Σάββατο 30 Μαΐου 2020



30 Μαΐου 1941– Η ναζιστική σημαία κατεβαίνει από την Ακρόπολη


Στο τέλος Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης.
Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει…
Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού.
Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές Αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Πηγή: sansimera.gr

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Η θυσία στα Περιβολάκια Αταλάντης



Ήταν πρωί της 29ης Μαΐου του 1943, ημέρα Πέμπτη και στην πόλη έφτασαν Ιταλοί από τη Λιβαδειά. Πριν λίγες ημέρες, στις 23 Μαρτίου 1943 είχαν εγκαταλείψει την πόλη, αλλά η επιστροφή τους έδειχνε ότι δεν θα ήταν για καλό.
Κύκλωσαν την πόλη και στόχος τους ήταν να προχωρήσουν σε ενέργειες καταστολής και εκδίκησης για την αυξανόμενη δράση των αντιστασιακών στην περιοχή. Το ιταλικό τάγμα πυρπόλησε σπίτια και πυροβολούσε όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Οι πρώτοι νεκροί ήταν ο Ταξιάρχης Αγραδάς, ετών 27, και ο Νικόλαος Χυμευτός, ετών 34.
Έπειτα συνέλαβαν άλλους οκτώ νέους της Αταλάντης. Οι πιο πολλοί ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ ή στην ΕΠΟΝ.
Τα ονόματα των συλληφθέντων:
Θεόδωρος Ζεκεντές, ετών 18,
Σωτήρης Κατσαρός, ετών 19
Σπύρος Κοτσικόνας, ετών 22,
Γιώργος Μανωλάκης, ετών 30,
Δημήτρης Χασιώτης, ετών 33,
Ηλίας Γιαννούκος, ετών 37,
Βασίλης Λαπατσώρας, ετών 50,
Θανάσης Τετριμέλης.

Με ψεύτικες διαβεβαιώσεις προς τον τότε πρόεδρο της Αταλάντης Ηλία Καρδάρα, ο Ιταλός συνταγματάρχης και ο πρώην φρούραρχος Αταλάντης υπολοχαγός Λιμπρίνο, είπαν ότι οι συλληφθέντες θα ανακριθούν, αλλά κατά τη μεταφορά τους προς τη Λιβαδειά, στο δρόμο και λίγο έξω από την Αταλάντη, στη θέση “Περιβολάκια”, το καμιόνι σταμάτησε και τους κατέβασαν, όπου έγινε και η εκτέλεση. Σαν από θαύμα ο ένας τους ο Θανάσης Τετριμέλης, γλίτωσε, καθώς τα βλήματα που τον έριξαν κάτω, τον πήραν στη μέση και στην πλάτη.
Στο Μνημείο Πεσόντων, που βρίσκεται στην θέση Περιβολάκια Αταλάντης, οι τοπικοί φορείς με εκδηλώσεις τιμής και μνήμης, δεν αφήνουν τη θυσία να ξεχαστεί.
*ert.gr
Το σωματείο μας «Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης» παραβρέθηκε αποδίδοντας τον απαιτούμενο φόρο τιμής, εκπροσωπούμενο απο την Πρόεδρο Λάζου Βασιλική , τον Γ.Γ Φούντα Πάρη και το μέλος μας Σωτηρίου Παναγιώτη

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

57 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη


Βουλευτής, αθλητής υψηλών επιδόσεων, με πλούσια αγωνιστική δράση την περίοδο της γερμανικής κατοχής, γιατρός, πάντα στο πλευρό όσων είχαν ανάγκη, αλλά και σύμβολο μίας ολόκληρης εποχής, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, δέχονταν το βράδυ της 22 Μαΐου του 1963, άνανδρη δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη.
Είχε εκλεγεί βουλευτής με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) τον Οκτώβριο του 1961. Με πλούσια δράση στο κίνημα ειρήνης, ήταν άλλωστε ιδρυτικό μέλος της ΕΕΔΥΕ (Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη και αντιπρόεδρός της), ήταν αυτός που στις 21 Απριλίου 1963 κατάφερε με λίγους συνοδοιπόρους του, να πραγματοποιήσει την απαγορευμένη από το καθεστώς, Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης και να γίνει σύμβολο.
Ακολούθησε η εκδήλωση της Θεσσαλονίκης, με θέμα την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό, έξω από την οποία είχε οργανωθεί αντισυγκέντρωση ακροδεξιών και παρακρατικών στοιχείων, παρά τις προηγούμενες διαμαρτυρίες με διαβήματα προς την αστυνομία, στελεχών της ΕΔΑ. Το ενδιαφέρον στοιχείων είναι ότι σημαντική δύναμη της χωροφυλακής και κορυφαία στελέχη της, όπως ο επιθεωρητής χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, αλλά και ο διευθυντής αστυνομικών δυνάμεων Θεσσαλονίκης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμούτσης, ήταν παρόντες στο χώρο, χωρίς να εμποδιστούν από τις αστυνομικές δυνάμεις οι παρακρατικοί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προπηλακισμούς και πετροβόλημα, υπέστη ο Γ. Λαμπράκης, επισκεπτόμενος τα γραφεία του ΔΣΚ (Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα, η κίνηση που έφτιαξε τη μαγιά για τα 115 Συνεργαζόμενα Εργατικά Σωματεία, την πιο σημαντική εργατική κίνηση βάσης εκείνη την εποχή, που ξεπέρασε κατά πολύ των αρχικό αριθμό των 115).
Επίθεση δέχτηκε και ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς, με αποτέλεσμα τη διακομιδή του στο νοσοκομείο, περιστατικό που δεν είχε πληροφορηθεί ο Λαμπράκης, που πραγματοποιούσε την ομιλία του.
Στο τέλος της είπε από μικροφώνου: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».
Oι διαβεβαιώσεις των επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων ότι οι παρακρατικοί είχαν αποσυρθεί, δεν ήταν αληθινές, αφού όταν άρζισε να διασχίζει το δρόμο ο Λαμπράκης και η συνοδεία του, ξεπετάχτηκε με ταχύτητα ένα τρίκυκλο και κάποιος από τους επιβαίνοντες σε αυτό, τον χτύπησε με λοστό στο κεφάλι, για να μεταφερθεί αιμόφυρτος στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και βαρύτατα τραυματισμένος. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26ηςΜαΐου, ο Γρηγόρης Λαμπράκης δεν κατάφερε να κερδίσει τη μάχη και απεβίωσε στα 51 του χρόνια (είχε γεννηθεί το 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας).
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, εκ των συνοδών του Λαμπράκη, πρόλαβε να πηδήξει στο τρίκυκλο και να συμπλακεί με το άτομο που κρατούσε το λοστό, να σταματήσει το τρίκυκλο, να βγει ο οδηγός του για να χτυπήσει με αστυνομικό γκλομπ τον Χατζηαποστόλου και μετά από υποδείξεις περαστικών, τροχονόμος που δεν γνώριζε τα όσα είχαν προηγηθεί, να συλλάβει τον οδηγό του τρικύκλου και έτσι η απόπειρα διαφυγής και συγκάλυψης της ενέργειας να ακυρωθεί.
Ακολούθως πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για το πόσο οι ενέργειες ιατρικής υποστήριξής του Λαμπράκη, ειδικά το κρίσιμο πρώτο διάστημα, ήταν αυτές που αντιστοιχούσαν στην κατάστασή του.
Στις 28 Μαΐου έγινε στην Αθήνα η κηδεία του, την οποία παρακολούθησαν χιλιάδες λαού, ενώ ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη πολιτική κρίση, αφού παρά την επίσημη αστυνομική και κυβερνητική εκδοχή για τροχαίο ατύχημα, η κοινή γνώμη ήταν πεπεισμένη ότι ήταν δολοφονική ενέργεια, προσχεδιασμένη και οργανωμένη.

Από τις ανακρίσεις που έγιναν από τον τότε ανακριτή και μετέπειτα (1985) και Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη, προέκυψε ότι η χωροφυλακή όχι μόνο ήξερε, αλλά οργάνωσε και «εθνικόφρονες πολίτες», ώστε να πάρουν μέρος στην αντισυγκέντρωση. Η προανακριτική διαδικασία μόνο ανέφελη δεν ήταν, καθώς εκφοβισμοί μαρτύρων και διαδικαστικά κόλπα, επιχείρησαν να την κάνουν μη αποδοτική. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κρίθηκαν προφυλακιστέα κορυφαία στελέχη της αστυνομίας και της χωροφυλακής.
Τελικά για το φόνο καταδικάστηκαν για το φόνο οι Σπύρος Γκοτζαμάνης(οδηγός του τρικύκλου και γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης) και Μανώλης Εμμανουηλίδης (με καταδίκες για παιδεραστία, βιασμό, κλοπή, που ήταν και αυτός που κράταγε το λοστό) και για διατάραξη της κοινής ειρήνης καταδικάστηκε, ο γνωστός δοσίλογος της κατοχής Ξενοφώντας Γιοσμάς, που για το λόγο αυτό είχε το παρατσούκλι «Φον Γιοσμάς».
Κλείνοντας η συγκεκριμένη περίοδος με την ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την επταετή δικτατορία, οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη για τη δολοφονία του Λαμπράκη, εξορίστηκαν στη Γιάρο, ενώ ο Χρήστος Σαρτζετάκης φυλακίστηκε για μήνες, για να μην υπάρχει πιά καμία αμφιβολία για το ποια πολιτικά κέντρα είχαν ανάμιξη στη δολοφονία και έπαιρναν τώρα τη «ρεβάνς» τους.
Το όνομα όμως του Γρηγόρη Λαμπράκη συνεχίζει να είναι σημείο αναφοράς τόσα χρόνια μετά, ενώ όσους μέσα από τις σκοτεινές διαδρομές του υποκόσμου και του παρακράτους, αλλά και του κοινού ποινικού δικαίου, οργάνωσαν και εκτέλεσαν τη δολοφονία, ελάχιστοι τους θυμούνται και όταν γίνεται αυτό, είναι ως παραδείγματα προς αποφυγή για το «μαύρο» ρόλο τους.
Kείμενο: Νάσος Μπράτσος

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Η σύσκεψη στην καλύβα του Στεφανή και το ξεκίνημα του ΕΛΑΣ από τα βουνά της Ρούμελης

