Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

 30 Οκτωβρίου 1944: Ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει τη Θεσσαλονίκη

Στις 30 Οκτωβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει τη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς κατακτητές. Οι ηρωικοί απελευθερωτές έγιναν δεκτοί από το βασανισμένο, αλλά ακατάβλητο, λαό της μακεδονικής πρωτεύουσας με πρωτοφανείς εκδηλώσεις αγάπης, χαράς και ενθουσιασμού. Παντού αναρτήθηκαν σημαίες, στήθηκαν αψίδες, ετοιμάστηκαν στεφάνια, για να στεφανωθούν οι νικητές. Επί δυόμισι ώρες οι ΕΛΑΣίτες παρήλαυναν περήφανοι στους δρόμους της ελεύθερης Θεσσαλονίκης, ενώ ο λαός τους έραινε με λουλούδια. Μετά την παρέλαση έγινε συγκέντρωση, όπου ο λαός εξέλεξε τα όργανα της αυτοδιοίκησής του.
Τα ξημερώματα της 30ής Οκτώβρη, τμήματα του ΕΛΑΣ της πόλης ματαίωσαν την προσπάθεια των Γερμανών να ανατινάξουν το εργοστάσιο Ηλεκτρισμού, ενώ τμήματα του 19ου Συντάγματος, μαζί με μαχητές του εφεδρικού ΕΛΑΣ Θεσσαλονίκης, ματαίωσαν την απόπειρα άλλου γερμανικού τμήματος να ανατινάξει το ηλεκτρικό εργοστάσιο της οδού Αγίου Δημητρίου. Άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ διέσωσαν, επίσης, από την καταστροφή τις σιταποθήκες και το εργοστάσιο Αλατίνη και χτύπησαν γερμανικά τμήματα, που υποχωρούσαν στην οδό Μοναστηρίου και στο Χαρμάνκιοϊ. Στις 2 μετά το μεσημέρι τα τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ ολοκλήρωσαν την απελευθέρωση της πόλης.
Μια μικρή ομάδα Άγγλων σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο μπήκε στη Θεσσαλονίκη μόλις στις 31 Οκτώβρη του 1944. Τους οδηγούσε ένας λοχαγός του ΕΛΑΣ. Όμως, αυτό δε δυσκόλεψε το BBC να αναγγείλει μετά τρεις μέρες ότι η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα.
Τις μέρες της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης οι επιδιώξεις των Γερμανών ήταν να εξασφαλίσουν την υποχώρησή τους και των Άγγλων και της αντίδρασης να κυριαρχήσουν με τους ταγματασφαλίτες στην περιοχή Κεντρικής Μακεδονίας. Για το σκοπό αυτό η κύρια δύναμη των ένοπλων εθνοπροδοτικών σωμάτων, που ανέρχονταν σε μερικές χιλιάδες, συγκεντρώθηκε και οχυρώθηκε στο Κιλκίς και τμήματα του Μιχάλαγα στην περιοχή της Κοζάνης. Αλλά τα τμήματα του ΕΛΑΣ έδωσαν αποφασιστική μάχη και εξουδετέρωσαν τις δυνάμεις της αντίδρασης. Ετσι, οι ελπίδες τους να επικρατήσουν στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας διαψεύστηκαν. Από δω και μπρος η ελληνική αντίδραση, που συνεργάστηκε στενά με τους κατακτητές, πρόδωσε την πατρίδα και κακούργησε σε βάρος του λαού, όλες τις ελπίδες της θα τις στηρίξει πια στα όπλα της «συμμάχου» Μεγάλης Βρετανίας.
*imerodromos.gr

