) με επικεφαλής της τον Αρη και τον νεοφερμένο από την Αθήνα Λευτεριά (Βαγγέλη Παπαδάκη) έμπαινε στην παλαιά Γιαννιτσού Φθιώτιδας. Την αποτελούσαν, σε ένα σώμα, αυτά που σύντομα θα ονομάζονταν Αρχηγεία Φθιώτιδας και Παρνασσίδας.
Στην είσοδο του χωριού, με τον καπετάνιο τους Νάκο Μπελή να στρίβει φιλάρεσκα τα τσιγκελωτά του μουστάκια, θα τους υποδεχτούν εντυπωσιακά οι αντάρτες του Αρχηγείου Δομοκού (περίπου 130), παραταγμένοι σε διπλή σειρά, ντυμένοι σχεδόν ομοιόμορφα φορώντας αντί για δίκοχο μαύρα γούνινα καλπάκια, λάφυρα από τους «Λεγεωνάριους του Πριγκιπάτου» [2] , που με μεγάλη επιτυχία εξόντωσαν.
Η ατμόσφαιρα είναι πανηγυρική. Πριν από τρεις μήνες, όταν ο Αρης «κατηφόρισε» προς την Γκιόνα είχε μια ντουζίνα μόνο αντάρτες, ενώ ο Μπελής δεν είχε ούτε δέκα.
Η ικανοποίηση είναι διάχυτη και οι μπαρουτοκαπνισμένοι νικητές του Γοργοπόταμου μαζί με τους ενθουσιώδεις Δομοκίτες θα ξεκινήσουν, την επομένη, για την Ευρυτανία.
Το σχεδιάγραμμα είναι τροποποίηση με εμπλουτισμό στοιχείων του γράφοντος και βασίζεται σε αρχικό σχέδιο του Κώστα Ευθυμίου | Πηγή: Archivo Ufficio Storico. Stato Maggiore Esercito.
Η πορεία τους είναι: Νέα Γιαννιτσού-Τσούκα-Σπερχειός-Φτέρη-Γαρδίκι Ομιλαίων. Στη διάρκειά της ο αριθμός τους διαρκώς αυξάνει από νέες κατατάξεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτήν του παπά Κώστα Τζεβελέκα από την Κολοκυθιά, του ηρωικού Παπακουμπούρα.
Στο Γαρδίκι, στις 14 Δεκεμβρίου, θα γίνει η γενική συνέλευση σχεδόν 400 ανταρτών. Θα εκλεγεί 5μελές αρχηγείο, ένα 15μελές συντονιστικό όργανο και θα αποφασιστεί η καταδίωξη της ομάδας των λιποτακτών Γκέκα-Βάρδα καθώς και η «περιοδεία» των ανταρτών στην Ηπειρο για να συναντήσουν τον Ζέρβα.
Η πορεία θα συνεχιστεί προς Πουγκάκια (πτώση από το άλογο και αιμόπτυση του Αρη)-Κρίκελλο (απότιση φόρου τιμής στον δάσκαλο Σαξώνη) και στις 17 θα στρατοπεδεύσουν στο Μικρό Χωριό.
Το σκεπασμένο από πυκνή ομίχλη κρύο πρωινό της 18ης Δεκεμβρίου θα βρει τη Φάλαγγα Consonni [3] , στις 8 ακριβώς, να εξορμά προς την κατεύθυνση του Προυσού για να «χτενίσει», σύμφωνα με τον προγραμματισμό της επιχείρησης, και τη συγκεκριμένη περιοχή.
Από την άλλη μεριά το αντάρτικο τμήμα απολάμβανε, ύστερα από ένα χορταστικό πρωινό, κάποιες σπάνιες στιγμές ξεκούρασης οι οποίες όμως ανακόπηκαν βίαια καθώς ο λαχανιασμένος σύνδεσμος Κουτσογιέννης ήρθε από το Μεγάλο Χωριό φέρνοντας τα νέα. Τα καραούλια εντόπισαν μεγάλη ιταλική φάλαγγα να πλησιάζει στον Γαύρο. Επικράτησε αναστάτωση. Σε μια εσπευσμένη σύσκεψη του Αρη με τον Λευτεριά και τον Μπελή, αποφασίστηκε να χτυπηθεί ο εχθρός. Οι άμαχοι άρχισαν να ανηφορίζουν προς τη Χελιδόνα, ενώ οι αντάρτες έτρεξαν να πιάσουν θέσεις.
Δύο ομάδες [4] της Παρνασσίδας και δύο του Δομοκού πήραν θέση στα υψώματα πίσω από το πέτρινο γεφύρι που ζεύει τον Ξηριά, τον χείμαρρο που κυλάει μέσα στη ρεματιά παράλληλα με τον χωματόδρομο που ενώνει το Μικρό με το Μεγάλο Χωριό (βλέπε σχεδιάγραμμα της μάχης). Διοικητής της διάταξης -ποιος άλλος;- ο έμπιστος και αποτελεσματικός Νικηφόρος (Δημήτριος Ν. Δημητρίου) που με μια ομάδα της Παρνασσίδας «έπιασε» την αριστερή όχθη του χειμάρρου.
Η αυτοαποκαλούμενη 6η Δομοκίτικη Ομάδα του καπεταν Οθρυ (Γιώργος Δουατζής) ταμπουρώθηκε ακόμα πιο αριστερά, δίπλα στον Νικηφόρo, στην ξεροπλαγιά που οι ντόπιοι ονομάζουν Τσίρη.
Στη δεξιά όχθη και λίγο πιο ψηλά τη θέση κατέλαβε η άλλη ομάδα της Παρνασσίδας, με επικεφαλής τους Λάμπρο-Πελοπίδα. Τέλος, ακόμη πιο δεξιά τάχθηκε η άλλη ομάδα του Δομοκού με τον επίσης Νικηφόρο (δάσκαλο Ν. Καρκάνη). Σχηματίστηκε έτσι ένα πέταλο το οποίο αποσκοπούσε να εγκλωβίσει μέσα στη ρεματιά όσο περισσότερους επιτιθέμενους. Ο Αρης κράτησε την κύρια δύναμη, σαν εφεδρεία, ώστε να δώσει, την κατάλληλη στιγμή, το αποφασιστικό χτύπημα.