Μετά την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) το Σεπτέμβριο του 1941, ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης) στέλεχος του ΚΚΕ και υπέρμαχος του αντάρτικου αποσπά την έγκριση της ηγεσίας του κόμματος έρχεται στη Φθιώτιδα με εντολή του κόμματος για να διερευνήσει την δυνατότητα για ξεκίνημα της ένοπλης λαϊκής αντίστασης. Για το σκοπό αυτό στις αρχές Νοεμβρίου του 1941 ο Αρης άρχισε την περιοδεία του στις περιοχές της Φθιώτιδας, Θεσσαλίας και Ευρυτανίας (Χουλιάρας, σελ.13). Στη Ρούμελη οι συνθήκες ήταν δύσκολες και οι κομματικές οργανώσεις αδύναμες. Δεν υπήρχαν παραδόσεις μαζικής πάλης υπήρχαν όμως επιβιώσεις ένοπλης αντάρτικης δράσης, συνέχεια από την κλεφτουριά και τα αρματολίκια. Και ήταν αρκετοί οι ανυπότακτοι πατριώτες που άρπαζαν τα όπλα και έβγαιναν στα βουνά (κλαρίτες) (Χατζής, 284). Το ΚΚΕ έστειλε στη Φθιωτιδοφωκίδα για να ανασυγκροτήσει τις κομματικές οργανώσεις και να οργανώσει τον αγώνα τον Γιώργο Γιαταγάνα ένα από τα εκλεκτά στελέχη του που τη περίοδο της κατοχής είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο της Φολέγανδρου. Ο Άρης με την οξυδέρκειά του από τη πρώτη στιγμή είδε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του ορεινού όγκου της Ρούμελης για ανάπτυξη του αντάρτικου. Και ήταν ευτυχής σύμπτωση που οι ο Θανάσης Κλάρας βρήκε υποστηρικτή της προσπάθειάς του το Γιαταγάνα. Οι δύο Ρουμελιώτες συμφώνησαν πως εδώ πρέπει να πιάσουν τον ειδικό αυτό κρίκο που θα τους συνδέσει με το λαό-που είναι η αντάρτικη παράδοση της Ρούμελης στο ‘κλαρί’. Οργανωμένες από το ΕΑΜ ανταρτοομάδες δεν υπάρχουν στη Ρούμελη εκτός από την ομάδα του παλιού κομμουνιστή Ψαρρού από το Χρυσό της Παρνασσίδας που κρατούσε επαφή με το Γραμματέα του ΕΑΜ Ν. Διάνη (Παπούα). Όλο το Φλεβάρη και το Μάρτη ο Θανάσης Κλάρας δούλεψε εντατικά. Με την επιστροφή του στην Αθήνα υπέβαλε την έκθεσή του στην ΚΕ και το Μάιο του 1942 κατορθώνει με την επιμονή του να υπερνικήσει τους δισταγμούς της ηγεσίας και να πάρει εντολή να συνεργαστεί με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας του ΚΚΕ για τη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στη Ρούμελη. Ο ΣιάντοςΓ.Γ του ΚΚΕ ύστερα από επιμονή του Τζήμα δέχεται να ανατεθεί στον Άρη η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη. Ο Αρης χωρίς να ρωτήσει και πολλά την ηγεσία γιατην ακριβή θέση του στο αντάρτικο φεύγει με ενθουσιασμό , έχοντας την πεποίθηση πως κάνει στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα, το λαό και το κόμμα του (Χατζής, 284). Βάση για τη συγκρότηση των πρώτων ανταρτικών ομάδων στη Ρούμελη αποτέλεσε η πατριωτική οργάνωση Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας (ΜΕΣ) που αφομοιώνεται στο ΕΑΜ και ανασυγκροτείται. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Γ. Χουλιάρα- Περικλή, το ΜΕΣ ιδρύθηκε στη στη Λαμία, από τις πρώτες μέρες της κατοχής με πρωτοβουλία των ξεκομμένων κομμουνιστών Γιώργου Χουλιάρα, Γ. Φράγκου, Ανδρέα Δημόπουλου, Κ. Νταμάτη και Α. Παπαλάμπρου. Σκοπός του (ΜΕΣ) ήταν η συσπείρωση όλων των πολιτών σε εθνική βάση ανεξάρτητα από πολιτικές και άλλες διαφορές ώστε να αγωνιστούν για την επιβίωση του λαού και να αρχίσουν σιγά-σιγά την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή (Χουλιάρας, 2006:46).

Στις 4 Μάη στη Λαμία στη συνοικία Νέα Σφαίρα στην οδό Δωριέων κάτω από το κάστρο στο σπίτι του Μήτσου Μυρεσιώτη σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Α. Χουλιάρα συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη οι Περιφερειακές Επιτροπές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και άλλα στελέχη μεταξύ των οποίων και ο Θανάσης Κλάρας, με εισηγητή τον Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Φθιωτιδοφωκίδας Γιώργη Γιαταγάνα. Αποφασίστηκε να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ και να αρχίσουν δράση εναντίον των κατακτητών και των εθνοπροδοτών. Η διοίκηση κάθε τμήματος αποφασίστηκε να είναι τριμελής. και να αποτελείται από ένα στρατιωτικό Διοικητή, ένα καπετάνιος και έναν πολιτικό και οι αποφάσεις να παίρνονται από κοινού. Στην αρχή όλες οι ομάδες θα είναι αυτοτελείς και θα καθοδηγούνται από την Περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ με στόχο να συνενωθούν αργότερα σε ένα Αρχηγείο της Ρούμελης. Στις 14 Μαΐου 1942 στο ίδιο σπίτι στη Νέα Σφαίρα έγινε η ιστορική σύσκεψη των τριών υπεύθυνων στελεχών για την ανάπτυξη του αντάρτικου στη Ρούμελη του Θανάση Κλάρα, Γιώργη Γιαταγάνα και Γιώργου Χουλιάρα-Περικλή. Με εισηγητή το Θανάση Κλάρα πάρθηκαν όλα τα μέτρα για την άμεση έξοδο στα βουνά της Ρούμελης αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Ο Άρης αναλαμβάνει να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στις περιοχές της Ευρυτανίας, Φθιώτιδας και Δομοκού. Ταυτόχρονα στο Γιώργο Χουλιάρα-Περικλή ανατίθεται να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στις περιοχές της Παρανασσίδας και της Λοκρίδας. Η σύσκεψη ενέκρινε και την πρώτη φλογερή διακήρυξη για το αντάρτικο προς το λαό της Ρούμελης γραμμένη από τον Θανάση Κλάρα με τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ» που καλεί τους Ρουμελιώτες να δημιουργήσουν τους καινούργιους αρματολούς και κλέφτες. Η διακήρυξη τυπώθηκε στα τυπογραφεία του Λαμιακού Τύπου σε χιλιάδες αντίτυπα και μοιράστηκε στην περιοχή ( Λαδάς σελ. 44, Χατζής1982: 286).
Ύστερα από τη σύσκεψη της Λαμίας γίνηκε η συνάντηση στο σπίτι του Φώτη Μαστροκώστα (Θάνου) στη Σπερχειάδα όπου ο Κλάρας απευθύνει το ερώτημα ‘Ποιος θαρθεί μαζί μου;’(Λαγδάς,σελ. 47). Η πρώτη αυτή εθελοντική ομάδα του λαϊκού εθνικοαπελευθερωτικού στρατούριν βγει οριστικά στο βουνό. κρύφτηκε στην καλύβα του Στεφανή που βρίσκεται στην τοποθεσία Αλώνια 500 μέτρα έξω από τη Σπερχειάδα. Την απαρτίζουν ο Άρης Βελουχιώτης, ο Στέφανος Στεφανής (ιδιοκτήτης της καλύβας) ο Φώτης Μαστροκώστας από τη Σπερχειάδα, οι αδελφοί Νίκος και Βαγγέλης Λέβας από την Ομβριακή και ο Βασίλης Ξυνοτρούλιας από τους Βελεσιώτες με οπλισμό πέντε περίστροφα και έναν γκράς (Λαγδάς, σελ. 51). Σιγά –σιγά άρχισαν να φτάνουν από τα γύρω χωριά και άλλοι αγωνιστές έγιναν όλοι- όλοι δεκατέσσαρες. Δέκατος πέμπτος λογαριάστηκε ο νεαρός Βασίλης Λαγός που ο Άρης θα χρησιμοποιούσε για σύνδεσμο με την οργάνωση της Σπερχειάδας.
Έτσι το Μάιο του 1942 η πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΛΑΣ εναντίον του κατακτητή υπό την αρχηγία του Άρη Βελουχιώτη ξεκίνησε από τηκαλύβα του Στεφανή στη Σπερχειάδα και κατευθύνθηκε τη Γουλινά το μικρό βουνό πάνω και νοτιοδυτικά από τη Σπερχειάδα. Εκεί ο Θανάσης Κλάρας γίνεται ο θρυλικός Αρης Βελουχιώτης και όλοι οι καπετάνιοι για λόγους συνωμοτικότητας παίρνουν τα ψευδώνυμα με τα οποία θα γίνουν γνωστοί στο πανελλήνιο και θα περάσουν στην ιστορία. Εκεί, δίνουν τον όρκο του αντάρτη που ετοίμασε ο Άρης: «Εγώ παιδί του εργαζόμενου ελληνικού λαού, ορκίζομαι να αγωνιστώ για να διώξω τον εχθρό της πατρίδας μου από τον τόπο, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου. Να αγωνιστώ μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ για τις ελευθερίες του λαού».
Στη Δομνίστα Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου του 42 ο Άρης με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ κάνει την πρώτη εμφάνιση του παρελαύνουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων κρατώντας την ελληνική σημαία και τραγουδώντας. Στη λαϊκή συγκέντρωση που ακολούθησε στην πλατεία του χωριού ο Αρης με λόγια απλά και πάθος εκλαϊκεύει τους στόχους του αγώνα. Μιλάει για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ που συνεχίζει την Επανάσταση του 21, «κηρύσσει την Επανάσταση κατά των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους» (Λαγδάς, τόμος 2, σελ. 18)και ζητά την ενίσχυση τους στον αγώνα. Από στόμα σε στόμα η είδηση για εμφάνιση ανταρτών απλώθηκε αστραπιαία στην ύπαιθρο και φτάνει στις σκλαβωμένες πολιτείες….
Χαρά Παρμενοπούλου
Βιβλιογραφία
– Ζωϊδη, Γ., Κάϊλα, Μ κ.ά,1979, Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-45, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
-Λαγδάς, Πάνος, Άρης Βελουχιώτης, ο Πρώτος του Αγώνα, εκδ. Σφαέλος Ν., Αθήνα
– Χατζηπαναγιώτου, Γιάννης (καπετάν Θωμάς), Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη, Δωρικός, Αθήνα 1975
– Χατζής, Θανάσης, 1982, Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε (εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 41-45), β έκδοση, Εξάντας, Αθήνα
-Χουλιάρας Γιώργος- Περικλής,2006, «Ο δρόμος είναι άσωτος…», Λαμία, Οιωνός
Share on FacebookShare on Twitter

