Τετάρτη 29 Μαΐου 2019


30 Μαΐου 1941 Γλέζος και Σάντας κατεβάζουν την γερμανική σημαία από την Ακρόπολη



Στο τέλος Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης.


Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει…


Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.


Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων.


Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού.


Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.




Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές Αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.


Γλέζος και Σάντας καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.


Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.


Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.


Πηγή: sansimera.gr

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

56 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη


Βουλευτής, αθλητής υψηλών επιδόσεων, με πλούσια αγωνιστική δράση την περίοδο της γερμανικής κατοχής, γιατρός, πάντα στο πλευρό όσων είχαν ανάγκη, αλλά και σύμβολο μίας ολόκληρης εποχής, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, δέχονταν το βράδυ της 22 Μαΐου του 1963, άνανδρη δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη.
Είχε εκλεγεί βουλευτής με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) τον Οκτώβριο του 1961. Με πλούσια δράση στο κίνημα ειρήνης, ήταν άλλωστε ιδρυτικό μέλος της ΕΕΔΥΕ (Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη και αντιπρόεδρός της), ήταν αυτός που στις 21 Απριλίου 1963 κατάφερε με λίγους συνοδοιπόρους του, να πραγματοποιήσει την απαγορευμένη από το καθεστώς, Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης και να γίνει σύμβολο.
Ακολούθησε η εκδήλωση της Θεσσαλονίκης, με θέμα την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό, έξω από την οποία είχε οργανωθεί αντισυγκέντρωση ακροδεξιών και παρακρατικών στοιχείων, παρά τις προηγούμενες διαμαρτυρίες με διαβήματα προς την αστυνομία, στελεχών της ΕΔΑ. Το ενδιαφέρον στοιχείων είναι ότι σημαντική δύναμη της χωροφυλακής και κορυφαία στελέχη της, όπως ο επιθεωρητής χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, αλλά και ο διευθυντής αστυνομικών δυνάμεων Θεσσαλονίκης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμούτσης, ήταν παρόντες στο χώρο, χωρίς να εμποδιστούν από τις αστυνομικές δυνάμεις οι παρακρατικοί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προπηλακισμούς και πετροβόλημα, υπέστη ο Γ. Λαμπράκης, επισκεπτόμενος τα γραφεία του ΔΣΚ (Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα, η κίνηση που έφτιαξε τη μαγιά για τα 115 Συνεργαζόμενα Εργατικά Σωματεία, την πιο σημαντική εργατική κίνηση βάσης εκείνη την εποχή, που ξεπέρασε κατά πολύ των αρχικό αριθμό των 115).
Επίθεση δέχτηκε και ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς, με αποτέλεσμα τη διακομιδή του στο νοσοκομείο, περιστατικό που δεν είχε πληροφορηθεί ο Λαμπράκης, που πραγματοποιούσε την ομιλία του.
Στο τέλος της είπε από μικροφώνου: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».
Oι διαβεβαιώσεις των επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων ότι οι παρακρατικοί είχαν αποσυρθεί, δεν ήταν αληθινές, αφού όταν άρζισε να διασχίζει το δρόμο ο Λαμπράκης και η συνοδεία του, ξεπετάχτηκε με ταχύτητα ένα τρίκυκλο και κάποιος από τους επιβαίνοντες σε αυτό, τον χτύπησε με λοστό στο κεφάλι, για να μεταφερθεί αιμόφυρτος στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και βαρύτατα τραυματισμένος. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26ηςΜαΐου, ο Γρηγόρης Λαμπράκης δεν κατάφερε να κερδίσει τη μάχη και απεβίωσε στα 51 του χρόνια (είχε γεννηθεί το 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας).
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, εκ των συνοδών του Λαμπράκη, πρόλαβε να πηδήξει στο τρίκυκλο και να συμπλακεί με το άτομο που κρατούσε το λοστό, να σταματήσει το τρίκυκλο, να βγει ο οδηγός του για να χτυπήσει με αστυνομικό γκλομπ τον Χατζηαποστόλου και μετά από υποδείξεις περαστικών, τροχονόμος που δεν γνώριζε τα όσα είχαν προηγηθεί, να συλλάβει τον οδηγό του τρικύκλου και έτσι η απόπειρα διαφυγής και συγκάλυψης της ενέργειας να ακυρωθεί.
Ακολούθως πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για το πόσο οι ενέργειες ιατρικής υποστήριξής του Λαμπράκη, ειδικά το κρίσιμο πρώτο διάστημα, ήταν αυτές που αντιστοιχούσαν στην κατάστασή του.

Στις 28 Μαΐου έγινε στην Αθήνα η κηδεία του, την οποία παρακολούθησαν χιλιάδες λαού, ενώ ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη πολιτική κρίση, αφού παρά την επίσημη αστυνομική και κυβερνητική εκδοχή για τροχαίο ατύχημα, η κοινή γνώμη ήταν πεπεισμένη ότι ήταν δολοφονική ενέργεια, προσχεδιασμένη και οργανωμένη.
Από τις ανακρίσεις που έγιναν από τον τότε ανακριτή και μετέπειτα (1985) και Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη, προέκυψε ότι η χωροφυλακή όχι μόνο ήξερε, αλλά οργάνωσε και «εθνικόφρονες πολίτες», ώστε να πάρουν μέρος στην αντισυγκέντρωση. Η προανακριτική διαδικασία μόνο ανέφελη δεν ήταν, καθώς εκφοβισμοί μαρτύρων και διαδικαστικά κόλπα, επιχείρησαν να την κάνουν μη αποδοτική. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κρίθηκαν προφυλακιστέα κορυφαία στελέχη της αστυνομίας και της χωροφυλακής.
Τελικά για το φόνο καταδικάστηκαν για το φόνο οι Σπύρος Γκοτζαμάνης(οδηγός του τρικύκλου και γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης) και Μανώλης Εμμανουηλίδης (με καταδίκες για παιδεραστία, βιασμό, κλοπή, που ήταν και αυτός που κράταγε το λοστό) και για διατάραξη της κοινής ειρήνης καταδικάστηκε, ο γνωστός δοσίλογος της κατοχής Ξενοφώντας Γιοσμάς, που για το λόγο αυτό είχε το παρατσούκλι «Φον Γιοσμάς».
*ert.