Οι μαχητές ταμπουρώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν και με το δάχτυλο στη σκανδάλη ατένιζαν νευρικά απέναντι στο Μεγάλο Χωριό.
Πράγματι στις 11.45 η ιταλική φάλαγγα εμφανίστηκε να εισέρχεται στο Μεγάλο Χωριό, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της μπήκε στη ρεματιά με κατεύθυνση το Μικρό Χωριό.
Ηταν ολόκληρο το ΙΙ/12 που με εμπροσθοφυλακή τον 6ο Λόχο όλο και πλησίαζε το γεφύρι, με τον λοχαγό του Werther Marvelli να βρίσκεται μπροστά και ταυτόχρονα στο στόχαστρο της αραβίδας του Νικηφόρου. Βάδιζε, στην ανηφόρα, χωρίς καμία προφύλαξη, ούτε ένας ανιχνευτής μπροστά του και κάθε τόσο σταματούσε να πάρει ανάσα.
Και ενώ όλα φαίνονταν να πηγαίνουν κατά τα προβλεπόμενα, ανεξήγητα ο Marvelli έστριψε στα αριστερά τον λόχο του και άρχισε να ανηφορίζει ένα μονοπάτι που οδηγούσε στα πρώτα σπίτια στην ανατολική πλευρά του χωριού. Ο Νικηφόρος ξαφνιασμένος ζύγισε την κατάσταση και προκειμένου να χάσει τελείως τους Ιταλούς από το οπτικό του πεδίο έριξε τον πρώτο πυροβολισμό γκρεμίζοντας τον προπορευόμενο Marvelli. Αμέσως ξέσπασε μια κόλαση πυρός καθηλώνοντας το προπορευόμενο τμήμα που απεγνωσμένα έψαχνε τρόπους να καλυφθεί. Εδώ είναι που οι Ιταλοί είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Χάος επικράτησε για κάνα δεκάλεπτο.
Το ΙΙ/12 όμως ήταν ένα εμπειροπόλεμο τάγμα που σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται. Τα πολυβόλα και κυρίως οι όλμοι άρχισαν να στήνονται δημιουργώντας μια βάση πυρός και οι υπόλοιποι λόχοι ανασυντάχθηκαν και κινήθηκαν αργά αλλά σταθερά προς τις αντάρτικες θέσεις. Και ενώ τα πυρά των αμυνομένων άρχισαν να αραιώνουν, λόγω της πάγιας έλλειψης πυρομαχικών, τα ιταλικά πύκνωσαν και, το χειρότερο, στον χορό μπήκαν και τα πυρά των βαρέων όλμων από το Μεγάλο Χωριό. Για περίπου καμιά ώρα συνεχίστηκε η ανταλλαγή πυρών. Το βάρος της επίθεσης σήκωσαν κυρίως οι δύο ομάδες, του Νικηφόρου και του Οθρυ.
Στις 12.45 η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ένας λόχος του ΧΧΧVI από αριστερά και ένας του Ι/11 από τα δεξιά κινήθηκαν με σκοπό να υπερφαλαγγίσουν την αντάρτικη διάταξη.
Ο Αρης στάθμισε την κατάσταση και σήμανε [5] την απαγκίστρωση όλων των τμημάτων. Η υποχώρηση έγινε συντεταγμένα και σταδιακά. Οι μόνοι που παρέμειναν στις θέσεις τους ήταν ο Νικηφόρος και τρεις νεαροί Δομικίτες που βρίσκονταν ταμπουρωμένοι στα αριστερά του. Δεν αντιλήφθηκαν τα σαλπίσματα καθώς βρίσκονταν δίπλα από ένα βουερό ρέμα, δεχόμενοι καταιγιστικά πυρά.
Τελικά, με κινηματογραφικό τρόπο ενώθηκαν και αυτοί [6] με τους συντρόφους τους, αφήνοντας όμως πίσω τους νεκρό τον μικρότερο (17 χρόνων) από τους τρεις Κώστα Μπίρτσα (Κλέαρχο), από το Περίβλεπτο Φθιώτιδας. To σύνθημα-παρασύνθημα «Κλέαρχος-Μικρό Χωριό» θα ακούγεται, σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, στις σκοπιές των ανταρτών της Ρούμελης.
Στις 14.45 και με χίλιες προφυλάξεις οι Ιταλοί μπήκαν στο Μικρό Χωριό. Συνέλαβαν ομήρους και φυσικά πυρπόλησαν το χωριό.
Στον απολογισμό που έγινε οι αντάρτες μετρούν έναν νεκρό και τέσσερις ελαφρά τραυματίες. Οι Ιταλοί από τη μεριά τους έχουν 10 νεκρούς και 30 τραυματίες. Μεταξύ των τραυματιών ο λοχαγός Marvelli και ο υπολοχαγός Berti [7], o τελευταίος θα υποκύψει στα τραύματά του 9 ημέρες αργότερα.
Την επομένη η αντάρτικη δύναμη βρισκόταν μακριά ανενόχλητη στα Φιδάκια, συνεχίζοντας την πορεία της προς την Ηπειρο, ενώ οι Ιταλοί μουδιασμένοι συνέχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τον Προυσό. Θα επιστρέψουν όμως δριμύτεροι στις 24 Δεκεμβρίου και θα ξεσπάσουν στους ομήρους εκτελώντας τους ([8] .