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Ο λαϊκός ξεσηκωμός στη Μάχη της Κρήτης


Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 79 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, τον μεγαλειώδη αγώνα του Κρητικού λαού ενάντια στη ναζιστική εισβολή. Τι οδήγησε τους Κρητικούς να πάρουν τα τουφέκια τους και να πολεμήσουν αψηφώντας μια στρατιωτική μηχανή η οποία είχε κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και φάνταζε ανίκητη; Είναι η «αντιστασιακή φύση του ελληνικού έθνους», όπως έγραφε πριν από 30 χρόνια ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος; Η Αντίσταση «ως συνεχή αντίθεση εναντίον κάθε θεσμού ο οποίος είναι ξένος από εκείνο τον οποίο πιστεύεις, τον οποίο θέλεις»; Είναι το αγωνιστικό φρόνημα του Κρητικού λαού και η μακρόχρονη πολιτιστική και πολιτική παράδοση του ένοπλου αγώνα απέναντι σε κάθε εισβολέα;
Ξαναζώντας μέσα από τις μαρτυρίες τις ημέρες της ναζιστικής εισβολής στην Κρήτη, ένα μήνα ύστερα από την πτώση της Αθήνας, όταν υπήρχε μόνο προοπτική δεινών και ο φασισμός έμοιαζε ακλόνητος, αυτό που αναδεικνύεται είναι ο αυθόρμητος ξεσηκωμός του Κρητικού λαού. Τα αποσπάσματα από 18 προφορικές μαρτυρίες που εντάσσονται στο κείμενο συλλέχθηκαν το 2005 για λογαριασμό του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Θερίσου. Αφορούν κυρίως την περιοχή των Χανίων και προέρχονται από πληροφορητές που συμμετείχαν εκτός από τη Μάχη της Κρήτης και στο αντιστασιακό κίνημα που ακολούθησε ενταγμένοι στις ΕΑΜικές οργανώσεις. Κάποιοι μάλιστα ως προβεβλημένα στελέχη τους.
Λίγο πριν οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα, στις 25 Απριλίου 1941, ο Χίτλερ ενέκρινε την «Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ», την αεραποβατική κατάληψη της Κρήτης, του τελευταίου ελεύθερου ελληνικού εδάφους. Η άμυνα του νησιού βασίζονταν σύμφωνα με τα ελληνικά προπολεμικά σχέδια κυρίως στη 5η Μεραρχία («Κρήτης»). Με την έναρξη όμως του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ανάγκες επέβαλαν τη μετακίνησή της στο μέτωπο της Αλβανίας, επιχείρηση που ολοκληρώθηκε χωρίς απώλειες τον Νοέμβριο 1940.
Με δεδομένη την απουσία των Κρητών στρατιωτών την υπεράσπιση της Κρήτης ανέλαβαν όσοι Έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί, όσοι έφτασαν εκεί από την ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση, ανάμεσα στους οποίους και 300 της Σχολής Ευελπίδων που στασίασαν, οι δυνάμεις της χωροφυλακής καθώς και 45.000 περίπου Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί που είχαν διαπεραιωθεί στη Μεγαλόνησο τις προηγούμενες μέρες.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, συνέχεια της δικτατορίας του Μεταξά, δεν είχε την πρόθεση ούτε μπορούσε να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα εκείνων των ημερών. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της εισβολής ήταν βεβιασμένες και ελλιπείς.
Δύο μόνο ημέρες ύστερα από την εισβολή των αλεξιπτωτιστών, εξάλλου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β, ο πρωθυπουργός Εμ. Τσουδερός και οι υπουργοί του εγκατέλειπαν το πεδίο της μάχης και επιβιβαζόντουσαν σε βρετανικά πλοία θέτοντας τον εαυτό τους μακράν του εχθρού. Είναι ο ίδιοι, μαζί με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που εκπροσώπευαν που θα αξιώσουν την πανηγυρική επιστροφή τους μετά την Απελευθέρωση, σαν να μην είχε συμβεί η κοσμογονία της Αντίστασης, για να ξαναπιάσουν από εκεί που άφησαν το νήμα της εξουσίας πάνω στο λαό που εγκατέλειψαν. Απούσα η ηγεσία της χώρας – έστω και αυτή η νόθα, η αυθαίρετη, η διορισμένη από το βασιλιά ηγεσία. Παρόντες όμως χιλιάδες Κρητικοί, γέροι, νέοι, γυναίκες και παιδιά που έδωσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, το αγωνιστικό παρόν