Athanassios Fountas, Σπύρος Σταυρόπουλος και 21 ακόμη

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

 Οι πρώτοι γιορτασμοί της 28ης Οκτώβρη μέσα στη κατοχή


Στις 28 του Οκτώβρη 1940, ο ελληνικός λαός ξεσηκώνεται για να αποκρούσει την ιταλική φασιστική εισβολή. Ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον δικτάτορα Μεταξά. Στην απαίτηση της Ιταλίας, μέσα σε τρεις ώρες η Ελλάδα να επιτρέψει την προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων μέσα από το έδαφός της, απαντά «Alors, c’ est la guerre!» (Ώστε έχουμε πόλεμο). Την επόμενη μέρα ολόκληρος ο ελληνικός λαός ξεχύθηκε στους δρόμους βροντοφωνάζοντας ένα τεράστιο ΟΧΙ. Σε αντίθεση με τις ανησυχίες του Μεταξά για την «υπεραισιοδοξία του λαού» και την εκτίμησή του ότι «ο Πόλεμος που σήμερα αναλαμβάνει το Εθνος είναι μόνον και μόνον πόλεμος τιμής!», όπως σημείωνε στο ημερολόγιό του, το ΟΧΙ του λαού και η αντιφασιστική πάλη του, μέσα και έξω από το στράτευμα, οδήγησε στη μεγαλειώδη νίκη και τον εξευτελισμό των ιταλικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Αλβανίας,
Την ίδια ώρα, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, κατάγγειλε την επίθεση του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας με διακήρυξή του προς τον ιταλικό λαό:
«Λένε ψέματα οι φασίστες ηγέτες όταν υποστηρίζουν ότι τάχα μας απειλούσε και μας επιτέθηκε η Ελλάδα. Σε ολόκληρη την ιστορία μας οι καλύτεροι άνθρωποι της Ιταλίας, ο φιλελεύθερος Σανταρόζα, οι γαριβαλδίνοι και οι σοσιαλιστές στο Δομοκό[1] – όλοι τους έδωσαν τη ζωή τους για την λευτεριά και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Κάτω από την απειλή των ιμπεριαλιστών των δυο εμπολέμων μερών, ο ελληνικός λαός υποχρεώθηκε να υπερασπίσει τη γη του απ’ αυτούς που του επιτέθηκαν, όπως την υπεράσπισε στο παρελθόν από τις οθωμανικές ορδές. Ο ιταλικός λαός δεν είχε κανένα συμφέρον να καταλάβει το έδαφος της Ελλάδας και να στερήσει τη λευτεριά από τον ελληνικό λαό, με τον οποίο πρέπει και μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά. Πολύ λιγότερο έχουμε συμφέρον τα στρατεύματα του Χίτλερ να καταλάβουν την Ελλάδα και τις άλλες βαλκανικές χώρες και να τις μετατρέψουνε σε γερμανική αποικία. Αυτό είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της τυφλής και εγκληματικής πολιτικής του Μουσολίνι και του Τσιάνο».
Στις 6 του Απρίλη τα χιτλερικά στρατεύματα επιτίθενται στην Σερβία και την Ελλάδα. Στις 21 Απρίλη ο διάδοχος Παύλος και η Φρειδερίκη αναχωρούν για τα Χανιά. Την επομένη, 22 Απρίλη 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος, με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, που εκφώνησε από το ραδιόφωνο, ενημερώνει:
«Τα σκληρά πεπρωμένα του πολέμου αναγκάζουν Ημάς σήμερον, όπως ομού μετά του Διαδόχου του Θρόνου και της νομίμου Κυβερνήσεως της Χώρας, απομακρυνθώμεν εξ Αθηνών και μεταφέρωμεν την Πρωτεύουσαν του Κράτους εις Κρήτην, οπόθεν θα δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον αγώνα…»
Το ίδιο βράδυ με τα αντιτορπιλικά «Βασίλισσα Ολγα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ», όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης, ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, και μια σειρά κρατικοί λειτουργοί, με τις οικογένειές τους, τα μπαούλα τους και τα χρυσαφικά τους, εγκαταλείπουν την Αθήνα.
Στις 23 Απρίλη 1941, ημέρα κατά την οποία ο μετέπειτα κατοχικός πρωθυπουργός, στρατηγός Τσολάκογλου, υπογράφει την οριστική συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, ο βασιλιάς Γεώργιος, ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός, ο πρίγκιπας Πέτρος και ο Αγγλος πρεσβευτής Μάικλ Πάλαϊρετ, με υδροπλάνο, μεταφέρονται στην Κρήτη και ουσιαστικά εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Έναν μήνα μετά, την νύχτα της 22 προς την 23 Μάη 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός, με βρετανικό αντιτορπιλικό, αναχωρούν από την Αγία Ρουμέλη για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου…
Τον ελληνικό χρυσό, από τα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος είχαν φροντίσει από τον Φλεβάρη του 1941 να τον μεταφέρουν αρχικά στην Κρήτη, από εκεί στην Αίγυπτο, στην Νότια Αφρική στη συνέχεια, για να καταλήξει στα θησαυροφυλάκια της Μεγάλης Βρετανίας. Ετσι διασώθηκε το απόθεμα χρυσού της τράπεζας της Ελλάδος… Βέβαια, μετά την απελευθέρωση, όταν η Ελλάδα ζήτησε την επιστροφή του χρυσού εισέπραξε την απάντηση «Τα αποθέματα του ελληνικού χρυσού χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των εξόδων του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής. Το Στέμμα δεν όφειλε τίποτα στην Ελλάδα…», βλέπετε κοντά στα άλλα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρός ο εγκλεισμός μερικών χιλιάδων αγωνιστών της ΑΣΟ στη Μέση Ανατολή που «φιλοξενήθηκαν» σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, στα «σύρματα».
Ο ελληνικός λαός αφέθηκε μόνος του να αντιμετωπίσει την τριπλή, γερμανική – ιταλική και βουλγάρικη κατοχή. Ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας είχε φροντίσει να φύγει νωρίτερα και το άλλο που έμεινε πίσω είτε συνεργάστηκε με τους κατακτητές είτε κράτησε στάση σιωπής, ή αποστασιοποιήθηκε από τα πράγματα, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της – πολιτικά και οικονομικά – με κάθε πρόσφορο τρόπο.
Τους Γερμανούς που μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απρίλη, υποδέχτηκαν και τους παρέδωσαν κάθε εξουσία ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας στρατηγός Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κων. Πεζόπουλος, ο δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, και ο δήμαρχος Πειραιά Μιχ. Μανούσκος. Αργότερα την ίδια μέρα με διάγγελμά του ο Πλυτάς συνιστά «απόλυτον πειθαρχίαν εις τας διαταγάς των αρχών», καλεί τους πολίτες που είχαν όπλα (κυνηγετικά, πολεμικά, πιστόλια ή οτιδήποτε άλλο) να τα παραδώσουν στις αρχές κατοχής και απαίτησε «Οπου υψούται ελληνική σημεία πρέπει δεξιά της να υψούται και η Γερμανική».
Από την άλλη μεριά, αμέσως ξεκίνησαν οι πρώτες κινήσεις του λαού για να οργανώσει την αντίστασή του στους κατακτητές.
Το ίδιο βράδυ η κομμουνίστρια δασκάλα Φωτεινή Τσαμπάση μαζί με τον σύντροφό της Στέλιο Φραγκόπουλο γράφουν στον τοίχο του γηπέδου της Νήαρ Ηστ, στην Καισαριανή, το πρώτο αντιστασιακό σύνθημα: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή θΑΝΑΤΟΣ».
Στις 18 του Απρίλη 1941, Μεγάλη Παρασκευή, αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, δυο μέρες πριν την συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου και 9 μέρες πριν μπουν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Αθήνα, η «Ανεξάρτητη Κομματική Οργάνωση Αθήνας», με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη, τον μετέπειτα Β΄ Γραμματέα της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ του ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής, οργάνωσε και πραγματοποίησε, με τις μικρές της δυνάμεις, μια τολμηρή συγκέντρωση στην Ομόνοια, παρά την απαγόρευση του στρατηγού Καβράκου. Ο κομμουνιστής ομιλητής Σπύρος Καλοδίκης μίλησε για τις προδοσίες της 4ης Αυγούστου και κάλεσε τον λαό της Αθήνας να υποδεχτεί με αγώνα τη χιτλεροφασιστική κατοχή. Στην πλατεία της Ομόνοιας αντήχησαν τα συνθήματα: «Αντίσταση στους επιδρομείς», «Οπλα στο λαό», «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας» κ.ά.
Σε πολλά μέρη της χώρας, από τον Μάη – Ιούνη, ακόμη, του ΄41 με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και άλλων πατριωτών δημιουργήθηκαν πλατιές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις: Στη Μακεδονία η οργάνωση «Ελευθερία», στην Ηπειρο το «Πατριωτικό Μέτωπο», στην Καλαμάτα η «Νέα Φιλική Εταιρεία», στον Πύργο το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» κ.ο.κ.
Στις 4 Μάη 1941 ιδρύεται, από φοιτητές, η Φιλική Εταιρία Νέων (ΦΕΝ), με πρωτοβουλία του Πέτρου Ανταίου και του Πέτρου Πατρέλλη. Η οργάνωση καλούσε «κάθε νέο πατριώτη που ήθελε ν’ αγωνιστεί για την Απελευθέρωση της Ελλάδας, ανεξάρτητα από κοινωνική προέλευση, ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση».
Στις αρχές του Μάη η αντιφασιστική ομάδα η οποία είχε δημιουργηθεί με προτροπή του Δημήτρη Γληνού και του Νίκου Πλουμπίδη στο νοσοκομείο «Σωτηρία», μετεξελίχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση «Δημοκράτης» με επικεφαλής τον Πανεπιστημιακό γιατρό Ιφικράτη Χατζηεμμανουήλ και τον νοσοκόμο Σπύρο Βλαχούλη.
Την Πέμπτη 15 Μάη 1941, σε σύσκεψη στην Καισαριανή που την συγκάλεσε ο Θανάσης Κλάρας (Αρης Βελουχιώτης), ο Αρης μίλησε για πρώτη φορά σχετικά με τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών.
Στις 28 Μάη 1941 ιδρύεται στην Αθήνα η πανελλαδική οργάνωση Εθνική Αλληλεγγύη.
Την 1η Ιούλη του 1941 σ’ ένα μικρό σπιτάκι στον Υμηττό πραγματοποιήθηκε η 6η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, με στόχο την ανασυγκρότηση του πληγωμένου από τη δικτατορία του Μεταξά Κόμματος. Στην απόφαση της 6ης Ολομέλειας τονίζεται:
«… Πρωταρχικός όρος για τη νίκη είναι η ύπαρξη γερού Κομμουνιστικού Κόμματος, ικανού να οδηγήσει το λαό στην εθνική και κοινωνική του απελευθέρωση. Είναι κοινή συνείδηση ότι πρέπει να μπει τέρμα σε μια κατάσταση αποσύνθεσης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας πρέπει το γρηγορότερο να περάσει από το στάδιο της σύγχυσης, του χαφιεδισμού και της διασποράς, στο στάδιο της ανασυγκρότησης και της συνένωσης των δυνάμεων, να γίνει ο οδηγός του λαϊκού αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία, για την εξουσία του λαού».
Η απόφαση όριζε:
«Μέσα στις σημερινές συνθήκες το βασικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών είναι η οργάνωση της πάλης του ελληνικού λαού για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης και την αποτίναξη του φασιστικού ζυγού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας καλεί τον ελληνικό λαό, όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ’ ένα εθνικό μέτωπο απελευθέρωσης:
α) Για το διώξιμο της γερμανοϊταλικής κατοχής από την Ελλάδα.
β) Για την ανατροπή της κυβέρνησης – οργανέτου τους.
γ) Για την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης.
δ) Για την υποστήριξη κάθε συνεπούς αντιφασιστικής δύναμης με όλα τα μέσα.