Η μάχη στο Μικρό Χωριό αποτελεί την πρώτη σύγκρουση αντάρτικου τμήματος με υπερδιπλάσια εχθρική δύναμη εφοδιασμένη με βαρέα όπλα, σε ανοιχτό πεδίο μάχης. Οι αντάρτες δεν υποχωρούν στη θέα οργανωμένου στρατού. Τον αντιμετωπίζουν σαν ίσος προς ίσο. Τον καθηλώνουν, του προκαλούν απώλειες και υποχωρούν συντεταγμένα όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο. Μετά τη μάχη η φήμη του ΕΛΑΣ εκτοξεύεται και εθελοντές κατατάσσονται μαζικά, ενώ οι Ιταλοί συνειδητοποιούν έντρομοι ότι στα βουνά της κατεχόμενης Ελλάδας τον πρώτο λόγο έχει πλέον ο αντάρτικος στρατός.
Επεξηγήσεις
[1] Βαθμός των Μελανοχιτώνων αντίστοιχος του αντισυνταγματάρχη.
[2] Βλαχόφωνοι αυτονομιστές που συνεργάζονταν με τις ιταλικές δυνάμεις.
[3] Ο Botinni, στις 14 Δεκεμβρίου, θα κληθεί επειγόντως στην Αθήνα οπότε και ολόκληρη η φάλαγγα θα αποκαλείται πλέον Φάλαγγα Consonni.
[4] Δυνάμεως 15 ανδρών η κάθε μία.
[5] Το σήμα της υποχώρησης δόθηκε με τις σάλπιγγες να σημαίνουν παραπειστικά το «προχωρείτε», όπως είχε συμφωνηθεί.
[6] Ο Νικηφόρος κάνα δυο ώρες αργότερα και οι δύο Δομοκίτες (Ατρόμητος και Λέοντας) τα μεσάνυχτα.
[7] Αυτός είναι ο μόνος αξιωματικός που τελικά σκοτώθηκε στη μάχη. Ο Marvelli ανάρρωσε και επέστρεψε στη μονάδα τον Μάρτιο του 1943. Εν κατακλείδι δεν υπήρξε νεκρός αντισυνταγματάρχης, όπως δεν υπήρξε ποτέ και ιταλικό σύνταγμα Καρπενησίου.
[8] 13 όμηροι από το Μικρό και το Μεγάλο Χωριό. Οι δύο (ο ιερέας Δημ. Βαστάκης και ο ενωμοτάρχης Χαρ. Κατσίμπας) κάηκαν αφού τους εγκλώβισαν σε σπίτι που του έβαλαν φωτιά. Οι υπόλοιποι 11 θα εκτελεστούν στη θέση Λόγγοβες.
Βιβλιογραφία
1. Δημήτριος Ν. Δημητρίου: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης.
2. Πάνος Λαγδάς: Αρης Βελουχιώτης: ο πρώτος του αγώνα.
3. Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Εκδόσεις Αναγέννηση.
4. Archivo Ufficio Storico. Stato Maggiore Esercito.
Diario Storico Divisione Casale, Bimestre Novembre-Decembre 1942.
Diario Storico 12 RGT, Bimestre Novembre-Decembre 1942.
Diario Storico XXXVI Btg CC.NN Ciclisti, Trimestre Ottobre-Novembre-Decembre 1942.
5. Pier Paolo Battistelli Piero Crociani: Le Camicie Nere 1935-1945.
Συντάκτης:
Mηνάς Λάγγαρης
*efsyn.gr

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

 Επιχείρηση «Καλάβρυτα»


Με την καταστροφή της γερμανο-ιταλικής ομάδας στρατού στην Αφρική τον Μάιο του 1943 στην Τυνησία, η στρατιωτικο-πολιτική κατάσταση στην περιοχή της Μεσογείου άλλαξε ριζικά: Η βόρειος Αφρική απελευθερώθηκε από το φασισμό. Οι δυτικοί σύμμαχοι βρίσκονταν στα νότια σύνορα της φασιστικής «φρούριο Ευρώπη». Τα ορατά ρήγματα στο συνασπισμό που ηγούνταν η χιτλερική Γερμανία είχαν γίνει βαθύτερα και πιο πλατιά μετά το Στάλινγκραντ.
Η πτώση του καθεστώτος του Μουσολίνι και το «άλμα» της Ιταλίας έξω από τη φασιστική συμμαχία, γίνονταν όλο και πιο πιθανά. Με τις επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και των δυτικών δυνάμεων στη περιοχή της Μεσογείου, υπήρχε η πιθανότητα η Τουρκία να εγκαταλείψει την μέχρι τότε ευνοϊκή της ουδετερότητα απέναντι στις φασιστικές δυνάμεις και να εισέλθει στο πόλεμο στην πλευρά του αντιχιτλερικού συνασπισμού. Η Βέρμαχτ, όπως και πριν στο γερμανο-σοβιετικό μέτωπο, έτσι και τώρα στη περιοχή της Μεσογείου, έφτασε σε μια θέση στρατηγικής άμυνας.
Εν όψει των νέων δυνατοτήτων ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ, αποφάσισαν να αναβάλουν τη μεγάλη απόβαση που είχαν υποσχεθεί. Αντ΄ αυτού, έπρεπε τον Ιούλιο του 1943 τα αγγλο-αμερικανικά στρατεύματα να κάνουν απόβαση στη Σικελία και στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ιταλία.
Στρατηγική σύγχυση
Οι Αγγλοσάξονες φοβούνταν ότι οι φασιστικές δυνάμεις θα διέβλεπαν το επιχειρησιακό σχέδιο των συμμάχων και θα οχύρωναν τη Σικελία. Ο Τσόρτσιλ παρατήρησε ότι εν όψει της συγκέντρωσης τεράστιων ένοπλων δυνάμεων στη βόρεια Αφρική, θα καταλάβαινε ακόμη κι ένας ανόητος ότι το επόμενο χτύπημα των Βρετανών και των Αμερικανών θα γινόταν στο νησί. Κατά συνέπεια, η απόβαση προετοιμάστηκε πολύ καλά και δημιουργήθηκε μια σαφής υπεροχή έναντι των φασιστικών μονάδων, κυρίως σε πολεμικά πλοία και αεροπορικές δυνάμεις. Ένα μέρος των προετοιμασιών αποτέλεσε η ραφιναρισμένη μυστική επιχείρηση. Αυτή υπέβαλε την ιδέα στους γερμανούς στρατιωτικούς, ότι οι δυτικές δυνάμεις σχεδιάζουν απόβαση στη Κορσική, στη νότια Γαλλία και στη δυτική Ελλάδα, και ότι η επίθεση ενάντια στη Σικελία προορίζεται μόνο ως παραπλανητική ενέργεια.