Τρίτη 21 Μαΐου 2019

                   Το ξεκίνημα του ΕΛΑΣ


21/05/1942: Στη Σπερχειάδα της Φθιώτιδας, ο Άρης Βελουχιώτης ορκίζει τους πρώτους μαχητές του ΕΛΑΣ.
Μετά την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) το Σεπτέμβριο του 1941, ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης) στέλεχος του ΚΚΕ και υπέρμαχος του αντάρτικου αποσπά την έγκριση της ηγεσίας του κόμματος έρχεται στη Φθιώτιδα με εντολή του κόμματος για να διερευνήσει την δυνατότητα για ξεκίνημα της ένοπλης λαϊκής αντίστασης.
Για το σκοπό αυτό στις αρχές Νοεμβρίου του 1941 ο Αρης άρχισε την περιοδεία του στις περιοχές της Φθιώτιδας, Θεσσαλίας και Ευρυτανίας (Χουλιάρας, σελ.13). Στη Ρούμελη οι συνθήκες ήταν δύσκολες και οι κομματικές οργανώσεις αδύναμες. Δεν υπήρχαν παραδόσεις μαζικής πάλης υπήρχαν όμως επιβιώσεις ένοπλης αντάρτικης δράσης, συνέχεια από την κλεφτουριά και τα αρματολίκια. Και ήταν αρκετοί οι ανυπότακτοι πατριώτες που άρπαζαν τα όπλα και έβγαιναν στα βουνά (κλαρίτες) (Χατζής, 284). Το ΚΚΕ έστειλε στη Φθιωτιδοφωκίδα για να ανασυγκροτήσει τις κομματικές οργανώσεις και να οργανώσει τον αγώνα τον Γιώργο Γιαταγάνα ένα από τα εκλεκτά στελέχη του που τη περίοδο της κατοχής είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο της Φολέγανδρου. Ο Άρης με την οξυδέρκειά του από τη πρώτη στιγμή είδε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του ορεινού όγκου της Ρούμελης για ανάπτυξη του αντάρτικου. Και ήταν ευτυχής σύμπτωση που οι ο Θανάσης Κλάρας βρήκε υποστηρικτή της προσπάθειάς του το Γιαταγάνα. Οι δύο Ρουμελιώτες συμφώνησαν πως εδώ πρέπει να πιάσουν τον ειδικό αυτό κρίκο που θα τους συνδέσει με το λαό-που είναι η αντάρτικη παράδοση της Ρούμελης στο ‘κλαρί’. Οργανωμένες από το ΕΑΜ ανταρτοομάδες δεν υπάρχουν στη Ρούμελη εκτός από την ομάδα του παλιού κομμουνιστή Ψαρρού από το Χρυσό της Παρνασσίδας που κρατούσε επαφή με το Γραμματέα του ΕΑΜ Ν. Διάνη (Παπούα). Όλο το Φλεβάρη και το Μάρτη ο Θανάσης Κλάρας δούλεψε εντατικά. Με την επιστροφή του στην Αθήνα υπέβαλε την έκθεσή του στην ΚΕ και το Μάιο του 1942 κατορθώνει με την επιμονή του να υπερνικήσει τους δισταγμούς της ηγεσίας και να πάρει εντολή να συνεργαστεί με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας του ΚΚΕ για τη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στη Ρούμελη. Ο ΣιάντοςΓ.Γ του ΚΚΕ ύστερα από επιμονή του Τζήμα δέχεται να ανατεθεί στον Άρη η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη. Ο Αρης χωρίς να ρωτήσει και πολλά την ηγεσία γιατην ακριβή θέση του στο αντάρτικο φεύγει με ενθουσιασμό , έχοντας την πεποίθηση πως κάνει στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα, το λαό και το κόμμα του (Χατζής, 284). Βάση για τη συγκρότηση των πρώτων ανταρτικών ομάδων στη Ρούμελη αποτέλεσε η πατριωτική οργάνωση Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας (ΜΕΣ) που αφομοιώνεται στο ΕΑΜ και ανασυγκροτείται. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Γ. Χουλιάρα- Περικλή, το ΜΕΣ ιδρύθηκε στη στη Λαμία, από τις πρώτες μέρες της κατοχής με πρωτοβουλία των ξεκομμένων κομμουνιστών Γιώργου Χουλιάρα, Γ. Φράγκου, Ανδρέα Δημόπουλου, Κ. Νταμάτη και Α. Παπαλάμπρου. Σκοπός του (ΜΕΣ) ήταν η συσπείρωση όλων των πολιτών σε εθνική βάση ανεξάρτητα από πολιτικές και άλλες διαφορές ώστε να αγωνιστούν για την επιβίωση του λαού και να αρχίσουν σιγά-σιγά την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή (Χουλιάρας, 2006:46).
Στις 4 Μάη στη Λαμία στη συνοικία Νέα Σφαίρα στην οδό Δωριέων κάτω από το κάστρο στο σπίτι του Μήτσου Μυρεσιώτη σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Α. Χουλιάρα συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη οι Περιφερειακές Επιτροπές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και άλλα στελέχη μεταξύ των οποίων και ο Θανάσης Κλάρας, με εισηγητή τον Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Φθιωτιδοφωκίδας Γιώργη Γιαταγάνα. Αποφασίστηκε να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ και να αρχίσουν δράση εναντίον των κατακτητών και των εθνοπροδοτών. Η διοίκηση κάθε τμήματος αποφασίστηκε να είναι τριμελής. και να αποτελείται από ένα στρατιωτικό Διοικητή, ένα καπετάνιος και έναν πολιτικό και οι αποφάσεις να παίρνονται από κοινού. Στην αρχή όλες οι ομάδες θα είναι αυτοτελείς και θα καθοδηγούνται από την Περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ με στόχο να συνενωθούν αργότερα σε ένα Αρχηγείο της Ρούμελης. Στις 14 Μαΐου 1942 στο ίδιο σπίτι στη Νέα Σφαίρα έγινε η ιστορική σύσκεψη των τριών υπεύθυνων στελεχών για την ανάπτυξη του αντάρτικου στη Ρούμελη του Θανάση Κλάρα, Γιώργη Γιαταγάνα και Γιώργου Χουλιάρα-Περικλή. Με εισηγητή το Θανάση Κλάρα πάρθηκαν όλα τα μέτρα για την άμεση έξοδο στα βουνά της Ρούμελης αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Ο Άρης αναλαμβάνει να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στις περιοχές της Ευρυτανίας, Φθιώτιδας και Δομοκού. Ταυτόχρονα στο Γιώργο Χουλιάρα-Περικλή ανατίθεται να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στις περιοχές της Παρανασσίδας και της Λοκρίδας. Η σύσκεψη ενέκρινε και την πρώτη φλογερή διακήρυξη για το αντάρτικο προς το λαό της Ρούμελης γραμμένη από τον Θανάση Κλάρα με τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ» που καλεί τους Ρουμελιώτες να δημιουργήσουν τους καινούργιους αρματολούς και κλέφτες. Η διακήρυξη τυπώθηκε στα τυπογραφεία του Λαμιακού Τύπου σε χιλιάδες αντίτυπα και μοιράστηκε στην περιοχή ( Λαδάς σελ. 44, Χατζής1982: 286).
Ύστερα από τη σύσκεψη της Λαμίας γίνηκε η συνάντηση στο σπίτι του Φώτη Μαστροκώστα (Θάνου) στη Σπερχειάδα όπου ο Κλάρας απευθύνει το ερώτημα ‘Ποιος θαρθεί μαζί μου;’(Λαγδάς,σελ. 47). Η πρώτη αυτή εθελοντική ομάδα του λαϊκού εθνικοαπελευθερωτικού στρατούριν βγει οριστικά στο βουνό. κρύφτηκε στην καλύβα του Στεφανή που βρίσκεται στην τοποθεσία Αλώνια 500 μέτρα έξω από τη Σπερχειάδα. Την απαρτίζουν ο Άρης Βελουχιώτης, ο Στέφανος Στεφανής (ιδιοκτήτης της καλύβας) ο Φώτης Μαστροκώστας από τη Σπερχειάδα, οι αδελφοί Νίκος και Βαγγέλης Λέβας από την Ομβριακή και ο Βασίλης Ξυνοτρούλιας από τους Βελεσιώτες με οπλισμό πέντε περίστροφα και έναν γκράς (Λαγδάς, σελ. 51). Σιγά –σιγά άρχισαν να φτάνουν από τα γύρω χωριά και άλλοι αγωνιστές έγιναν όλοι- όλοι δεκατέσσαρες. Δέκατος πέμπτος λογαριάστηκε ο νεαρός Βασίλης Λαγός που ο Άρης θα χρησιμοποιούσε για σύνδεσμο με την οργάνωση της Σπερχειάδας.
Έτσι το Μάιο του 1942 η πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΛΑΣ εναντίον του κατακτητή υπό την αρχηγία του Άρη Βελουχιώτη ξεκίνησε από τηκαλύβα του Στεφανή στη Σπερχειάδα και κατευθύνθηκε τη Γουλινά το μικρό βουνό πάνω και νοτιοδυτικά από τη Σπερχειάδα. Εκεί ο Θανάσης Κλάρας γίνεται ο θρυλικός Αρης Βελουχιώτης και όλοι οι καπετάνιοι για λόγους συνωμοτικότητας παίρνουν τα ψευδώνυμα με τα οποία θα γίνουν γνωστοί στο πανελλήνιο και θα περάσουν στην ιστορία. Εκεί, δίνουν τον όρκο του αντάρτη που ετοίμασε ο Άρης: «Εγώ παιδί του εργαζόμενου ελληνικού λαού, ορκίζομαι να αγωνιστώ για να διώξω τον εχθρό της πατρίδας μου από τον τόπο, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου. Να αγωνιστώ μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ για τις ελευθερίες του λαού».
Στη Δομνίστα Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου του 42 ο Άρης με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ κάνει την πρώτη εμφάνιση του παρελαύνουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων κρατώντας την ελληνική σημαία και τραγουδώντας. Στη λαϊκή συγκέντρωση που ακολούθησε στην πλατεία του χωριού ο Αρης με λόγια απλά και πάθος εκλαϊκεύει τους στόχους του αγώνα. Μιλάει για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ που συνεχίζει την Επανάσταση του 21, «κηρύσσει την Επανάσταση κατά των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους» (Λαγδάς, τόμος 2, σελ. 18)και ζητά την ενίσχυση τους στον αγώνα. Από στόμα σε στόμα η είδηση για εμφάνιση ανταρτών απλώθηκε αστραπιαία στην ύπαιθρο και φτάνει στις σκλαβωμένες πολιτείες….
Χαρά Παρμενοπούλου
Βιβλιογραφία
– Ζωϊδη, Γ., Κάϊλα, Μ κ.ά,1979, Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-45, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
-Λαγδάς, Πάνος, Άρης Βελουχιώτης, ο Πρώτος του Αγώνα, εκδ. Σφαέλος Ν., Αθήνα
– Χατζηπαναγιώτου, Γιάννης (καπετάν Θωμάς), Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη, Δωρικός, Αθήνα 1975
– Χατζής, Θανάσης, 1982, Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε (εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 41-45), β έκδοση, Εξάντας, Αθήνα
-Χουλιάρας Γιώργος- Περικλής,2006, «Ο δρόμος είναι άσωτος…», Λαμία, Οιωνός

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Ο λαϊκός ξεσηκωμός στη Μάχη της Κρήτης


της ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΑΖΟΥ

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 78 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, τον μεγαλειώδη αγώνα του Κρητικού λαού ενάντια στη ναζιστική εισβολή. Τι οδήγησε τους Κρητικούς να πάρουν τα τουφέκια τους και να πολεμήσουν αψηφώντας μια στρατιωτική μηχανή η οποία είχε κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και φάνταζε ανίκητη; Είναι η «αντιστασιακή φύση του ελληνικού έθνους», όπως έγραφε πριν από 30 χρόνια ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος; Η Αντίσταση «ως συνεχή αντίθεση εναντίον κάθε θεσμού ο οποίος είναι ξένος από εκείνο τον οποίο πιστεύεις, τον οποίο θέλεις»; Είναι το αγωνιστικό φρόνημα του Κρητικού λαού και η μακρόχρονη πολιτιστική και πολιτική παράδοση του ένοπλου αγώνα απέναντι σε κάθε εισβολέα;

Ξαναζώντας μέσα από τις μαρτυρίες τις ημέρες της ναζιστικής εισβολής στην Κρήτη, ένα μήνα ύστερα από την πτώση της Αθήνας, όταν υπήρχε μόνο προοπτική δεινών και ο φασισμός έμοιαζε ακλόνητος, αυτό που αναδεικνύεται είναι ο αυθόρμητος ξεσηκωμός του Κρητικού λαού. Τα αποσπάσματα από 18 προφορικές μαρτυρίες που εντάσσονται στο κείμενο συλλέχθηκαν το 2005 για λογαριασμό του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Θερίσου. Αφορούν κυρίως την περιοχή των Χανίων και προέρχονται από πληροφορητές που συμμετείχαν εκτός από τη Μάχη της Κρήτης και στο αντιστασιακό κίνημα που ακολούθησε ενταγμένοι στις ΕΑΜικές οργανώσεις. Κάποιοι μάλιστα ως προβεβλημένα στελέχη τους.