Από τις 14 Μαΐου, οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τα Χανιά, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, το Μάλεμε και τη βάση της Σούδας. Η εμπειρία του βομβαρδισμού αποτυπώνεται γλαφυρά σε όλες τις μαρτυρίες. Η Κούλα Χατζηαγγελή, 20 χρονών κοπέλα τότε από το Γαλατά βρέθηκε με την οικογένειά της στο κέντρο της μάχης. Μας αφηγείται: «Τα αεροπλάνα τα βλέπαμε. Ερχότανε αυτά τα πελώρια, τα στούκας και λέγαμε μπα. Θα μας κουτουλήσει το σπίτι για να περάσει. Τόσο χαμηλά. Πολυβόλα, εν τω μεταξύ, μπαμ, μπαμ, συνέχεια. Είχαμε τρελαθεί. Δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε πουθενά. Όταν πλησιάζανε το σπίτι, εκάνανε τη στροφή και το περνούσαν. Που να κρυφτούμε;»
Οι συνεχόμενοι βομβαρδισμοί ανάγκασαν τους κατοίκους να φύγουν από τις πόλεις και τα χωριά του κάμπου και να αναζητήσουν καταφύγιο στα ορεινά. Ο Γιώργος Αρεκλάκης από τον Αλικιανό θυμάται: «Χιλιάδες αεροπλάνα. Ο ουρανός δεν έδειχνε. Από του Βατολάκκου τη μεριά ερχόταν κατά κύματα και ξαπολούσαν εδώ στον Κερίτη. Στην αρχή μόνο επολυβολούσανε για εκφοβισμό στην αρχή. […] Όλο το Αλικιανό έφυγε, γιατί φοβήθηκε. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια πράγματα οι Χανιώτες, οι Έλληνες γενικά». Οι κάτοικοι τελικά κατέφυγαν στα «πανωμέρια», τα ορεινότερα χωριά της περιοχής.
Στις 20 Μαΐου οι βομβαρδισμοί εντάθηκαν και το ξημέρωμα άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και, αργότερα το απόγευμα, στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Το θέαμα προκάλεσε εντύπωση ιδίως στις γυναίκες και τα παιδιά αλλά και σε όσους δεν είχαν εμπειρία τέτοιου είδους πολέμου. Αφηγείται η Στέλλα Λεβεντάκη, από τα Κεραμειά: «Εκεί ήτονε σε μια κορυφή το σπίτι και όταν πέφταν οι αλεξιπτωτισταί δεν ξέραμε βέβαια τι ήτανε αλλά βλέπαμε, ακούαμε τα αεροπλάνα, εβλέπαμε και πέφτανε κάτι ομπρέλες. Μετά εμάθαμε ότι πέσαν στην Αγιά και σε όλο τον κάμπο που πέσανε».
Αυτό όμως που έδωσε ιδιάζοντα χαρακτήρα κατά τις ημέρες της άμυνας, αυτό που αποτέλεσε την καινοτομία, υπήρξε κατά τη διατύπωση της εκθέσεως της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη «η γενική εξέγερση των κατοίκων, οι οποίοι βοηθούμενοι και από γυναίκες και οπλισμένοι με ότι πρόχειρο βρέθηκε στα χέρια τους, με παλιά όπλα, αξίνες και ράβδους ακόμα πάλευαν απεγνωσμένα κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών υπερασπιζόμενοι το πάτριο έδαφος».
«Όμως ξέρετε τον Κρητικό ότι είναι τρελός για τέτοια πράγματα, για την ελευθερία του. Σε χρόνο μηδέν μαζευτήκανε, κάνανε μπουλούκια, μπουλούκια οι ελεύθεροι σκοπευτές οι λεγόμενοι, οι περιβόητοι ελεύθεροι σκοπευτές, μέσα από δω μέσα από το χωριό και αρχίσανε και γυρίζανε όλη την περιφέρεια του χωριού για να κυνηγούν τους Γερμανούς, αφηγείται η Άννα Ταπεινάκη- Λουπασάκη από το Γαλατά.
Και ο Γιάννης Αλιφιέρης, δάσκαλος από την Παλιόχωρα, 22 χρονών τότε: «χαρακτηριστικά θυμούμαι από το Προδρόμι ένας νεαρός 17-18 και είχε φτιάξει ένα ραβδί σα σπάθη, σα σπαθί μακρύ ραβδί. Τα λέγανε σπαθοράβδια και το βάστα σα όπλο. Δεν είχε τουφέκι ο κακόμοιρος, τίποτε. Γιατί δυστυχώς η δικτατορία Μεταξά είχε μαζέψει τα όπλα και όλα και τα χαν παραδώσει και ο πατέρας μου είχε ένα παλιό γκρα από την Επανάσταση του ’97 και λοιπά που χε λάβει μέρος και το παρέδωσε. Βαστούσε λοιπόν και του λέει κάποιος εκεί ‘Τι μωρέ τούτο; Με τούτο να θα πολεμήσεις τους Γερμανούς; Με τούτονε θα βρω τουφέκι από τσι Γερμανούς’ Μου κανε εντύπωση η απάντηση του νεαρού αυτού παιδιού».
«Θυμάμαι αξέχαστα», αφηγείται ο Αντώνης Σαριδάκης από το Νιο Χωριό Αποκορώνου, ξεκινήσαμε από το χωριό με τσεκούρια και μαχαίρια που κρατούσαμε ας πούμε και πήγαμε λέει να συναντήσουμε…»
Στη Μάχη συμμετείχαν και οι εξόριστοι κομμουνιστές που είχαν δραπετεύσει από τη Φολέγανδρο και την Κίμωλο. Το ενωτικό κάλεσμα του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, πρώην βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου, πάνω στη γραμμή του πρώτου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, όριζε ως καθήκον του κάθε Έλληνα «να σταθή άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θα ναι τεράστιες» χωρίς διαφωνίες ή επιφυλάξεις. Ως απαραίτητη προϋπόθεση έθετε «να δημιουργηθεί μια πραγματική εθνική ενότητα από όλους τους Έλληνες που τίμια και ειλικρινά ήρθαν να συμμετάσχουν στον αγώνα ανεξάρτητα από καταγωγή ή πολιτικά φρονήματα».
«Τα μέλη της ΟΚΝΕ [Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας] πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Συγκεκριμένα εγώ πήρα μέρος με μια ομάδα χωροφυλάκων και με έναν συνεργάτη τον Αντώνη Χατζή πήρα μέρος στη Μάχη στο Προφήτη Ηλία με ομάδα χωροφυλάκων… Εγώ είχα ένα γκραδάκι, το οποίο είχε κληρονομήσει ο πατέρας μου από τον πατέρα του και έπαιρνε μόνο μία σφαίρα η οποία ήταν στο πάχος σα 5 άλλες σφαίρες» αφηγείται ο Γιώργος Βαγιάκης από το Βαφέ, γραμματέας της ΟΚΝΕ Χανίων.
Στον αντίποδα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου που αρνήθηκε να νομιμοποιήσει και να οπλίσει τη λαϊκή συμμετοχή κατά τη δεκαήμερη μάχη παρά το στρατιωτικό αλλά και πολιτικό αίτημα για τον εξοπλισμό όσων μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Κύριος λόγος ήταν η ανησυχία που ενέπνεε στην κυβέρνηση η στάση των κατοίκων του νησιού πριν από τον πόλεμο. Οι Κρητικοί ήταν βενιζελικοί και κάθε άλλο παρά θετικά διακείμενοι προς το βασιλιά. Από τα Χανιά είχε εξάλλου προέλθει η μοναδική ουσιαστικά αντίσταση κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας, το αντιφασιστικό κίνημα του 1938.
Αλλά και οι Βρετανοί δεν εξόπλισαν και δεν οργάνωσαν τους εθελοντές του άμαχου πληθυσμού σε ομάδες πολιτοφυλακής που θα προέβαλαν κατά αυτόν τον τρόπο πολύ πιο αποτελεσματική αντίσταση κατά της επικείμενης εισβολής. Ο Γιάννης Λιονάκης μαζί με τους άλλους Έλληνες που δούλευαν στα στρατιωτικά οχυρωματικά έργα για τους Βρετανούς – καμιά 150αριά το σύνολο- ζήτησαν να οπλιστούν και να ενταχθούν στη Βρετανική δύναμη που στάθμευε στην περιοχή: «Εμείς του λέω, αφού πέσαν αλεξιπτωτιστές, είμαστε 150 Έλληνες εδώ, θα ενταχθούμε στις μονάδες σας και θα πολεμήσουμε. Και γυρίζει και μου λέει. ‘Όχι’ μου λέει, γιατί; Έχουμε στρατό. Ναι του λέω αλλά εμείς γιατί. Είναι η πατρίδα μας και ο τόπος μας». Τα επανειλημμένα αιτήματα εξοπλισμού τους συναντούν τη σθεναρή άρνηση «κατά τρόπο ειδεχθέστατο», όπως αναφέρει, από τους Βρετανούς, οι οποίοι τους απέπεμψαν. Επιστρέφοντας στα χωριά τους προσπάθησαν να οπλιστούν με κάθε τρόπο. «Εδώ επιστρατευτήκαμε αμέσως και φτιάξαμε ομάδες. Και οι γεροντότεροι και οι αξιωματικοί που υπήρχανε ελέγανε που να πα[με] να πιάσουμε … ήρθανε και χωροφύλακες της Σχολής, νέα παιδιά. Ενωθήκαμε και κάναμε μια δύναμη 200 και παραπάνω και φυλάγαμε».
Οι προσπάθειές τους να εξοπλιστούν συνέχισαν χωρίς αποτέλεσμα: «Την επόμενη μέρα ήταν εδώ στο Νεοχώρι ένα φορτηγό αυτοκίνητο και πήγαμε είχα ένα θείο, ήτανε φρούραρχος στα Χανιά τον είχανε διορίσει. Και πήγαμε εδώ με το φορτηγό, τη νύχτα, να του πούμε μια που έχει το φρουραρχείο να μας φορτώσει το αυτοκίνητο με όπλα. Επήγαμε και μας έλεγε. Δεν είναι δυνατό. Θα μ’ εκτελέσουν. Δεν μπορώ να δώσω. Με έχουνε σφίξει σε τέτοιο σημείο. Φαίνεται και άλλοι από τα Χανιά πήγανε και του ζητούσαν. Τον επαρακαλούσαμε. Δε μας έδωκε»
Ο Γιώργης Κλάδος, μαζί με 40-50 συγχωριανούς του από τα Ανώγεια κίνησαν να πάνε στο Πέραμα για να προσφέρουν όποια υπηρεσία μπορούσαν «άοπλοι με επικεφαλής ένα βρακοφόρο». Εκεί διαπίστωσαν «ότι δεν υπήρχε οργανωμένο μέτωπο από την πλευρά που πηγαίναμε εμείς. Ήταν σκόρπιοι όλοι. Εκεί που είχαμε πάει δεν υπήρχε στρατός ελληνικός για να πολεμάει. Ήταν απλώς οι πολίτες από την περιοχή, άτακτα, χωρίς [να είναι] οργανωμένοι. Την όλη εμπειρία τη χαρακτηρίζει οδυνηρή. Αφηγείται:«εγώ προσωπικά αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα συγκλονιστεί από την κατάντια της Κρήτης, είχα δηλαδή υποστεί ένα σοκ ψυχολογικό, μόνο ύστερα από πολλές βδομάδες μπόρεσα. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ ότι δυνατό ότι θα μπορούσαν να αφήσουν την Κρήτη οι Εγγλέζοι. Διότι αυτοί φταίνε με την ελληνική κυβέρνηση και το Μεταξά. Να την αφήσουν και να την καταλάβουν και με τον τρόπο που την κατέλαβαν.
Η ίδια αίσθηση της αδικίας και της εγκατάλειψης είναι κοινός τόπος στις μαρτυρίες όπως και ότι πολλά θα μπορούσαν να είχαν γίνει για να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού. Αφηγείται πάλι ο Κλάδος: «Καταρχήν στην Κρήτη είχαν επιστρατεύσει μέχρι την ηλικία των 31-32. Δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να πολεμήσουν. Πρώτα από όλα μπορούσαν να είχαν φέρει ένα κομμάτι της Μεραρχίας πίσω και δεν το κάμανε. Μπορούσαν να είχαν οργανώσει την άμυνα της Κρήτης και να εξοπλίσουν τον κόσμο. Να κάνανε Τάγματα Πολιτοφυλακής… Αφού για να πάρουνε μέρος στις μάχες στο Ηράκλειο σπάσανε τις αποθήκες , που είχε μαζέψει ο Μεταξάς μετά το κίνημα του 1938, έκανε μια εκστρατεία για να μαζέψει με πατριωτισμό, κάτι λέγανε πώς θα τα κάνουνε και τα λοιπά και τα είχαν στις αποθήκες και δεν τα δίνανε και πήραν οι πολίτες και σπάσαν και πήραν κάτι παλιοτούφεκα χωρίς σφαίρες κτλ. Θέλω να πω υπήρξε πλήρης αδιαφορία και … υπήρχε εγκατάλειψη».
«Αν αυτοί οι ανθρώποι, δεν μπορούσανε γιατί ήτανε ξένοι, αν όμως αυτοί οι ανθρώποι πολεμούσανε, οι Γερμανοί δεν θα πατούσανε ποτέ την Κρήτη», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Λιονάκης.
Η Ιστορία όμως δεν είναι επιστήμη των υποθέσεων. Δε θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν αν το νησί υπερασπιζόταν η 5η Μεραρχία, ή αν είχε οργανωθεί καλύτερα η άμυνα, ή αν είχαν καλυφθεί οι τεράστιες ελλείψεις σε όπλα και πυρομαχικά, αν οπλιζόταν ο Κρητικός λαός και οργανώνονταν σε Εθνική Πολιτοφυλακή. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάκτηση και η Κατοχή της Κρήτης από τους Ναζί και τα σκληρά αντίποινα σε όσους τόλμησαν να αντισταθούν προασπιζόμενοι, τις «πεζούλες» τους.
Αν και η Αντίσταση των αμάχων ήταν περιθωριακή ως προς τις στρατιωτικές εξελίξεις με την έννοια ότι καθώς δεν ήταν οργανωμένη και καλά εξοπλισμένη προκάλεσε μικρές απώλειες στον εχθρό, η σημασία της έγκειται στο ότι δημιουργούσε μία μη αναμενόμενη κατάσταση. Η παρουσία οπλισμένων χωρικών διεύρυνε το εχθρικό πεδίο που περιέβαλε το χώρο της μάχης καθιστώντας τον ανασφαλή ενώ προξενούσε φθορές που δεν είχαν προβλεφθεί σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα
Μέσα από τη Μάχη της Κρήτης αναδεικνύεται ο παράγοντας της αυθόρμητης μαζικής λαϊκής αντίστασης και του παρτιζάνικου αγώνα του Κρητικού λαού. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όπως πολύ σύντομα συνέβη και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο δάσκαλος υπήρξε ο ίδιος ο λαός που δεν ήταν στρατευμένος, που δεν εκτελούσε διαταγές, που δεν υπηρετούσε ένα προδιαγεγραμμένο στρατιωτικό ή διπλωματικό σχέδιο. «Και ενώ οι Νεοζηλανδοί και οι Αυστραλοί πετούσαν όλα τους τα όπλα και τα εφόδια για να πάνε στα Σφακιά που τους περιμέναν τα καράβια να φύγουνε, αφηγείται ο Λευτέρης Ηλιάκης, ακούσαμε την προσταγή των παλιότερων, μαζέψτε τα γιατί θα χρειαστούνε. Αυτά σε τρεις ημέρες εχαθήκανε. Κρυφτήκανε…. Η ουσία είναι ότι εμείς εμαζέψαμε πολλά όπλα… και μετά όταν άρχισε το αντάρτικο περνούσαμε από κει και τα δίναμε και μετά εβγήκαμε και μεις βέβαια».
Η ένοπλη λαϊκή αντίσταση κατά των επιδρομέων και τα άμεσα θηριώδη αντίποινα των Γερμανών που ακολούθησαν, αποτέλεσαν τη βάση για οργανωμένη και σχεδιασμένη μαχητική Αντίσταση που ακολούθησε.
*άρθρο της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΑΖΟΥ,
Ιστορικού, Προέδρου του Σωματείου «Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης»
*