Η ηγεσία της Βέρμαχτ μ΄ αυτό το τέχνασμα παραπλανήθηκε εντελώς. Πίστεψε ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί μετά την απελευθέρωση της βόρειας Αφρικής θα έδιναν το κύριο χτύπημα στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο Πέλαγος.
Ακόμη και μετά την εισβολή της αγγλο-αμερικανικής επίθεσης στη Σικελία, η ηγεσία της Βέρμαχτ παρέμεινε σ΄ αυτή την υπόθεση. Η απελευθέρωση του νησιού μπορεί «να περιμένει τη σύντομη έναρξη της επιχειρησιακής απόβασης ενάντια στο μπλοκαρισμένο μέτωπο του Αιγαίου στη γραμμή Πελοπόννησος-Κρήτη-Ρόδος και ενάντια στην ελληνική δυτική ακτή (…)», έλεγε μια βασική εντολή του Χίτλερ («Εντολή 48 για την εκτελεστική διαταγή και την άμυνα του νοτιοανατολικού χώρου») στις 26 Ιουλίου 1943. Ήδη ένα μήνα πριν, στις 27 Ιουνίου 1943, ο τότε διοικητής του Νοτιοανατολικού [Μετώπου], Αλεξάντερ Λερ έγραψε ότι «κατά κύριο λόγο η νότια και η ανατολική Πελοπόννησος καθώς και η δυτική Ελλάδα, αποκλείονται ως στόχοι επίθεσης».
Μετά την απόβαση στην ηπειρωτική Ιταλία, η γερμανική ηγεσία ξεκινούσε απ΄ το ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί θα επιτεθούν μέσω της Αδριατικής στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους η ναζιστική ηγεσία είχε επικεντρωθεί στα Βαλκάνια. Από την κατεχόμενη χερσόνησο λήστευε σημαντικές ποσότητες τροφίμων, ζωοτροφών και πολύτιμες πρώτες ύλες, όπως, χρώμιο, χαλκό, μαγγάνιο και βωξίτη, απ΄ τον οποίο παράγεται το αλουμίνιο. Οι πιο σημαντικές πετρελαιοπηγές που κατάκτησαν οι Ναζί, βρίσκονταν στη Ρουμανία, οι οποίες σε περίπτωση μιας συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια, θα κατέληγαν στη σφαίρα δράσης των αγγλο-αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων. Ο υπουργός Εξοπλισμών Άλμπερτ Σπέερ, στο παράδειγμα του χρωμίου, το οποίο εξευγενίζει το χάλυβα, διασαφήνισε την τεράστια σημασία της νοτιοανατολικής Ευρώπης για τον εξοπλισμό της Γερμανίας. Σ΄ ένα υπόμνημα της 12ης Νοεμβρίου 1943, ο Χίτλερ έγραψε: Σε περίπτωση που κατά την προμήθεια χρωμίου εκλείψουν «τα Βαλκάνια, επομένως και η Τουρκία» σαν προμηθευτές, περίπου μετά από δέκα μήνες θα είναι αναπόφευκτη «η μη λειτουργία διάφορων από τους πιο σημαντικούς εξοπλιστικούς κλάδους (όλα τα αεροπλάνα, τα τεθωρακισμένα, τα αυτοκίνητα, οι οβίδες τεθωρακισμένων, τα υποβρύχια, σχεδόν το σύνολο της κατασκευής πυροβόλων)». Εκτός αυτού, μια απόβαση των Αγγλο-Αμερικανών στη χερσόνησο, θα έφερνε με μεγάλη πιθανότητα την Τουρκία στο πλευρό του αντιχιτλερικού συνασπισμού.
Σ΄ αυτή τη λαθεμένη, όπως αποδείχτηκε, πρόγνωση, ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη γερμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια προέρχεται από τις δυτικές δυνάμεις, η γερμανική ηγεσία επέμενε σταθερά στην άποψή της μέχρι τον Αύγουστο του 1944. Αρχικά, η μάχη του Κισινάου [ΠΓ: βρίσκεται στη σημερινή Μολδαβία] από τις 20 Αυγούστου 1944, οδήγησε σε μια αλλαγή του τρόπου σκέψης. Στη χαρακτηριζόμενη από τους στρατιωτικούς ιστορικούς ως Κάνναι[1] του 20ου αιώνα, εξαιτίας της θέσης και της πορείας της επιχείρησης, μέσα σε μερικές μέρες συντρίφτηκε μια γερμανική στρατιά, και η νότια πτέρυγα του γερμανικού Ανατολικού Μετώπου διαλύθηκε σε μια απόσταση μεγαλύτερη των εκατό χιλιομέτρων. Για το σοβιετικό στρατό ο δρόμος προς τη μεγάλη πεδιάδα της Ουγγαρίας, προς το Βελιγράδι και τη Βιέννη, ήταν ανοιχτός. Οι δυό γερμανικές στρατιές που βρίσκονταν στα Βαλκάνια απειλούνταν με περικύκλωση, κατά μια έννοια από ένα «μεγάλο Στάλινγκραντ». Μετά απ΄ αυτό, ακολούθησε η βιαστική εκκένωση της Ελλάδας και των κεντρικών Βαλκανίων, ώστε να οικοδομηθεί ένα νέο μέτωπο στο Δούναβη ενάντια στο Κόκκινο Στρατό.