ε) Για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, που θα αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, θα του εξασφαλίσει ψωμί και δουλειά, θα συγκαλέσει συντακτική εθνοσυνέλευση και θα υπερασπίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική δύναμη».
afisa-eam1Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στις 16 Ιούλη, ιδρύεται το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) και στις 27 Σεπτέμβρη δημιουργείται το ΕΑΜ. Αμέσως άρχισαν να συγκροτούνται στην Αθήνα και τον Πειραιά οι Επιτροπές Πόλης και οι τοπικές Οργανώσεις του ΕΑΜ.
Στις 10 Οκτώβρη του 1941 η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του ΕΑΜ απηύθυνε το πρώτο διάγγελμα του ΕΑΜ προς τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις καλώντας τους να ενωθούν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και να παλέψουν για την επιβίωση, για τη λευτεριά και την κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας.
Το διάγγελμα έκλεινε με ιδιαίτερη αναφορά στην πρώτη επέτειο της 28ης Οκτώβρη 1940:
«Το ΕΑΜ ορίζει το χρονικό διάστημα απ’ τα σήμερα ως τις 28 Οκτωβρίου, την πρώτη επέτειο της άνανδρης επιδρομής των Ιταλών φασιστών ενάντια στη χώρα μας, περίοδο του νέου εθνικού απελευθερωτικού ξεκινήματος. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ας ανεβάσουμε τις μορφές της πάλης μας. Στις 28 Οκτωβρίου με κάθε είδους εκδήλωση, αγωνιστείτε για το εθνικό ξεκίνημα.
Το ΕΑΜ ορίζει σύγχρονα για έμβλημά του το ηρωικό ΤΣΑΡΟΥΧΙ. Το ΤΣΑΡΟΥΧΙ είναι το ελληνικό “V”. To Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο καλεί όλους τους Ελληνες και Ελληνίδες στις 28 Οκτωβρίου στο σπίτι τους, στον τόπο της δουλειάς τους, στο καφενείο, στο τραμ, στον κινηματογράφο, στο θέατρο να χαιρετισθούν με τις λέξεις “ΤΣΑΡΟΥΧΙ – ΕΑΜ”. Απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα μας δύο λέξεις πρέπει ν’ αντηχήσουν τη μέρα της 28 Οκτωβρίου. Οι λέξεις: “ΤΣΑΡΟΥΧΙ – ΕΑΜ”.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΣΕΣ
Μέρες φρικτές, ακόμα πιο φρικτές κι απαίσιες, μας περιμένουν. Από μας, όμως, εξαρτάται να ζήσουμε ξανά ελεύθεροι. Ο αγώνας δε θάναι εύκολος, μα το έπαθλό του αξίζει κάθε θυσία. Και το έπαθλο αυτό θα είναι μια Νέα Ελλάδα, ελεύθερη και ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της.
Αδέλφια μας, Ελληνες και Ελληνίδες, νεολαία της Ελλάδας!
Μπρος για το νέο εθνικό ξεκίνημα!
Μπρος για τον εθνικό συναγερμό της 28 Οκτωβρίου
Μπρος για να κατακτήσουμε την ελευθερία της χώρα μας!
Μπρος για μια ελεύθερη Ελλάδα!
Οσεσδήποτε δοκιμασίες κι αν περάσουμε, οσεσδήποτε δοκιμασίες κι αν χρειασθούν, ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!».
Από τον εορτασμό της 25 Μάρτη 1943, στο κέντρο της Αθήνας
Ξεχωριστός ήταν και ο ρόλος της ΟΚΝΕ, που μόλις είχε ανασυγκροτηθεί, στην προετοιμασία και την οργάνωση των εκδηλώσεων για την πρώτη επέτειο του «ΟΧΙ». Ο Γιώργης Τρικαλινός – ανώτατο ηγετικό στέλεχος, τότε, της ΟΚΝΕ – αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι η Κομμουνιστική Νεολαία ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα.
«Ηταν τέλη του Σεπτέμβρη, με αρχές του Οκτώβρη του 1941 στην Αθήνα. Σ’ ένα σπιτάκι της Κυψέλης συγκεντρωθήκαμε τα μέλη του Προσωρινού Γραφείου της Νεολαίας για να συζητήσουμε το πώς θα ‘πρεπε να γιορτάσουμε την επέτειο της 28 του Οχτώβρη. Εγινε πολλή συζήτηση. Κράτησε, απ’ όσο θυμάμαι, πάνω από τέσσερις ώρες. Και ήταν δικαιολογημένη αυτή η παράταση της συζήτησης. Ηταν η πρώτη φορά που θα “γιορτάζαμε” τη μέρα αυτή στην Αθήνα κάτω από καθεστώς κατοχής και η πρώτη ανοιχτή εκδήλωση ενάντια στους γερμανοϊταλούς καταχτητές. Και οι δυνάμεις του άξονα εκείνη την εποχή ήταν πανίσχυρες. Κατείχαν όλη σχεδόν την Ευρώπη. Στο ανατολικό μέτωπο προχωρούσαν με γρήγορους ρυθμούς. Είχαν καταλάβει ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Ρωσίας και προχωρούσαν να καταλάβουν τη Μόσχα. Ακόμα, από την πρώτη μέρα που οι γερμανοϊταλοί φασίστες είχαν καταλάβει την Ελλάδα δε σταμάτησαν με τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας, τις “ελληνόφωνες” εφημερίδες τους και με τα άλλα μέσα που διέθεταν, να μεταδίδουν ανακοινώσεις, τα διάφορα απαγορεύεται: Η κυκλοφορία, οι συγκεντρώσεις, η κατοχή όπλων κ.λπ., για να σπάσουν το φρόνημα του λαού και της νεολαίας. Και όλα αυτά ήταν φυσικό να έχουν κάποια επίδραση στο λαό, να είναι στην αρχή λίγο φοβισμένος, λίγο μουδιασμένος. Γι’ αυτό κι εμείς ήμασταν λίγο διστακτικοί, λίγο επιφυλακτικοί σε σχέση με την εκδήλωση, λίγο προσεκτικοί στην οργάνωσή της. Αλλά τελικά αποφασίσαμε ομόφωνα να την κάνουμε στην Πλατεία Συντάγματος, στον Αγνωστο Στρατιώτη. Και την ευθύνη για την οργάνωσή της να την αναλάβουν οι οργανώσεις της Κομμουνιστικής Νεολαίας των Φοιτητών, μια και στους φοιτητές είχαν δημιουργηθεί οργανώσεις της ΟΚΝΕ, που λειτουργούσαν κανονικά και είχαν αρχίσει να καταπιάνονται με τα προβλήματα των φοιτητών, να μαζικοποιούνται. Υπήρχαν τέσσερις αχτιδικές οργανώσεις: στο Πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο, στην Ανωτάτη Εμπορική και στην Πάντειο. Υπήρχε και καθοδηγητικό όργανο για όλους τους φοιτητές, που το ονομάζαμε Γραφείο της Σπουδάζουσας της ΟΚΝΕ».
ta-chonia-tis-katochisΗ ΟΚΝΕ – και ειδικότερα η ΟΚΝΕ της Σπουδάζουσας νεολαίας – ανέλαβε την καθημερινή συστηματική δουλειά για το γιορτασμό της επετείου.
Εκείνες τις μέρες γεννήθηκε το θρυλικό «Χωνί», που άρχισε να ενημερώνει και να καλεί τον κόσμο, στις γειτονιές, να πάρει μέρος στη δράση ενάντια στον καταχτητή.
«Προσοχή! Προσοχή! Σας μιλάει το χωνί!» — «Οπου δυο Ελληνες μια καρδιά, όπου δυό πατριώτες μια θέληση: Θάνατος στους φασίστες καταχτητές».
Γέμισαν οι συνοικίες, οι γειτονιές και το κέντρο με συνθήματα στους τοίχους, προκηρύξεις, τρυκ. «Ζήτω η 28 Οκτώβρη – ΕΑΜ», «Ζήτω η 28 Οκτώβρη», «Τσαρούχι – ΕΑΜ», «Λευτεριά – Κάτω ο Φασισμός – ΕΑΜ».
«Οι Ιταλοί απαντάνε – γράφει ο Σπ. Κωτσάκης – με μεγάλα συνθήματα στο κέντρο της Αθήνας και τις λεωφόρους της: VINCEREMO (θα νικήσουμε). Όμως και τούτη τη μάχη, τη μάχη των συνθημάτων, την έχασαν από τις αρχές οι Ιταλοί φασίστες. Σε λίγο από τα συνθήματά τους μόνο στο κέντρο έμειναν μερικά θλιβερά VINCEREMO. Εμειναν κι ύστερα από την κατάρρευσή τους. Τ’ αφήσαμε άσβηστα να σαρκάζουν».
Εκείνο το πρωί, Τρίτη 28 Οκτώβρη 1941, ξεκίνησε η πρώτη εθνικοαπελευθερωτική μαζική συγκέντρωση στην Αθήνα, στην Πλατεία Συντάγματος. «Στις 10.30 το πρωί, διηγείται ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, μια ομάδα από καμιά σαρανταριά φοιτητές και μαθητές μαζεύτηκαν, με ένα στεφάνι κρυμμένο κάτω από το παλτό, απέναντι από το Ζάππειο – εκεί όπου βρισκόταν παλιά το άγαλμα του Ξυλοθραύστη. Λίγα λεπτά πριν τις έντεκα η ομάδα ξεχύθηκε για το Σύνταγμα. Απ’ όλους τους δρόμους, η μια κοντά στην άλλη ξεφύτρωναν ομάδες κυρίως νέων, με κατεύθυνση προς το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Πολλές ομάδες είχαν σηκώσει κιόλας ελληνικές σημαίες και έρχονταν στον τόπο της συγκέντρωσης με γρήγορο βηματισμό. Μαζεύτηκαν πάνω από πέντε χιλιάδες, κυρίως νέοι και νέες».
«Οι ομιλητές ανέβηκαν στα χέρια των άλλων και αρχίζουν να μιλούν. Επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός και αγωνιστικότητα. Όταν ξαφνικά πλάκωσε η καβαλαρία των Ιταλών καραμπινιέρων. Η συγκέντρωση χτυπήθηκε και διαλύθηκε βίαια χωρίς θύματα. Εκείνη την ημέρα – 28 Οκτώβρη 1941 – ο αθηναϊκός λαός, απαντώντας στην πρόσκληση του ΕΑΜ, κατέβηκε σε μαχητικές εκδηλώσεις ενάντια στους κατακτητές και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας».
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης κατατέθηκαν στεφάνια στον Αγνωστο Στρατιώτη, έγιναν ομιλίες, ακούστηκαν συνθήματα για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της Ελλάδας και για πρώτη φορά ακούστηκε το σύνθημα «Θάνατος στο Φασισμό — λευτεριά στο λαό» που στη συνέχεια έγινε ένα από τα βασικά καθημερινά συνθήματα πάλης του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.
Αρχικά, οι δυνάμεις κατοχής (καραμπινιέροι και χαφιέδες) δεν τόλμησαν να χτυπήσουν τη διαδήλωση. Ωστόσο όταν κατέφθασε η ιταλική καβαλαρία με καραμπινιέρους επιχειρήθηκε η διάλυση της συγκέντρωσης. Ο κόσμος τους υποδέχτηκε με συνθήματα και φωνάζοντας «Αέρα». Ξετυλίχθηκαν οδομαχίες στους γύρω δρόμους. Ο λαός έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός. Το νέο απελευθερωτικό ξεκίνημα — όπως το είχε ζητήσει το ΕΑΜ στο διάγγελμά του — είχε ήδη πραγματοποιηθεί.
Ιταλοί έφιπποι Καραμπινιέροι χτυπούν διαδήλωση στο Σύνταγμα, στις 23 Μάρτη του 1942.
Ιταλοί έφιπποι Καραμπινιέροι χτυπούν διαδήλωση στο Σύνταγμα, στις 23 Μάρτη του 1942.
Την άλλη μέρα, 29 Οκτώβρη, οι ανάπηροι του αλβανικού μετώπου συγκεντρώνονται στα γραφεία του Συνδέσμου τους, στην οδό Διδότου και ξεκινούν για τον Αγνωστο Στρατιώτη. Πορεία Ιπποκράτους – Πανεπιστημίου. Μπροστά τα καροτσάκια με τους βαριά ανάπηρους που τα σπρώχνουν αδελφές νοσοκόμες με τις στολές τους. Μόλις στρίβουν στην Πανεπιστημίου, οι καραμπινιέροι επιτίθενται, ξεσχίζουν στεφάνια, σημαίες, κορδέλες. Οι ανάπηροι αλύγιστοι εκεί! Επιμένουν, προχωρούν. Τελικά οι Ιταλοί υποχωρούν κι αφήνουν μια αντιπροσωπεία να πάει να καταθέσει στεφάνι στον Αγνωστο.
Ένας ανάπηρος απευθύνθηκε στους νεκρούς στρατιώτες:
«Αδέρφια, εσείς δεν είστε άγνωστοι, είστε οι πατεράδες των πεινασμένων παιδιών, οι άνδρες των μαυροφορεμένων γυναικών σας, αδέρφια δικά μας που όταν εσείς πέφτατε νεκροί, εμείς δίπλα σας αφήναμε τα κομμάτια από τη σάρκα μας. Δώσαμε μαζί το αίμα μας. Αναπαυθείτε ήσυχοι. Γιατί θα δώσουμε κι αυτό που μας έμεινε και θα νικήσουμε! Αιώνια η μνήμη σας αδέρφια!»
Τον όρκο αυτό το ΕΑΜ τον έκανε καθημερινό ιερό καθήκον και τον τήρησε μέχρι τέλους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
[1] Αναφέρεται στην μάχη του Δομοκού, 5 Μάη 1897, και στη συμμετοχή της Λεγεώνας των Φιλελλήνων μαζί με τους Γαριβαλδίνους διεθνιστές που πολέμησαν στο πλευρό του ελληνικού στρατού στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Πηγές:
— «ΕΙΣΦΟΡΑ στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα. Σπύρου», Α. Κωτσάκη – Σύγχρονη Εποχή
— «Η Μεγάλη Πενταετία», Πέτρου Ρούσου, Αθήνα 1982
— «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», Βασίλη Μπαρτζιώτα – Σύγχρονη Εποχή
— Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 27 – 28 Οκτώβρη 2007, Ενθετη Εκδοση «7 Μέρες Μαζί».
Το χαρακτικό με θέμα τις Αντικατοχικές Πορείες είναι του χαράκτη Τάσσου
*imerodromos