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

19 MAIOY 1919 - Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ


Εκατόν ενα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού. Έναν αιώνα μετά, η μνήμη παραμένει ζωντανή, όπως και ο αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Χρειάστηκαν λίγα μόνο χρόνια ώστε να γίνει εφικτό αυτό που οι Οθωμανοί δεν είχαν καταφέρει επί αιώνες. Να σβήσουν το ελληνικό στοιχείο. Με πρωτοφανή βαρβαρότητα και ακόμη πιο σοκαριστική μεθοδικότητα και σχεδιασμό, οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να αφανίσουν τον ποντιακό ελληνισμό από την περιοχή. Μπορεί αριθμητικά να το κατάφεραν, απέτυχαν παταγωδώς ωστόσο να "σβήσουν" την ποντιακή ψυχή και την ιστορική μνήμη για τη Γενοκτονία των Ποντίων, που σήμερα 19 Μαΐου και 100 χρόνια μετά την τραγωδία παραμένει πιο ζωντανή και επίκαιρη από ποτέ.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε
1. Θεματοφύλακες του Ελληνισμού
Μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Πόντιοι συνέχισαν να ζουν στα βόρεια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο. Αν και αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, το φρόνημα και η ελληνική τους συνείδηση παρέμειναν αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων, ακόμη και μετά την Άλωση της Τραπεζούνας το 1461 από τους Οθωμανούς. Αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αποτελούν ένα εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού, κυριάρχησαν στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής, αν και αριθμητικά ήταν μειονότητα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσει και μία δημογραφική "έκρηξη", εφόσον ο αριθμός τους υπολογίζεται ότι από 265.000 μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, ξεπέρασε τις 700.000 στις αρχές του 20ου. Διέθεταν σχολεία, μεταξύ των οποίων το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, εφημερίδες, περιοδικά, θέατρα και λέσχες.
2. Όσα δεν έγιναν σε 5 αιώνες, έγιναν σε 5 χρόνια
Η αναρρίχηση των Νεότουρκων στην εξουσία το 1908 και η περιθωριοποίηση του Σουλτάνου δημιούργησε αρχικά υψηλές προσδοκίες στους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έπνεε τα λοίσθια, οι οποίες τελικά διαψεύστηκαν με τον πλέον δραματικό και βάρβαρο τρόπο. Δείχνοντας ένα σκληρό εθνικιστικό πρόσωπο, οι Νεότουρκοι έβαλαν στο στόχαστρο τους χριστιανικούς πληθυσμούς, προωθώντας τον απόλυτο εκτουρκισμό της περιοχής. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η ιδανική συγκυρία, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων της εποχής ήταν στραμμένο αλλού και το σχέδιο εξόντωσης των ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής μπήκε σε εφαρμογή.
Η αρχή γίνεται με τα "Τάγματα Εργασίας" ("Αμελέ Ταμπουρού") στα οποία εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν Πόντιοι που δούλευαν κάτω από εξοντωτικές και απάνθρωπες συνθήκες σε λατομεία, ορυχεία και διανοίξεις δρόμων. Την ίδια περίοδο πραματοποιούνται ταυτόχρονα συστηματικές και οργανωμένες καταπατήσεις των δικαιωμάτων των πληθυσμών αυτών, πυρπολήσεις των χωριών τους, εξορίες. "Καραβάνια" ανθρώπων εγκαταλείπουν τις εστίες τους ή ξεκινούν αντάρτικα στα βουνά. Χιλιάδες πεθαίνουν από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες.
3. Η απόφράδα 19η Μαΐου 1919
Στις 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ πατάει το πόδι του στη Σαμψούντα και ξεκινάει και τυπικά η τελευταία και πιο άγρια φάση του σχεδίου εξόντωσης. Λίγες μέρες αργότερα, δίνει αμετάκλητη εντολή για διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του πληθυσμού. Μετά και τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι σφαγές, οι πυρπολήσεις χωριών και η εκτοπίσεις πληθυσμών γίνονται πλέον χωρίς έλεος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τις 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε. Οι Τούρκοι προχώρησαν ακόμη και σε αναγκαστικές αποσπάσεις παιδιών από τις οικογένειές τους, τα οποία και έδιναν στα χαρέμια εύπορων Τούρκων. Μέχρι το 1923, η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί, βαμμένη στο αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αθώων.
Τουρκικά στρατεύματα παρελαύνουν στη γέφυρα του Γαλατά προς την Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1923. Η Μικρασιατική καταστροφή έχει ήδη συντελεστεί ASSOCIATED PRESS
Για τον ακριβή αριθμό θυμάτων η εικόνα παραμένει ασαφής. Με βεβαιότητα ξεπέρασαν τις 200.000, ενώ σύμφωνα με ακτιβιστές για τη διεθνή αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας, ξεπέρασε τις 353.000. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε στην Ελλάδα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ανόρθωση του ελληνικού κράτους, ενώ σημαντικός αριθμός των Ποντίων βρέθηκαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία. Ο πυρήνας αυτός παραμένει ακμάζων, ενεργός και δραστήριος ως τις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι πολλοί επέλεξαν να επιστρέψουν στον ελλαδικό χώρο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία των Ποντίων εγκαινιάστηκε ένα μεγάλο μνημείο στην πόλη Εσεντουκί κοντά στην Σταυρούπολη της Ρωσίας, έχοντας χαραγμένη στη βάση του την φράση "Δεν ξεχνάμε" στα ελληνικά και στα ρωσικά.
4. 25 χρόνια από την καθυστερημένη αναγνώριση στην Ελλάδα
Η Βουλή των Ελλήνων, κατόπιν εισήγησης του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Εκτός από την Ελλάδα, τη Γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίζουν επίσημα η Κύπρος, η Αρμενία, η Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, η βουλή της πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας, η Αυστρία, η Ολλανδία, και η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Εύζωνας ντυμένος με παραδοσιακή ποντιακή στολή σε εκδήλωση για τη Γενοκτονία των Ποντίων στη Βουλή των Ελλήνων EUROKINISSI
Η Τουρκία αρνείται με μένος την ύπαρξη γενοκτονίας, αποδίδοντας τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους, στις κακουχίες του πολέμου. Οι σύγχρονοι Τούρκοι στην πλειοψηφία τους έχουν πλήρη άγνοια για τα γεγονότα, παρά το γεγονός ότι κατά διαστήματα Τούρκοι ιστορικοί "τολμούν" να τα χαρακτηρίσουν ως "γενοκτονία".
5. Οι μαρτυρίες που συγκλονίζουν
Μέχρι τις μέρες μας, οι απόγονοι εκείνων που βίωσαν τη φρίκη της τουρκικής βαρβαρότητας διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της ποντιακής κληρονομιάς τους, δίνοντας αγώνες για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Η ιστορική μνήμη και η κουλτούρα των Ποντίων διατηρούνται αναλλοίωτα. Σε μεγάλο βαθμό βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση η ύπαρξη πολλών ποντιακών συλλόγων ανά την επικράτεια.
Μεταξύ αυτών και η Ένωση Ποντίων Δροσιάς που έχει ανεβάσει στο YouTube ένα συγκλονιστικό βίντεο με μαρτυρίες για τη γενοκτονία και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν και έζησαν στα μέρη της τραγωδίας και αποτέλεσαν στη συνέχεια την 1η γενιά προσφύγων στην Ελλάδα.
*Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Διεθνής Ημέρα Μουσείων σήμερα


Το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης του Δήμου Λαμιέων στεγάζεται απο το 2012 στο βόρειο τμήμα του ισογείου, στο Δημαρχείο Λαμίας, Φλέμιγκ και Ερυθρού Σταυρού




Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), επιθυμώντας να αναδείξει το ρόλο των Μουσείων στη σύγχρονη κοινωνία, όρισε από το 1977 τη 18η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα Μουσείων.
Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), επιθυμώντας να αναδείξει το ρόλο των Μουσείων στη σύγχρονη κοινωνία, όρισε από το 1977 τη 18η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα Μουσείων.
Το μήνυμα αυτής της επετείου είναι «να γίνουν τα Μουσεία φορείς πολιτισμικών ανταλλαγών, με σκοπό την ανάπτυξη της μόρφωσης και της αμοιβαίας κατανόησης, τη συνεργασία και την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς».
Διεθνής Ημέρα Μουσείων 2020
«Ψηφιακά», μέσω εφαρμογών και δράσεων που θα αναρτηθούν σε ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα γιορταστεί φέτος η Διεθνής Ημέρα Μουσείων.
Σύμφωνα με το ελληνικό τμήμα του ICOM, «εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, τα μουσεία της χώρας μας παραμένουν κλειστά έως τα μέσα Ιουνίου. Όμως, ακόμη και αυτή τη δύσκολη περίοδο, συνεχίζουν το έργο τους μέσα από ψηφιακές εφαρμογές και δράσεις. Αποδεικνύουν έτσι ότι είναι ζωντανοί οργανισμοί που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα δυσμενή συγκυρία, η Διεθνής Ημέρα Μουσείων 2020 θα εορταστεί "ψηφιακά"».
Με φετινό θέμα εορτασμού «Μουσεία για την Ισότητα: Ποικιλομορφία και Κοινωνική Συνοχή», το ICOM δίνει έμφαση στην κοινωνική αξία των μουσείων, η οποία «συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία βιωματικών εμπειριών που έχουν ιδιαίτερη σημασία για όλους ανεξαιρέτως τους επισκέπτες. Τα μουσεία, ως οργανισμοί με κύρος και φορείς κοινωνικών αλλαγών και ανάπτυξης, αποδεικνύουν στις μέρες μας πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους, καθώς αποτελούν σημείο σύνδεσης των διαφόρων κοινοτήτων συμβάλλοντας στην κοινωνική συνοχή. Μέσα από τις συλλογές τους, τις εκθέσεις, τις ποικίλες εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες που οργανώνουν, αλλά και τις καινοτόμες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν, προβάλλουν την κοινωνική και πολιτιστική ποικιλομορφία και δημιουργούν εργαλεία υποστήριξης για την αντιμετώπιση προκαταλήψεων και την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων».
Το Ελληνικό Τμήμα του ICOM αποτελεί τον κόμβο προβολής των πρωτοβουλιών των ελληνικών μουσείων, αναδεικνύοντας τις ψηφιακές δράσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του φετινού εορτασμού. Θεματικές περιηγήσεις, παρουσιάσεις μόνιμων ή επιμέρους εκθέσεων, επίκαιρα αφιερώματα, προβολές και εκπαιδευτικά προγράμματα, είναι μερικές μόνο από τις εκδηλώσεις που 60 και πλέον φορείς από όλη την Ελλάδα μας προσκαλούν να παρακολουθήσουμε on line μέσα από τις ιστοσελίδες τους ή από τα κοινωνικά δίκτυα. Όλες οι εκδηλώσεις έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ελληνικού τμήματος του ICO

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

15 Μαΐου 1941 «Σύσκεψη της Καισαριανής»


Ο Άρης Βελουχιώτης πρωτομίλησε για ένοπλο αγώνα κατά των κατακτητών
Ηταν οι πρώτες μέρες του Μάη του 1941, ο Θανάσης Κλάρας, μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη συνθηκολόγηση, κατεβαίνει στην Αθήνα. Στα σχέδιά του και στις προτεραιότητές του η προσπάθεια για ανασυγκρότηση και οργάνωση των κομμουνιστών, παλιών και νέων και το στήσιμο ενός μικρού παράνομου τυπογραφείου.
«Ευθύς εξαρχής έστρεψε την προσοχή του στους φαντάρους, που γύριζαν από το μέτωπο, εγκαταλειμμένοι, νηστικοί, εξαθλιωμένοι», διηγείται ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτου[1], «… Μια μέρα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα επεισόδιο που είχε δημιουργηθεί στην πλατεία Λαυρίου. Ηταν παρέα με τον ζωγράφο Δημήτρη Μεγαλίδη. Ενας αστυφύλακας χτύπησε κάποιον φαντάρο. Αμέσως ξεσηκώθηκε ένα κύμα οργής ανάμεσα στους περαστικούς κι έπηξε ο τόπος από παλιούς πολεμιστές του μετώπου, που όλοι μαζί φώναζαν αγανακτισμένοι, έτοιμοι να λυντσάρουν τον αστυνομικό για τη βαναυσότητά του. Ο Θανάσης δεν έχασε καιρό. Ανέβηκε σ’ ένα σκαλί της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου κι άρχισε να μιλάει με αγωνιστικό πνεύμα στους συγκεντρωμένους:
–Μη γυρίζεται στους δρόμους και ζητιανεύετε, τους είπε. Πρέπει να παλέψουμε για να ζήσουμε και να ελευθερωθούμε. Μην παραδίνετε τα όπλα σας. Θα τα πάρουν οι κατακτητές και τα όργανά τους και θα τα χρησιμοποιήσουν εναντίον σας. Κρύψτε τα! Θα χρειασθούν μια μέρα. Γιατί τώρα αρχίζει ένας νέος αγώνας για την πατρίδα».
Ο Θανάσης Κλάρας καταλήγει στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, στη γνώριμή του Καισαριανή. Παράλληλα με την προσπάθεια για την κομματική ανασυγκρότηση προγραμμάτισε πλατιές συσκέψεις αγνών πατριωτών και λαϊκών αγωνιστών, με σκοπό και χαρακτήρα αντιστασιακό.
Από τα σημαντικότερα ίσως γεγονότα των πρώτων ημερών της γερμανικής κατοχής είναι η πραγματοποίηση σύσκεψης, την Πέμπτη 15 Μάη 1941, στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, που την συγκάλεσε ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης). Η σύσκεψη έγινε στη δεξιά όχθη του Ηριδανού – που οι μικρασιάτες πρόσφυγες, πρώτοι κάτοικοι της Καισαριανής, τον ονόμαζαν Ντερέ (ρέμα), στο άλσος των Κουπονίων, ανάμεσα στη Καισαριανή και τα Ιλίσια. Σ’ αυτή τη σύσκεψη, γνωστή σαν «Σύσκεψη της Καισαριανής», ο Αρης μίλησε για πρώτη φορά σχετικά με τη αναγκαιότητα και την δυνατότητα ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών.
Ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτου, ο μετέπειτα Καπετάν Θωμάς στον ΕΛΑΣ της Κεντρικής Στερεάς, δίπλα στον Αρη, που συμμετείχε σ’ αυτή την σύσκεψη, περιγράφει[2] στο βιβλίο του:
«15 Μαΐου 1941. Στο δασύλιο μεταξύ Ζωγράφου – Καισαριανής – Κουπονίων στην Αθήνα. Λίγοι φίλοι μαζεμένοι ανάμεσα σε πυκνά πεύκα, κι ένας κοντός, αδύνατος, ξερακιανός, μα γεμάτος δύναμη και νεύρο, να μας μιλεί. Ο Θανάσης Κλάρας, ο κατοπινός Αρης Βελουχιώτης. Παλιός αγωνιστής και φίλος. Δεν είναι παρά λίγες μέρες, που γύρισε από το μέτωπο, και να, μας επιμένει πως:
–Ο Πόλεμος συνεχίζεται. Ναι, συνεχίζεται. Θέλω να πω – εξηγεί – πως πρέπει να συνεχιστεί. Με το όπλο στο χέρι.
»Τα λόγια του, σαν παράξενα μας φάνηκαν. Μετά την κατάρρευση στο αλβανικό και το μακεδονικό μέτωπο κάθε ελληνική αντίσταση είχε σταματήσει, για να αντηχήσουν βαριά οι χιτλερικές μπότες μέσα στη πρωτεύουσα. Οι δισταγμοί μας δεν λείπουν. Η ξένη βία κυριαρχεί. Φόβος και αγωνία κατέχουν τις καρδιές μας. Ποιος θα βρεθεί να στρωθεί στον ένοπλον αγώνα; Μεγάλες οι πληγές, που άφησαν ο ελληνοϊταλικός και ο ελληνογερμανικός πόλεμος. Γεμάτα τα νοσοκομεία ανάπηρους και τραυματίες. Μαυροφορεμένες μανάδες, κι αδελφές. Η ίδια η κυβέρνηση είχε φροντίσει να παραδοθούν σιδηροδέσμιοι στις φυλακές και στις εξορίες οι αγωνιστές του λαού.
»Ο Θανάσης Κλάρας διακρίνει τους δισταγμούς και γίνεται πιο ορμητικός και πειστικός.
— Ακόμα και τα καρυοφύλλια των προγόνων μας του Εικοσιένα – μας λέει — θα ξεθάψουμε. Θα συμμαζέψουμε κι όσα μπορούμε όπλα από την κατάρρευση του μετώπου. Τα πιο πολλά θα τ’ αρπάξουμε απ’ τους κατακτητές.
»Τα λόγια του δίνουν θερμή πνοή. Ζεσταίνουν τις καρδιές μας. Μας συγκινούν προπαντός, όταν διαλαλεί ότι:
— Την ιστορία δεν την δημιουργούν οι «ημίθεοι», αλλά οι πρωτοπόρες δυνάμεις του Εθνους. Ο ίδιος ο λαός. Εμείς και όλοι οι άλλοι, που θα ακολουθήσουν. Θα οργανωθεί ο λαός. Και θα ανασυντάξει όλες τις δυνάμεις του για να ορθωθεί το λαϊκό κίνημα. Μην αμφιβάλλετε – προσθέτει – πως γρήγορα θα το σκάσουν και τα παλληκάρια του Κόμματος από τα ξερονήσια και τις φυλακές και θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές του εθνικολαϊκού αγώνα, που θα αρχίσουμε».
Η ομιλία του Θανάση Κλάρα στη Σύσκεψη της Καισαριανής επικεντρώθηκε σε τέσσερα σημεία:
Ο πόλεμος συνεχίζεται. Πρέπει να συνεχιστεί με το όπλο στο χέρι, ως την απελευθέρωση της πατρίδας από τους κατακτητές.
Τα όπλα του αγώνα θα εξασφαλιστούν από τα όπλα των στρατιωτών που δεν τα παράδωσαν αλλά τα πιο πολλά θα τα αρπάξουμε από τους ίδιους τους κατακτητές.
Ο ένοπλος αγώνας θα πρέπει να στραφεί κατά των κατακτητών και των προδοτών συνεργατών τους.
Ο αγώνας για τη λευτεριά έχει κι άλλο χαρακτήρα. Η νίκη του λαού μας ενάντια στον κατακτητή θα είναι και μια νίκη ενάντια στον ντόπιο φασισμό. Ο λαός με τον αγώνα του και τη νίκη του θα εξασφαλίσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα και τις ελευθερίες του. Ο αγώνας είναι για τη λευτεριά αλλά και για να μην υπάρξει γυρισμός στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας.
Στη σύσκεψη πήραν μέρος γύρω στους 12 αγωνιστές, παλιοί γνώριμοι οι πιο πολλοί, του Θανάση Κλάρα, από τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ[3]:
Ο Μανώλης Τσάφος, που τον ακολούθησε πιστά ως το τέλος, για να σκοτωθεί σε μάχη, τον Απρίλη του 1945, λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει ο Αρης.
Ο Στέφανος Τσάφος, αδελφός του Μανώλη, μαχητής του Β’ λόχου ΕΛΑΣ Καισαριανής, έπεσε στη μάχη με τους ταγματασφαλίτες στις 16 Ιούνη 1944, κοντά στο Μοναστήρι Καισαριανής.
Ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτου (ο μετέπειτα Καπετάν Θωμάς), αργότερα Καπετάνιος της VII Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ.
Ο Νίκος Θεοδωρίδης, από την Μικρά Ασία, στέλεχος του ΚΚΕ και συνεργάτης του Αρη Βελουχιώτη και του Γιάννη Χατζηπαναγιώτου από το 1938.
Ο επίσης μικρασιάτης Θόδωρος Κουλίτσος-Νικολαΐδης, στέλεχος του ΚΚΕ, Οργανώθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ Καισαριανής και στον ΕΛΑΣ. Στις 21 Απρίλη 1944τραυματίστηκε και αναφέρθηκε ως νεκρός, χωρίς ωστόσο να χάσει τελικά την ζωή του.
Ο Ιγνάτης Δρακούλης «Πάγκαλος», γεννημένος στηνΜικρά Ασία, στέλεχος του ΚΚΕ.
Ο αδελφός του Ιγνάτη, Δημήτρης Δρακούλης «Πάγκαλος», στέλεχος του ΚΚΕ.
Ο γερμανομαθής Κορίνθιος δικηγόρος Αθανάσιος Λαζανάς, που όταν τον έπιασαν οι Γερμανοί αρνήθηκε να τους μιλήσει στη γλώσσα τους και τον εκτέλεσαν.
Ο γεννημένος στην Κέρκυρα Γιώργος Τζώνης, στέλεχος του ΚΚΕ και συνεργάτης του Αρη Βελουχιώτη και του Γιάννη Χατζηπαναγιώτου από το 1939.
Ο Δημήτρης Χαραλάμπους.
Κι ανάμεσά τους μια γυναίκα. Η Ελπίδα Κουρουνιώτη, Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης.
Είναι πολύ πιθανό να συμμετείχαν και άλλοι, ίσως ανάμεσά τους ο αδελφός του Θανάση Κλάρα, ο Μπάμπης Κλάρας και ο ζωγράφος Δημήτρης Μεγαλίδης.
Ο Αρης φιλοξενήθηκε, τις μέρες της παραμονής του στην Καισαριανή, στο σπίτι της Χρύσας Κατσαρέλη.
Οι πρώτες αντιδράσεις του λαού της Αθήνας
Στις 18 του Απρίλη 1941, Μεγάλη Παρασκευή, αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, δυο μέρες πριν την συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου και 9 μέρες πριν μπουν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Αθήνα, η «Ανεξάρτητη Κομματική Οργάνωση Αθήνας», με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη, τον μετέπειτα Β΄ Γραμματέα της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ του ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής, οργάνωσε και πραγματοποίησε, με τις μικρές της δυνάμεις, μια τολμηρή συγκέντρωση στην Ομόνοια, παρά την απαγόρευση του στρατηγού Καβράκου. Ο κομμουνιστής ομιλητής Σπύρος Καλοδίκης μίλησε για τις προδοσίες της 4ης Αυγούστου και κάλεσε τον λαό της Αθήνας να υποδεχτεί με αγώνα τη χιτλεροφασιστική κατοχή.
Στην πλατεία της Ομόνοιας αντήχησαν τα συνθήματα: «Αντίσταση στους επιδρομείς», «Οπλα στο λαό», «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας» κ.ά.
Το ίδιο βράδυ της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα, 27 Απρίλη 1941, η κομμουνίστρια δασκάλα Φωτεινή Τσαμπάση μαζί με τον σ. Στέλιο Φραγκόπουλο γράφουν στον τοίχο του γηπέδου της Νήαρ Ηστ, στην Καισαριανή, το πρώτο αντιστασιακό σύνθημα: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή θΑΝΑΤΟΣ».
Στις αρχές του Μάη η αντιφασιστική ομάδα η οποία είχε δημιουργηθεί με προτροπή του Δημήτρη Γληνού και του Νίκου Πλουμπίδη στο νοσοκομείο «Σωτηρία», μετεξελίχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση «Δημοκράτης» με επικεφαλής τον Πανεπιστημιακό γιατρό Ιφικράτη Χατζηεμμανουήλ και τον αρχινοσοκόμο Σπύρο Βλαχούλη. Με την οργάνωση συνδέθηκε ο Σπύρος Κωτσάκης (ο θρυλικός «Νέστορας»), μόλις δραπέτευσε από το Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου. Στις 15 του Μάη ο «Δημοκράτης» κυκλοφορεί, τυπωμένη σε 1500 αντίτυπα, την πρώτη εθνικοαπελευθερωτική προκήρυξη, με την οποία καλούσε το λαό να οργανωθεί και να αγωνιστεί εναντίον των κατακτητών. Τον Γενάρη του 1942 ο «Δημοκράτης» προσχώρησε στο ΕΑΜ.
Στις 4 Μάη 1941 ιδρύεται, από φοιτητές, η Φιλική Εταιρία Νέων (ΦΕΝ), με πρωτοβουλία του Πέτρου Ανταίου και του Πέτρου Πατρέλλη. Η οργάνωση καλούσε «κάθε νέο πατριώτη που ήθελε ν’ αγωνιστεί για την Απελευθέρωση της Ελλάδας, ανεξάρτητα από κοινωνική προέλευση, ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση». Η ΦΕΝ τύπωνε και μοίραζε προκηρύξεις και έγραφε συνθήματα στους τοίχους. Στις 23 Φλεβάρη του 1943, με την ίδρυση της ΕΠΟΝ, η ΦΕΝ αυτοδιαλύεται και τα μέλη της περνούν στην ΕΠΟΝ.
*imerodromos.gr