Εγκληματικές διαταγές
Η λαθεμένη εκτίμηση της κατάστασης από την Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ (OKW), οδήγησε σε μια λειτουργική αλλαγή για την Ελλάδα στις γερμανικές στρατηγικές σκέψεις –με μοιραίες συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό. Από την επίθεση του Απριλίου, το 1941, η χώρα θεωρούνταν ως βάση ανεφοδιασμού για τη βόρεια Αφρική και ως βάση για τις επιχειρήσεις που αφορούσαν στη κυριαρχία της Ανατολικής Μεσογείου. Από τότε που διεξήχθη η μάχη του Ελ Αλαμέιν, με την οποία ξεκίνησε η εκδίωξη των φασιστών από τη βόρεια Αφρική, και φαινόταν ότι επίκειται μια μεγάλη συμμαχική επίθεση ενάντια στις γερμανικές θέσεις στη νότια Ευρώπη, οι Ναζί έβλεπαν την Ελλάδα ως ένα φρούριο. Αυτή, η τόσο πολύτιμη για τους Γερμανούς περιοχή των Βαλκανίων, έπρεπε, όπως έγραψε και ο Τσόρτσιλ, να καλύψει το «μαλακό υπογάστριο του άξονα». Ο αρχηγός της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Βίλχελμ Κάιτελ, κατέτασσε την Ελλάδα ως το «θέατρο πολέμου πρώτης τάξης». Η δύναμη ανδρών των κατοχικών δυνάμεων διπλασιάστηκε. Ξεκίνησε ένα τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα για την κατασκευή οχυρώσεων, αεροδρομίων, οδών και αποθηκών. Οι Έλληνες έπρεπε να παρέχουν ακόμη περισσότερη δουλειά και υπηρεσίες στις μεταφορές για τους κατακτητές, περισσότερα οικοδομικά υλικά, τρόφιμα, να διαθέσουν εργατικές δυνάμεις από τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία και να πληρώσουν τα τεράστια κόστη για τη συντήρηση της Βέρμαχτ και την κατασκευή οχυρώσεων.
Βασική ήταν η αντίληψη της γερμανικής ηγεσίας, ότι τα συμμαχικά αποβατικά στρατεύματα μπορούν να «ριχτούν πίσω στη θάλασσα», μόνο αν ήταν ελεύθερη η «πλάτη» των δρόμων ανεφοδιασμού και επικοινωνιών. Γι΄ αυτό στην εκτίμηση της κατάστασης από τον διοικητή του Νοτιο-Ανατολικού [Μετώπου] στις 1 Νοεμβρίου 1943, απαιτήθηκε να εξοντωθούν τα στρατεύματα των ανταρτών προτού κάνουν απόβαση οι Αγγλοσάξονες και [τότε] «θα είμαστε αναγκασμένοι να αποσύρουμε τα δικά μας στρατεύματα στην παράκτια άμυνα». Η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ διέταξε: «Οριστική ειρήνευση της ενδοχώρας και εξόντωση των εξεγερμένων και των συμμοριών κάθε είδους». Επιπλέον, υπήρχε η (σωστή) αντίληψη ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού θα υποστήριζε μια συμμαχική απόβαση. Ο διοικητής του Νοτιο-Ανατατολικού [Μετώπου] διέταξε στις 14 Ιουλίου 1943: «Κατά τις εχθρικές αποβατικές επιθέσεις πρέπει να υπολογίζεται με τη μέγιστη συμμετοχή απείθαρχων τμημάτων πληθυσμού από την πλευρά του εχθρού». Γι΄ αυτό «πρέπει να ληφθούν τα πιο αυστηρά μέτρα» ήδη πριν τη συμμαχική εισβολή. Κάθε γερμανός στρατιώτης έχει «καθήκον, να σπάσει την ενεργητική αντίσταση απ΄ τη μεριά του πληθυσμού, με το όπλο, αμέσως και αμείλικτα». Στρατιώτες οι οποίοι δεν θα ενεργούσαν ενάντια στο πληθυσμό με την απαιτούμενη βιαιότητα «πρέπει να λογοδοτήσουν». Ο διοικητής της 1ης μεραρχίας των τεθωρακισμένων, η οποία στάθμευε στη δυτική Ελλάδα και στη Πελοπόννησο, διέταξε ήδη στις 5 Ιουλίου 1943, ότι μετά από αντιστασιακές ενέργειες πρέπει «να ληφθούν γρήγορες και δραστικές κυρώσεις για τον εκφοβισμό του πληθυσμού (…). Ο φύρερ αναμένει τα μέτρα αυτά να εφαρμοστούν με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και με τρόπο που η επίδρασή τους να μην αποτύχει στους ευρύτερους κύκλους του πληθυσμού». Η απεριόριστη τρομοκρατία έπρεπε να εκφοβίσει τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο, που να μην τολμήσουν να ξεσηκωθούν ενάντια στους κατακτητές σε περίπτωση εισβολής. Έπρεπε να δημιουργηθεί ένας παραλυτικός τρόμος.