 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940: Ο ΠΑΛΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ


Η ημέρα του Όχι είναι μια από τις μεγαλύτερες, σε συμβολισμό και ακτινοβολία, ημέρες της ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού.
Μια ημέρα, όπου η Ελλάδα, 18 χρόνια μετά την τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής, και αφήνοντας πίσω τον Εθνικό Διχασμό και τον ταραχώδη Μεσοπόλεμο της πολιτικής αστάθειας και μιας μακράς σκληρής δικτατορίας, με πρωτοφανή εθνική ομοψυχία απάντησε στο ιταλικό τελεσίγραφο, απορρίπτοντάς το, εν πρώτοις διά του Ιωάννη Μεταξά και στη συνέχεια με παλλαϊκό και πανεθνικό συναγερμό στο μέτωπο και στα μετόπισθεν.
Με την 28 Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα, μια μικρή χώρα, με το ηθικό ανάστημα και το βάρος που της αναλογούσε, στον κορυφαίο ιδεολογικό διχασμό της παγκόσμιας ιστορίας, τον πρώτο ουσιαστικά σε αυτό το μέγεθος, δεν επέλεξε το φασιστικό στρατόπεδο, ούτε την επιτήδεια ουδετερότητα, όπως άλλες γειτονικές χώρες, πληρώνοντας βαρύτατο τίμημα για αυτή την επιλογή.
Όχι μόνο με τον φόρο του αίματος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο αλλά, κυρίως, με το μαρτύριο της τριπλής φασιστικής κατοχής, που επέβαλε ο χιτλερικός στρατός και το άγος του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη, μέχρι την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944.
Ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε στις σιδερόφρακτες φασιστικές ορδές με τα στρατευμένα παιδιά του στα ηπειρωτικά βουνά και στο αλβανικό μέτωπο, σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, στο χιόνι και στη λάσπη, χωρίς ουσιαστικά αεροπορική κάλυψη, με προβλήματα στην επιμελητεία, παλεύοντας και εναντίον των στοιχείων της φύσης. Και στα μαρτυρικά χρόνια της Κατοχής η πανεθνική αντίσταση των Ελλήνων, ένοπλη και μαζική, παρά τις ομηρίες, τις ομαδικές εκτελέσεις αντιποίνων και την τρομοκρατία, αποτελεί φαινόμενο που πρέπει να τιμάμε, να μελετούμε και να μην ξεχνάμε, ειδικά σήμερα που ο φασισμός, εκμεταλλευόμενος τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, τη φτώχεια και την εξαθλίωση σηκώνει ξανά το εφιαλτικό κεφάλι του στην Ευρώπη.
28 Οκτωβρίου 1940
το ΟΧΙ του ελληνικού λαού στο φασισμό-ναζισμό, πάντα επίκαιρο.


 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ στο '40-'41 από τον "ΑΝΤΑΡΤΗ"


1. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Ξημέρωμα Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940 στη Σχολή Ευελπίδων

Το πρωί, σχεδόν πριν χαράξει, έγιναν ξανά όλα όπως την κάθε φορά. Ξυπνήσαμε με το εγερτήριο... ...ζεστά ακόμα από τον ύπνο και μισοκοιμισμένα τα νεανικά μας κορμιά, γεμίσαμε τα μελετητήρια για την πρωινή μελέτη.

Στην αίθουσα του δικού μας τμήματος της τρίτης τάξης υπήρχε τη μέρα αυτή διαολεμένο κέφι. Κανένας σχεδόν δεν είχε όρεξη για διάβασμα, λες και προαισθανόμασταν πως ό,τι είχαμε να μάθουμε σ’ αυτά τα θρανία τόχαμε μάθει πια...

...Μπήκε ξαφνικά στην αίθουσα ο αρχηγός... ...είχε σκύψει στη θέση του, κλείδωνε το γραφείο του. Έκανε αργά. Σηκώθηκε κατόπιν ορθός. Το πρόσωπό του, είχε ένα αινιγματικό παιγνίδισμα. «Παιδιά! Έχουμε πόλεμο!» έκαμε ήρεμα.

Μέσα στο θόρυβο, η μισή τάξη δεν καλοκαταλάβαμε τι είπε. Στα πρώτα όμως θρανία είχε σηκωθεί αναταραχή και φτερούγισε στον αέρα η μακάβρια λέξη: Πόλεμος! Αποσβολωθήκαμε όλη η τάξη. Πόλεμος; Με ποιον; Η Ιταλία!

Η Σχολή ολόκληρη, όλα τα σκυθρωπά τετράγωνα, άρχισαν ξάφνου να τραντάζονται συθέμελα. Κοπαδιαστά ορμούσαμε έξω απ’ τα μελετητήρια. Στους διαδρόμους ασφυκτικός, λαχανιαστός συνωστισμός. Από κάπου απέξω αντηχούσαν άγριες ιαχές...

...Εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι σάλπιγγες να σημαίνουν. Συναγερμός! Το πιο σπάνιο σάλπισμα. Και το πιο άγριο. Ανίδεος νάσαι σηκώνεσαι στο πόδι, ότι κάτι τεράστιο τρέχει. Δυνάμωσε απότομα ο σεισμός που κουνούσε τη Σχολή. Μ’ άγριες φωνές οι τριτοετείς ανάγκαζαν, προπαντός τους πρωτοετείς να κάμουν σύντομα. Τακτοποιήσαμε τα κρεβάτια μας, αρπάξαμε τις εξαρτύσεις μας, τα κράνη, όπλα, γυλιούς. Μας έντυνε ο πόλεμος τη δική του στολή.

Ξάφνου άρχισαν να μουκανίζουν έξω και οι σειρήνες. Βούιζαν όλα τα πέρατα της Αθήνας, κάλπαζε αλαλιασμένο το μουκανητό τους σ’ όλο το λεκανοπέδιο. Άρχισε να ουρλιάζει πάνω απ’ τα κεφάλια μας και η δική μας σειρήνα, στα διάκενα των μυκηθμών της άκουγες τις άλλες, κοντινές και μακρυνές. Ξαπόλαγε ο πόλεμος τα δικά του τελώνια, τη δική του άγρια συμφωνία.

Πάψαν σε λίγο οι σειρήνες και μέσα στο πελώριο κενό που έμεινε, άκουγες την πόλη που κουνιότανε.

Μια οχλοβοή σηκωνόταν από παντού στον ουρανό. Από τα πιο κοντινά οι φωνές ήσαν πιο καθαρές. Ξεχώριζαν ιαχές και τα θούρια αυτών που στρατεύονταν και κατηφόριζαν για το κέντρο της πόλης, κύματα-κύματα. Τα κύματα μεγάλωναν όσο προχωρούσαν... ...Οι γυναίκες, οι γέροι, τα παιδιά, γύριζαν στους καινούριους, τους άνοιγαν δρόμο, εύχονταν και σ’ αυτούς να πάνε στο καλό και να τσακίσουν τους εχθρούς. Και οι καινούριοι διάβαιναν με φωνές και τραγούδια, κραύγαζαν συνθήματα κατά των εισβολέων, αποχαιρετούσαν τα πλήθη, συναρπασμένοι, ωραίοι, και με τα δυο τους χέρια ψηλά. Οι γυναίκες, οι γέροι, τα παιδιά, σμίγαν με άλλες γυναίκες και παιδιά από πίσω. Ο λαός πούμενε ξεπροβοδούσε το λαό πούφευγε.

Τελειώσαμε κι εμείς με τους θαλάμους. Ορμούσαμε πάλι κάτω στις σκάλες κι όξω, φορτωμένοι την πολεμική μας εξάρτυση. Οι λόχοι συντάσσονταν, μπροστά στο κτίριό του ο καθένας. Άγρια παραγγέλματα αντηχούσαν ανάμεσα στ’ άδεια ψηλά κτίρια και καμπάνιζαν οι χώροι της Σχολής σαν ηχεία:

«Διμοιρίαι κατά τριάδας εις παράταξιν! Σύνταξιιιις!».

Βρίσκαμε μπροστά μας τους αξιωματικούς μας να μας περιμένουν. Είχαν καταφτάσει ασθμαίνοντας, έστεκαν ωχροί, σιωπηλοί, ταραγμένοι. Η οχλοβοή καταλάγιαζε.

Άρχισε αναφορά. Μες στη σιωπή ακούγονταν δονούμενα, πυρετικά τα παραγγέλματα: «προσοχή…», «ανάπαυσις…», «λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω…», χτυπούσαν ξερά τα τακούνια των βαθμοφόρων.

Τέλειωσε κι η αναφορά. Απλώθηκε τέλεια σιγή για λίγο. Άγρια κι αυτή. Μάθαινες πόση άγρια δύναμη μπορεί νάχει η σιγή. Ύστερα σε κάποιο λόχο, η φωνή του διοικητή, επίσημη, παλλόμενη, κάτι άρχισε να λέει. Κατόπιν και σε άλλον, και σε άλλον.

Στο δικό μας λόχο ο διοικητής μας – λοχαγός Γεώργιος Γκαρέτσος – πήρε κι αυτός αναφορά, είπε βραχνά «ευχαριστώ». Ήρθε ένα-δυο βήματα πιο κοντά μας, στάθηκε κοφτά μπροστά στο λόχο του προσοχή, ανεβοκατέβαινε το καρύδι του στο μακρύ ισχνό λαιμό του, τέντωσε ψηλά το λιγνό μακρύ κορμί του, πέταξε εμπρός, λίγο λοξά, το σαγόνι του και μας ατένιζε άπληστα.

Λοιπόν, πάλευε άγρια κι αυτός να συγκρατηθεί. (Μας άδραξε κι εμάς ένας κόμπος στο λαιμό). Τέλος μπόρεσε ν’ αρχίσει. Με φωνή βραχνή, με υπεράνθρωπο κόπο, και με τη δική του παράξενη προφορά, που τον έκανε να δίνει τα πιο πολλά ι σαν ε και τα ου σαν ο, έλεγε: «Ε φύσες δεν με επροίκισε με το χάρισμα το λόγο. Μο εχάρεσε όμως μια καρδιά και μια ψυχή ελλενεκή!...».