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ – ΚΟΡΥΣΧΑΔΕΣ


Τον Μάιο 1944 συγκλήθηκε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας το Εθνικό Συμβούλιο, ένα είδος Βουλής της Ελεύθερης Ελλάδας. Χώρος συνεδρίασης ήταν το σχολείο του χωριού στην είσοδό του οποίου μια επιγραφή έδινε το ιστορικό στίγμα της συνέχειας των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων:


«ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ 1821 - ΚΟΡΥΣΧΑΔΕΣ 1944».
Οι εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου κράτησαν από τις 14 έως τις 27 Μαίου 1944. Στο διάστημα αυτό συζητήθηκαν οι προγραμματικές δηλώσεις της «Κυβέρνησης του Βουνού» και λήφθηκαν σημαντικές αποφάσεις που αφορούσαν, στρατιωτικά, αγροτικά και εργατικά ζητήματα, θέματα λαϊκής δικαιοσύνης, αυτοδιοίκησης και εκπαίδευσης, εθνικής οικονομίας και κοινωνικής υγιεινής
Η κορυφαία στιγμή του Εθνικού Συμβουλίου ήταν έγκριση του ιστορικού ψηφίσματος, του καταστατικού χάρτη της Ελεύθερης Ελλάδας. Στο άρθρο 2 υπογραμμιζόταν ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται από το Λαό. Η Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη είναι θεμελιώδεις θεσμοί του δημοσίου βίου των Ελλήνων». Το άρθρο 5 καθιέρωνε την ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων ενώ στο άρθρο 4 διακηρυσσόταν πως «οι λαϊκές ελευθερίες είναι ιερές και απαραβίαστες» και «το αγωνιζόμενο έθνος θα τις προστατεύσει από κάθε απειλή, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται».
Το ψήφισμα αναγνώριζε την εργασία ως «βασική κοινωνική λειτουργία» που «δημιουργεί δικαίωμα για την απόλαυση των αγαθών της ζωής» και θεωρούσε υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει εργασία στους πολίτες του. Με το άρθρο 7 του ψηφίσματος αναγνωριζόταν ότι «επίσημη γλώσσα για όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής και για όλους τους βαθμούς της εκπαίδευσης, είναι η γλώσσα του λαού», δηλαδή η δημοτική.

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

9 Μαϊου: Η ημέρα των λάων, «ποτέ πια πόλεμος – ποτέ πια φασισμός»


9 Μαΐου 1945: Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έληγε με τη νίκη των αντιφασιστικών δυνάμεων. Οι σύμμαχοι, στο μέτωπο των οποίων συμμετείχε και η Ελλάδα, ανακήρυξαν την 9η Μαΐου ως μέρα της νίκης των αντιφασιστών κατά των Ναζί. Η χιτλερική Γερμανία είχε παραδοθεί άνευ όρων, μετά την κατάληψη του Βερολίνου από τα σοβιετικά στρατεύματα, λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 2 Μαΐου.
Στις 9 Μαΐου 1945, ώρα 0.43 π.μ., στην αίθουσα της στρατιωτικής σχολής μηχανικού, στο προάστιο Κάρλσχορστ του Βερολίνου, υπογράφεται η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Στις 30 Απριλίου 1945 και ενώ οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την Καγκελαρία ως αποτέλεσμα της Μάχης του Βερολίνου, ο Χίτλερ αυτοκτονεί και οι επιζώντες διάδοχοί του υπογράφουν την άνευ όρων συνθηκολόγηση.
Ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο μεγαλύτερος και πιο αιματηρός πόλεμος που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα τερματίζεται στην Ευρώπη.
Αλλά, το σύνθημα «ποτέ πια πόλεμος – ποτέ πια φασισμός», που σφράγισε την αντιφασιστική νίκη των λαών και τη συντριβή του χιτλεροφασισμού, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020