Ήδη, σ΄ ένα έγγραφο στρατηγικής της διοίκησης της Βέρμαχτ, της 10ης Δεκεμβρίου 1942, τονίζεται ότι, «η επικίνδυνη κατεύθυνση του χτυπήματος» μιας μεγάλης συμμαχικής ενέργειας «είναι αυτή (…) στον κόλπο της Πάτρας». Μια τέτοιου είδους επιχείρηση μπορούσε να εξελιχτεί παραπέρα μέσω του ισθμού της Κορίνθου, οδηγώντας άμεσα προς την Αθήνα. Η Βέρμαχτ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για αναχαιτίσει ένα χτύπημα σ΄ αυτή τη κατεύθυνση. Μια σύγχρονη μονάδα τεθωρακισμένων και δυό ισχυρές μεραρχίες πεζικού μεταφέρθηκαν προς τα εκεί. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη Βέρμαχτ προέκυψε στη νότια πλευρά της αναμενόμενης συμμαχικής επίθεσης, σχηματιζόμενη από την ορεινή χερσόνησο της Πελοποννήσου. Εκεί, το αριστερά προσανατολιζόμενο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο στρατιωτικός του βραχίονας, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), είχε απελευθερώσει μεγάλες περιοχές και δημιούργησε μια δημοκρατική δημόσια διοίκηση. Ο αρχηγός του Επιτελείου της Ομάδας Στρατού Ε, Άουγουστ Βίντερ, ανέφερε, ότι ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ είχαν συγκροτήσει «μια κλειστή περιοχή κυριαρχίας (…) με επαρκείς δυνατότητες εφοδιασμού». Αυτοί «ήδη σε πολλά μέρη επιτελούν καθήκοντα της κρατικής διοίκησης». Η 117 Μεραρχία Καταδρομών που στάθμευε στη Πελοπόννησο, έκρινε: «Η Πελοπόννησος πρέπει να ειδωθεί σήμερα στο σύνολό της ως περιοχή συμμοριών (…). Η ορεινή ενδοχώρα βρίσκεται ολοκληρωτικά υπό την κυριαρχία των συμμοριών. Αυτές σχηματίζουν εκεί ένα κράτος εν κράτει και μέσω αυτών ασκούν εκεί απεριόριστα τη κυβερνητική εξουσία. Οι συμμορίες είναι καλά οργανωμένες πολιτικά και έχουν δικό τους διοικητικό μηχανισμό, συμμορίτικα δικαστήρια, υγειονομικές υπηρεσίες κτλ. Ο εξοπλισμός σε όπλα και μηχανήματα πρέπει να χαρακτηριστεί ως καλός». Μεγάλα προβλήματα προκαλούσε στη μεραρχία η αυξανόμενη στρατιωτική ισχύς του ΕΛΑΣ. Σε μια εκτίμηση της κατάστασης αναφέρεται, ότι, «ιδιαίτερα στη περιοχή της Πάτρας, του Αιγίου (MS: δηλαδή στη περιοχή που εικάζονταν ότι αποτελεί περιοχή στόχου μιας συμμαχικής εισβολής) και στη περιοχή γύρω από τη Σπάρτη» γίνονται επιθέσεις «σχεδόν καθημερινά».
Στις 6 Οκτωβρίου 1943, ο αρχηγός της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Κάιτελ, έγραψε στον διοικητή του Νοτιο-Ανατολικού [Μετώπου] Μαξιμίλιαν φον Βάιχτς ότι επίκειται συμμαχική απόβαση. Οι εικαζόμενες για αυτό περιοχές θα έπρεπε να «ειρηνευτούν» προτού την εισβολή και να σταματήσει κάθε αντίσταση. Η 117 Μεραρχία Καταδρομών προετοίμαζε μια μεγάλη επίθεση ενάντια στην απελευθερωμένη περιοχή γύρω από την κωμόπολη Καλάβρυτα[2].
Απίστευτες θηριωδίες
Στις 16 Οκτωβρίου ένας λόχος υπό τον λοχαγό Χανς Σόμπερ, ξεκίνησε για την απελευθερωμένη περιοχή. Έπρεπε να εξερευνήσει για θέσεις του ΕΛΑΣ καθώς και για δρόμους, μονοπάτια και γέφυρες για την επιχείρηση που σχεδιαζόταν.
Σύντομα, αναγνωριστικά [τμήματα] του ΕΛΑΣ, εντόπισαν τους Γερμανούς. Κοντά στα Καλάβρυτα, στρατιώτες του ΕΛΑΣ ανάγκασαν το λόχο να συνθηκολογήσει. Στις 18 Οκτωβρίου η μεραρχία ειδοποιήθηκε για την αιχμαλώτιση του λόχου. Οι Γερμανοί άρχισαν επιχειρήσεις έρευνας και «εκκαθάρισης». Με κτηνωδία που μόλις μπορεί να περιγραφεί, οι κατακτητές ενήργησαν ενάντια στον πληθυσμό. Δολοφονήθηκαν εκατοντάδες Έλληνες, χιλιάδες πάρθηκαν ως όμηροι.
Ο ΕΛΑΣ έκανε πρόταση στη Βέρμαχτ να γίνει ανταλλαγή των αιχμαλώτων με φυλακισμένους αντιστασιακούς αγωνιστές. Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν. Οι Γερμανοί ποτέ δεν τις έλαβαν σοβαρά υπόψη. Εν των μεταξύ, η Βέρμαχτ συγκέντρωσε ισχυρές δυνάμεις γύρω από την απελευθερωμένη περιοχή. Ο διοικητής της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών Βάλτερ Μπαρτ, πίεζε εν όψει της επικείμενης συμμαχικής απόβασης για τη γρήγορη κατοχή της απελευθερωμένης περιοχής. Στις 25 Νοεμβρίου εκδόθηκε διαταγή για την εκτέλεση τής από τον Οκτώβριο σχεδιαζόμενης «Επιχείρησης “Καλάβρυτα”». Ισχυρές μάχιμες ομάδες πήγαιναν για τα Καλάβρυτα. Αποστολή τους: «Εξόντωση των (…) συμμοριών. Έρευνα των οικισμών για κομμουνιστές, όπλα, προπαγανδιστικό υλικό κτλ (…). Συνοικισμοί απ΄ τους οποίους έγιναν πυροβολισμοί πρέπει να κατακαούν, οι άνδρες να τουφεκιστούν». Σαν τελευταίο σημείο για τον αγνοούμενο λόχο του Σόμπερ αναφέρθηκε η «ενέργεια αναζήτησης και αντιποίνων».
Από τις 5 Δεκεμβρίου οι μάχιμες ομάδες των κατακτητών προχωρούσαν στο κέντρο της απελευθερωμένης περιοχής δολοφονώντας και καίγοντας. Ο κλοιός επίσης γύρω από το κρησφύγετο με τους γερμανούς αιχμαλώτους γινόταν όλο και πιο στενός. Ασφαλώς, εξαιτίας και της εμπειρίας [που υπήρχε], ότι η Βέρμαχτ ουσιαστικά είχε σκοτώσει όλους τους στρατιώτες του ΕΛΑΣ, στις 7 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε να σκοτωθούν οι αιχμάλωτοι. 75 στρατιώτες της Βέρμαχτ έχασαν τη ζωή τους.