Μας συγκλόνισε! Αδύνατο να βάλω ποτέ στο μυαλό μου πως ο ισχνός εκείνος και ψυχρός διοικητής μας, μπορούσε να κρύβει μέσα του τέτοια δύναμη, να φέρνεται τόσο συναρπαστικά.

Προχώρησε ως το τέλος σταθερά, λέξη προς λέξη, νόημα προς νόημα, ίσιος σαν κολώνα, υπέροχος κι ακούγαμε απ’ το στόμα του την πιο σπάνια προσλαλιά που μπορεί ν’ ακούσει άνθρωπος. Εμείς από τα πρώτα λόγια του, φούσκωναν άγρια τα στήθια μας, καίγανε τα μάτια μας, έτοιμοι να μας πνίξουν οι λυγμοί.

― Ζήτω ε Ελλάς! κραύγασε ολάξαφνα ο λοχαγός μας τινάζοντας το σαγόνι του ψηλά, έτοιμος να τον πνίξουν κι αυτόν οι λυγμοί. Τιναχτήκαμε κι εμείς σ’ ένα βραχνό, στεντόρειο ζήτω. Αντηχούσαν και στους άλλους λόχους όμοιες τραχειές ζητωκραυγές. Φορτιζόταν, φορτιζόταν ο αγέρας της Πατρίδας μας. Φορτιζόταν η ψυχή μας, η ψυχή του λαού μας...

...Άρχισε αμέσως άλλη προετοιμασία. Μας ειδοποίησαν ότι φεύγουμε για τις μονάδες μας. Αμέσως!!! Για τις μονάδες μας!... έμεινα εκστατικός, συλλογισμένος... «Για τις μονάδες μας!...». Μας κάλεσαν, τους τριτοετείς, στη μεγάλη αίθουσα χορού, μια απέραντη σάλα. Φτάσανε βιαστικοί δυο-τρεις αξιωματικοί. Κρατούσε ο ένας τους στα χέρια του χαρτιά. Ανέβηκε σε μια έδρα κι άρχισε, δυνατά, επίσημα, εκφωνούσε τα ονόματά μας ένα-ένα. Μας χόρευε ένα ρίγος. Καθένας μας, ακούγοντας το όνομά του στεκόταν προσοχή, αποκρινόταν δυνατά «παρών!» κι ο αξιωματικός ανάγγελνε το όπλο.

― Πανταζόπουλος Γεώργιος!

― Παρών!

― Πεζικόν!

― Παπαθανασίου Αχιλλεύς!

― Παρών!

― Πεζικόν!

― Θεοχάρης Δημήτριος!

― Παρών!

― Πεζικόν!

……………………………….

Διαβάστηκε κι ο 14ος, χόρευε η καρδιά μου. Άκουσα το όνομά μου, φώναξα κι εγώ παρών κι έκλεισα τα μάτια.

― Ιππικόν! ανάγγειλε ο αξιωματικός...

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄


* φωτογραφίες:

1. Τριτοετής εύελπις Δημήτρης Ν. Δημητρίου. Με την κήρυξη του πολέμου έλαβε τον βαθμό του Ανθυπιλάρχου και πολέμησε κατά των Γερμανών εισβολέων στο μέτωπο της Δοϊράνης. Προτάθηκε για ηθική αμοιβή από τον διοικητή του ταγματάρχη Ιωάννη Βλαχάκη.

2. Αντιστράτηγος (ΠΖ) Γεώργιος Γκαρέτσος. Τάξεως 1927 της ΣΣΕ. Διοικητής του 3ου Οργανικού Λόχου της ΣΣΕ το 1939-1940.

 

 

 

 


 

2. Προς το Μέτωπο: Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

"― Αν είναι καμμιά γραμμένη για σένα, και στη μέση στο βουνό

να κρυφτείς θα σε βρει!..."

Μια από τις τελευταίες ημέρες που έμεινα στη Λάρισα, γύρισα στο δωμάτιό μου και βλέπω μπροστά μου τον πατέρα. Έβαλα μια φωνή, πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Πώς ήταν αυτό, πατέρα!...». Άρχισα να ρωτώ για όλους και για όλα. Οι δικοί μας, καλά. Το υπόλοιπο χωριό; ― «Ο τάδε…, ο τάδε… πάνε!» μου είπε απλά. Ήρθαν οι σκοτωμένοι και θρονιάστηκαν στη σκέψη μου.

Γελαστοί, καλαμπουριτζήδες, όπως τους ξέραμε όλο το χωριό.

Ρώτησα και για τη γιαγιά! «Είναι τρομαγμένη», είπε ο πατέρας, «σα να τραντάζονται όλα γύρω της». Βγήκαμε έξω και καθήσαμε κάπου. Δε χόρταινα την ευχάριστη έκπληξη. «Πώς την πήρες την καλή απόφαση, πατέρα;». – «Την πήρα, δε με ήθελες;». Γέλασα. «Παίρνω τη σύνταξή μου φέτος –μου ξανάπε– είχα λοιπόν καιρό…». Και η φωνή του κόμπιασε. «Με το καλό» τούπα και μ’ έπνιγε και μένα ένας κόμπος.

Έμεινε μαζί μου δυο-τρεις μέρες. Τον περιποιήθηκα όσο μπόρεσα. Χάρηκα που χαιρόταν τις φροντίδες μου. Ψώνισα και μερικά δώρα για όλους. Τον πήγα μέχρι το σταθμό. Όσο ζύγωνε η ώρα τόσο γινόμασταν πιο αφηρημένοι. Την τελευταία στιγμή του άπλωσα τα πέτσινα γάντια μου. «Δεν τα παίρνεις –του είπα– θα σου χρειαστούνε. Εγώ θα βρω άλλα». Τα κύτταξε λίγο. Έκαμε να τα πάρει. Κάτι σα να πάλεψε μέσα του. «Δεν τα θέλω! –είπε κοφτά– δεν τα συνήθισα ποτέ έτσι τα χέρια μου». Αυτό να ήταν;

Έφτασε το τραίνο. Φιληθήκαμε πριν ανεβεί. Την ώρα πούπιασε τη λαβή του βαγονιού γύρισε και μούπε, δυνατά, γιατί η μηχανή ξεφυσούσε μ’ όλη της τη δύναμη: «Και, πούσαι ! Μην ξεχνάς ! Αν είναι καμμιά γραμμένη για σένα, και στη μέση στο βουνό να κρυφτείς θα σε βρει. Λοιπόν, κύτταζε να κάνεις πάντοτε το καθήκον σου κι άφινε τις σφαίρες να πηγαίνουν στη δουλειά τους!». Λάκτισε μέσα μου μια χαρούμενη τρυφερότητα. Ότι μου χάριζε μια καλοσήμαδη πρόβλεψη η πατρική διαίσθηση. Έτσι το πήρα. Αλλά και να πέθαινα, είχα την πιο έγκυρη επαλήθευση ότι άξιζε τον κόπο. Τον παρακολούθησα ώσπου το τραίνο κοίλιαζε, στρέφοντας αριστερά πέρα απ’ το σταθμό και τον έχασα απ’ τα μάτια μου.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄

* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.



* φωτογραφίες:

1. Ο δάσκαλος Νίκος Δημητρίου, προπολεμικά, με τα 90 και πλέον παιδιά του Δημοτικού Σχολείου της Απάνω Αγόριανης. Μαχητής παλαιότερων εθνικών πολέμων και αντάρτης του ΕΛΑΣ Παρνασσίδας στην Κατοχή, μαζί με τους γιους του, Δημήτρη ("Νικηφόρο") και Γιάννη ("Σόλωνα").

2. Αρχές 1941, Σέρρες. Ανθυπίλαρχος Δ. Δημητρίου (δεξιά), πριν σταλεί στο μέτωπο Δοϊράνης, εδώ με τον συνάδελφό του ανθυπολοχαγό ΣΣΕ Ανδρέα Μπάκα.



3. Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ - Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Η ΕΙΣΒΟΛΗ

Νύχτα βαθειά φτάσαμε στις θέσεις μας. Έπιασα να τακτοποιώ τους άντρες μου. Ανάποδη θέση. Ρηχά χορταριασμένα χαρακώματα από τον πόλεμο 14–18 αλλά μπροστά στα χαρακώματα, μπροστά στα μάτια των στρατιωτών, άρχιζε πάλι το πυκνό δάσος (και χαμηλή θάμνωση) και δεν έβλεπες πέρα απ’ τη μύτη σου...

...Εκείνη τη στιγμή έσκασαν κούφια οι πρώτοι πυροβολισμοί από απέναντι. Οι σφαίρες, τις καταλάβαμε μπήχτηκαν στο μαλακό χώμα δίπλα μας μέσα στα κλαριά. Καλυφθήκαμε ξαφνιασμένοι. Ξαναπυροβόλησαν. «Από το σταθμό!...» είπαμε. Δε φαινόταν όμως τίποτα... Οι σφαίρες πύκνωσαν φστ!-φστ!-φστ! σα μελισσούλες γύρω στ’ αυτιά μας. Τα χρειαστήκαμε. Τότε από πάνω, στη διμοιρία, ακούσαμε και φώναζαν άγρια. Αναστατώθηκα για καλά...

...Στη διμοιρία βρήκαμε αναταραχή. «Πάνε κι έρχονται μέσα στα ντούσκα!» είπανε μ’ έξαψη οι άντρες. Κανένας όμως δε φαινόταν. Τότε ακούστηκαν μπροστά μας δυνατές ηχηρές φωνές σε ξένη γλώσσα. Σα βιτσιές. Βιαστικές κι ανήσυχες κι αυτές.

Από απέναντι τους αποκρίθηκαν κι άλλες φωνές. Κυτταχτήκαμε έκπληκτοι. Ο εχθρός!... Αυτό λοιπόν ήταν ο εχθρός!... Οι ξενικές φωνές αντηχούσαν σα σκληρές ιαχές, βιαστικές αλλά είχαν και μια προκλητική αυτοπεποίθηση, κάτι που σ’ εξόργιζε, τους μπάσταρδους. Σκύλιασαν οι στρατιώτες. «Πούστηδες!» είπε ένας.