Λίγο πριν οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα, στις 25 Απριλίου 1941, ο Χίτλερ ενέκρινε την «Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ», την αεραποβατική κατάληψη της Κρήτης, του τελευταίου ελεύθερου ελληνικού εδάφους. Η άμυνα του νησιού βασίζονταν σύμφωνα με τα ελληνικά προπολεμικά σχέδια κυρίως στη 5η Μεραρχία («Κρήτης»). Με την έναρξη όμως του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ανάγκες επέβαλαν τη μετακίνησή της στο μέτωπο της Αλβανίας, επιχείρηση που ολοκληρώθηκε χωρίς απώλειες τον Νοέμβριο 1940.

Με δεδομένη την απουσία των Κρητών στρατιωτών την υπεράσπιση της Κρήτης ανέλαβαν όσοι Έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί, όσοι έφτασαν εκεί από την ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση, ανάμεσα στους οποίους και 300 της Σχολής Ευελπίδων που στασίασαν, οι δυνάμεις της χωροφυλακής καθώς και 45.000 περίπου Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί που είχαν διαπεραιωθεί στη Μεγαλόνησο τις προηγούμενες μέρες.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, συνέχεια της δικτατορίας του Μεταξά, δεν είχε την πρόθεση ούτε μπορούσε να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα εκείνων των ημερών. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της εισβολής ήταν βεβιασμένες και ελλιπείς.
Δύο μόνο ημέρες ύστερα από την εισβολή των αλεξιπτωτιστών, εξάλλου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β, ο πρωθυπουργός Εμ. Τσουδερός και οι υπουργοί του εγκατέλειπαν το πεδίο της μάχης και επιβιβαζόντουσαν σε βρετανικά πλοία θέτοντας τον εαυτό τους μακράν του εχθρού. Είναι ο ίδιοι, μαζί με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που εκπροσώπευαν που θα αξιώσουν την πανηγυρική επιστροφή τους μετά την Απελευθέρωση, σαν να μην είχε συμβεί η κοσμογονία της Αντίστασης, για να ξαναπιάσουν από εκεί που άφησαν το νήμα της εξουσίας πάνω στο λαό που εγκατέλειψαν. Απούσα η ηγεσία της χώρας – έστω και αυτή η νόθα, η αυθαίρετη, η διορισμένη από το βασιλιά ηγεσία. Παρόντες όμως χιλιάδες Κρητικοί, γέροι, νέοι, γυναίκες και παιδιά που έδωσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, το αγωνιστικό παρόν

Από τις 14 Μαΐου, οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τα Χανιά, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, το Μάλεμε και τη βάση της Σούδας. Η εμπειρία του βομβαρδισμού αποτυπώνεται γλαφυρά σε όλες τις μαρτυρίες. Η Κούλα Χατζηαγγελή, 20 χρονών κοπέλα τότε από το Γαλατά βρέθηκε με την οικογένειά της στο κέντρο της μάχης. Μας αφηγείται: «Τα αεροπλάνα τα βλέπαμε. Ερχότανε αυτά τα πελώρια, τα στούκας και λέγαμε μπα. Θα μας κουτουλήσει το σπίτι για να περάσει. Τόσο χαμηλά. Πολυβόλα, εν τω μεταξύ, μπαμ, μπαμ, συνέχεια. Είχαμε τρελαθεί. Δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε πουθενά. Όταν πλησιάζανε το σπίτι, εκάνανε τη στροφή και το περνούσαν. Που να κρυφτούμε;»

Οι συνεχόμενοι βομβαρδισμοί ανάγκασαν τους κατοίκους να φύγουν από τις πόλεις και τα χωριά του κάμπου και να αναζητήσουν καταφύγιο στα ορεινά. Ο Γιώργος Αρεκλάκης από τον Αλικιανό θυμάται: «Χιλιάδες αεροπλάνα. Ο ουρανός δεν έδειχνε. Από του Βατολάκκου τη μεριά ερχόταν κατά κύματα και ξαπολούσαν εδώ στον Κερίτη. Στην αρχή μόνο επολυβολούσανε για εκφοβισμό στην αρχή. […] Όλο το Αλικιανό έφυγε, γιατί φοβήθηκε. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια πράγματα οι Χανιώτες, οι Έλληνες γενικά». Οι κάτοικοι τελικά κατέφυγαν στα «πανωμέρια», τα ορεινότερα χωριά της περιοχής.

Στις 20 Μαΐου οι βομβαρδισμοί εντάθηκαν και το ξημέρωμα άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και, αργότερα το απόγευμα, στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Το θέαμα προκάλεσε εντύπωση ιδίως στις γυναίκες και τα παιδιά αλλά και σε όσους δεν είχαν εμπειρία τέτοιου είδους πολέμου. Αφηγείται η Στέλλα Λεβεντάκη, από τα Κεραμειά: «Εκεί ήτονε σε μια κορυφή το σπίτι και όταν πέφταν οι αλεξιπτωτισταί δεν ξέραμε βέβαια τι ήτανε αλλά βλέπαμε, ακούαμε τα αεροπλάνα, εβλέπαμε και πέφτανε κάτι ομπρέλες. Μετά εμάθαμε ότι πέσαν στην Αγιά και σε όλο τον κάμπο που πέσανε».

Αυτό όμως που έδωσε ιδιάζοντα χαρακτήρα κατά τις ημέρες της άμυνας, αυτό που αποτέλεσε την καινοτομία, υπήρξε κατά τη διατύπωση της εκθέσεως της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη «η γενική εξέγερση των κατοίκων, οι οποίοι βοηθούμενοι και από γυναίκες και οπλισμένοι με ότι πρόχειρο βρέθηκε στα χέρια τους, με παλιά όπλα, αξίνες και ράβδους ακόμα πάλευαν απεγνωσμένα κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών υπερασπιζόμενοι το πάτριο έδαφος».

«Όμως ξέρετε τον Κρητικό ότι είναι τρελός για τέτοια πράγματα, για την ελευθερία του. Σε χρόνο μηδέν μαζευτήκανε, κάνανε μπουλούκια, μπουλούκια οι ελεύθεροι σκοπευτές οι λεγόμενοι, οι περιβόητοι ελεύθεροι σκοπευτές, μέσα από δω μέσα από το χωριό και αρχίσανε και γυρίζανε όλη την περιφέρεια του χωριού για να κυνηγούν τους Γερμανούς, αφηγείται η Άννα Ταπεινάκη- Λουπασάκη από το Γαλατά.

Και ο Γιάννης Αλιφιέρης, δάσκαλος από την Παλιόχωρα, 22 χρονών τότε: «χαρακτηριστικά θυμούμαι από το Προδρόμι ένας νεαρός 17-18 και είχε φτιάξει ένα ραβδί σα σπάθη, σα σπαθί μακρύ ραβδί. Τα λέγανε σπαθοράβδια και το βάστα σα όπλο. Δεν είχε τουφέκι ο κακόμοιρος, τίποτε. Γιατί δυστυχώς η δικτατορία Μεταξά είχε μαζέψει τα όπλα και όλα και τα χαν παραδώσει και ο πατέρας μου είχε ένα παλιό γκρα από την Επανάσταση του ’97 και λοιπά που χε λάβει μέρος και το παρέδωσε. Βαστούσε λοιπόν και του λέει κάποιος εκεί ‘Τι μωρέ τούτο; Με τούτο να θα πολεμήσεις τους Γερμανούς; Με τούτονε θα βρω τουφέκι από τσι Γερμανούς’ Μου κανε εντύπωση η απάντηση του νεαρού αυτού παιδιού».