Αυτή την αδικαιολόγητη απόφαση του ΕΛΑΣ, η Βέρμαχτ την πήρε ως πρόφαση για να αυξήσει ακόμη μια φορά την καταστροφική της εκστρατεία ενάντια στον πληθυσμό. Ο διοικητής της 117 Μεραρχίας Καταδρομών, στρατηγός των ορεινών μονάδων Καρλ φον Λε Σουίρ, διέταξε «τον τουφεκισμό του ανδρικού πληθυσμού και το κάψιμο όλων των τόπων στο χώρο της επιχείρησης».
Το τελικό σημείο της επιχείρησης ήταν η σφαγή στα Καλάβρυτα. Στις 13 Δεκεμβρίου η 117η Μεραρχία Καταδρομών τουφέκισε εκεί περισσότερους από 500 άνδρες. Όλα τα πολύτιμα αντικείμενα και τα τρόφιμα, όλα τα χρήματα και τα ζώα, μεταφέρθηκαν, παντού έβαλαν φωτιά. Ακόμη και το σχολικό κτίριο στο οποίο είχαν κλειδώσει μέσα τις γυναίκες και τα παιδιά, έπιασε φωτιά. Μπόρεσαν να σωθούν μόνο την τελευταία στιγμή. Η πόλη στο μεγαλύτερο μέρος της καταστράφηκε.
Ως αποτέλεσμα της «εκστρατείας» η μεραρχία ανέφερε ότι σκοτώθηκαν 696 άμαχοι πολίτες και 17 στρατιώτες του ΕΛΑΣ. Καταστράφηκαν 24 συνοικισμοί και τρία μοναστήρια καθώς και μεμονωμένες «καλύβες». Σαν «λάφυρα» κατονομάστηκαν: 272.083.000 δραχμές, 1930 πρόβατα, 19 βόδια, 28 άλογα, 28 γαϊδούρια.
Οι δράστες δεν καταδικάστηκαν
Μετά το 1945 κανένας από τους δολοφόνους των ελλήνων αμάχων δεν καταδικάστηκε κατά την «Επιχείρηση “Καλάβρυτα”» από τα γερμανικά δικαστήρια. Ναι μεν οι εισαγγελείς της Ο. Γ. Γερμανίας κίνησαν δίκες ενάντια σε μερικούς αξιωματικούς της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, όμως αυτές διακόπηκαν και πάλι σύντομα. Αμερικανοί δικαστές έκριναν στη δίκη για τη δολοφονία ομήρων, μια δίκη που ακολούθησε μετά τη δίκη ενάντια στους βασικούς εγκληματίες πολέμου στη Νυρεμβέργη, τη σφαγή στα Καλάβρυτα, ως «καθαρή δολοφονία», ως προμελετημένη και απάνθρωπη. Η εισαγγελία [στη πόλη] Μπόχουμ, στην οποία εκκρεμούσαν μερικές δίκες λόγω της «Επιχείρησης “Καλάβρυτα”», διέκοψε τις προκαταρτικές εξετάσεις με την αιτιολογία ότι οι σφαγές ήταν «λογικές» και όχι απάνθρωπες ή προμελετημένες, και επομένως δεν ήταν αντίθετες προς το διεθνές δίκαιο. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τις αναστολές είναι φοβερό. Όπως και η Βέρμαχτ, οι περιοχές που ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ αποκαλέστηκαν «μολυσμένες από τους αντάρτες» και οι μαχητές της Αντίστασης «ελληνικές συμμορίες».
Η περίπτωση των Καλαβρύτων έχει ακόμη μια σκοτεινή πλευρά: Ανώτεροι αξιωματικοί της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, μετά τον πόλεμο μπόρεσαν να συνεχίσουν τη στρατιωτική τους καριέρα εν μέρει σε πολιτικά ευαίσθητους τομείς της Μπούντεσβερ [ΠΓ: σημερινός γερμανικός στρατός]. Για παράδειγμα, ο αξιωματικός του Γενικού Αρχηγείου της μεραρχίας, Βάλτερ Μπαρτ, καθήκον του οποίου ήταν μεταξύ των άλλων η επεξεργασία βασικών εκτιμήσεων και επιχειρησιακών εντολών. Ο Μπαρτ έγινε συνταγματάρχης στη Στρατιωτική Υπηρεσία Προστασίας (MAD), τη μυστική υπηρεσία της Μπούντεσβερ.
Στην Ελλάδα δεν βλέπεται σαν σκάνδαλο μόνο ο χειρισμός με τους δράστες. Εξοργισμένος είναι κανείς και με το ότι μέχρι σήμερα καμιά ομοσπονδιακή [γερμανική] κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη να αποζημιώσει όπως οφείλει για τις τεράστιες ανθρωποθυσίες και τις μεγάλες υλικές ζημιές που προκάλεσαν οι γερμανοί κατακτητές στους Έλληνες κατά τη διάρκεια του πολέμου, μεταξύ των άλλων και κατά την «Επιχείρηση “Καλάβρυτα”».
Για δεκαετίες υποστηριζόταν ότι οι αποζημιώσεις θα ήταν δυνατές μόνο μετά από μια συνθήκη ειρήνης. Έτσι, το πρόβλημα «ad calendas graecas», έπρεπε, όπως περιέγραφαν την τακτική οι γερμανοί διπλωμάτες σε εμπιστευτικά έγγραφα, να μετατεθεί στην ημέρα-του-αγίου-ποτέ. Μετά τη σύναψη της «Σύμβασης-Δύο-συν-Τέσσερα», η οποία θεωρείται γενικά ως ειρηνική διευθέτηση, η αξίωση για αποζημιώσεις εξακολουθούσε να απορρίπτεται. Οι γερμανοί υπεύθυνοι πίστευαν ότι μετά από τόσο μεγάλο διάστημα, οποιαδήποτε απαίτηση είναι άκυρη, ότι στη γερμανική κοινή γνώμη θα ήταν αδύνατο να εξηγηθεί η απαίτηση αποζημιώσεων μετά από δεκαετίες στενής σχέσης μέσα στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Εκτός αυτού [ισχυρίζονται] ότι εκατομμύρια γερμανοί τουρίστες έφερναν μεγάλα χρηματικά ποσά στην Ελλάδα. Το να τίθεται ζήτημα αποζημιώσεων, προστέθηκε μ΄ ένα ύφος υπονοούμενο, θα μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να είναι επιβλαβές για τον αριθμό των παραθεριστών.