Σα να ήταν συνεννόησή τους για μας αυτές οι εχθρικές φωνές, άρχισαν από απέναντι τα πυρά εναντίον μας. Αραιά στην αρχή. Κατάλαβα πως μας δοκίμαζαν. Έτρεξα από θέση σε θέση περιμένοντας ότι κάπου θα χτυπούσαν με επίθεση στιγμή προς στιγμή. Πάνω από τα κεφάλια μας αντηχούσαν συνέχεια πηλαλώντας σαν ηχηροί αλαλαγμοί κάου-κάου-κάου τα πλαταγίσματα οι σφαίρες. Καμπάνιζαν τ’ αυτιά σου. Δεν κατάλαβα ότι ήταν πλαταγίσματα...

Ξαναγύρισα στις κύριες θέσεις. Οι άντρες όλοι κολλημένοι μπρούμυτα κάτω ψάχνανε άγρυπνα τους θάμνους μπρος τους. Έπρεπε να προσέχουν πολύ –μπορούσε να μας ζυγώσουν απαρατήρητα και να μας γεμίσουν ξαφνικά χειροβομβίδες. Ένας από τους στρατιώτες με μάλωσε φιλικά που έτρεχα πέρα-δώθε ορθός. «Κύριε ανθυπίλαρχε, μην κάνεις κουτουράδες! Είναι σφαίρες αυτά τα φστ! φστ! γύρω μας. Μην τρέχεις όρθιος!». Θυμήθηκα τα μαθήματα στη σχολή – ότι το πλατάγισμα τ’ ακούς καμπανιστό και δεν είναι κίνδυνος. Το φιτ-φιτ αυτό, μπορεί να σου τρυπήσει ξαφνικά το κρανίο. Δεν μου φαινόταν όμως τόσο σοβαρό να φυλαχτώ.

Είχε φέξει στο μεταξύ και βλέπαμε πλέον καλά. Άκουσα να με φωνάζουν όλο έξαψη από τη θέση ενός πολυβόλου. «Έλα! Έλα!, κύριε ανθυπίλαρχε!». Μούδειξαν να δω απέναντι, πιο μακρύτερα από τα κτίρια της σιδηροδρομικής στάσης. «Ναι! Ναι!» έκαμα λαχταρισμένος. «Τους βλέπω!». Ήταν ένα μπουλούκι, όρθιοι πρασινόγκριζοι άνθρωποι, φορτωμένοι γυλιούς, άσπριζαν κουμπιά τους κι άλλα μεταλλικά τους αντικείμενα. Δείχνανε ωχρές οι φάτσες τους και στέκανε κυττάζοντας τις θέσεις μας – καμμιά σαρανταριά τους όλοι-όλοι. Ο εχθρός! Πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρυζα εχθρό! Από τους γύρω φράχτες ξεφύτρωναν κι άλλοι και πήγαιναν κοντά στους συγκεντρωμένους κι αυτοί.

Είπα στο σκοπευτή του πολυβόλου να παραμερίσει και πήρα τη θέση του. Έπεσα μπρούμυτα, βολεύτηκα. Η καρδιά μου χόρευε. «Πόσα μέτρα το λέτε;» ρώτησα. Είπαμε τρακόσια πενήντα κι έβαλα κλισιοσκόπιο τετρακόσια μέτρα. Μούρθε τότε κι έκαμα απίστομος το σταυρό μου. Ύστερα σφίχτηκα πάνω στο πολυβόλο, κόλλησα το μάγουλό μου στο κρύο κοντάκι του, σημάδεψα, είδα εχθρική δύναμη μέσα στην τριγωνική εγκοπή στο κλισιοσκόπιο να την μοιράζει στη μέση η ακή του στοχάστρου, όπως τόλεγαν οι θεωρίες μας στη Σχολή, κράτησα την αναπνοή μου και πίεσα μαλακά, αυτοκυριαρχημένα, τη σκανδάλη, τεντώνοντας όλη μου τη δύναμη να κρατήσω υποταγμένο το βαρύ όπλο. Άρχισε η άγρια ριπή. Τρανταζόμουνα ολόκληρος, πάλευα εκεί ώσπου έφυγε όλη η ταινία. Είδα τους εχθρούς ζεματισμένους, σα να τους φύσηξε ένας πικρός άνεμος, άλλοι σωριάστηκαν στον τόπο, άλλοι σκόρπισαν πανικόβλητοι ολόγυρα. Οι άντρες μου έβαλαν χαρούμενες φωνές θριάμβου.

Ξανάδωσα το πολυβόλο και σηκώθηκα. «Καλή αρχή, παιδιά!» είπα. Σ’ όλη τη γραμμή μας έξαψη και κέφι. Τα πυρά του εχθρού αγρίεψαν αμέσως. Εμείς χτυπούσαμε συγκρατημένα. Από τον κάμπο στα Πορρόια είδαμε που κατέβαιναν αραδιαστά κι άλλοι Γερμανοί. Άκουσαν τη μάχη και σφίγγονταν από παντού. Τότε φάνηκε καλλίτερα πόσοι ήσαν. «Ορέ τους κιαρατάδες!» συλλογιζόμασταν όλοι εμείς...

Η μάχη εξακολουθούσε αλλά οι γερμανοί χτυπούσαν τυφλά, ακόμα και το πλάτωμα ήταν καλυμμένο.

Πήγα χαρούμενος κι εγώ στον ίλαρχο. Θέλησα ν’ αναφέρω κανονικά. «Κάτσε! Κάτσε!» –μούπε φιλικά. Κάθησα και του διηγήθηκα τι είχε συμβεί και τι πρόβλεπα πως θα γινόταν τώρα. Έδιωξε τους άντρες να πάνε στις θέσεις τους. Με κύτταξε ύστερα γελαστός. Μια στιγμή μου είπε: «Φοβόμουν στην αρχή για σένα…». Με είδε που ενοχλήθηκα. «Στην Αλβανία – εξακολούθησε ήρεμα αυτός – τη διμοιρία σου, το ξέρεις, τη διοικούσε ένας τέλειος διμοιρίτης, και οι άντρες σου ήσαν ψημένοι στη μάχη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… ήταν δύσκολη η θέση σου…». – «Μα δεν έχει γίνει τίποτα ακόμα εδώ, κύριε ίλαρχε» – του είπα με ειλικρίνεια. Εκείνος χαμογελούσε. «Έγινε δεν έγινε – αποκρίθηκε – οι άντρες σου έχουν πια εμπιστοσύνη σε σένα». Κατάλαβα ότι τους είχε ρωτήσει. Βούιζε μέσα στο κορμί μου μια ευτυχισμένη αγαλλίαση. Σηκώθηκε ο ίλαρχος.

― Τώρα – μου είπε – θα παραδώσεις τις θέσεις σου στο νέο τμήμα πούρθε. ― Είναι δικές τους. Γύρισε και μου έδειξε πού θα πιάναμε εμείς. Αριστερώτερα (δεξιά όπως γυρίσαμε και κυττάξαμε), πιο πίσω και πολύ πιο ψηλά… Μα εκεί ήταν όλα ήσυχα κι ασφαλισμένα για την ώρα!... Ντράπηκα γι’ αυτή την εύνοια της τύχης. Στις τωρινές θέσεις μας, όπου νάταν θ’ άρχιζε πικρό-πικρό πανηγύρι.

Η αντικατάσταση έγινε γρήγορα. Οι αξιωματικοί του άλλου τμήματος έτρεχαν πέρα-δώθε. Φωνές, φασαρία. Τρανταγμένο τμήμα. Τους φερόμασταν με λεπτότητα και σεβασμό. Τους περίμενε κι άλλος τράκος τώρα. Παράδωσα τις θέσεις μου στο συμμαθητή μου Κουρκουτά, από την Καλαμάτα. Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο στην Αθήνα, οδός Μενάνδρου. Λιγόλογο, τέλειο παιδί. Σφίξαμε τα χέρια. Χαμογελούσε γλυκά. «Θα γίνει μύλος εδώ» μου είπε σα να με φθονούσε για την τύχη μου. Ήταν λίγο αφηρημένος. Όλοι τους έτσι ήσαν...

Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Λοιπόν; Υποχωρούσαμε; Ή ερχόταν η σειρά μας να ριχτεί σε μας ο εχθρός σε λίγο;

Έφτασε τότε ειδοποίηση ότι φεύγουμε κι εμείς. Φεύγουμε; Μια χαλάρωση μας κυρίεψε όλους. Άκουσα τους μαχητές μου – φώναζαν ο ένας τον άλλον. Αισθάνθηκα ότι ήθελα να καθήσω κάπου, σα να λύνονταν τα γόνατά μου… Αυτό λοιπόν ήταν να υποδουλώνεται η πατρίδα σου;… Και ήταν δικό μας τυχερό, εμείς να μοιάσουμε με τις παληές γενηέςτούς προγόνους μας, που ζήσαν στη δουλεία; Εμάς είχε διαλέξει η ιστορία, τα γραμμένα στις σελίδες της που διαβάζαμε να τα ζήσουμε εμείς στην πράξη;

Ανακαθιστός στη θέση μου παρακολουθούσα πάντα το τμήμα μας εκεί κάτω που υποχωρούσε. Όμως σχεδόν δεν τόβλεπα κι ας ήταν αγνάντια μας ακόμα. Δεν ήταν πια ανάγκη να το βλέπω, ούτε και μπορούσα. Άνοιγαν… άνοιγαν τεράστια τα μάτια μου… ν’ ατενίζω το πελώριο κενό. Μέσα μου γίνονταν τώρα όλα τα γκρεμίσματα.

Άκουγα σα να ήταν κάτι που ερχόταν από πολύ μακρυά, απόναν άλλο κόσμο, τους άντρες της διμοιρίας μου να ξετρυπώνουν από τις θέσεις τους. Δε βιάζονταν. Τίναζαν από πάνω τους τα χώματα, τα ξερά φύλλα, τις λάσπες, σα νάλεγαν «άντε ως δω ήταν…». Θωπεύοντας τρυφερά τις στραπατσαρισμένες στολές τους σα να θώπευαν τελειωτικά το νεκρό ανέκκλητο χακί εαυτό τους...

Την τελευταία στιγμή στάθηκα και γύρισα αργά, να δω τις θέσεις μας που τις αφίναμε. Να τις αποχαιρετήσω. Σα να ήταν ένα δικό μου αγαπημένο πρόσωπο και δεν μπορούσα να φύγω έτσι, δίχως να το αποχαιρετήσω. Ακολούθησα κι εγώ κατόπιν τη διμοιρία μου, ανηφόριζαν στη σειρά οι σκυμμένες πλάτες τους…

Έπεφτε σκοτάδι. Μπήκαμε στα γλυστερά, λασπωμένα μονοπάτια μέσα στο δάσος. Ανεβαίναμε με κόπο, ο βρεγμένος τόπος γλυστρούσε και σκουντουφλούσαμε. Έγινε σχεδόν ένας συμβολισμός. Σα να ανεβαίναμε το Γολγοθά μας και η νύχτα της σκλαβιάς σα να κατέβαινε βαρειά να σκεπάσει την πατρίδα μας. Μαζευόμουνα στον εαυτό μου. Και οι άλλοι γύρω μου, το ίδιο μαζευόταν στον εαυτό του ο καθένας. Κανένας δε μιλούσε. Στη σκέψη μας ο στρατός είχε πια διαλυθεί. Όσο κι αν λεγόμασταν ακόμα διμοιρίες, λόχοι, τάγματα, δεν είμασταν παρά ένα πλήθος άτομα, χωριστά το ένα απ’ τ’ άλλο μέσα στο σκοτάδι. Ένα καινούριο πελώριο άγνωστο μας περίμενε. Κι ωστόσο καταλάγιαζε βαθειά μέσα μου μια αλλόκοτη γαλήνη. Σα να μούδινε περίεργη δύναμη ότι ήμουν πια ελεύθερος, κάτι σα να είχε λυθεί η ανέλπιδη από καιρό εμπλοκή μας και μπορούσα στο εξής να διαθέσω ξανά απ’ την αρχή τον εαυτό μου, μ’ έναν τρόπο ίσως πιο σύμφωνο με τη λογική… Ποιος ξέρει;…

Παραπάνω ανταμώσαμε τον ίλαρχό μας και τις άλλες διμοιρίες της ίλης. Μας περίμεναν ορθοί. Μας υποδέχονταν διακριτικά χαρούμενοι με σεβασμό. Εμείς γι’ αυτούς είμασταν οι μπαρουτοκαπνισμένοι. Και ξεκινήσαμε αμέσως πάλι.

Ο ταγματάρχης Βλαχάκης, πιο απάνω ακόμα, με συγχάρηκε. «Μπράβο, μούπε, καλά τα κατάφερες. Σε είχαμε ξεγράψει. Ο συμμαθητής σου ο Κουρκουτάς σκοτώθηκε στις ίδιες θέσεις που κρατούσες εσύ στην αρχή». «Δεν έγινε τίποτα το σπουδαίο στις θέσεις μου, όσο τις κρατούσα εγώ», αποκρίθηκα στον ταγματάρχη. Το πήρε για μετριοφροσύνη. Δεν επέμεινα. Δεν είχα όρεξη να επιμείνω. Σκεφτόμουν ταραγμένος το συμμαθητή μου. Νόμιζα πως σφίγγουμε ακόμα τα χέρια. «Τους καλλίτερους μεταξύ μας διαλέγουν οι σφαίρες», σκεφτόμουν. Ένας όλμος λέει τούχε αδειάσει την κοιλιά. «Πήρε τη θέση μου και ίσως και την τύχη μου» συλλογιζόμουν μέσα στο σκοτάδι και στην ψιλή βροχή πούπεφτε.

Ανεβαίναμε σκουντουφλώντας. Έγλειφα τα φύλλα των θάμνων να ξεδιψάσω, ρουφούσα την άνοστη υγρασία από το γιακά της χλαίνης μου, ανάσαινα βαθειά και τη φορά αυτή γευόμουν εγωιστικά την αγαλλίαση ότι ήμουν ζωντανός. «Ως εδώ ήταν για σένα, φίλε. Έμεινες ν’ αγναντεύεις το Μπέλες» έλεγα. «Εμάς, ποιος ξέρει τι μας φυλάει το μέλλον…».

Πιο πάνω φτάσαμε στα πρώτα αυτοκίνητα. Είχαν δοκιμάσει να τα κατεβάσουν πιο κοντά μας. Εκεί τάπιασε η βροχή και τώρα ούτε λόγος για να ξαναβγούν τον ανήφορο. Μια λάσπη σαν αλοιφή. Τ’ αφήσαμε κολλημένα εκεί. Είπε ένας να τους βάλουμε φωτιά. «Τρελός είσαι;» του φώναξαν πολλοί μαζί. Ότι δηλαδή θα φανερώναμε τις θέσεις μας. Πιάστε και σπάστε ό,τι σπάει, προπαντός τη μηχανή, είπε ο ίλαρχος. Κι άρχισαν αμέσως οι σωφέρ να χτυπούνε δυνατά με τις μανιβέλλες, άνοιγαν τις μηχανές και χτυπούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη κάνοντας «χα!» «χα!» σε κάθε χτύπημα. Σκληρά, απάνθρωπα, τις λιάνιζαν τις δεσποινιδούλες μας!...

Ανεβαίναμε… Το μυαλό μου αλώνιζε το μεγάλο άγνωστο που μας είχε βρει. Έτρεξε σ’ όλο μας το μέτωπο, της Ανατολικής Μακεδονίας. Έπειτα και στο άλλο, στην Αλβανία. Τι να γινόταν αλήθεια με τους μαχητές μας εκεί; Πώς να είχαν δεχτεί τα δικά μας άσχημα νέα; Τους σκέφτηκα πικραμένους και αγανακτισμένους, ότι ήσαν άξιοι για καλλίτερη τύχη, αλλά εμείς τους αφήσαμε στο έλεος, απροστάτευτους και θα τους βγαίναν οι εχθροί από πίσω. Ύστερα η σκέψη μου πήγε στα μετόπισθεν. Σκέφτηκα την πατρίδα μας ακέρηα, με το αγαπημένο από τα μαθητικά μου χρόνια σχήμα της και τα άπειρα νησιά γύρω της. Σκέφτηκα τις πολιτείες, τα χωριά. Τους φίλους, τους γνωστούς, τους δικούς μου. Μπήκα σε σπίτια. Είδα ανθρώπους σκυμμένους απάνω στα ραδιόφωνα να ακούνε καταπτοημένοι τα άσχημα νέα μας κι έπιασα να κλαίω μέσα στο σκοτάδι. Και μ’ όλα αυτά ένοιωθα ήρεμος, γαλήνιος.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄





* φωτογραφίες:

1. Το Μπέλες από τις Μουριές. Η άμυνα εκετεινόταν στην κοιλάδα Μουριές – Πορρόια - Λίμνης Δοϊράνης, - Θεοδώροβο, υψώματα Ντοβά-Τεβέ...

«Μπέλες... Μεγάλο σε μήκος βουνό στο ΒΔ. τμήμα του νομού Σερρών στα σύνορα με τη Βουλγαρία και την Π.Δ.Γ.Μ. Δύσβατο βουνό με πάρα πολλές χαράδρες και κατάφυτο από οξιές και βελανιδιές. Πολλοί χείμαρροί του τροφοδοτούν τον Στρυμόνα ποταμό και τη λίμνη Κερκίνη, ανάμεσα στο Μπέλες και το Μαυροβούνι. Η ψηλότερη κορυφή του λέγεται Καλαμπάκα, ύψ. 2.031 μ. Άλλες ψηλές κορυφές του είναι: Νέο Τριεθνές, 1.883 μ., Τούμπα, 1.914 μ., Τριεθνές 1.474 μ. Σκληρές αναβάσεις από το Ακριτοχώρι, ύψ. 130 μ., 25 χιλ. από το Σιδηρόκαστρο σε 0500ω. –περίπου και από το χωριό Άνω Πορόϊα, ύψ. 380 μ. 45 χιλ. από το Σιδηρόκαστρο σε 0600ω περίπου» (Νέζη Νίκου 1979: 119)

2. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός στις Μουριές Δοϊράνης





4. ΚΑΤΟΧΗ: ΠΕΙΝΑ και ΑΠΕΛΠΙΣΜΟΣ

Περιστατικά από τον λιμό του χειμώνα 1941-1942

Στην Αθήνα

Νύχτωνε. Κατεβήκαμε στο κέντρο. Πήραμε την οδό Πανεπιστημίου. Φτάσαμε στο Ρεξ και το προσπεράσαμε. Μπροστά στην Τιτάνια ένα θέαμα φρικιαστικό. Μια γυναίκα-ίσκιος, σκελετός σωστός, βρώμικη, άθλια, πεσμένη κατάχαμα στο πεζοδρόμιο, νιαούριζε «πεινάωωωω-πεινάωωωω». Ένα μωρό αλλοσούσουμο, έκτρωμα ανθρώπου, αναδευόταν ψαχουλεύοντας στην αγκαλιά της και κλαψουρίζοντας κι αυτό. Μείναμε και οι δυο αποσβολωμένοι. Το χειρότερο, ο κόσμος περνοδιάβαινε αδιάφορος, σκοτεινές συλλογισμένες φυσιογνωμίες. Μερικοί μόνο ρίχνανε καμμιά πλάγια ματιά. Εμείς πρώτη φορά αντικρύζαμε τέτοιο θέαμα. Η αρραβωνιαστικιά μου ζάρωσε πίσω, κι έβαλε τα κλάματα. «Αυτή πεθαίνει! –είπε τρέμοντας– να πάρουμε κάτι να της το δώσουμε!». «Και τι θα βγει; Πρωτάρηδες είσαστε» ακούσαμε έναν περαστικό και μας είπε. Γυρίσαμε ξαφνιασμένοι αλλά αυτός έφευγε...

Τώρα πρόσεξα πιο πολύ τους ανθρώπους. Είχαν όλοι ένα σκληρό τράβηγμα στις φυσιογνωμίες τους, μια σκληρή απάθεια στα μάτια. Πιο κάτω, κοντά στη γωνιά στην οδό Μπενάκη, κάποιος υπαίθριος πωλητής πουλούσε ένα απίθανο πράγμα, μαύρη λάσπη, και τόλεγε γλύκισμα. Πήραμε βιαστικά δυο-τρία κομμάτια και γυρίσαμε να τα δώσουμε. Άπλωσε η πεσμένη γυναίκα με μια αδύναμη λαχτάρα, τα πήρε, έβαλε στο στόμα της, έπιασε ύστερα κι έδινε στο παιδί. Εκείνο, μόλις κατάλαβε φαγώσιμο, χύθηκε σαν κουταβάκι να μασουλήσει. «Πάμε! πάμε!» είπαμε. Ο κόσμος μας κύτταζε παραξενεμένος.

Πιο κάτω, στα Βουστάσια απόξω, άλλοι δυο πεσμένοι. Περάσαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο σαν κυνηγημένοι. Στα παληά Κυβέλεια (το καφενείο), ήταν δίπλα μια τρύπα, ένα στέκι και πουλούσανε γλυκά στο πόδι. Πλησιάσαμε. «Αυτά μάλιστα!» είπαμε, έδειχναν για γλυκά. Και είπα να μας δώσει από ένα ο μάστορας. Πλήρωνα κι ακούω πίσω μου ένα τρομαγμένο ξεφωνητό «άαα!». Γύρισα αστραπή. Είδα την αρραβωνιαστικιά μου, είχε μείνει με το χέρι της άδειο, όπως κράταγε το γλυκό (έχοντας δαγκώσει μια δαγκωνιά) και πρόλαβε το μάτι μου μια αστραπιαία κίνηση στον αέρα ενός άλλου χεριού που της είχε αρπάξει το γλυκό και μια σκιά να χάνεται αέρας σωστός, ανάμεσα στους διαβάτες, ένα ραχιτικό αγόρι δώδεκα-δεκατριών χρονών, ακούρευτο, αναμαλλιασμένο, πετούσαν οι κόρδες στο σβέρκο του, σαν ένας άπληστος δαιμονάκος που μαχόταν άγρια κι απεγνωσμένα να μην υποκύψει στη μοίρα του.

Πήραμε άλλο γλυκό και προχωρήσαμε ταραγμένοι....

...

Στη Λαμία

Όσο προχωρούσε το φθινόπωρο, τόσο έσφιγγε η πείνα. Άρχισαν να φτάνουν από την Αθήνα πλήθη αξιολύπητοι άνθρωποι. Σωροί απάνω στ’ αυτοκίνητα, στα τραίνα. Φτάναν φορτωμένοι, με ό,τι είδος φανταστεί κανείς από τα οικιακά, χύνονταν χλωμοί με μια έκφραση αλλοφροσύνης στα χωριά, παίρνανε τα σπίτια με τη σειρά να ανταλλάξουνε τα είδη τους με τρόφιμα, οτιδήποτε φαγώσιμο.

Η πείνα έσφιγγε και για μας, ο μισθός όσο πήγαινε, όλο και λιγώτερο μας έφτανε. Δε βρίσκαμε κιόλας τι να φάμε να χορτάσουμε. Λίγες μέρες, φάνηκαν στην αγορά μήλα φιρίκια και πορτοκάλια. Τρώγαμε στο εστιατόριο τα γιαχνιστά φασόλια κι ύστερα αγοράζαμε μια-δυο οκάδες μήλα να αποχορτάσουμε.

Μια μέρα, μ’ ένα γεωπόνο φίλο, πήραμε πέντε-δέκα πορτοκάλια. Τάχαμε σχεδόν φαγωμένα και παίζοντας, ξεφλούδισα ένα με προσοχή να μη χαλάσει η φλούδα, το καρφώσαμε κατόπιν με μια-δυο οδοντογλυφίδες κι έγινε σα νάτανε σωστό πορτοκάλι πάλι. Τ’ αφήσαμε γελώντας στον πάγκο και κάμαμε πώς φεύγουμε να δούμε ποιος θα την πάθει. Φάνηκε από πέρα, ένας κακομοίρης γεροντάκος, άθλιος, λεριάρης, πεινασμένος, κίτρινος. Ερχότανε σκυφτός, είχε στο μπαστούνι του μια μύτη πρόκα από κάτω, έψαχνε άπληστα χάμω, μόλις έβλεπε μια γόπα αποτσίγαρο, τιναζόταν, την κάρφωνε με την πρόκα, τη μάζευε και την έβαζε στη βρώμικη τσέπη του. Είχε μια τέτοια επιδεξιωσύνη εκείνο το χέρι του. Κι ας προχωρούσε τρέμοντας. Όπως ζύγωσε στον πάγκο, είδε ξαφνικά το πορτοκάλι, άστραψε ολόλαμπρο το μούτρο του. Ταραχτήκαμε τότε εμείς, για το αστείο μας. Ο γέρος έκαμε με μιας πάλι τον κακομοίρη, έρριχνε τριγύρω κλεφτά βλέμματα και ζύγωνε με τρόπο προς τον πάγκο. Άπλωσε μια στιγμή σα σαΐτα το χέρι του και χούφτωσε αρπαχτικά το πορτοκάλι. Με μιας όμως, έμεινε κόκκαλο. Κύτταξε την κούφια φλούδα χάσκοντας πικρά, ύστερα υποπτεύτηκε τη μηχανή, ότι είχε γίνει θέαμα, πέταξε τη φλούδα και προχώρησε, δίχως να γυρίσει να δει πουθενά. Τρέξαμε, αγοράσαμε πέντε πορτοκάλια, αφήσαμε το γέρο να απομακρυνθεί λιγάκι, και βρήκαμε έναν τρόπο, να του τα προσφέρουμε. Αυτός τα είδε με λαχτάρα, σήκωσε το βλέμμα του και μας κύτταξε απορημένος. Ύστερα κατάλαβε, πέρασε ένας ίσκιος αυστηρότητα στο πρόσωπό του και τέλος, άπλωσε και πήρε τα πορτοκάλια.

...

Βρες αν μπορείς τι σου έφερα απόψε… ψωμί!

Στις παρέες μας στη Λαμία, οι αξιωματικοί συνεχίζαμε την κριτική και τις προβλέψεις μας για τον πόλεμο. Όσοι είχανε προβλέψει πρώτοι τη νίκη της Γερμανίας θριάμβευαν. Για τη Ρωσία, η γνώμη όλων μας, ήταν, ότι σε δυο μήνες το πολύ θα είχε ξοφλήσει. «Γίγαντας με πήλινα πόδια» μας άρεσε αυτή η έκφραση κι έτσι λέγαμε ότι αποδείχτηκε. Προσπαθούσαμε να προβλέψουμε, ποια θα ήταν η επόμενη ενέργεια του γερμανικού επιτελείου. Τους βγάζαμε από Καύκασο και από Σουέζ- Τουρκία να ενώνονται με τους Ιάπωνες στις Ινδίες. «Η λογική αυτό λέει», υποστήριζε ένας, αφού άκουγε τις διάφορες γνώμες, «αλλά οι άνθρωποι αυτοί, μπορεί να βγάλουν κάτι άλλο στη μέση, μας έχουν αποδείξει, ότι έχουν μια διαολεμένη πρωτοτυπία. Είναι καταπληκτικοί». Και τους θαυμάζαμε όλοι. Είχαμε περιπέσει στη δεινή θέση να πιστεύουμε, ότι για τους γερμανούς όλα ήταν δυνατά και για μας μόνο ένα: να τους θαυμάζουμε παραλυμένοι.

Είχαμε και την ψυχαγωγία μας στη Λαμία. Μπαίνοντας το 1942 ήρθε από την Αθήνα ένας θίασος. Γέμιζε η αίθουσα, όπου άρχισε να δίνει παραστάσεις, γύρευε να ξεσκάσει λίγο ο κόσμος. Πήγαμε και η δική μας συντροφιά μια βραδιά. Από την αρχή της, είχε μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα η παράσταση εκείνη, μια θλίψη σ’ όλα της, στα φτωχά σκηνικά, στο κέφι με το ζόρι των ηθοποιών, στα τραγούδια, στο σκοπό.

Ήταν επιθεώρηση, ελαφρό θέατρο, κι ωστόσο ήταν στο βάθος ένας θρήνος, ένας λυγμός για την κατάντια μας. Τραγουδούσε πρώτα η κορυφαία αρτίστα:

Μούπες πως τώρα

δε θέλεις για δώρα

βραχιόλια χρυσά

και μπιζού.

Κι όμως δεν ξέρω

τι να σου προσφέρω

για να μ’ αγαπήσεις

ναζού.

Κάτι, τσαχπίνα,

που ολόκληρη Αθήνα

το γύρευε σα θησαυρό.

Και κατόπιν όλες μαζί, με τις θηλυκές φωνές τους:

Βρες αν μπορείς

τι σου έφερα απόψε

τα ναζάκια σου κόψε

κι έλα πάρε αυτό που κρατώ

ψωμί!

Και επαναλάμβαναν το ρεφραίν λέγοντας πότε ψωμί, πότε καφέ κι ό,τι άλλο έλειπε τελείως απ’ τον κόσμο.

Άρχιζε να παρακολουθεί με κέφι την παράσταση ο κόσμος, κατόπιν μελαγχολούσαμε. Το έμαθε όλη η πόλη το τραγούδι, το λέγαμε παντού και μέσα μας, άναβε ένας μικρός σπαραγμός. Μερικές κοπέλλες σε συντροφιές, όπως τόλεγαν, σταματούσαν απότομα στο χείλος του λυγμού. Εχ, εχ! Πού θα πήγαινε αυτό το κακό με τη σκλαβιά μας, με τον πόλεμο; Όλα είχαν μπει σε μια φριχτή δοκιμασία, σα νάχε γυρίσει ο κόσμος τ’ απάνω κάτω. Ασφυκτιούσαμε.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄



* φωτογραφίες:

1. Η αρχή, Ευρώπη 1939.

2. Χειμώνας 1941-42, στην Αθήνα.

 

 Δημήτρης ΝΔημητρίου - Νικηφόρος

https://antartisroumelis.wordpress.com/

* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.