«Θυμάμαι αξέχαστα», αφηγείται ο Αντώνης Σαριδάκης από το Νιο Χωριό Αποκορώνου, ξεκινήσαμε από το χωριό με τσεκούρια και μαχαίρια που κρατούσαμε ας πούμε και πήγαμε λέει να συναντήσουμε…»

Στη Μάχη συμμετείχαν και οι εξόριστοι κομμουνιστές που είχαν δραπετεύσει από τη Φολέγανδρο και την Κίμωλο. Το ενωτικό κάλεσμα του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, πρώην βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου, πάνω στη γραμμή του πρώτου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, όριζε ως καθήκον του κάθε Έλληνα «να σταθή άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θα ναι τεράστιες» χωρίς διαφωνίες ή επιφυλάξεις. Ως απαραίτητη προϋπόθεση έθετε «να δημιουργηθεί μια πραγματική εθνική ενότητα από όλους τους Έλληνες που τίμια και ειλικρινά ήρθαν να συμμετάσχουν στον αγώνα ανεξάρτητα από καταγωγή ή πολιτικά φρονήματα».

«Τα μέλη της ΟΚΝΕ [Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας] πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Συγκεκριμένα εγώ πήρα μέρος με μια ομάδα χωροφυλάκων και με έναν συνεργάτη τον Αντώνη Χατζή πήρα μέρος στη Μάχη στο Προφήτη Ηλία με ομάδα χωροφυλάκων… Εγώ είχα ένα γκραδάκι, το οποίο είχε κληρονομήσει ο πατέρας μου από τον πατέρα του και έπαιρνε μόνο μία σφαίρα η οποία ήταν στο πάχος σα 5 άλλες σφαίρες» αφηγείται ο Γιώργος Βαγιάκης από το Βαφέ, γραμματέας της ΟΚΝΕ Χανίων.

Στον αντίποδα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου που αρνήθηκε να νομιμοποιήσει και να οπλίσει τη λαϊκή συμμετοχή κατά τη δεκαήμερη μάχη παρά το στρατιωτικό αλλά και πολιτικό αίτημα για τον εξοπλισμό όσων μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Κύριος λόγος ήταν η ανησυχία που ενέπνεε στην κυβέρνηση η στάση των κατοίκων του νησιού πριν από τον πόλεμο. Οι Κρητικοί ήταν βενιζελικοί και κάθε άλλο παρά θετικά διακείμενοι προς το βασιλιά. Από τα Χανιά είχε εξάλλου προέλθει η μοναδική ουσιαστικά αντίσταση κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας, το αντιφασιστικό κίνημα του 1938.

Αλλά και οι Βρετανοί δεν εξόπλισαν και δεν οργάνωσαν τους εθελοντές του άμαχου πληθυσμού σε ομάδες πολιτοφυλακής που θα προέβαλαν κατά αυτόν τον τρόπο πολύ πιο αποτελεσματική αντίσταση κατά της επικείμενης εισβολής. Ο Γιάννης Λιονάκης μαζί με τους άλλους Έλληνες που δούλευαν στα στρατιωτικά οχυρωματικά έργα για τους Βρετανούς – καμιά 150αριά το σύνολο- ζήτησαν να οπλιστούν και να ενταχθούν στη Βρετανική δύναμη που στάθμευε στην περιοχή: «Εμείς του λέω, αφού πέσαν αλεξιπτωτιστές, είμαστε 150 Έλληνες εδώ, θα ενταχθούμε στις μονάδες σας και θα πολεμήσουμε. Και γυρίζει και μου λέει. ‘Όχι’ μου λέει, γιατί; Έχουμε στρατό. Ναι του λέω αλλά εμείς γιατί. Είναι η πατρίδα μας και ο τόπος μας». Τα επανειλημμένα αιτήματα εξοπλισμού τους συναντούν τη σθεναρή άρνηση «κατά τρόπο ειδεχθέστατο», όπως αναφέρει, από τους Βρετανούς, οι οποίοι τους απέπεμψαν. Επιστρέφοντας στα χωριά τους προσπάθησαν να οπλιστούν με κάθε τρόπο. «Εδώ επιστρατευτήκαμε αμέσως και φτιάξαμε ομάδες. Και οι γεροντότεροι και οι αξιωματικοί που υπήρχανε ελέγανε που να πα[με] να πιάσουμε … ήρθανε και χωροφύλακες της Σχολής, νέα παιδιά. Ενωθήκαμε και κάναμε μια δύναμη 200 και παραπάνω και φυλάγαμε».

Οι προσπάθειές τους να εξοπλιστούν συνέχισαν χωρίς αποτέλεσμα: «Την επόμενη μέρα ήταν εδώ στο Νεοχώρι ένα φορτηγό αυτοκίνητο και πήγαμε είχα ένα θείο, ήτανε φρούραρχος στα Χανιά τον είχανε διορίσει. Και πήγαμε εδώ με το φορτηγό, τη νύχτα, να του πούμε μια που έχει το φρουραρχείο να μας φορτώσει το αυτοκίνητο με όπλα. Επήγαμε και μας έλεγε. Δεν είναι δυνατό. Θα μ’ εκτελέσουν. Δεν μπορώ να δώσω. Με έχουνε σφίξει σε τέτοιο σημείο. Φαίνεται και άλλοι από τα Χανιά πήγανε και του ζητούσαν. Τον επαρακαλούσαμε. Δε μας έδωκε»

Ο Γιώργης Κλάδος, μαζί με 40-50 συγχωριανούς του από τα Ανώγεια κίνησαν να πάνε στο Πέραμα για να προσφέρουν όποια υπηρεσία μπορούσαν «άοπλοι με επικεφαλής ένα βρακοφόρο». Εκεί διαπίστωσαν «ότι δεν υπήρχε οργανωμένο μέτωπο από την πλευρά που πηγαίναμε εμείς. Ήταν σκόρπιοι όλοι. Εκεί που είχαμε πάει δεν υπήρχε στρατός ελληνικός για να πολεμάει. Ήταν απλώς οι πολίτες από την περιοχή, άτακτα, χωρίς [να είναι] οργανωμένοι. Την όλη εμπειρία τη χαρακτηρίζει οδυνηρή. Αφηγείται: «εγώ προσωπικά αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα συγκλονιστεί από την κατάντια της Κρήτης, είχα δηλαδή υποστεί ένα σοκ ψυχολογικό, μόνο ύστερα από πολλές βδομάδες μπόρεσα. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ ότι δυνατό ότι θα μπορούσαν να αφήσουν την Κρήτη οι Εγγλέζοι. Διότι αυτοί φταίνε με την ελληνική κυβέρνηση και το Μεταξά. Να την αφήσουν και να την καταλάβουν και με τον τρόπο που την κατέλαβαν.

Η ίδια αίσθηση της αδικίας και της εγκατάλειψης είναι κοινός τόπος στις μαρτυρίες όπως και ότι πολλά θα μπορούσαν να είχαν γίνει για να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού. Αφηγείται πάλι ο Κλάδος: «Καταρχήν στην Κρήτη είχαν επιστρατεύσει μέχρι την ηλικία των 31-32. Δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να πολεμήσουν. Πρώτα από όλα μπορούσαν να είχαν φέρει ένα κομμάτι της Μεραρχίας πίσω και δεν το κάμανε. Μπορούσαν να είχαν οργανώσει την άμυνα της Κρήτης και να εξοπλίσουν τον κόσμο. Να κάνανε Τάγματα Πολιτοφυλακής… Αφού για να πάρουνε μέρος στις μάχες στο Ηράκλειο σπάσανε τις αποθήκες , που είχε μαζέψει ο Μεταξάς μετά το κίνημα του 1938, έκανε μια εκστρατεία για να μαζέψει με πατριωτισμό, κάτι λέγανε πώς θα τα κάνουνε και τα λοιπά και τα είχαν στις αποθήκες και δεν τα δίνανε και πήραν οι πολίτες και σπάσαν και πήραν κάτι παλιοτούφεκα χωρίς σφαίρες κτλ. Θέλω να πω υπήρξε πλήρης αδιαφορία και … υπήρχε εγκατάλειψη».

«Αν αυτοί οι ανθρώποι, δεν μπορούσανε γιατί ήτανε ξένοι, αν όμως αυτοί οι ανθρώποι πολεμούσανε, οι Γερμανοί δεν θα πατούσανε ποτέ την Κρήτη», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Λιονάκης.

Η Ιστορία όμως δεν είναι επιστήμη των υποθέσεων. Δε θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν αν το νησί υπερασπιζόταν η 5η Μεραρχία, ή αν είχε οργανωθεί καλύτερα η άμυνα, ή αν είχαν καλυφθεί οι τεράστιες ελλείψεις σε όπλα και πυρομαχικά, αν οπλιζόταν ο Κρητικός λαός και οργανώνονταν σε Εθνική Πολιτοφυλακή. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάκτηση και η Κατοχή της Κρήτης από τους Ναζί και τα σκληρά αντίποινα σε όσους τόλμησαν να αντισταθούν προασπιζόμενοι, τις «πεζούλες» τους.

Αν και η Αντίσταση των αμάχων ήταν περιθωριακή ως προς τις στρατιωτικές εξελίξεις με την έννοια ότι καθώς δεν ήταν οργανωμένη και καλά εξοπλισμένη προκάλεσε μικρές απώλειες στον εχθρό, η σημασία της έγκειται στο ότι δημιουργούσε μία μη αναμενόμενη κατάσταση. Η παρουσία οπλισμένων χωρικών διεύρυνε το εχθρικό πεδίο που περιέβαλε το χώρο της μάχης καθιστώντας τον ανασφαλή ενώ προξενούσε φθορές που δεν είχαν προβλεφθεί σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα

Μέσα από τη Μάχη της Κρήτης αναδεικνύεται ο παράγοντας της αυθόρμητης μαζικής λαϊκής αντίστασης και του παρτιζάνικου αγώνα του Κρητικού λαού. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όπως πολύ σύντομα συνέβη και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο δάσκαλος υπήρξε ο ίδιος ο λαός που δεν ήταν στρατευμένος, που δεν εκτελούσε διαταγές, που δεν υπηρετούσε ένα προδιαγεγραμμένο στρατιωτικό ή διπλωματικό σχέδιο. «Και ενώ οι Νεοζηλανδοί και οι Αυστραλοί πετούσαν όλα τους τα όπλα και τα εφόδια για να πάνε στα Σφακιά που τους περιμέναν τα καράβια να φύγουνε, αφηγείται ο Λευτέρης Ηλιάκης, ακούσαμε την προσταγή των παλιότερων, μαζέψτε τα γιατί θα χρειαστούνε. Αυτά σε τρεις ημέρες εχαθήκανε. Κρυφτήκανε…. Η ουσία είναι ότι εμείς εμαζέψαμε πολλά όπλα… και μετά όταν άρχισε το αντάρτικο περνούσαμε από κει και τα δίναμε και μετά εβγήκαμε και μεις βέβαια».

Η ένοπλη λαϊκή αντίσταση κατά των επιδρομέων και τα άμεσα θηριώδη αντίποινα των Γερμανών που ακολούθησαν, αποτέλεσαν τη βάση για οργανωμένη και σχεδιασμένη μαχητική Αντίσταση που ακολούθησε.

* H Βασιλική Λάζου είναι δρ Ιστορίας.

 https://www.youtube.com/watch?v=yCWDPVSX4mg

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

75 χρόνια από τη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες.

Τιμάμε την Ιστορία μας και όλους όσοι αγωνίστηκαν για τη λευτεριά, για αξίες και για ιδανικά.

Το Σωματείο μας, ως ελάχιστο φόρο τιμής, παρέστη στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν και φέτος από το Δήμο Καρπενησίου. Το Μ.Ι.Α.Ρ. εκπροσώπησαν ο Γεν Γραμματέας Πάρης Φούντας που κατέθεσε στεφάνι, ενώ το μέλος του Δ.Σ Βασιλική Λάζου, Δρ Ιστορίας- διδάσκουσα του τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ ήταν η κεντρική ομιλήτρια της εκδήλωσης με θέμα "Η Κυβέρνηση του Βουνού. Το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο ενάντια στο φασισμό"

                        100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων


Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού. Έναν αιώνα μετά, η μνήμη παραμένει ζωντανή, όπως και ο αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Χρειάστηκαν λίγα μόνο χρόνια ώστε να γίνει εφικτό αυτό που οι Οθωμανοί δεν είχαν καταφέρει επί αιώνες. Να σβήσουν το ελληνικό στοιχείο. Με πρωτοφανή βαρβαρότητα και ακόμη πιο σοκαριστική μεθοδικότητα και σχεδιασμό, οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να αφανίσουν τον ποντιακό ελληνισμό από την περιοχή. Μπορεί αριθμητικά να το κατάφεραν, απέτυχαν παταγωδώς ωστόσο να "σβήσουν" την ποντιακή ψυχή και την ιστορική μνήμη για τη Γενοκτονία των Ποντίων, που σήμερα 19 Μαΐου και 100 χρόνια μετά την τραγωδία παραμένει πιο ζωντανή και επίκαιρη από ποτέ.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε
1. Θεματοφύλακες του Ελληνισμού
Μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Πόντιοι συνέχισαν να ζουν στα βόρεια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο. Αν και αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, το φρόνημα και η ελληνική τους συνείδηση παρέμειναν αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων, ακόμη και μετά την Άλωση της Τραπεζούνας το 1461 από τους Οθωμανούς. Αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αποτελούν ένα εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού, κυριάρχησαν στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής, αν και αριθμητικά ήταν μειονότητα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσει και μία δημογραφική "έκρηξη", εφόσον ο αριθμός τους υπολογίζεται ότι από 265.000 μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, ξεπέρασε τις 700.000 στις αρχές του 20ου. Διέθεταν σχολεία, μεταξύ των οποίων το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, εφημερίδες, περιοδικά, θέατρα και λέσχες.
2. Όσα δεν έγιναν σε 5 αιώνες, έγιναν σε 5 χρόνια
Η αναρρίχηση των Νεότουρκων στην εξουσία το 1908 και η περιθωριοποίηση του Σουλτάνου δημιούργησε αρχικά υψηλές προσδοκίες στους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έπνεε τα λοίσθια, οι οποίες τελικά διαψεύστηκαν με τον πλέον δραματικό και βάρβαρο τρόπο. Δείχνοντας ένα σκληρό εθνικιστικό πρόσωπο, οι Νεότουρκοι έβαλαν στο στόχαστρο τους χριστιανικούς πληθυσμούς, προωθώντας τον απόλυτο εκτουρκισμό της περιοχής. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η ιδανική συγκυρία, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων της εποχής ήταν στραμμένο αλλού και το σχέδιο εξόντωσης των ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής μπήκε σε εφαρμογή.
Η αρχή γίνεται με τα "Τάγματα Εργασίας" ("Αμελέ Ταμπουρού") στα οποία εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν Πόντιοι που δούλευαν κάτω από εξοντωτικές και απάνθρωπες συνθήκες σε λατομεία, ορυχεία και διανοίξεις δρόμων. Την ίδια περίοδο πραματοποιούνται ταυτόχρονα συστηματικές και οργανωμένες καταπατήσεις των δικαιωμάτων των πληθυσμών αυτών, πυρπολήσεις των χωριών τους, εξορίες. "Καραβάνια" ανθρώπων εγκαταλείπουν τις εστίες τους ή ξεκινούν αντάρτικα στα βουνά. Χιλιάδες πεθαίνουν από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες.
3. Η απόφράδα 19η Μαΐου 1919
Στις 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ πατάει το πόδι του στη Σαμψούντα και ξεκινάει και τυπικά η τελευταία και πιο άγρια φάση του σχεδίου εξόντωσης. Λίγες μέρες αργότερα, δίνει αμετάκλητη εντολή για διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του πληθυσμού. Μετά και τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι σφαγές, οι πυρπολήσεις χωριών και η εκτοπίσεις πληθυσμών γίνονται πλέον χωρίς έλεος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τις 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε. Οι Τούρκοι προχώρησαν ακόμη και σε αναγκαστικές αποσπάσεις παιδιών από τις οικογένειές τους, τα οποία και έδιναν στα χαρέμια εύπορων Τούρκων. Μέχρι το 1923, η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί, βαμμένη στο αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αθώων.
Τουρκικά στρατεύματα παρελαύνουν στη γέφυρα του Γαλατά προς την Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1923. Η Μικρασιατική καταστροφή έχει ήδη συντελεστεί ASSOCIATED PRESS
Για τον ακριβή αριθμό θυμάτων η εικόνα παραμένει ασαφής. Με βεβαιότητα ξεπέρασαν τις 200.000, ενώ σύμφωνα με ακτιβιστές για τη διεθνή αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας, ξεπέρασε τις 353.000. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε στην Ελλάδα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ανόρθωση του ελληνικού κράτους, ενώ σημαντικός αριθμός των Ποντίων βρέθηκαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία. Ο πυρήνας αυτός παραμένει ακμάζων, ενεργός και δραστήριος ως τις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι πολλοί επέλεξαν να επιστρέψουν στον ελλαδικό χώρο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία των Ποντίων εγκαινιάστηκε ένα μεγάλο μνημείο στην πόλη Εσεντουκί κοντά στην Σταυρούπολη της Ρωσίας, έχοντας χαραγμένη στη βάση του την φράση "Δεν ξεχνάμε" στα ελληνικά και στα ρωσικά.

4. 25 χρόνια από την καθυστερημένη αναγνώριση στην Ελλάδα
Η Βουλή των Ελλήνων, κατόπιν εισήγησης του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Εκτός από την Ελλάδα, τη Γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίζουν επίσημα η Κύπρος, η Αρμενία, η Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, η βουλή της πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας, η Αυστρία, η Ολλανδία, και η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Εύζωνας ντυμένος με παραδοσιακή ποντιακή στολή σε εκδήλωση για τη Γενοκτονία των Ποντίων στη Βουλή των Ελλήνων EUROKINISSI
Η Τουρκία αρνείται με μένος την ύπαρξη γενοκτονίας, αποδίδοντας τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους, στις κακουχίες του πολέμου. Οι σύγχρονοι Τούρκοι στην πλειοψηφία τους έχουν πλήρη άγνοια για τα γεγονότα, παρά το γεγονός ότι κατά διαστήματα Τούρκοι ιστορικοί "τολμούν" να τα χαρακτηρίσουν ως "γενοκτονία".
5. Οι μαρτυρίες που συγκλονίζουν
Μέχρι τις μέρες μας, οι απόγονοι εκείνων που βίωσαν τη φρίκη της τουρκικής βαρβαρότητας διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της ποντιακής κληρονομιάς τους, δίνοντας αγώνες για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Η ιστορική μνήμη και η κουλτούρα των Ποντίων διατηρούνται αναλλοίωτα. Σε μεγάλο βαθμό βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση η ύπαρξη πολλών ποντιακών συλλόγων ανά την επικράτεια.
Μεταξύ αυτών και η Ένωση Ποντίων Δροσιάς που έχει ανεβάσει στο YouTube ένα συγκλονιστικό βίντεο με μαρτυρίες για τη γενοκτονία και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν και έζησαν στα μέρη της τραγωδίας και αποτέλεσαν στη συνέχεια την 1η γενιά προσφύγων στην Ελλάδα.
*Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Κορυσχάδες 14-27 Μάη 1944: Όλες οι εξουσίες πηγάζουν και ασκούνται απ'το λαό


Εθνικό Συμβούλιο (ΠΕΕΑ) ονομάσθηκε το συμβούλιο των αντιπροσώπων του ελληνικού λαού που προέκυψε από τις μυστικές εκλογές που διεξήχθησαν στο χωριό Κορυσχάδες Ευρυτανίας κατά την γερμανοϊταλική κατοχή της Ελλάδας, την άνοιξη του 1944 (14-27 Μαΐου) υπό την αιγίδα της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, (ΠΕΕΑ), που είχε ιδρυθεί δύο μήνες πριν, στις 10 Μαρτίου του 1944, στη Βίνιανη της Ευρυτανίας, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ, όχι όμως αποκλειστικά από κομμουνιστές.
Σημειώνεται ότι παρά τις δυσκολίες που επικρατούσαν λόγω της κατοχής, στις εκλογές έλαβαν μέρος περίπου 1.800.000 Έλληνες, άνδρες και γυναίκες εκ των παραπάνω περιοχών από 18 ετών και άνω, που εξέλεξαν 184 αντιπροσώπους, οι οποίοι ανήκαν σε διάφορα κοινωνικά στρώματα όπως εργάτες, αγρότες, διανοούμενοι, στρατιωτικοί, κληρικοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επαγγελματίες κ.λπ. καθώς και γυναίκες.


Οι αντιπρόσωποι αυτοί πολιτικά ανήκαν στο ΚΚΕ, στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, στην Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, στο Κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων και στο Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, ενώ αρκετοί ήταν και οι ανεξάρτητοι.

Τον Δεκέμβρη του ’43 το ΕΑΜ προχώρησε χωρίς να βρει ανταπόκριση σε μια γενναία έκκληση για ενότητα, καλώντας με απόφαση της ΚΕ του όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις, καθώς και την κυβέρνηση Τσουδερού, που ειλικρινά αγωνίζονται για τη λευτεριά και τις ελευθερίες του λαού να συνεννοηθούν πάνω στη βάση να σχηματιστεί εδώ στην Ελλάδα από τώρα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που θα αναλάβει και την ενιαία διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την ομαλή λύση του Πολιτειακού ζητήματος, σύμφωνα με τη λαϊκή θέληση.

Στις αρχές  Γενάρη του 1944 η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ  υπογράμμισε ως επιτακτική ανάγκη τη συγκρότηση κεντρικού κυβερνητικού οργάνου στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας.

Στην πολιτική της απόφαση αναφερόταν συγκεκριμένα: «Το φούντωμα του εθνικού αγώνα, η απελευθέρωση σημαντικού μέρους του εθνικού εδάφους, η ανάγκη της υπέρτατης συνένωσης και επιστράτευσης όλων των εθνικών δυνάμεων στη σημερινή τελική φάση του πολέμου για την ολοκληρωτική συντριβή των κατακτητών στο πλευρό των συμμάχων, βάζουν μπροστά στο αγωνιζόμενο έθνος επιτακτικά το πρόβλημα της δημιουργίας στην Ελεύθερη Ελλάδα κεντρικού κυβερνητικού οργάνου εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης»

Στην ίδια απόφαση κατέληξε και η ΚΕ του ΕΑΜ που συνεδρίασε στις 10/1/1944, στην Κυψέλη.





Τον Δεκέμβρη του ’43 το ΕΑΜ προχώρησε χωρίς να βρει ανταπόκριση σε μια γενναία έκκληση για ενότητα, καλώντας με απόφαση της ΚΕ του όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις, καθώς και την κυβέρνηση Τσουδερού, που ειλικρινά αγωνίζονται για τη λευτεριά και τις ελευθερίες του λαού να συνεννοηθούν πάνω στη βάση να σχηματιστεί εδώ στην Ελλάδα από τώρα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που θα αναλάβει και την ενιαία διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την ομαλή λύση του Πολιτειακού ζητήματος, σύμφωνα με τη λαϊκή θέληση.

Στις αρχές  Γενάρη του 1944 η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ  υπογράμμισε ως επιτακτική ανάγκη τη συγκρότηση κεντρικού κυβερνητικού οργάνου στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας.

Στην πολιτική της απόφαση αναφερόταν συγκεκριμένα: «Το φούντωμα του εθνικού αγώνα, η απελευθέρωση σημαντικού μέρους του εθνικού εδάφους, η ανάγκη της υπέρτατης συνένωσης και επιστράτευσης όλων των εθνικών δυνάμεων στη σημερινή τελική φάση του πολέμου για την ολοκληρωτική συντριβή των κατακτητών στο πλευρό των συμμάχων, βάζουν μπροστά στο αγωνιζόμενο έθνος επιτακτικά το πρόβλημα της δημιουργίας στην Ελεύθερη Ελλάδα κεντρικού κυβερνητικού οργάνου εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης»

Στην ίδια απόφαση κατέληξε και η ΚΕ του ΕΑΜ που συνεδρίασε στις 10/1/1944, στην Κυψέλη.

Η ΚΕ του ΕΑΜ – προσανατολίστηκε σταθερά προς τη συγκρότηση κυβερνητικού οργάνου στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Αντίθετη άποψη δεν υπήρχε από κανένα κόμμα ή οργάνωση που αντιπροσωπεύονταν στο ανώτατο καθοδηγητικό όργανο του κινήματος.

Από τα μέσα του Γενάρη άρχισε να περνά η κεντρική καθοδήγηση του κινήματος στο βουνό

Στις 10 Μάρτη του 1944, στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, γνωστή και ως Κυβέρνησης του Βουνού.

Στο διάγγελμά της στον ελληνικό λαό, με την ευκαιρία της ίδρυσής της, η ΠΕΕΑ κάνει αναφορά τονίζοντας  τους λόγους   της μη ευόδωσης  των  προσπαθειών  του ΕΑΜ για ευρύ  κυβερνητικό σχήμα η όποια ήταν η αιτία  για την καθυστέρηση της ίδρυσής της

«Ο σχηματισμός αυτού του οργάνου της ΠΕΕΑ αργοπόρησε γιατί γινότανε προσπάθεια να συμπέσει με την πραγματοποίηση γενικής πολιτικής ενότητας. Ομως η προσπάθεια της ενότητας, που γίνεται εδώ και δυόμισι χρόνια από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, σκόνταψε πάντα στα ίδια εμπόδια: την αδικαιολόγητη κακή θέληση, το μικροπολιτικό υπολογισμό, την ακατανίκητη αδράνεια, τη βαθιά αδιαφορία για το μεγάλο αγώνα του λαού, τον παθολογικό φόβο της λαϊκής χειραφέτησης, την ιδιοτελή αντιπάθεια προς το λαϊκό κίνημα. Δυόμισι χρόνια διαπραγματεύσεις του ΕΑΜ με τα παλιά πολιτικά κόμματα, δυόμισι χρόνια καρτερικής ανοχής της αχαλίνωτης συκοφαντίας, που γινόταν σε βάρος του εις απάντηση των διαβημάτων και του αγώνα του, δεν κατόρθωσαν να νικήσουν αυτά τα εμπόδια, που τα εκμεταλλεύτηκε ο κατακτητής για να βρει ηθική και υλική ενίσχυση στον αγώνα του εναντίον του έθνους».

Η ιδρυτική πράξη της Επιτροπής

Έχοντας υπόψη

1) τις υπέρτατες εθνικές ανάγκες και την επιτακτική απαίτηση του ελληνικού λαού για τη δημιουργία μέσα στη χώρα ενός κεντρικού πολιτικού οργάνου που να συντονίζει τις προσπάθειες και τον αγώνα για την εθνική απολύτρωση και να αναλάβει την υπεύθυνη διοίκηση των ελεύθερων και ελευθερουμένων περιοχών της χώρας και 2) την από 15 Δεκεμβρίου 1943 πρόσκληση της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου σε όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις καθώς και στην κυβέρνηση Τσουδερού, για το σχηματισμό κυβέρνησης Γενικού Εθνικού Συνασπισμού, ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ»

Η Κυβέρνηση του Βουνού και το Εθνικό Συμβούλιο

 Σκοπός τους  ήταν να οργανώσει τη διοίκηση της ελεύθερης Ελλάδας

Η ολοκλήρωση αυτή της διαδικασίας, όμως, απαιτούσε τη συγκρότηση ενός σώματος εκλεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων, μιας λαϊκής Βουλής.

Εξ άλλου αυτό  το πρόβλεπε με κατηγορηματικό τρόπο η ιδρυτική διακήρυξη της ΠΕΕΑ. «Η ΠΕΕΑ, πιστεύοντας πως η δύναμη της πηγάζει από το ΛΑΟ και από το ΛΑΟ αντλούνται όλες οι εξουσίες, θα συγκαλέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα Εθνικό Συμβούλιο, που θα αποτελείται από αντιπροσώπους του λαού εκλεγμένους ελεύθερα. Όλες οι ενέργειες της ΠΕΕΑ, καθώς και η ίδια η σύστασή της θα τεθούν κάτω από την κρίση του Εθνικού Συμβουλίου, που θα είναι το μόνο αρμόδιο για τη σύνθεση και για τον παραπέρα τρόπο λειτουργίας και δράσης της. Ο τρόπος σύγκλησης του Εθνικού Συμβουλίου και της εκλογής των αντιπροσώπων θα οριστεί με ειδική Πράξη της ΠΕΕΑ».

Με την 6η Πράξη της  η ΠΕΕΑ καθόρισε την ημερομηνία και τον τρόπο εκλογής των εθνοσυμβούλων, προβλέποντας  δύο τρόπους εκλογής.

Ο πρώτος τρόπος ήταν η άμεση εκλογή να ψηφίσει ο λαός απευθείας, χωρίς να μεσολαβούν ενδιάμεσοι εκλέκτορες, με ψηφοδέλτιο από το οποίο ο ψηφοφόρος μπορούσε να διαγράψει και να αντικαταστήσει με άλλον έναν ή και περισσότερους υποψηφίους

Ο δεύτερος τρόπος ήταν  η εκλογή σε δύο στάδια: στο πρώτο στάδιο εκλέγονταν εκλέκτορες μέσα από τις συνελεύσεις των κατοίκων των χωριών και των συνοικισμών των πόλεων, καθώς και μέσα από τις συνελεύσεις των μελών επαγγελματικών, συνδικαλιστικών, πολιτικών, πολιτιστικών, επιστημονικών και άλλων οργανώσεων.

Στο δεύτερο στάδιο, οι εκλέκτορες συγκροτούσαν σώμα για να εκλέξουν τους Εθνικούς Συμβούλους

Τον τρόπο εκλογής τον αποφάσιζαν οι λαϊκές οργανώσεις συμφώνα με τις δυνατότητες που είχαν γιατί  οι εκλογές δεν έγιναν μόνο στις ελεύθερες, αλλά και στις κατεχόμενες περιοχές.

Στην Αθήνα αποφασίστηκε ο πρώτος τρόπος  εκλογής.

Για πρώτη φορά δινόταν  δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, καθώς και στους νέους που είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους.

Η ΠΕΕΑ αγκαλιάστηκε από τον ελληνικό λαό κι ήταν γι” αυτόν η πραγματική έκφραση της θέλησής του, γεγονός που αποδείχτηκε από τη λαϊκή συμμετοχή στις εκλογές της 25ης Απριλίου 1944 για την ανάδειξη των μελών του Εθνικού Συμβουλίου, μιας πραγματικά λαϊκής εθνοσυνέλευσης.

Αν και οι εκλογές έγιναν κάτω από τις αντίξοες συνθήκες του πολέμου και της ξένης κατοχής

Το Εθνικό Συμβούλιο εκλέχτηκε από 1.800.000, περίπου, ψηφοφόρους ενώ εκλογές δεν μπόρεσαν  να πραγματοποιηθούν στις βουλγαρο κρατούμενες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας- Θράκης, εξαιτίας της μεγάλης τρομοκρατίας που επικρατούσε, καθώς στην Κρήτη και στα νησιά -πλην της Εύβοιας και της Λευκάδας- γιατί δεν έφτασε έγκαιρα η σχετική εγκύκλιος της ΠΕΕΑ.

Εξελέγησαν συνολικά 184 Εθνοσύμβουλοι. σε αυτούς προστέθηκαν και  οι 22 βουλευτές από τη Βουλή του 1936, που είχε καταργήσει η δικτατορία του Μεταξά με απόφαση της ΠΕΕΑ. Έτσι ο συνολικός αριθμός των μελών του Εθνικού Συμβουλίου ανήλθε στους 206.

Οι εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου  14-27 Μάη 1944

(Η πρώτη και τελευταία συνεδρίασή του)

14 Μάη 1944.

Στις Κορυσχάδες, στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, αρχίζει στο σχολείο του χωριού τη συνεδρίασή του το Εθνικό Συμβούλιο των αντιπροσώπων της μαχόμενης Ελλάδας για να επικυρώσει την εξουσία της ΠΕΕΑ,

Κορυφώνοντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά της φασιστικής κατοχής κι επισφραγίζοντας με την  πολιτική οργάνωση, την εξουσία του λαού.

Ώρα 2 μ.μ. η αίθουσα του Εθνικού Συμβουλίου κατάμεστη στην αυλή του σχολείου, η μπάντα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ παίζει τον εθνικό ύμνο .

Η ιστορική συνεδρίαση αρχίζει οι Εθνοσύμβουλοι δίνουν τον όρκο.

«Ορκίζομαι, ότι θα εχτελώ πιστά τα καθήκοντά μου, σαν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της Πατρίδας μου και του Ελληνικού λαού. Ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία, για την απελευθέρωση της χώρας μου απ” το ζυγό των καταχτητών, ότι θα υπερασπιστώ παντού και πάντοτε τις λαϊκές ελευθερίες και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα για τη λευτεριά του και για τα κυριαρχικά του δικαιώματα».

Από14 έως 27 Μάη του 1944. συζητήθηκαν και λήφθηκαν αποφάσεις για τα παρακάτω θέματα:

  • Προγραμματικές δηλώσεις της ΠΕΕΑ: εισηγητής ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ευρ. Μπακιρτζής.

  • Εισήγηση για τα στρατιωτικά ζητήματα: εισηγητής ο Γραμματέας (υπουργός) επί των Στρατιωτικών, στρατηγός Εμ. Μάντακας.

  • Το ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου – Λαϊκή Δικαιοσύνη: εισηγητής ο Γραμματέας της Δικαιοσύνης Ηλίας Τσιριμώκος.

  • Εισήγηση επί των εσωτερικών ζητημάτων: εισηγητής ο Γραμματέας Εσωτερικών Γιώργης Σιάντος.

  • Θέσεις της ΠΕΕΑ για το αγροτικό ζήτημα: εισηγητής ο Γραμματέας της Γεωργίας Κ. Γαβριηλίδης.

  • Για μια πλατιά λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: εισηγητής ο καθηγητής Πανεπιστημίου – και αναπληρωτής σε ζητήματα Παιδείας του προέδρου της ΠΕΕΑ Αλ. Σβώλου – Π. Κόκκαλης.

  • Εθνική Οικονομία – εργατικό ζήτημα: εισηγητής ο Γραμματέας Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας Στ. Χατζήμπεης.

  • Κοινωνική υγιεινή – τα θύματα του αγώνα: εισηγητής ο Γραμματέας Πρόνοιας και Υγιεινής Π. Κόκκαλης.

  • Το επισιτιστικό πρόβλημα: εισηγητής ο Ευρ. Μπακιρτζής.

  • Το έργο της Γραμματείας Λαϊκής Διαφώτισης: εισηγητής Ευρ. Μπακιρτζής.

  • Τα οικονομικά: εισηγητής ο Ηλίας Τσιριμώκος

Τον απολογισμό της εκλογικής διαδικασίας   έκανε  ο Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ και γραμματέας (υπουργός) επί των Εσωτερικών Γιώργης Σιάντος

 «Συναγωνιστές και συναγωνίστριες,

Το έργο τούτο της λεύτερης Ελλάδας άρχισε απ” το 1941, σιγά – σιγά κι έφτασε ως εδώ.

Για τη συνέχιση και ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ιδρύθηκε η ΠΕΕΑ. Στην αρχή με 5 μέλη. Αργότερα ανασυγκροτήθηκε σε πολύ πλατύτερη βάση με 10 μέλη. Ας το ξαναπούμε μια φορά ακόμη. Σκοπός της ΠΕΕΑ είναι ο εντατικότερος πόλεμος ενάντια στους καταχτητές και τους εθνοπροδότες, για την απελευθέρωση και τη θεμελίωση της λαοκρατίας, που είναι η θεμελίωση για την ευημερία του λαού. Να οι σκοποί της ΠΕΕΑ. Πρέπει να σας πω ότι όλες οι αποφάσεις της ΠΕΕΑ απ” τη μέρα της ίδρυσής της ως τα σήμερα πάρθηκαν ομόφωνα.

Για τον πόλεμο ενάντια στους καταχτητές το λόγο έχει ο λαϊκός μας στρατός και γι” αυτό σας μίλησε άλλος συναγωνιστής, ο στρατηγός Μάντακας.

 Εγώ θα σταθώ στο δεύτερο. Πώς αρχίσαμε να οργανώνουμε και να χτίζουμε τη Λαοκρατία; Πρώτο πράμα, που σκεφτήκαμε, ήταν η σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου. Αυτό το κάναμε από βαθύ σεβασμό στη λαϊκή κυριαρχία και θέληση. Δε θα ήταν σωστό μια 5μελής, 10μελής ή έστω και 20μελής Πολιτική Επιτροπή να διαχειρίζεται τον τεράστιο αυτό αγώνα, θέλουμε ο κυρίαρχος λαός να πει τη γνώμη του, αν εγκρίνει ή όχι, αν επιδοκιμάζει ή όχι την ίδρυση, το έργο και το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ. Γι” αυτό καλέσαμε το Εθνικό Συμβούλιο. Η προετοιμασία της σύγκλησής του έγινε μέσα σε ένα μήνα. Οι εθνοσύμβουλοι περπάτησαν με τα πόδια 15-20 μέρες, αντιμετώπισαν χίλιες δυσκολίες και πολλούς κιντύνους.

Έτσι απάντησε ο λαός στην πρόσκλησή μας. θα σας δώσω τώρα μερικά στοιχεία. Πόσοι εθνοσύμβουλοι εκλέχτηκαν, πόσοι ψήφισαν, ποια η συμμετοχή των γυναικών στις εκλογές, ποια η σύνθεση του Εθνικού μας Συμβουλίου.

Οι εθνοσύμβουλοι, που εκλέχτηκαν κατά περιοχές, είναι: Αττικοβοιωτία και Εύβοια 41, Ήπειρος 14, Θεσσαλία 22, Στερεά Ελλάδα 23, Μακεδονία 40, Πελοπόννησος 44. Σύνολο 184. Απ” αυτούς 161 είναι παρόντες, 13 απουσιάζουν δικαιολογημένα και είναι απόντες 10 και καθημερινά έρχονται απ” όσους λείπουν. Απ” τους βουλευτές του 1936 δήλωσαν προσχώρηση 22, παρόντες είναι 15 και απουσιάζουν δικαιολογημένα 7. Γενικό λοιπόν σύνολο Εθνοσυμβούλων 206, με παρόντες 176. Απ” τους βουλευτές του 1936, 9 είναι του ΚΚΕ, 7 των Φιλελευθέρων, 2 της ΕΛΔ, 1 της Δημοκρατικής Ένωσης, 1 του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, 1 του Λαϊκού Κόμματος, 1 του Αγροτικού.

Με τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, οι μετρημένοι ψήφοι είναι 1.025.000. Λείπουν τα 4/5 απ” τα εκλογικά στοιχεία της Πελοποννήσου, τα περισσότερα στοιχεία της Μακεδονίας, αρκετά στοιχεία απ” τη Θεσσαλία, την Αττικοβοιωτία και την Ήπειρο.

 Κατά τις βεβαιώσεις των εθνοσυμβούλων το λιγότερο ψήφισαν 1.500.000 ως 1.800.000, χωρίς να λογαριάζουμε την Κρήτη και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Πάρτε υπόψη σας ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 και προηγούμενα ψήφιζαν γύρω από το εκατομμύριο. Οι εκλογές μας είναι μαχητικό δημοψήφισμα εθνικής ενότητας, ένας συναγερμός αγώνα, για την εθνική απελευθέρωση και τη λαοκρατία.

Η συμμετοχή των γυναικών ήταν πολύ μεγάλη. Δυο παραδείγματα: Στην ελεύθερη περιοχή της Σιάτιστας με 30 χιλ. κατοίκους και 14 χιλ. ψηφοφόρους ψήφισαν 12.392. Απ” αυτούς, γυναίκες 6.737, άντρες 5.655. Στην κατεχόμενη περιοχή: Σε 6 χιλ. κατ. 3 χιλ. ψηφοφόρους, ψήφισαν 2.516: γυναίκες 1.277, άντρες 1.239. Αυτά δείχνουν ότι η γυναίκα κατάχτησε τα δικαιώματά της με την αξία της, με τον αγώνα της.

Μερικές συγκρίσεις τώρα. Στις εκλογές του 1936 ψήφισαν στην Αθήνα 120 χιλ., το 1944, 300.000. Στον Πειραιά από 50 χιλ. σε 75 χιλ. και σήμερα ο Πειραιάς έχει μείνει με το μισό πληθυσμό. Στη Θεσσαλονίκη από 30 χιλ. σε 40 χιλ. Στην Καρδίτσα από 12 χιλ. σε 44 χιλ. Στη Λοκρίδα από 8 χιλ. σε 21 χιλ. Στο Βόλο από 12 χιλ. σε 40 χιλ. Στην Ελασσόνα από 5.500 σε 16.211 κλπ.

Η κοινωνική σύνθεση σε 176 μέλη του Εθνοσυμβουλίου είναι: 4 Καθηγητές Πανεπιστημίου, 1 της Ανωτάτης Εμπορικής, 8 στρατηγοί, 23 εργάτες, 5 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 20 δημόσιοι και υπάλληλοι οργανισμών και τραπεζών (σύνολο μισθωτών 48), 5 βιομήχανοι, 23 αγρότες, 9 δημοσιογράφοι, 15 γιατροί, 25 δικηγόροι, 6 στρατιωτικοί, 4 κληρικοί, 1 μηχανικός, 1 εργολάβος, 2 γεωπόνοι, 1 αρχαιολόγος, 10 παιδαγωγοί – δάσκαλοι και καθηγητές, 4 καπετανέοι, 3 δικαστές, 3 επαγγελματίες, 1 χημικός και 1 συμβολαιογράφος.

Με την επιτυχία αυτή, βάλαμε ένα μεγάλο αγκωνάρι για τη θεμελίωση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Τα στοιχεία που σας διάβασα δείχνουν ότι ξεπεράστηκαν και οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί.

Η θέληση του λαού ν” αποχτήσει λαοκρατικούς θεσμούς, η θέλησή του να κυβερνήσει ξεπέρασε κάθε αισιόδοξη πρόβλεψη».

Την τελευταία ημέρα των εργασιών του την αφιέρωσε στην συμφωνία  του Λιβάνου, για την οποία οι πρώτες πληροφορίες, δεν ήταν  καθόλου ευχάριστες

Ελλείψει όμως  ολοκληρωμένης πληροφόρησης, το Συμβούλιο δε πήρε  σαφή θέση αρκέστηκε να  εκφράσει την εμπιστοσύνη του προς την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης.

Σχεδόν παράλληλα γινόταν και το Συνέδριο του Λιβάνου απο17 έως 20 του Μάη 1944

Στο Συνέδριο συμμετείχαν το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ, που είχε στα χέρια της την  πραγματική εξουσία κι, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα έρεισμα στην Ελλάδα και το λαό της. Είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή

Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, οι Εγγλέζοι και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν τη διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική λαοκρατούμενη Ελλάδα.

Το ιστορικό ψήφισμα του εθνικού συμβουλίου

Η κορυφαία, στιγμή του Εθνικού Συμβουλίου ήταν η έγκριση του ιστορικού ψηφίσματος, του καταστατικού χάρτη της Ελεύθερης και λαοκρατούμενης Ελλάδας.

Η σημασία του ψηφίσματος εστιάζεται στο ότι  μπήκαν οι βάσεις για μια μεταπολεμική λαϊκή δημοκρατία, με κυρίαρχο και θεματοφύλακα  τον ελληνικό λαό

Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας, κατοχυρώνονται δυο λαϊκοί θεσμοί, που είναι οι βασικοί πυλώνες  για την άσκηση της λαϊκής εξουσίας.

Αυτοί είναι ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης, ιστορικά θεωρούνται οι μεγαλύτερες λαϊκές καταχτήσεις. .

αρθρο 2 «Ολες οι εξουσίες  πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται από το Λαό Η Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη είναι θεμελιώδεις θεσμοί του δημοσίου βίου των Ελλήνων».

Αρθρο 4 «οι λαϊκές ελευθερίες είναι ιερές και απαραβίαστες το αγωνιζόμενο έθνος θα τις προστατεύσει από κάθε απειλή, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται».

Καθιερώθηκε η ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων:αρθρο5 «Όλοι οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, έχουν ίσα πολιτικά και αστικά δικαιώματα»

Αναγνωρίζοντας  ότι άρθρο 6 «η εργασία είναι βασική κοινωνική λειτουργία και δημιουργεί δικαίωμα για την απόλαυση των αγαθών της ζωής».

Αναγνώριζε ως υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει εργασία στους πολίτες του.

Παίρνει θέση και για το  γλωσσικό ζήτημα καθαρεύουσας και  δημοτικής αρθρο 7 «επίσημη γλώσσα για όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής και για όλους τους βαθμούς ης εκπαίδευσης, είναι η γλώσσα του λαού»

enallaktikos