Το ξεκίνημα του ΕΛΑΣ


Στις 4 Μάη 1942 στη Λαμία στη συνοικία Νέα Σφαίρα στην οδό Δωριέων κάτω από το κάστρο στο σπίτι του Μήτσου Μυρεσιώτη σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Α. Χουλιάρα συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη οι Περιφερειακές Επιτροπές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και άλλα στελέχη μεταξύ των οποίων και ο Θανάσης Κλάρας, με εισηγητή τον Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Φθιωτιδοφωκίδας Γιώργη Γιαταγάνα. Αποφασίστηκε να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ και να αρχίσουν δράση εναντίον των κατακτητών και των εθνοπροδοτών. Η διοίκηση κάθε τμήματος αποφασίστηκε να είναι τριμελής. και να αποτελείται από ένα στρατιωτικό Διοικητή, ένα καπετάνιος και έναν πολιτικό και οι αποφάσεις να παίρνονται από κοινού. Στην αρχή όλες οι ομάδες θα είναι αυτοτελείς και θα καθοδηγούνται από την Περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ με στόχο να συνενωθούν αργότερα σε ένα Αρχηγείο της Ρούμελης. Στις 14 Μαΐου 1942 στο ίδιο σπίτι στη Νέα Σφαίρα έγινε η ιστορική σύσκεψη των τριών υπεύθυνων στελεχών για την ανάπτυξη του αντάρτικου στη Ρούμελη του Θανάση Κλάρα, Γιώργη Γιαταγάνα και Γιώργου Χουλιάρα-Περικλή. Με εισηγητή το Θανάση Κλάρα πάρθηκαν όλα τα μέτρα για την άμεση έξοδο στα βουνά της Ρούμελης αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Ο Άρης αναλαμβάνει να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στις περιοχές της Ευρυτανίας, Φθιώτιδας και Δομοκού. Ταυτόχρονα στο Γιώργο Χουλιάρα-Περικλή ανατίθεται να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στις περιοχές της Παρανασσίδας και της Λοκρίδας. Η σύσκεψη ενέκρινε και την πρώτη φλογερή διακήρυξη για το αντάρτικο προς το λαό της Ρούμελης γραμμένη από τον Θανάση Κλάρα με τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ» που καλεί τους Ρουμελιώτες να δημιουργήσουν τους καινούργιους αρματολούς και κλέφτες. Η διακήρυξη τυπώθηκε στα τυπογραφεία του Λαμιακού Τύπου σε χιλιάδες αντίτυπα και μοιράστηκε στην περιοχή ( Λαδάς σελ. 44, Χατζής1982: 286).
Ύστερα από τη σύσκεψη της Λαμίας γίνηκε η συνάντηση στο σπίτι του Φώτη Μαστροκώστα (Θάνου) στη Σπερχειάδα όπου ο Κλάρας απευθύνει το ερώτημα ‘Ποιος θαρθεί μαζί μου;’(Λαγδάς,σελ. 47). Η πρώτη αυτή εθελοντική ομάδα του λαϊκού εθνικοαπελευθερωτικού στρατούριν βγει οριστικά στο βουνό. κρύφτηκε στην καλύβα του Στεφανή που βρίσκεται στην τοποθεσία Αλώνια 500 μέτρα έξω από τη Σπερχειάδα. Την απαρτίζουν ο Άρης Βελουχιώτης, ο Στέφανος Στεφανής (ιδιοκτήτης της καλύβας) ο Φώτης Μαστροκώστας από τη Σπερχειάδα, οι αδελφοί Νίκος και Βαγγέλης Λέβας από την Ομβριακή και ο Βασίλης Ξυνοτρούλιας από τους Βελεσιώτες με οπλισμό πέντε περίστροφα και έναν γκράς (Λαγδάς, σελ. 51). Σιγά –σιγά άρχισαν να φτάνουν από τα γύρω χωριά και άλλοι αγωνιστές έγιναν όλοι- όλοι δεκατέσσαρες. Δέκατος πέμπτος λογαριάστηκε ο νεαρός Βασίλης Λαγός που ο Άρης θα χρησιμοποιούσε για σύνδεσμο με την οργάνωση της Σπερχειάδας.
Έτσι το Μάιο του 1942 η πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΛΑΣ εναντίον του κατακτητή υπό την αρχηγία του Άρη Βελουχιώτη ξεκίνησε από τηκαλύβα του Στεφανή στη Σπερχειάδα και κατευθύνθηκε τη Γουλινά το μικρό βουνό πάνω και νοτιοδυτικά από τη Σπερχειάδα. Εκεί ο Θανάσης Κλάρας γίνεται ο θρυλικός Αρης Βελουχιώτης και όλοι οι καπετάνιοι για λόγους συνωμοτικότητας παίρνουν τα ψευδώνυμα με τα οποία θα γίνουν γνωστοί στο πανελλήνιο και θα περάσουν στην ιστορία. Εκεί, δίνουν τον όρκο του αντάρτη που ετοίμασε ο Άρης: «Εγώ παιδί του εργαζόμενου ελληνικού λαού, ορκίζομαι να αγωνιστώ για να διώξω τον εχθρό της πατρίδας μου από τον τόπο, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου. Να αγωνιστώ μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ για τις ελευθερίες του λαού».
Στη Δομνίστα Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου του 42 ο Άρης με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ κάνει την πρώτη εμφάνιση του παρελαύνουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων κρατώντας την ελληνική σημαία και τραγουδώντας. Στη λαϊκή συγκέντρωση που ακολούθησε στην πλατεία του χωριού ο Αρης με λόγια απλά και πάθος εκλαϊκεύει τους στόχους του αγώνα. Μιλάει για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ που συνεχίζει την Επανάσταση του 21, «κηρύσσει την Επανάσταση κατά των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους» (Λαγδάς, τόμος 2, σελ. 18)και ζητά την ενίσχυση τους στον αγώνα. Από στόμα σε στόμα η είδηση για εμφάνιση ανταρτών απλώθηκε αστραπιαία στην ύπαιθρο και φτάνει στις σκλαβωμένες πολιτείες….
Η σύσκεψη στην καλύβα του Στεφανή και το ξεκίνημα του ΕΛΑΣ από τα βουνά της Ρούμελης
Μετά την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) το Σεπτέμβριο του 1941, ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης) στέλεχος του ΚΚΕ και υπέρμαχος του αντάρτικου αποσπά την έγκριση της ηγεσίας του κόμματος έρχεται στη Φθιώτιδα με εντολή του κόμματος για να διερευνήσει την δυνατότητα για ξεκίνημα της ένοπλης λαϊκής αντίστασης.
Για το σκοπό αυτό στις αρχές Νοεμβρίου του 1941 ο Αρης άρχισε την περιοδεία του στις περιοχές της Φθιώτιδας, Θεσσαλίας και Ευρυτανίας (Χουλιάρας, σελ.13). Στη Ρούμελη οι συνθήκες ήταν δύσκολες και οι κομματικές οργανώσεις αδύναμες. Δεν υπήρχαν παραδόσεις μαζικής πάλης υπήρχαν όμως επιβιώσεις ένοπλης αντάρτικης δράσης, συνέχεια από την κλεφτουριά και τα αρματολίκια. Και ήταν αρκετοί οι ανυπότακτοι πατριώτες που άρπαζαν τα όπλα και έβγαιναν στα βουνά (κλαρίτες) (Χατζής, 284). Το ΚΚΕ έστειλε στη Φθιωτιδοφωκίδα για να ανασυγκροτήσει τις κομματικές οργανώσεις και να οργανώσει τον αγώνα τον Γιώργο Γιαταγάνα ένα από τα εκλεκτά στελέχη του που τη περίοδο της κατοχής είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο της Φολέγανδρου. Ο Άρης με την οξυδέρκειά του από τη πρώτη στιγμή είδε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του ορεινού όγκου της Ρούμελης για ανάπτυξη του αντάρτικου. Και ήταν ευτυχής σύμπτωση που οι ο Θανάσης Κλάρας βρήκε υποστηρικτή της προσπάθειάς του το Γιαταγάνα. Οι δύο Ρουμελιώτες συμφώνησαν πως εδώ πρέπει να πιάσουν τον ειδικό αυτό κρίκο που θα τους συνδέσει με το λαό-που είναι η αντάρτικη παράδοση της Ρούμελης στο ‘κλαρί’. Οργανωμένες από το ΕΑΜ ανταρτοομάδες δεν υπάρχουν στη Ρούμελη εκτός από την ομάδα του παλιού κομμουνιστή Ψαρρού από το Χρυσό της Παρνασσίδας που κρατούσε επαφή με το Γραμματέα του ΕΑΜ Ν. Διάνη (Παπούα). Όλο το Φλεβάρη και το Μάρτη ο Θανάσης Κλάρας δούλεψε εντατικά. Με την επιστροφή του στην Αθήνα υπέβαλε την έκθεσή του στην ΚΕ και το Μάιο του 1942 κατορθώνει με την επιμονή του να υπερνικήσει τους δισταγμούς της ηγεσίας και να πάρει εντολή να συνεργαστεί με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας του ΚΚΕ για τη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στη Ρούμελη. Ο ΣιάντοςΓ.Γ του ΚΚΕ ύστερα από επιμονή του Τζήμα δέχεται να ανατεθεί στον Άρη η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη. Ο Αρης χωρίς να ρωτήσει και πολλά την ηγεσία γιατην ακριβή θέση του στο αντάρτικο φεύγει με ενθουσιασμό , έχοντας την πεποίθηση πως κάνει στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα, το λαό και το κόμμα του (Χατζής, 284). Βάση για τη συγκρότηση των πρώτων ανταρτικών ομάδων στη Ρούμελη αποτέλεσε η πατριωτική οργάνωση Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας (ΜΕΣ) που αφομοιώνεται στο ΕΑΜ και ανασυγκροτείται. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Γ. Χουλιάρα- Περικλή, το ΜΕΣ ιδρύθηκε στη στη Λαμία, από τις πρώτες μέρες της κατοχής με πρωτοβουλία των ξεκομμένων κομμουνιστών Γιώργου Χουλιάρα, Γ. Φράγκου, Ανδρέα Δημόπουλου, Κ. Νταμάτη και Α. Παπαλάμπρου. Σκοπός του (ΜΕΣ) ήταν η συσπείρωση όλων των πολιτών σε εθνική βάση ανεξάρτητα από πολιτικές και άλλες διαφορές ώστε να αγωνιστούν για την επιβίωση του λαού και να αρχίσουν σιγά-σιγά την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή (Χουλιάρας, 2006:46).
Χαρά Παρμενοπούλου
Βιβλιογραφία
– Ζωϊδη, Γ., Κάϊλα, Μ κ.ά,1979, Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-45, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
-Λαγδάς, Πάνος, Άρης Βελουχιώτης, ο Πρώτος του Αγώνα, εκδ. Σφαέλος Ν., Αθήνα
– Χατζηπαναγιώτου, Γιάννης (καπετάν Θωμάς), Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη, Δωρικός, Αθήνα 1975
– Χατζής, Θανάσης, 1982, Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε (εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 41-45), β έκδοση, Εξάντας, Αθήνα
-Χουλιάρας Γιώργος- Περικλής,2006, «Ο δρόμος είναι άσωτος…», Λαμία, Οιωνός