Εκπρόθεσμες αποζημιώσεις
Οι απόγονοι των θυμάτων εξαναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον ανασφαλή δρόμο των δικαστηρίων. Οι επιζώντες από το Δίστομο ήταν τελικά το 1994 οι πρώτοι που τον διάβηκαν. Στις 10 Ιουνίου 1944 δολοφονήθηκαν στο ορεινό χωριό 218 κάτοικοι από τους Βάφεν-SS [=SS υπό τα όπλα] μ΄ ένα τρόπο απερίγραπτο. Τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [Γερμανίας] να [καταβάλει] μια αποζημίωση περίπου 28 εκατομμυρίων ευρώ. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν αναγνώρισε τις αποφάσεις. Θεωρεί ότι σύμφωνα με την κρατική ασυλία, οι ιδιώτες δε μπορούν να μηνύσουν ένα ξένο κράτος στα εγχώρια δικαστήρια. Εν τω μεταξύ, στα ελληνικά δικαστήρια εκκρεμούν αγωγές από επιπλέον 60.000 άτομα, μεταξύ αυτών και από τα Καλάβρυτα, για αποζημίωση, στο ύψος των έντεκα δισεκατομμυρίων ευρώ για τα εγκλήματα των γερμανών κατακτητών. Σοβαρή για το Βερολίνο ήταν η απόφαση ιταλικών δικαστηρίων τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, ότι η γερμανική δημόσια ιδιοκτησία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αποζημίωση των ελληνικών θυμάτων [εξαιτίας] των γερμανικών εγκλημάτων πολέμου.
Η κυβέρνηση της Ο. Δ. Γερμανίας αντεπιτέθηκε. Στις 8 Δεκεμβρίου 2008, υπέβαλε αγωγή στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη (IGH) κατά της Ιταλίας λόγω παραβίασης της ασυλίας της Γερμανίας. Το δικαστήριο αποδέχτηκε την αίτηση. Στην απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2012 αναφέρεται ότι προσβλήθηκε η ασυλία της Γερμανίας λόγω του ότι «στην Ιταλία κηρύχτηκαν εκτελεστέες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων με βάση τις παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στην Ελλάδα από το “Τρίτο Ράιχ”». Η ιταλική κυβέρνηση [σύμφωνα με την απόφαση] πρέπει να φροντίσει ώστε «οι αποφάσεις των δικών της δικαστηρίων (…), οι οποίες προσβάλλουν την ασυλία της Γερμανίας με βάση το διεθνές δίκαιο, δεν έχουν καμιά ισχύ». Η εξέλιξη στο διεθνές δίκαιο, ότι η κρατική ασυλία δε μπορεί να εφαρμοστεί για τα ναζιστικά εγκλήματα και τα εγκλήματα πολέμου, διακόπηκε απότομα. Ως εκ τούτου, και η Διεθνής Αμνηστία είδε στην απόφαση ένα «μεγάλο βήμα προς τα πίσω για τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όλες οι αγωγές των ιδιωτών και οι αποφάσεις για αποζημιώσεις εξαιτίας της ναζιστικής κατοχικής τρομοκρατίας, είναι άκυρες. Νέες αγωγές δε μπορούν να γίνουν πλέον δεκτές.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σημείωσε ότι τα ζητήματα που αφορούν στις αποζημιώσεις πρέπει να λυθούν μέσω διακρατικών διαπραγματεύσεων. Οι Έλληνες ενθαρρύνθηκαν να ασκήσουν πίεση για την επιστροφή όλων των ποσών τα οποία χρωστά η Γερμανία στην Ελλάδα, ώστε από αυτά τα κεφάλαια να αποζημιώσουν επίσης τα θύματα της γερμανικής κατοχικής πολιτικής. Εδώ πρόκειται για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων επανορθώσεων και για ένα δάνειο το οποίο απέσπασε η κατοχική δύναμη το 1942 από την ελληνική κυβέρνηση των δοσίλογων. Η ναζιστική Γερμανία είχε λάβει 476 εκατομμύρια Μάρκα του Ράιχ και δεσμεύτηκε να επιστρέψει το ποσό.
Θα εξαρτηθεί τώρα απ΄ το εάν μια ελληνική κυβέρνηση έχει τη βούληση και τη δύναμη να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την ομοσπονδιακή κυβέρνηση [της Γερμανίας]. Η πίεση της γερμανικής κοινής γνώμης θα αποτελούσε μια μεγάλη υποστήριξη για τα δίκαια αιτήματα των απογόνων των θυμάτων της φασιστικής κατοχικής τρομοκρατίας.
Ο Δρ. Martin Seckendorf είναι ιστορικός
Πηγή: junge Welt, 13.12.2013
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
____________
Σημειώσεις
[1] Κοντά στην απουλική πόλη Κάνναι το 216 π. τ. Ε. [πριν την Εποχή μας] ο καρχηδόνιος Αννίβας, νίκησε συντριπτικά τα ανώτερα ρωμαϊκά στρατεύματα. Η μάχη αυτή ισχύει στη στρατιωτική ιστορία ως ένα κλασικό παράδειγμα μιας επιχείρησης περικύκλωσης και είναι συνώνυμη με μια συντριπτική ήττα.
[2] Η χρήση της έννοιας «Καλάβρυτα» που γίνεται στο κείμενο, σχετίζεται με την ελληνική κωμόπολη στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου Πελοπόννησο. Με την έννοια «Επιχείρηση “Καλάβρυτα”» αντιθέτως, οι γερμανοί κατακτητές χαρακτήρισαν τη δολοφονική δράση τους τον Δεκέμβρη του 1943.
του Martin Seckendorf
fb Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης